Ερωτεύτηκα μια δαιμόνισσα...

Η πόρτα άνοιξε με τον χαρακτηριστικό κρότο αλλά αστραπιαία αυτή τη φορά. Ο Ραφαήλ τέντωσε προστατευτικά το χέρι του πίσω του ώστε η Ιθούριελ να παραμείνει στη θέση της.

Με τον ίδιο τρόπο προστάτευε τη Ραχήλ ο Μιχαήλ. Ενώ τα φτερά του αγκάλιαζαν το σώμα της στοργικά.

«Μην τρελαίνεσαι φίλε... άσε με να σου εξηγήσω» βιάστηκε να απολογηθεί ο Μιχαήλ με ένοχο ύφος, βλέποντας τον άλλον σταδιακά να μεταμορφώνεται στο αποτρόπαιο δαιμονικό πλάσμα που κρυβόταν μέσα του. «Κοίτα πως είσαι, και μου προσπαθείς να προστατέψεις την Ιθούριελ από ένα πλάσμα όμοιό σου» πέταξε με ειρωνεία ο Μιχαήλ προτείνοντας το χέρι του προς την κατεύθυνση του Ραφαήλ.

«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε ο Ραφαήλ με την παραμορφωμένη βραχνή φωνή του δαίμονα.

«Δεν καταλαβαίνεις και συ;» η αγανάκτηση στη φωνή του Μιχαήλ ήταν έντονη. «Είναι η Ραχήλ. Θα μας αφήσεις να περάσουμε, ώστε να μπορέσω να σου εξηγήσω τα πάντα; Έχουμε σοβαρό πρόβλημα. Δεν ήρθα μέχρι εδώ από το καλό μου» συνέχισε στον ίδιο τόνο, και αφού δεν είδε καμία αντίδραση από τη μεριά του Ραφαήλ, στράφηκε βαριεστημένα στην Ιθούριελ, που παρακολουθούσε τα πάντα πίσω από την πλάτη του προστάτη της.

Την ίδια στιγμή η Ιθούριελ έμοιαζε να ξυπνά από το λήθαργο μιας και το όλο σκηνικό της επέφερε ένα συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν έχει σοκαριστεί. «Ραφαήλ» είπε επιτακτικά, τραβώντας τον από το μπράτσο. «Πιστεύεις πως ο Μιχαήλ θα έφερνε οποιονδήποτε θεωρούσε εχθρό, στο σπίτι μου;» έκανε μια παύση μα απάντηση δεν πήρε. Ο Ραφαήλ με κόπο τοποθετούσε τα κομμάτια του πάζλ στις θέσεις τους, ενώ επανερχόταν σταδιακά στη φυσιολογική μορφή του.

«Δεν το νομίζω» απάντησε η Ιθούριελ στην ερώτησή της. Τον παραμέρισε πλησιάζοντας τη Ραχήλ. «Ώστε Ραχήλ» είπε με ένα χαμόγελο να στολίζει το πορσελάνινο πρόσωπό της, και τα μάτια της να πετάγονται πονηρά πότε στον Μιχαήλ πότε στη Φίλη του.

Στο πρόσωπο της Ραχήλ έλαμψε η ελπίδα, όταν το ενθαρρυντικό χαμόγελο και νεύμα του Μιχαήλ να ακολουθήσει την Ιθούριελ, της έδωσε λίγο από το θάρρος που είχε χάσει. Δεν ήταν συνηθισμένη σε εγκάρδιες αγκαλιές και ευγενικές συμπεριφορές. Ο Μιχαήλ όμως άνοιξε μέσα της αυτό το πεδίο, κάνοντάς την περισσότερο ευαίσθητη από ποτέ. Τα μάτια της πλημύρισαν με δάκρυα τα οποία προσπάθησε να αποδιώξει βλεφαρίζοντας, ενώ η ανάσα της έβγαινε διακεκομμένη.

Η Ιθούριελ αγκάλιασε το χέρι της με τις παλάμες της. «Έλα, πάμε να σου βάλω ένα ποτήρι νερό, το χρειάζομαι και εγώ άλλωστε. Ήταν μεγάλο το σοκ.» Την πληροφόρησε η Ιθούριελ τραβώντας την απαλά στο εσωτερικό. «Έλα μην ντρέπεσαι, εδώ νομίζω είναι ένα ουδέτερο έδαφος» συνέχισε να καθησυχάζει η Ιθούριελ τη δαιμόνισσα καθώς απομακρυνόταν και οι δυο από το οπτικό πεδίο των αντρών.

Όσο ο Ραφαήλ παρακολουθούσε καχύποπτα τις γυναίκες να ξεμακραίνουν, ο Μιχαήλ μπήκε και εκείνος κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο πρώτος φαινόταν να είχε παγώσει στη θέση του καταφέρνοντας με δυσκολία να αποδεχτεί την όλη κατάσταση.

Από την άλλη ο Μιχαήλ θαύμαζε την ευστροφία της πρώην του, η οποία συνειδητοποίησε αμέσως τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο ίδιος, αναγνωρίζοντας την ίδια κιόλας στιγμή το πρόβλημα που τους καταδίωκε. Κούνησε το κεφάλι του με ένα χαμόγελο που ζέσταινε την καρδιά του. Πως ένας άνθρωπος είχε καταφέρει να σε κάνει να νιώθεις το σπίτι του σπίτι σου; Έτσι απλά. Ένα συναίσθημα τόσο ευχάριστο που αμέσως φωτίζει τα πάντα γύρω σου, σαν ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από τους ώμους σου.

«Εξηγήσου» διέκοψε την αναπόλησή του ο Ραφαήλ, με αυστηρό στρατιωτικό τόνο στη φωνή του. Ο Μιχαήλ έσυρε αργά το βλέμμα του πάνω του, δίχως αυτό το χαμόγελο ευτυχίας να αφήνει στιγμή τα χείλη του.

«Ρε... είσαι μαλάκας ή τα έχεις χάσει τελείως» ξεστόμισε ο Μιχαήλ με ένα νευρικό γέλιο να του ξεφεύγει. «Τί να σου εξηγήσω παραπάνω;» πέταξε με στόμφο. «Ερωτεύτηκα μια δαιμόνισσα!!! Αυτό είναι όλο! Το ίδιο και εκείνη! Ήμαστε έξι μήνες μαζί, και τώρα μας ανακάλυψαν! Έκανα έγκλημα... να το ξέρω» είχε υψώσει λίγο τον τόνο της φωνής του. «Στόκος είσαι παιδί μου;» του είπε σκουντώντας τον αρκετά δυνατά στον ώμο, με αποτέλεσμα ο αποσβολωμένος Ραφαήλ να χτυπήσει πάνω στην πόρτα πίσω του ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του μπερδεμένος. «Και αντί να με καταλάβεις εσύ, που γνωρίζεις από δαιμονική φύση, φέρεσαι σαν μαλάκας, πραγματικός μαλάκας. Ξέρεις πως είναι να μην έχεις πού να πας; Ξέρεις; Ξέρεις! Αλλά τί σε έπιασε; Υπερπροστατευτικότητα; Πραγματικά έστω για μια στιγμή, πίστεψες πως θα μπορούσα να βλάψω την Ιθούριελ;» το ύφος του Μιχαήλ είχε αλλάξει τώρα μιλούσε κατηγορηματικά και οι λέξεις που ξεστόμιζε έσταζαν ειρωνεία συνάμα δηλητήριο. «Αν είναι δυνατών!» παραπονέθηκε ο Μιχαήλ και τράβηξε προς την ίδια κατεύθυνση που είδε να φεύγουν τα κορίτσια. «Πάω να πιω λίγο νερό και γώ. Εσύ κάτσε εδώ και σκέψου... μαλάκα». Είπε τέλος με νεύρο.

Ο Ραφαήλ μη ξέροντας πώς να αντιδράσει σύρθηκε με την πλάτη του πάνω στην πόρτα, πιο μπερδεμένος από ποτέ. Το κεφάλι του κουδούνιζε. Τέντωσε τα πόδια του πάνω στο πάτωμα κοιτάζοντας επίμονα τα δάχτυλα του. Ένιωσε ντροπιασμένος σμιλεύοντας το πρόσωπό του με την παλάμη του. «Τί να κάνω τώρα;» αναρωτιόταν μέσα του σαν κανένα μικρό παιδάκι που μόλις έκανε κάτι που πλήγωσε κάποιον άλλον.

«Ραφαήλ» η φωνή της Ιθούριελ τον απέσπασε από της σκέψεις του, όπως το κεφάλι της ξεπρόβαλε από τη γωνία. «Μωρό μου τι έπαθες;» τον ρώτησε στοργικά χαμογελώντας, καθώς πλησίαζε. Κάθισε πάνω στα πόδια του, αγκαλιάζοντας τον σβέρκο του. «Δεν πειράζει φως μου. Όλα καλά» τον καθησύχασε. Εκείνος την κοιτούσε με ένα ένοχο βλέμμα. Το χαμόγελο της γυναίκας μεταμορφώθηκε σε κάτι πιο πανούργο. «Έλα δω να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα» έφερε τα χέρια του πάνω στη μέση της, δένοντάς τα σφιχτά γύρω της. Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της «σε αγαπώ με όλη την ύπαρξή μου, σε όλες σου τις μορφές» μουρμούρισε πάνω στα χείλη του, πριν του προσφέρει τα δικά της σαν επιδόρπιο, που τόσο είχε εκείνος ανάγκη. 



ΩΩΩΩΩ, σήμερα ήταν μια υπέροχη ΒΡΟΧΕΡΉ μερα, με δροσούλα και την απόλαυσα.... δωστε μου πίσω τον Χειμώνα μουυυυυυ, το Φθινόπωρό μουυυυυυ. ααααααααααααααααα δεν θέλω τη ζέστη βάλτε με στο ψυγείο μέχρι τον Οκτώβρηηηηηηη.  Φιλιάααααααααααααα!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top