Επιθέσεις αυτοκτονίας...


Το αίμα του Κάι έβραζε στις φλέβες του με το που άκουσε το θόρυβο. Με την άκρη του ματιού του είδε την Ιθούριελ να μαζεύει από το τραπέζι όλα τα αιχμηρά αντικείμενα στις χούφτες της, και να τα χώνει μέσα από το λάστιχο του κολάν της, με μανία. Χαμογέλασε με την αντίδρασή της στον εαυτό του.

Η Έλενα κάτι μουρμούριζε από κάτω του. «Τι είναι Έλενα τι λες;» ψέλλισε ο Κάι.

«Αυτό είναι... το όνειρο δεν ήταν μονάχα για σένα και για μένα... θυμάμαι κι άλλες λεπτομέρειες τώρα... γυαλιά, τζαμαρίες έπρεπε να το παρατηρήσω, έπρεπε να το δω» μιλούσε σα να είχε τρελαθεί και απομακρυνθεί στο δικό της κόσμο.

«Δεν είναι της παρούσης... ξέχνα το» φώναξε ο Κάι καθώς, κάποιος, είχε τολμήσει να απλώσει το βρομερό μαύρο χέρι του πάνω του. Του το άρπαξε στη στιγμή, γυρίζοντάς το σε μια αφύσικη γωνία, που προκάλεσε και τον κρότο από το σπάσιμο των μικρών και μεγάλων οστών.

Το σώμα του δαίμονα έπεσε φαρδύ πλατύ στο μαρμάρινο πάτωμα, πιτσιλώντας το με πηχτό κόκκινο χυλό.

Η Έλενα αν και στα χαμένα, είδε τη σκηνή. Το στομάχι της διαμαρτυρήθηκε, άδειο· της προκάλεσε την έκκριση της χολής της προς τα έξω. Ξερνούσε κάτω από το τραπέζι, την ώρα που όλο το σώμα της σφιγγόταν από τον πόνο που της προκάλεσε ο εμετός.

«Μείνε εδώ κάτω» την παρότρυνε ο Κάι, τείνοντας προς το μέρος της μια χαρτοπετσέτα. «Αν αισθανθείς να απειλείσαι φώναξέ με σε παρακαλώ, ναι;» παρακάλεσε με ανήσυχο βλέμμα, βάζοντας μια τούφα των μαλλιών της, πίσω από το αφτί της.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της, απαντώντας θετικά στην ερώτησή του.

«Ωραία... πρόσεχε» είπε την ώρα που κάποιος απελπισμένος ήθελε να χάσει τη ζωή του τραβώντας τον από τη μπλούζα του, με αποτέλεσμα το κεφάλι του να χτυπήσει στη γωνία του τραπεζιού.

Το μοχθηρό χαμόγελό του, έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπό του. «Αυτό ήταν, έσκαψες το λάκκο σου φίλε μου» γρύλισε. Αλλά πριν αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του είπε και κάτι ακόμη στην πανικοβλημένη Έλενα. «Μην κοιτάς, αυτά τα πράγματα δεν είναι για τα όμορφα ματάκια σου· κλείσε τα».

Η μία παλάμη του κάλυψε όλη τη μαυροφορεμένη φάτσα του δαίμονα, ενώ η άλλη γύριζε προς την αντίθετη κατεύθυνση τον ώμο του. Με έναν ανατριχιαστικό ήχο που παρέπεμπε σε σκίσιμο και σπάσιμο, το κεφάλι και το σώμα του εισβολέα, είχαν γίνει δυο διαφορετικά αντικείμενα στα χέρια του Κάϊι λερώνοντας τα ρούχα αλλά και τους τοίχους πίσω του με άπλετη ποσότητα κόκκινης ουσίας.

Ο άγγελος έβγαλε μια κραυγή πολέμου και στράφηκε στο επόμενο θύμα του. Ποιος θα τολμούσε να τα βάλει μαζί του; Κανένας δεν ήθελε να χάσει τη ζωή του. Κάτι όμως τους ωθούσε να συνεχίζουν τις επιθέσεις της αυτοκτονίας τους.

Ο λαιμός της Ιθούριελ ήταν εγκλωβισμένος, από το μπράτσο κάποιου δαίμονα, μα παρόλο που αδυνατούσε να αναπνεύσει, τα χέρια της κινούνταν ταχύτατα. Είχαν εξαντληθεί τα μαχαιριά και τα πιρούνια που κρατούσε στα χέρια της. Έχωσε τα δάχτυλά της κάτω από τον κορσέ της, όπου αισθανόταν την κρύα επιφάνεια του εναπομείναντος μαχαιριού. «Νομίζεις πως με έχεις;» σκέφτηκε την ώρα που έμπηγε το αιχμηρό αντικείμενο στα πλευρά του. Με αποτέλεσμα εκείνος που την κρατούσε να πισωπατήσει.

Εκείνη δεν έχασε στιγμή, γύρισε και τον κλότσησε στο στήθος. Στον τοίχο πίσω του υπήρχε μια αναπαράσταση μάχης σμιλεμένη στη σκούρα, γκρίζα πέτρα. Έτυχε το σπαθί του αρχαίου πολεμιστή να εξέχει παραπάνω απ' όσο θα έπρεπε, και έτυχε ο αντίπαλος της Ιθούριελ, να πέσει πάνω του, με τα σωθικά του να σκορπίζονται στο πάτωμα.

Μπορεί η Ιθούριελ να ήταν μια άξια πολεμίστρια, μα στο θέαμα, της ήρθε αναγούλα. Γύρισε από την άλλη, αναγκάζοντας τον εαυτό της να συνέλθει.

«Αυτοί οι ιεροί τοίχοι του ίδιου μου του σπιτιού, βάφτηκαν με αίμα!» φώναζε ο Σαχιήλ, που εκσφενδόνιζε στον αέρα ένα άψυχο σώμα, το οποίο με τη σειρά του παρέσυρε μερικούς από τους δαίμονες στο ματωμένο πάτωμα.

Η Ιθούριελ στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας γύρω της με περιέργεια. Κάτι δεν της καθόταν καλά. Ο Μιχαήλ παρέσυρε έναν δαίμονα από το παράθυρο, πριν ακόμη ανάψουν τα αίματα. Ο Σαχιήλ πάλευε με τρεις που τον είχαν περικυκλώσει από το πουθενά, μα δεν είχαν καμία ελπίδα. Ο Κάι μόλις ξερίζωνε τα φτερά κάποιου, στερώντας από αυτόν την τελευταία του ανάσα.

«Ραφαήλ» είπε με έναν ψίθυρο, αναζητώντας τον μέσα στον τεράστιο αιματοβαμμένο χώρο, με μια ταραχή και μια βιασύνη που έκαναν την καρδιά της να θέλει να δραπετεύσει από το στήθος της. «Ραφαήλ» φώναξε αυτή τη φορά.

«Εδώ» η φωνή του ακουγόταν από το μακριά. Δεν είχε τολμήσει να ζητήσει τη βοήθεια του αδερφού του γνωρίζοντας πως θα προστάτευε την Έλενα και η δύναμή του, θα ήταν χρήσιμη στο χώρο, ώστε να προστατέψει τους υπόλοιπους ανθρώπους στην τραπεζαρία, όταν κατάλαβε, πως οι περισσότεροι είχαν στόχο τον Λίο.

Τον είχαν απομακρύνει από τον κύριο χώρο, στριμώχνοντάς τον στον διάδρομο. Και σαν μεγάλος εγωιστής εκείνος, δεν ζήτησε βοήθεια από κανέναν. Μα ο Ραφαήλ εντόπισε γρήγορα το πρόβλημα και τους ακολούθησε. Ήξερε και βασιζόταν στις δυνάμεις της Ιθούριελ, άλλωστε, άλλο να έχεις δύο αντιπάλους και άλλο είκοσι ταυτόχρονα.

Η Ιθούριελ έσπευσε να τον βρει. Ο Ραφαήλ χρησιμοποιούσε τα φτερά του ορισμένες φορές σαν λεπίδες, σκορπώντας μέλη από σώματα παντού. Ο Λίο είχε την ίδια παρόρμηση, μα κάθε φορά ο Ραφαήλ του έριχνε προειδοποιητικές ματιές, να μην το κάνει.

«Γιατί;» φώναζε ο Λίο, οργισμένα, μιας και από όλες τις πλευρές δεχόταν επίθεση.

«Γιατί δεν πρέπει!» αντιγύρισε με τον ίδιο τόνο ο Ραφαήλ.

Η Ιθούριελ διέσχιζε τώρα τον διάδρομο. Και τι δεν θα έδινε, να είχε τώρα τα σπαθιά της. Τόσες ώρες τα κουβαλούσε πάνω της και τώρα που τα είχε αφήσει, παρουσιάστηκε η ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσει. Τι κρίμα... σκέφτηκε με λύπη.

Πάνω στη βιασύνη της όμως, στη αρχή δεν έδωσε βάση στον πόνο πίσω από την πλάτη της. Ως που έγινε τρομερά οδυνηρός και την έριξε κάτω. Σωριάστηκε στο πάτωμα ανήμπορη να κουνηθεί.

«Ιθούριελ» ούρλιαξε ο Ραφαήλ, με την αγωνία να ξυπνά το δαίμονα μέσα του, την ώρα που την είδε να πέφτει. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top