Αφιλόξενο μέρος... 155

Με ασύλληπτες ταχύτητες η εξερεύνηση του βουνού είχε ξεκινήσει. Δεν ήταν εύκολο μιας και η έκτασή του ήταν τεράστια.

Στην Έλενα δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσει τις νέες τις δυνάμεις, όπως ελίσσονταν ανάμεσα στα δέντρα και πραγματοποιούσε άλματα που θα ταίριαζαν σε αίλουρο και όχι σε δίποδο όν. Συγχρόνως όμως δεν παρέλειπε να κάνει αναγνώριση της κάθε περιοχής, που προσπερνούσε σαν σίφουνας.

Ο Κάι πετούσε χαμηλά ακολουθώντας αβίαστα τη σύντροφό του, συνάμα θαυμάζοντας την κάθε της καινούρια κίνηση και το χαμόγελο που τη διαδεχόταν.

Ο Ντάνιελ είχε πάρει τη μορφή του πάνθηρα ξανά, έτσι η Μία δεν έχασε την ευκαιρία να σκαρφαλώσει πάνω στην μαύρη βελούδινη ράχη του, χώνοντας τα δάχτυλά της στην γούνα του. Δεν έχανε στιγμή από το οπτικό του πεδίο τον άγγελο με τα λευκά φτερά, προσέχοντας σαν πιο μεγαλόσωμος που ήταν από εκείνον, τις διάφορες παγίδες της πυκνής βλάστησης.

Η Μία δεν έχανε την ευκαιρία να θαυμάσει τη φύση με την οποία πάντα ένοιωθε τόσο βαθιά συνδεμένη. Άπλωνε τα χέρια της προς τα κλαδιά των δέντρων. Τα οποία σα να είχαν τη δική τους βούληση έσκυβαν ώστε να έρθουν σε επαφή μαζί της. Ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα φαινομενικά αποδιδόμενο στο φύσημα του αέρα. Μα δε φυσούσε. Ακόμη περισσότερα κλαδιά αναζητούσαν το άγγιγμά της, χωρίς βέβαια να δυσκολεύουν την πορεία του Ντάνιελ ανάμεσά τους.

Ένας ψίθυρος απλώθηκε στο δάσος... σε όλο το βουνό.

«Ξεχωριστή» ακουγόταν μακρόσυρτα και βραχνά.

«Ώρα να φύγεις από δω» μέσα στις λέξεις διακρινόταν ο φόβος και η ταραχή. Οι δύο φράσεις συνέχισαν να επαναλαμβάνονται για κάποια απροσδιόριστη ώρα. Μα ο Κάι με την Έλενα έμοιαζε να μην το αντιλαμβάνονται.

Ο Ντάνιελ κοίταξε ψηλά πάνω από τον ώμο του ανήσυχος. Όπου το καθησυχαστικό χαμόγελο της Μία τον παρότρυνε να κοιτάει μόνο μπροστά. Δεν μίλησε. Δεν χρειαζόταν. Η ταραχή μεγάλωνε και θέριευε μέσα της, μα δεν ήταν ανάγκη να τη μοιραστεί παρά μόνο την κατάλληλη στιγμή.

Η Έλενα σταμάτησε απότομα. Οι ίριδες των ματιών της κινούνταν με αναγνώριση υπερβολικά γρήγορα, όπως γύριζε συνεχώς γύρω από τον εαυτό της.

«Εδώ ήμαστε» ξεφώνισε ενθουσιασμένη, ενώ ξεκινούσε να κινείται και πάλι μπροστά.

Ήταν ένα μέρος αποτελούμενο από βράχια, μα τα βράχια ήταν στολισμένα με βρύα, κισσούς και φτέρες.

Η βρικολακίνα στάθηκε μπρος σε ένα τοίχος καλυμμένο με κισσό. «Εδώ μέσα» στρίγγλισε τσιριχτά, την ίδια στιγμή παραμερίζοντας τα πράσινα κλαδιά με τα χέρια της. Το μόνο που φαινόταν μέσα από το άνοιγμα ήταν σκοτάδι. Πηχτό σκοτάδι. Η κοπέλα κοίταξε πάνω από τον ώμο της, αναζητώντας τη Μία. Η οποία εκείνη τη στιγμή πηδούσε από τη ράχη του πάνθηρα στη γη. Με τον πάνθηρα να μεταμορφώνεται μπρος στα μάτια τους ταχύτατα σε άνθρωπο.

«Προχώρα Έλενα! Δεν έχουμε χρόνο!» φώναξε η Μία τρέχοντας προς το μέρος της.

Εισχώρησαν με τη σειρά στη σπηλιά. Τα μάτια τους προσαρμόστηκαν γρήγορα στο σκοτάδι που έμοιαζε να τους αγκαλιάζει σαν υπαρκτό πρόσωπο.

«Τρέχα Έλενα!» φώναξε η Μία, με τη φωνή της να μαρτυρά πλέον έντονα την ταραχή και τον πανικό που είχε αρχίσει να νοιώθει. Τα συναισθήματά της ποτέ δεν είναι αδικαιολόγητα, πάντα είναι εκεί σαν την αίσθηση της αράχνης που προμηνύει κίνδυνο.

Το εσωτερικό του πέτρινου βουνό δεν ήταν φιλόξενο. Βράχια μυτερά ξεπετάγονταν από το πουθενά σκίζοντας σε διάφορα σημεία τις σάρκες των ακάλεστων επισκεπτών του, καθώς διέσχιζαν το εσωτερικό τρέχοντας με όλη τους τη δύναμη. Την τελευταία στιγμή η Μία απέφυγε μια πέτρινη λόγχη που χάραξε το μάγουλό της, μα θα μπορούσε κάλλιστα να της τρυπήσει το κρανίο. Από τα μπράτσα και τα πόδια όλων κυλούσαν κόκκινα ρυάκια, και τα ρούχα τους είχαν γίνει κουρέλια. Μα δε σταματούσαν στιγμή. Με τη Μία να διατάζει συνεχώς την Έλενα να μη σταματά.

Κάποια στιγμή στο βάθος του ατελείωτου σκοτεινού τούνελ, είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται μια αχτίδα φωτός, μα ακόμη δεν μπορούσαν να εστιάσουν στο φώς. Έπρεπε πρώτα να περάσουν το όλο σκοτάδι που τους επιφύλασσε όλο και περισσότερα εμπόδια.

Μόνο πλάσματα υπερφυσικά θα κατάφερναν να διασχίσουν αυτή τη δύσβατη οδό.

Σε αρκετά σημεία υπήρχαν κόκκαλα στοιβαγμένα σε σορούς πλάι στους τοίχους. Ανθρώπινοι σκελετοί.

Από την παρατηρητικότητα της Μία δεν ξέφυγε μια μικρή λεπτομέρεια. 'Γιατί στοιβαγμένοι; Και όχι σκορπισμένοι; Όπως θα έπρεπε να είναι' συλλογίστηκε και την ίδια στιγμή φώναξε και πάλι στην Έλενα. «Πρόσεχε! Πρόσεχε για πλάσματα, εδώ μέσα. Δεν είμαστε μόνοι» η φωνή της αντήχησε μέσα στο χώρο, μα πριν σβήσει κάπου εκεί στο βάθος, ένα γλοιώδες τερατόμορφο πλάσμα έπεσα από τον ανύπαρκτο ουρανό πάνω στον Ντάνιελ.

Για άλλη μια φορά ακούστηκε η φωνή της Μία μα αυτή τη φορά ήταν απλά ένα επιφώνημα στιγμιαίου τρόμου. Όρμισε πάνω στο τέρας που πλάκωνε τον Ντάνιελ, μα δεν έμοιαζε πια με τον εαυτό της. Μια από τις άλλες φύσεις της, κατέλαβε το σώμα της εξολοκλήρου. Μια από της σκοτεινές πλευρές της πήρε τον έλεγχο, για άλλη μια φορά ώστε να προστατέψει ό,τι αγαπά και τον εαυτό της φυσικά.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top