Δείπνο...




Το σπίτι σαν σπίτι δεν ξεχώριζε πολύ, σε σχέση με τα γειτονικά, το ίδιο Βικτωριανό τούβλινο αρχοντικό ανάμεσα σε άλλα. Σιδερένια κάγκελα εκτίνονταν γύρω του, που το προστάτευαν από τους απρόσκλητους επισκέπτες, με τον κισσό και τις αγριοτριανταφυλλιές να τα αγκαλιάζουν, κρύβοντας το και προσφέροντας του μια άλλη γοητεία.

Η καγκελόπορτα μπροστά στην οποία στεκόταν η Ιθούριελ, με τον Ραφαήλ πάντα πλάι της, είχε πέσει θύμα της σημερινής εποχής, ξεχωρίζοντας με κάποιο τρόπο από την υπόλοιπη σκοτεινή, όμορφη μονοτονία.

Η Ιθούριελ πάτησε το κουμπί του σύγχρονου θυροτηλεφώνου, εστιάζοντας με το ψυχρό της βλέμμα την κάμερα στο πλάι.

Έσπρωξε με δύναμη την σιδερένια πύλη, μετά τον χαρακτηριστικό ήχο που ειδοποιούσε, πως κάποιος είναι πρόθυμος να της ανοίξει.

Ο Ραφαήλ πρόσφερε το μπράτσο του στην Ιθούριελ, όπως αρμόζει, παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά της να αλλοιώνονται και μπροστά του εμφανιζόταν πάλι εκείνη η σκληρή, ψυχρή γυναίκα που είχε πάντα το κεφάλι ψηλά. Πόσο αντιφατικά έμοιαζαν όλα ξαφνικά. Μα και ο ίδιος δεν θύμιζε σε τίποτε τον ερωτοχτυπημένο έφηβο στον όποιο είχε μετατραπεί μερικά λεπτά νωρίτερα.

Προσπαθούσε με κόπο να σταθεροποιήσει ακόμη, το χρώμα των ματιών του, μα δεν τα κατάφερνε, σε καμία περίπτωση· πάντως δεν φανέρωναν κάποια αδυναμία ή έστω δισταγμό.

Τα χείλη του άκαμπτα, χωρίς την παραμικρή υπόνοια χαμόγελου. Αν και πέντε λεπτά πιο πριν, παραπονιόταν στην Ιθούριελ σαν μικρό παιδί για το πόσο πολύ πεινούσε.

Βάδιζαν αργά στον μικρό κήπο θαυμάζοντας την καταπράσινη ομορφιά του. Σταμάτησαν μπροστά στη γυάλινη πόρτα, σαν καμάρα· θύμιζε Αυστριακή αρχιτεκτονική, με κάποια από τα μικρά παραθυράκια -που τη στόλιζαν- να αποτελούνται από χρωματισμένο γυαλί.

Δεν ήταν απαραίτητο να χτυπήσει και εδώ το κουδούνι, μιας και τους περίμεναν ήδη με την πόρτα ορθάνοιχτη.

«Καλησπέρα δεσποινίς Ιθούριελ. Κύριε. Παρακαλώ περάστε» είπε με επίσημο τόνο στη φωνή του ο κλασικός, άγγλος μπάτλερ, που τους υποδέχτηκε υποκλινόμενος.

Με στητά τα κορμιά τους προχώρησαν, ακολουθώντας τον μαυροφορημένο οδηγό τους, στην τραπεζαρία.

Ο πατέρας και η μητέρα της Ιθούριελ, σηκώθηκαν από το τραπέζι, που ήταν ήδη στρωμένο και έτοιμο, καθώς ο μπάτλερ ανήγγελλε την παρουσία του ζευγαριού στο χώρο. «Η δεσποινίς Ιθούριελ και ο κύριος...» έστρεψε το βλέμμα του στο συνοδό της.

«Ραφαήλ» είπε ο Ραφαήλ εστιάζοντας με το σκληρό του βλέμμα σε εκείνο του πατέρα της Ιθούριελ. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί το πρόσωπό του. Του φαινόταν τόσο γνώριμο.

Απέφυγαν τους τυπικούς χαιρετισμούς και τις αγκαλιές. Ούτε καν η μητέρα της Ιθούριελ δεν τολμούσε να πλησιάσει την κόρη της, κρατώντας χαμηλά το κεφάλι της, σα να παραδεχόταν ήδη την ενοχή της και μια υποψία μετάνοιας.

Ο μπάτλερ τους υπέδειξε σε ποια θέση πρέπει να καθίσουν και φώναξε άλλους υπηρέτες να τους σερβίρουν.

Η αίθουσα στην οποία βρισκόταν ήταν ένα ευρύχωρο μέρος, με ταβάνι τόσο ψηλό, που δεν ήταν αρκετό, να σηκώσεις μόνο το βλέμμα σου για να το δεις να εκτίνεται σχηματίζοντας την οροφή ενός πυργίσκου.

Οι τοίχοι μια σκούρα, γκρίζα ομοιομορφία φτιαγμένη από πέτρα, στην οποία ήταν σκαλισμένα δραματικά και κωμικά είδωλα μέσα σε κήπους και δάση, που απλώνονταν από το πάτωμα έως και την τριγωνομετρική οροφή.

Ο φωτισμός, από τα κεριά στο τραπέζι και το τζάκι, -που και αυτό ήταν σμιλεμένο στην πέτρα, με περίτεχνα σχέδια μυθικών πλασμάτων να το συγκρατούν- έριχνε σκιές παντού κάνοντας το σκηνικό, να μοιάζει τρομακτικό, σαν να ξεπήδησε από τον χειρότερο εφιάλτη κάποιου.

Μα τέτοιοι χώροι μόνο δέος προκαλούν στην πραγματικότητα· και μόνο να σκεφτεί κανείς, πόσα συναισθήματα μετέδωσαν οι καλλιτέχνες στους πέτρινους αυτούς τοίχους, καθ' όλη διάρκεια της ανέγερσης αυτής της παράστασης υψηλής τέχνης.

Το πρώτο πιάτο αποτελούνταν από μια πολτοποιημένη κολοκυθόσουπα, το χρώμα της οποίας δεν ήταν καθόλου ευχάριστο σε αντίθεση φυσικά με την γεύση της.

Το δεύτερο πιάτο ήταν το αγαπημένο όλων. Φιλέτο αγριογούρουνου, ψημένο ελάχιστα με βάση μια γαλλική συνταγή.

Κατά έναν περίεργο τρόπο τα μάτια όλων έλαμπαν, καθώς τα μαχαιριά τους βυθίζονταν στα ζουμερά φιλέτα τους, με τα πιάτα τους να γεμίζουν κόκκινο, γλυκό υγρό.

Όταν πλέον είχε φτάσει η ώρα του επιδόρπιου, η Ιθούριελ έκανε την πρώτη της απόπειρα να μιλήσει, υψώνοντας το βλέμμα της στον πατέρα της.

«Το δείπνο ήταν εξαιρετικά γευστικό» είπε, φέρνοντας την μεταξωτή πετσέτα της στα χείλη της.

«Οφείλω να συμφωνήσω» συμπλήρωσε ο Ραφαήλ από πλάι της, ακολουθώντας την ίδια κίνηση, με τα μάτια του να στρέφονται σε εκείνα της μητέρας της Ιθούριελ.

Η Αναήλ χαμήλωσε το βλέμμα της στα χέρια της, χαμογελώντας αδύναμα. «Έχουμε εξαιρετικούς μάγειρους» είπε με τη σειρά της ζωηρά.

«Λοιπόν αγαπημένη κόρη μου, είπες πως ήθελες να συζητήσουμε κάποια πράγματα». Τα κεφάλια όλων είχαν γυρίσει πλέον στην πηγή των λέξεων που ειπώθηκαν, πατέρα της Ιθούριελ, περίφημο Σαχιήλ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top