Ελπίδα;

Τα ίχνη οδήγησαν το Βαρδιήλ στην καρδιά της ζούγκλας που πλαισίωνε τον Αμαζόνιο. Αν για έναν άγγελο η διαδρομή διαρκούσε ίσα με μερικά δευτερόλεπτα ή στη χειρότερη λεπτά, τότε για τους δαίμονες θα απαιτούνταν αρκετές ώρες. Οι δυνάμεις που διέθεταν τα δυο τάγματα σίγουρα διέφεραν σε πολλά σημεία.

Η ενέργεια που ήταν ορατή στα μάτια του Βαρδιήλ, ανήκε σίγουρα στη Ραχήλ ενώ παλλόταν σαν μακρινός φάρος μέσα από τα πετρώματα του βουνού.

Έκανε ώρες να φτάσει σε τούτο το σημείο, μα έκανε άλλες τόσες για να βρει την εσοχή στο βράχο, απ' όπου είχαν εισέλθει μέσα στη σπηλιά ο Μιχαήλ και η Ραχήλ.

Η καρδιά του Βαρδιήλ κόντευε να σπάσει από την ένταση με την οποία χτυπιόταν μέσα στα τοιχώματα του στήθους του. Ήταν έτοιμος να κάνει το βήμα που ώρα τώρα ανακαλούσε, μα την ίδια κιόλας στιγμή, μια άλλη ενέργεια θόλωσε την όρασή του.

Τα ρουθούνια του πετάρισαν σαν οργισμένου ταύρου και τα φρύδια του έσμιξαν πάνω από τα κατακόκκινα μάτια του που πετούσαν σπίθες. «Δεν είναι δυνατών» ψέλλισε κάτω από τη μύτη του. Κι όμως ήταν. Διαισθάνθηκε την αύρα ενός αγγέλου, που επισκίαζε αυτή της αγαπημένης του δαιμόνισσας.

«Αν έχει κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο...» συλλογιόταν ο δαίμονας, ενώ με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ο θυμός και η οργή μέσα του ανέβαιναν και ένα σκαλοπάτι προς την κατεύθυνση της απόλυτης κορύφωσης.

Πριν προλάβει να κάνει αυτό το βήμα που επιτέλους είχε αποφασίσει να πραγματοποιήσει, το γέλιο της Ραχήλ αντήχησε αντιλαλώντας μέσα από τη σπηλιά, και όλοι οι άλλοι ήχοι γύρω από τον Βαρδιήλ σίγασαν στα αφτιά του. Κανένα μαχαίρι δεν θα προκαλούσε τον πόνο που τρύπωνε αυτή τη στιγμή όλα τα σημεία του κορμιού του, όταν άκουσε και ένα δεύτερο βραχύτερο και πιο δυνατό. Η γη άρχισε να γλιστρά κάτω από τα πόδια του, μα εκείνος δεν επέτρεψε σε αυτά τα άθλια συναισθήματα που αιώνες τώρα τον κρατούσαν δέσμιό της να τον κυριεύσουν.

Μόλις το ζευγάρι εμφανίστηκε στο πρώτο φως της νέας ημέρας, μπροστά από το άνοιγμα του σπηλαίου που τους φιλοξένησε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά και του προηγούμενου απογεύματος, ο Βαρδιήλ χίμηξε πάνω στον Μιχαήλ, με μια κραυγή που μόνο μίσος φανέρωνε. Μίσος για το τάγμα, μίσος για την επιλογή της Ραχήλ, μίσος το οποίο αισθανόταν για τα πάντα γύρω του, για την ίδια την πλάση, για την ώρα και τη στιγμή της δημιουργίας του καταραμένου αυτού κόσμου, στον οποίο ήταν αναγκασμένος να υπάρχει δυστυχισμένος.

Η Ραχήλ δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει, είχε τιναχτεί με την πλάτη της να χτυπάει άσχημα πάνω στην οδοντωτή επιφάνια του βράχου πίσω της, από την δύναμη με την οποία επιτέθηκε ο δαίμονας στον Μιχαήλ. Το αίμα στις φλέβες της είχε πάψει να κυλάει, ποικίλα συναισθημάτων της επιτέθηκαν, λούζοντάς την από πάνω μέχρι κάτω.

Ο καρδιακός της φίλος, υπηρέτης, έμπιστος και αγαπητός δαίμονας που ανά τους αιώνες τη συντρόφευε, δίχως ποτέ να τη πληγώσει, δίχως ποτέ να τη προδώσει, δίχως ποτέ να την καταπιέσει όσον αφορά τα συναισθήματά του, με μια μανιώδη επίθεση προσπαθούσε να σκοτώσει τώρα το πολυτιμότερο για εκείνη πρόσωπο.

Οι παλάμες της ακουμπούσαν τις πέτρες και κείνη τις πίεζε όλο και περισσότερο, ευχόμενη ο σωματικός πόνος να διώξει το άλλο συναίσθημα που την ξέσκιζε εσωτερικά. Αίμα κυλούσε από τα χέρια της κάτω στα χαλίκια γύρω της, μα εκείνη δεν ένιωθε το παραμικρό. Μια φράση σαν πυκνή ομίχλη είχε καταλάβει το μυαλό της. «Μας βρήκαν».

Το χειρότερο όλων ήταν να κατηγορεί τον εαυτό της μιας και εκείνη έφταιγε που δεν διαισθάνθηκε την παρουσία του Βαρδιήλ, βυθισμένη στον προσωπικό, εγωιστικό της παράδεισο. Και τώρα ο Μιχαήλ ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει την θηριώδη δύναμη του αγαπημένου φίλου της, που ανήκε σε ένα από τα αντίπαλα στρατόπεδα. Το δικό της τάγμα. Η λύπη έμοιαζε να αποκτά υλική υπόσταση και να τη σκεπάζει ολόκληρη.

Ο Μιχαήλ από την άλλη δεν φαινόταν να δυσκολεύεται ιδιαίτερα με τον Βαρδιήλ, ο δεύτερος είχε χάσει τα λογικά του και οι κινήσεις του δεν είχαν καμία στρατηγική. Επιτίθονταν βασισμένος καθαρά στα ζωώδη ένστικτά του, εκείνα που αποστράγγιζαν κάθε τι ανθρώπινο ή αγγελικό από πάνω του. Βρυχιόνταν και χιμούσε σαν ερπετό φορές και σαν αίλουρος άλλες.

Η συμπεριφορά του Μιχαήλ θύμιζε χορευτικές και ήρεμες κινήσεις, ενώ με ευκολία απέφευγε την όποια επίθεση, με τα μαλλιά του να παρασέρνονται από τον άνεμο κάθε που έσκυβε και έκανε τούμπες στον αέρα. Τα φτερά του ήταν μαζεμένα, δεν ένοιωθε την ανάγκη της στήριξής τους.

Η Ραχήλ τους παρακολουθούσε αντιλαμβανόμενη πως αυτή η μάχη δεν θα κατέληγε πουθενά.

«Βαρδιήλ» ούρλιαξε με τη φωνή της σηκώνει σμήνη από πουλιά που είχαν κουρνιάσει πάνω στα κλαδιά των δέντρων γύρω τους, και να τον αναγκάζει να στραφεί προς το μέρος της. Είχε πάρει την μορφή του δαίμονα που ήταν, πλησιάζοντας τους δύο άντρες. «Από αυτή τη μάχη δεν πρόκειται να βγει κανείς νικητής... δεν το βλέπεις, είσαι εκτός εαυτού» είπε με την παραμορφωμένη φωνή της, παραμερίζοντας τον Μιχαήλ, ώστε να σταθεί μπροστά από τον φίλο της.

Ο άλλος ανάσαινε βαριά θυμίζοντας ταύρο για άλλη μια φορά. Την κοίταζε και μέσα στο βλέμμα του καθρεφτιζόταν όλα τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν σίγουρος πια για τον εαυτό του μη γνωρίζοντας πλέον ποιες λέξεις θα ήταν κατάλληλες αυτή τη στιγμή.

Έστρεψε τα μάτια του προς το βάθος του δάσους, σαν να τον πονούσε το βλέμμα της, έπειτα στράφηκε ξανά μπροστά του με μεγαλύτερη σιγουριά. Είδε τον άγγελο να στέκεται προστατευτικά πλάι της. Ξαφνικά θέλησε να την πονέσει, να την πληγώσει, να την κάνει να σέρνεται. «Ξέρεις κάτι» σύριξε με τη φωνή του, να μοιάζει να προέρχεται κατευθείαν μέσα από το στήθος του, και τα χείλη του να τρέμουν από τη σύγχυση όπως ήταν ανασηκωμένα πάνω από τα σουβλερά του δόντια. «Είσαι μια προδότρα, η πράξη σου χαρακτηρίζεται ως τριπλή προδοσία. Και μάθε και κάτι ακόμη... έχεις πεθάνει για μένα» οι λέξεις του ποτιστήκαν με το δηλητήριο, που προερχόταν κατευθείαν μέσα από την καρδιά του.

Δεν θα χαράμιζε άλλες λέξεις, ούτε ενέργεια. Πίστεψε πως δεν άξιζε. Από την αρχή έπρεπε να ακολουθήσει το άλλο μονοπάτι, για να μην έρθει αντιμέτωπος με τούτη τη πικρή αλήθεια.

Άνοιξε τα κατάμαυρα νυχτεριδίσια φτερά του και χάθηκε πίσω από τα σύννεφα.

Η Ραχήλ έσκυψε το κεφάλι της απελπισμένη. Τα μπράτσα του Μιχαήλ την υποδέχτηκαν στη θερμή αγκαλιά του, σφίγγοντάς την όλο και πιο πολύ.

«Τώρα πια δεν έχω που να γυρίσω Μιχαήλ» μουρμούρισε πάνω από το μπράτσο του. «Δεν είσαι η μόνη. Τα νέα ταξιδεύουν ταχύτατα στον κόσμο μας και σε λίγο όλοι θα ξέρουν για μας» προσπάθησε να την καθησυχάσει. Ξαφνικά ο Μιχαήλ σα να σκέφτηκε κάτι, πάγωσε στη θέση του. «Τι είναι;» έσπευσε να ρωτήσει η δαιμόνισσά του, όπως στριφογύριζε μέσα στα χέρια του, για να τον αντικρύσει. «Η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει Ραχήλ. Ίσως βρούμε μια λύση» είπε και χαμογέλασε θερμά στην αγαπημένη του.

Δεν έχασε άλλο δευτερόλεπτο. Κράτησε προστατευτικά την μονάκριβή του στην αγκαλιά του. Ελευθέρωσε τα πελώρια φτερά του και οι ουρανοί τους υποδέχτηκαν την ίδια στιγμή.

Μια ελπίδα είχε ο Μιχαήλ και θα την άρπαζε από τα μαλλιά, αν και ήταν αρκετά αισιόδοξος.



Το τραγούδι ηχεί 24 ώρες το 24 στα αυτιά μου ακόμη κι όταν δεν το αναπαράγει καμία ηλεκτρική συσκευή... άκουσον άκουσον... αποτέλεσε και έμπνευση του κεφαλαίου. δεν υπάρχουν και emoji στο κινητό μου, να φανερώνουν τρέλα... τύπου με τον δείκτη στον κρόταφο.... χαχαχαχαχα.  φιλιάαααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top