Βαρδιήλ...

Με νύχια και με δόντια κρατιόταν ο Μιχαήλ, η αγωνία του κορυφωνόταν κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ο φλοιός του δέντρου, πάνω στο κλαδί του οποίου, ακουμπούσαν οι γυμνές πατούσες του τού προκαλούσε δυσφορία· μιας και δεν είχε προλάβει να φορέσει τις μπότες του κρατώντας τες ακόμη, στο ελεύθερο χέρι του, ενώ με το άλλο χέρι, αγκάλιαζε τον κορμό.

Παρατηρούσε την κάθε κίνηση που έκανε ο Βαρδιήλ, εξιχνιάζοντας τις προθέσεις του.. και δεν είχε πέσει έξω, οι υποψίες του ήταν βάσιμες. Ο τύπος το έδειχνε μέσα από τα βλέμματα, που χάιδευαν προκλητικά κάθε σπιθαμή της δαιμονικής της ύπαρξης. Το σώμα του παρέμενε πάντα αρκετά κοντά στο δικό της, ενώ τα αγγίγματα μεταξύ τους, φαινόταν να στέλνουν ρίγη στο σώμα του δαίμονα. Η Ραχήλ από την άλλη κινούνταν αμήχανα, κάθε λίγο το βλέμμα της, αναζητούσε κάτι μέσα στο βάθος του δάσους. Για μία αδιόρατη στιγμή τα χείλη του Μιχαήλ κύρτωσαν προς τα πάνω, από μια άκρη... εκείνον αναζητούσε.

«Που ήσουν όλη νύχτα; Ανησύχησα» κάτι που ήταν φανερό και στη φωνή του Βαρδιήλ. Η Ραχήλ έμοιαζε να προσπαθεί εκείνη την ώρα, να αποφασίσει, τί πρέπει να του πει, και πάλι όμως δυσκολευόταν.

Ξεφύσησε, στην αναζήτηση επιπλέον χρόνου. Ένα περίεργο άγχος την κυρίευε, οι τύψεις της προδοσίας, της προκαλούσαν εσωτερικό πόνο. «Που να ήμουν ρε Βαρ... εδώ βόλτες έκοβα, να ξεθολώσει το μυαλό μου» είπε τελικά γυρίζοντάς τού την πλάτη της. «Έπειτα με πήρε ο ύπνος... πριν λίγο ξύπνησα από το κελάηδημα των πουλιών» πρόσθεσε, δαγκώνοντας αγχωμένα το κάτω χείλος της, ενώ με τα δάχτυλά της προσπαθούσε να στρώσει την μπερδεμένη μάζα της κόμης της.

Τα χείλη του Μιχαήλ είχαν σχηματίσει μια αδιαπέραστη γραμμή. Αναρωτιόταν, γι ποιο λόγο έκανε τόσο κόπο, να απολογηθεί σε κατώτερο δαίμονα.

Ο βρομιάρης είχε απλώσει τα ξερά του πάνω στο ώμους της. Οι δύο τους, είχαν στραμμένα τα πρόσωπά τους προς το μέρος του, χαρίζοντάς του την όψη του καθενός τους. Το σαγηνευτικό συνάμα λάγνο χαμόγελο του δαίμονα, προκαλούσε στον Μιχαήλ αναγούλα. Ευτυχώς ο ήχος γρυλίσματος που έβγαλε ο άγγελος, ανακατευόταν με τους άλλους του δάσους και δεν τον άκουσε κανείς, παρά μόνο ο ίδιος.

«Ραχήλ... τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε μαλακά ο Βαρδιήλ. Εκείνη τίναξε τα χέρια του από πάνω της, με μια κίνηση των ώμων της. «Τίποτα, δεν συμβαίνει, ήθελα να μείνω για λίγο μόνη μου... τι σε πειράζει τέλος πάντων... σάμπως, δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, απέναντι σε όποια απειλή;!» πέταξε με προσβεβλημένο ύφος. «Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Θα μπορούσες όμως να ενημερώσεις» απολογήθηκε ο δαίμονας, τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία λέξη.

Η Ραχήλ γύρισε απότομα, ώστε να τον αντικρίζει. Πλέον ο Μιχαήλ αδυνατούσε να δει το πρόσωπό της, όμως από τον τόνο της φωνής της, μπορούσε κάλλιστα να φανταστεί την έκφρασή της. «Να ενημερώσω... αλήθεια Βαρ;» πέταξε, με το κεφάλι της να γέρνει ελαφρώς προς τη μία πλευρά.

Ο Βαρδιήλ έτριξε τα δόντια του αποδοκιμαστικά. «Τόσο δύσκολο θα ήταν;» γρύλισε νευριασμένα. «Γιατί... γιατί είσαι τόσο απόμακρη κάποιες φορές; Ενώ κάποιες άλλες...» δεν τον άφησε να ολοκληρώσει. «Τέλος! Αυτά τα είχαμε ξεκαθαρίσει από την αρχή» φώναξε οργισμένη εκείνη.

Η πληροφορία αν και ανεπαρκής, έλυσε με μιας όλες τις απορίες του Μιχαήλ. «Μάλιστα... ώστε έτσι λοιπόν» μονολόγησε από μέσα του, με μια δόση απογοήτευσης.

«Τόσους αιώνες!» ξεφώνησε ο δαίμονας. «Τόσους αιώνες και δεν έχεις νιώσει το παραμικρό για μένα!... γιατί;» συνέχισε, αρπάζοντάς την από τους ώμους της, συγχρόνως ταρακουνώντας την. Το σώμα του Μιχαήλ τσιτώθηκε. «Πάρε τα ξερά σου... μη στα κόψω» γρύλισε από μέσα του. «Νιώθω..» είπε αδύναμα εκείνη, με το κεφάλι της να στρέφεται αλλού. Όλες οι αισθήσεις του αγγέλου τώρα, είχαν παραλύσει. Σταμάτησε να αναπνέει. Ένα παγωμένο κύμα τον είχε συντρίψει. Έμοιαζε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του.

«Αλλά;» ρώτησε πανικόβλητα, με τα κόκκινα μάτια του να πετάνε σπίθες οργής. «Αλλά..» δίστασε η Ραχήλ. «Αλλά, τα συναισθήματά μου δεν είναι αρκετά δυνατά» ψέλλισε, στρέφοντας το βλέμμα της στον Βαρδιήλ. Εκείνος την κοίταζε αποσβολωμένος, για μερικά δευτερόλεπτα.

«Γαμώτο» φώναξε έξαλλος, απελευθερώνοντάς την από το κράτημά του. Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. «Ρε Ραχήλ.... Δεν με νοιάζει!» τα χέρια του ήταν προτεταμένα μπροστά, με παλάμες στραμμένες προς τα πάνω. «Αδιαφορώ, αν τα συναισθήματά σου, δεν είναι τόσο δυνατά, όσο τα δικά μου... δεν με πειράζει, αρκεί να μπορούμε να έχουμε μια αξιοπρεπή σχέση, να μπορούμε να λέμε πράγματα ο ένας στον άλλον, να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, να καταφεύγουμε στην αγκαλιά του άλλου, όταν την έχουμε ανάγκη» φώναζε απελπισμένα.

Η Ραχήλ δεν ήθελε να του πει ευθέως, πως υπήρχε πλέον, κάποιος άλλος στη ζωή της και πως τα συναισθήματά της για εκείνον δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτά που ένιωθε για τον Βαρδιήλ. Άλλωστε του είχε εξηγήσει από την αρχή... για εκείνη, δεν ήταν παρά ένας φίλος, με τον οποίο κάποιες φορές τα πράγματα είχαν ξεφύγει από μια φιλική σχέση, αλλά και πάλι, αυτό συνέβαινε λόγο της ανάγκης της να εκτονωθεί. Ο δαίμονας δεν ήθελε να το παραδεχτεί, προσπαθώντας πάντα να την πείσει, πως είναι αδύνατον να μην αισθάνεται τίποτα για τον ίδιο.

Πολύ απλά λοιπόν, ο λόγος που δεν έπρεπε να του πει, ήταν επειδή θα ανακάλυπτε σύντομα... ποιος ήταν αυτός ο άλλος. Κάτι τέτοιο, παρά μόνο μεγαλύτερους μπελάδες θα τους προξενούσε, φυσικά.

«Δεν επιδιώκω μια τέτοια σχέση Βαρ» η φωνή της ήταν ψυχρή και απόμακρη. «Πήγαινε σπίτι. Θέλω να μείνω μόνη μου» είπε βαδίζοντας προς την καρδιά του δάσους.

Ο Βαρδιήλ κραύγασε αγανακτισμένος. Άνοιξε τα μαύρα, λιπόσαρκα φτερά του. Με αρκετή ώθηση στα πόδια του πήδησε προς τον ουρανό. Μέσα σε δευτερόλεπτα η μορφή του είχε χαθεί πίσω από τα σύννεφα που σχεδόν πάντα κάλυπταν τον ουρανό του Λονδίνο.

Ο Μιχαήλ δεν έχασε λεπτό. Στη στιγμή τα φτερά του τον οδήγησαν σε εκείνη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top