Επικίνδυνα παιχνίδια...


«Γιατί ρωτάς εμένα;» πέταξε παραξενεμένη. «Εσείς δεν το βλέπετε;» αναρωτήθηκε δυνατά.

«Εγώ το μόνο που βλέπω είναι, ένας μαύρος καμβάς» Είπε ο Κάι και αμέσως στράφηκε στον αδερφό του που κατένευε. «Ο Σαχιήλ, λέει, πως μόνο εσύ μπορείς να το δεις... έλα πάρε την» ο Κάι κόλλησε το τηλέφωνο στο αυτί της.

Εκείνη το έπιασε, με τα μάτια της, να εξετάζουν τον πίνακα. «Έλα πατέρα»

«Ιθούριελ, έχει φτερά;» τη ρώτησε χωρίς να χάνει χρόνο.

«Ναι, αλλά είναι πάρα πολύ μικρά» βιάστηκε να πει.

«Ωραία. Λοιπόν, θέλω να έρθετε το συντομότερο δυνατόν. Τι στο καλό κάνετε τόσες ώρες;» πέταξε νευριασμένος ο Σαχιήλ.

Η Ιθούριελ ένιωσε το αίμα, να ανεβαίνει στα μάγουλά της, σήκωσε την παλάμη της αγγίζοντάς τα. Στράφηκε στον Ραφαήλ που χασκογελούσε, ακούγοντας τον Σαχιήλ να βροντοφωνάζει από το ακουστικό.

«Ο κόσμος χάνεται και ο Ραφαήλ... άντε να μην πω» ειρωνεύτηκε ο Κάι, καθώς έδινε μια σπρωξιά στον ώμο του αδερφού του.

Το κοκκίνισμα της Ιθούριελ, έγινε πιο έντονο, όχι τόσο από ντροπή πλέον, όσο από τα νεύρα της. «Εντάξει πατέρα, θα είμαστε εκεί σε λίγο» είπε και πάτησε το κουμπί του τερματισμού της κλήσης.

«Σκάστε και οι δυό σας» φώναξε. Άφησε το τηλέφωνο στην προτεταμένη παλάμη του Κάι και στράφηκε στα όπλα που είχε ανασύρει από το μπαούλο.

Έκατσε ανακούρκουδα μπροστά τους. Το κάθε ένα, ήταν ένα μοναδικό έργο τέχνης. Με σκαλιστές λαβές και πετράδια να τα κοσμούν, μέσα σε περίτεχνα σχέδια λουλουδιών. Περιεργάστηκε τα δύο μεγάλα σπαθιά, στην βάση των οποίων υπήρχαν σκαλισμένα γράμματα, σε μια γλώσσα που δεν γνώριζε άλλα έμοιαζε με τα αραβικά.

Τα πήρε στα χέρια της. Αν και ήταν πολύ βαριά όπλα, η Ιθούριελ μπορούσε να τα χειριστεί άψογα. Στριφογύρισε τα μεγαλόπρεπα σπαθιά ανάμεσα στα δάχτυλά της. Εκείνα διέγραψαν τέλειο κύκλο το κάθε ένα στον αέρα πλάι της. Το χαμόγελό της αιμοβόρο και αυτάρεσκο. Στράφηκε στους δύο άντρες, να ζυγίσει αντιδράσεις.

Το βλέμμα του Ραφαήλ πρόδιδε την έξαψή του. Της φάνηκε πως είδε την καρδιά του να προσπαθεί να δραπετεύσει από το στήθος του. Έγλυψε τα χείλη του, πιο πρόστυχα απ' όσο εκείνη περίμενε, μπροστά στον ίδιο τον αδερφό του και κάθισε πάνω στο περβάζι.

«Ναι... με τέτοια γυναίκα και γω, όλη μέρα έτσι θα ήμουν» πετάχτηκε ο Κάι και τα μάτια του εστίαζαν έντονα χαμηλά στο παντελόνι του Ραφαήλ.

«Σκάσε μαλάκα! Μακριά τα χέρια και τα μάτια σου από τη γυναίκα μου!» γρύλισε ο Ραφαήλ στρέφοντας το βλέμμα του μακριά από την Ιθούριελ. «Μήπως θέλεις να φύγεις λίγο πιο μπροστά;» του πέταξε. Στράφηκε ξανά στον αδερφό του, με βλέμμα γεμάτο ελπίδα.

«Ούτε καν!» φώναξε εύθυμα ο Κάι. «Δεν θα καλοπερνάς εσύ και εμείς θα ξεροσταλιάζουμε. Με φάγανε οι δρόμοι, εξ αιτίας σας και ακόμη να το εκτιμήσεις» παραπονιόταν, τινάσσοντας πέρα δώθε τα χέρια του και η μακριά ξανθιά φράντζα του χόρευε μαζί με τις σπασμωδικές κινήσεις του.

Τα μαλλιά του ήταν κοντά, ένα αυστηρό στρατιωτικό κούρεμα κατά τα άλλα. Όμως ένα μεγάλο μέρος των μαλλιών του στην κορυφή του κεφαλιού του, κατέληγε σε αφέλειες μπροστά στο πρόσωπό του, όπως έφταναν μέχρι τα καλοσχηματισμένα και όμορφα χείλη του. Φορούσε άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι, με μια στάμπα πάνω στο στήθος του σε σχήμα νεκροκεφαλής, από το στόμα της οποίας εξείχαν δυο κυνόδοντες βρικόλακα. Το σκούρο τζιν του έπεφτε στους γοφούς του με τον ίδιο τρόπο, όπως και του Ραφαήλ. Φορούσαν τις ίδιες αρβύλες, στο ίδιο μαύρο χρώμα. Οι καρποί του Κάϊ ήταν στολισμένοι με δερμάτινα περιβραχιόνια και ένα μεγάλο τατουάζ κάλυπτε το δεξί του μπράτσο, που δεν αποτελούνταν από μόνο ένα σχέδιο. Μπορούσες να διακρίνεις, έναν κιτρινοπράσινο δράκο με κόκκινα μάτια, κάπου στην άκρη, ένα φίδι που τρώει την ουρά του, πληθώρα μαύρων κορακιών, σταυρούς και γράμματα ενδιάμεσα. Θα μπορούσε κανείς να το επεξεργάζεται για ώρα, παρατηρώντας το κάθε ένα και ψάχνοντας τις έννοιες, τα σημάδια και τη σημασία του καθενός από αυτά.

«Και μην κάνεις εσύ σαν μαλάκας, δεν μπορώ να δω την αδερφή μου ερωτικά. Απλά θαυμάζω την ομορφιά, τη χάρη και την δίψα της για μάχη. Ε;» ο Κάϊ στράφηκε στην Ιθούριελ για συγκατάθεση. Εκείνη ανασήκωσε του ώμους της αδιάφορα, κοιτάζοντας τα γυμνά της πόδια.

Έβγαλε μέσα από το συρτάρι της ντουλάπας της, ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες και αναρωτιόταν πιο από τα δύο ζευγάρια μπότες, να φορέσει. Με τακούνι ή τις αρβύλες.

«Τις άλλες με το τακούνι, μοιάζουν να είναι άνετες, οι αρβύλες δεν ταιριάζουν και τόσο» απάντησε στη νοητή ερώτησή της ο Κάι.

«Δίκιο έχεις» συμφώνησε μαζί του.

Άρπαξε τα σπαθιά ξανά στα χέρια της. «Αυτά... τι λέτε... θα μου χρειαστούν;» αναρωτήθηκε, περιεργαζόμενη τα θηλύκια στη ζώνη του παντελονιού της.

«Ποτέ δεν ξέρεις, αν θα φανούν χρήσιμα τελικά» είπε ο Κάι.

Ο Ραφαήλ απλά κοιτούσε μια τον έναν, μια τον άλλον. Δεν ήταν και πολύ ομιλητικός, όταν βρισκόταν ο αδερφός του κοντά του. Πάντα όμως έμοιαζε να συμφωνεί μαζί του.

Η Ιθούριελ έσκυψε μπροστά της, ώστε να μαζέψει και τα υπόλοιπα όπλα, τοποθετώντας τα στα αντίστοιχα θηκάρια, το κάθε ένα σε διαφορετικό μέγεθος, που ταίριαζαν άψογα σε συγκεκριμένα αντικείμενα.

Ήταν τόσο ενθουσιασμένη με τα παιχνίδια της, το βάρος των οποίον ήταν ευχάριστο, πάνω στη λεκάνη της.

Δοκίμασε να τραβήξει τα σπαθιά της με μια γρήγορη κίνηση, ώστε να δοκιμάσει το χρονικό διάστημα που θα απαιτούνταν για αυτή τη κίνηση, αν βρισκόταν στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει τα θανατηφόρα όπλα της.

Αναπήδησε χαρούμενη θαυμάζοντας την ταχύτητά της και τα έχωσε ξανά στις θήκες τους.

«Να δω πως θα σε βολέψω στην αγκαλιά μου τώρα.. γυναίκα κόλαση» είπε ξαφνικά ο Ραφαήλ, με το κεφάλι του να υποβαστάζεται από την παλάμη του.

«Ω, έλα τώρα, παραπονιάρη. Φοβάσαι μη σου κόψει τίποτε, κατά λάθος» τον πείραξε ο αδερφός του.

Ο Ραφαήλ τίναξε την παλάμη του προς το μέρος του Κάι αγανακτισμένα και προχώρησε προς την Ιθούριελ.

«Είσαι έτοιμη επιτέλους ή θέλεις να παίξουμε μαζί, χρησιμοποιώντας τα επικίνδυνα παιχνίδια σου;» ρώτησε ενώ τα χέρια του σμίλευαν τη μέση της.

«Μη... μην πετάξεις πάλι καμία εξυπνάδα» γκρίνιαξε η Ιθούριελ, με το χέρι της να σταματάει την τελευταία στιγμή τον Κάι, από την επόμενη ατάκα του.

«Θα παίξουμε μια άλλη φορά, μωρό μου. Τώρα ήρθε η ώρα να την κάνουμε. Ο μπαμπάς βγάζει καπνούς από τα αφτιά του αυτή τη στιγμή, είμαι σίγουρη» του είπε καθησυχαστικά, αγνοώντας το στριφογύρισμα των ματιών του αδερφού του.

«Να τον διώξω, να παίξουμε τώρα;» πρότεινε ο Ραφαήλ, με ένα στραβό, πονηρό χαμόγελο στα χείλη και τα χέρια του να διεισδύουν μέσα στο παντελόνι της, πιο κάτω από τη μέση της.

Εκείνη τράβηξε την μπλούζα του και έφερε τα χείλη της κοντά στα δικά του. «Αργότερα» είπε χαμηλόφωνα, πριν ενώσει τα χείλη τους σε ένα παθιασμένο φιλί. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top