Αύριο μπορεί να μην υπάρχει πια
Η φωνή ενός άγνωστου επανέφερε την Ιθούριελ από τη φρικτή σκέψη που είχε κάνει, μα τόση αδρεναλίνη...
«Με συγχωρείτε. Είστε η Ιθούριελ Μπλίστερ;» απευθύνθηκε σε εκείνη, ένας αρκετά ώριμος άντρας.
«Η ίδια. Εσείς;» είπε με το πιγούνι της τεντωμένο και βλέμμα ψυχρό.
«Κουέντιν, αναπαλαιώσεις» είπε και χαμήλωσε το βλέμμα του.
«Μάλιστα» είπε κοφτά εκείνη.
«Από πού θέλετε να αρχίσουμε;» τη ρώτησε, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο την οπτική επαφή μαζί της.
«Αυτό που με καίει, είναι ο χώρος της κουζίνας και τα λουτρά.. έχετε φέρει φαντάζομαι και υδραυλικούς;» το ύφος της ήταν άκρως επαγγελματικό.
«Ναι.. ναι φυσικά, θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας. Τα πάντα θα παραμείνουν στην αρχική τους μορφή, όπως μας το ζητήσατε εξαρχής» βιάστηκε να απαντήσει ο Κουέντιν.
«Φυσικά, αν κάτι δεν πάει σύμφωνα με το σχέδιο, οπωσδήποτε θα απευθυνθούμε πρώτα σε σας» συνέχισε ο άνθρωπος, γνωρίζοντας πως θα βγάλει μια περιουσία από τα έργα που θα κάνει εδώ.
«Παιδιά... ξεκινάμε» φώναξε ο Κουέντιν. Την ίδια κιόλας στιγμή μια ομάδα περίπου τριάντα αντρών, άρχισε να κουβαλάει διάφορα εργαλεία μέσα από την πόρτα.
Την Ιθούριελ την έπιασε πανικός.
«Πολλή τεστοστερόνη. Που να μαζευτούν και οι καθαριστές μαζί με τις καθαρίστριες. Τρανό γλέντι» μονολόγησε σίγουρη πως με τόση φασαρία, δεν θα την άκουγε κανείς. Κάποιος όμως την πλησίασε και στάθηκε με όλο του το θράσος πλάι της.
«Τι στο...» ξεκίνησε να λέει.
«Ωωω, μα δεν αρμόζει παρόμοιο λεξιλόγιο σε γυναίκες όπως εσείς» της είπε ο γνωστός ξεδιάντροπος, διπλώνοντας τα χέρια του πάνω στο στομάχι του. Τα μάτια του είχαν μια ιδιότητα να την ηρεμούν, με έναν περίεργο τρόπο.
«Πνίγομαι» είπε ξεψυχισμένα και έτρεξε προς την έξοδο. Εκείνος φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία και την ακολούθησε.
Σταμάτησε μόνο όταν οι παλάμες της ακούμπησαν τον κορμό ενός από τα πρώτα δέντρα του δάσους. Σωριάστηκε κάτω στις ρίζες του. Η πλάτη της γδάρθηκε ελαφρώς στον φλοιό του. Έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας τις αχτίνες του ήλιου στο πρόσωπό της... για λίγο. Μόλις μπήκε κάτι μπροστά της και μια τεράστια σκιά σκέπασε τα πάντα γύρω της.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Όχι» απάντησε ξερά εκείνη, δίχως να ανοίξει τα βλέφαρά της.
«Μπορώ να κάνω κάτι;» προσφέρθηκε με δισταγμό πάλι, ο Ραφαήλ.
«Κανείς δεν μπορεί» αποκρίθηκε θλιμμένα η Ιθούριελ. Παρά τα χρόνια της, έμοιαζε πολύ νέα, κάτι παραπάνω από είκοσι ετών. Όχι όμως και τριάντα. Σαν να σταμάτησε να μεγαλώνει σε μικρότερη ηλικία.
«Θέλεις να σε αφήσω μόνη σου;» ο ήχος της φωνής του ήταν καταπραϋντικός.
«Χα. Πόσες ώρες είσαι εδώ τριγύρω;» ειρωνεύτηκε με ένα χλευαστικό χαμόγελο.
«Ξέρω γω... πέντε» αποκρίθηκε ο Ραφαήλ με τα δάχτυλά του, να περνάν ξυστά πάνω από τα καστανά μαλλιά του.
«Και γιατί έχεις βεντουζάρει πάνω μου σαν βδέλλα;» απόρησε φωναχτά η Ιθούριελ.
«Ξέρω γω... όχου, φεύγω» φώναξε αγανακτισμένος εκείνος και γύρισε να φύγει.
«Κάτσε» του είπε εκείνη ατάραχη, μα σίγουρη πως δεν θα έφευγε.
Κάτι υπάρχει ανάμεσά τους το ένοιωσαν από την πρώτη στιγμή. Το ξέρουν και οι δύο, μα οι εγωισμοί δεν τους επιτρέπουν να αφεθούν στα συναισθήματά τους. Η Ιθούριελ αισθάνεται θυμό, που συναντά τον Ραφαήλ στην πραγματικότητα, και όχι μέσα στην ασφάλεια του ονείρου, και δεν μπορεί να χειριστεί την ένταση των συναισθημάτων της. Ο Ραφαήλ από την άλλη, της αφήνει χώρο, να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, γνωρίζοντας τον εκρηκτικό της χαρακτήρα.
Ο Ραφαήλ με μια κίνηση προσγειώθηκε πλάι της. Φυσικά και δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της εκεί πέρα ήταν υπερβολικά επικίνδυνο. Τα δάχτυλά του σύρθηκαν πάνω στην παλάμη της και την ένιωσε να αναριγά.
«Αφέσου» της ψιθύρισε στο αυτί σιγανά.
«Για πόσο; Μέχρι να συνειδητοποιήσω, πως πρέπει να έρθω αντιμέτωπη με τις πράξεις μου; Και μετά τι; Μέχρι πότε; Μέχρι να ξαναπληγωθώ; Πες μου αξίζει;» του έλεγε με δάκρυα στα μάτια κοιτάζοντας ευθεία μέσα στα δικά του.
«Δεν θα ήθελα να σε πληγώσω» της είπε σοβαρά.
«Ωωω, μα το έκανες ήδη. Και που να σε γνωρίσω και καλύτερα... τι με περιμένει..» είπε γυρίζοντας στη θέση της, εκεί που ακουμπούσε το κεφάλι της στον κορμό του δέντρου.
«Αυτή η κοπέλα, το παρατράβηξε λιγάκι, ποτέ δεν της έδειξα κάποιο ιδιαίτερο σημάδι, να ελπίζει για κάτι παραπάνω από ένα πήδημα» είπε ψυχρά εκείνος, αναγνωρίζοντας τον λόγο για τον οποίο αισθάνθηκε πληγωμένη η μοναδική γυναίκα, που είχε αγαπήσει ποτέ ο Ραφαήλ.
«Μα αυτό είναι το θέμα Ραφαήλ... αύριο μπορεί να βρεθώ εγώ στη δική της θέση... και πραγματικά βαρέθηκα να σέρνομαι στα πατώματα δυστυχισμένη και πληγωμένη.. βα-ρε-θη-κα! Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» του είπε γυρίζοντας για άλλη μια φορά το κεφάλι της προς το μέρος του, περιμένοντας την απάντησή του.
«Όχι» είπε ξερά εκείνος, την αλήθεια, ποτέ δεν ένιωσε με αυτόν τον τρόπο και ποτέ δεν νοιάστηκε πραγματικά.
Η μόνη γυναίκα που θα μπορούσε να του προκαλέσει τέτοια αναστάτωση, ήταν αυτή, μπροστά του. Μα εκείνη μάλλον είχε πάρει στα σοβαρά τον ρόλο του ανθρώπου και όντως είχε αφεθεί τόσο, ώστε να επιτρέπει στον εαυτό της να νιώθει κάθε φορά τόσο δυνατά συναισθήματα. Αυτό πλήγωνε λίγο τα δικά του συναισθήματα, αφού για εκείνον ποτέ δεν υπήρξε άλλη πραγματικά.
«Έλα δω, έλα να πάρω λίγο από τον πόνο σου» της είπε και την τράβηξε, να καθίσει πάνω του, με τα πόδια της να πλαισιώνουν τα δικά του και από τις δύο πλευρές.
Εκείνη δεν αντιστάθηκε, ένιωσε πολύ εύθραυστη ξαφνικά, αγκαλιάζοντας αμέσως με τις παλάμες της τον λαιμό του, σα να γνωρίζει χρόνια αυτό το μονοπάτι. Τα μαλλιά του μετάξι ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τα χείλη του ένα απαλό χάδι στα πρησμένα δικά της. Τα χέρια του καταπραϋντικά κινούνται στη πλάτη της και τους γοφούς της.
«Καλύτερα;» τη ρώτησε μέσα στο φιλί τους.
«Ναι» μουρμούρισε, ξαφνικά εύθραυστη εκείνη, αναζητώντας πάλι τα χείλη του.
«Βλέπεις μωρό μου, πάντα θα σε κάνω να νιώθεις καλά» της είπε και τα χείλη του έγιναν πιο απαιτητικά.
Η Ιθούριελ όμως το παρατήρησε το «πάντα» και το τοποθέτησε σε μια άκρη του μυαλού της, για να το επεξεργαστεί.. μετά. Για την ώρα επικεντρώθηκε στη γλώσσα του που κινούνταν πρόστυχα πάνω στο λαιμό της και τις παλάμες του που πάλευαν κάτω από τα ρούχα της, διεκδικώντας κάθε εκατοστό του κορμιού της. Τα δάχτυλά της που πάλευαν με τη ζώνη του παντελονιού του, έπειτα με το φερμουάρ.
«Το αύριο μπορεί να μην υπάρχει καν... αύριο μπορεί και οι δύο, να ήμαστε καπνός» έλεγε ο Ραφαήλ, την ώρα που κατέβαζε τα μανίκια του φορέματός της.
«Αύριο μπορεί να μην υπάρχει πια» είπε τέλος και την έσφιξε πάνω του σαν προέκταση του εαυτού του, τόσο δυνατά και παθιασμένα που ξέχασε και τον κίνδυνο που παραμόνευε, και το ότι η Ιθούριελ ήταν ακόμη άνθρωπος και το ότι κάποιος τους παρακολουθούσε κρυμμένος στο βάθος του δάσους.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top