Ανάθεμά σε Ιθούριελ...
Ο Λίο βγήκε έξω, να πάρει καθαρό αέρα και αναζήτησε λίγη μοναξιά. Είδε τον Ραφαήλ, να ακολουθεί την πορεία του αυτοκινήτου της Ιθούριελ πετώντας και έβρισε από μέσα του. Ο κόσμος καίγεται και αυτοί το έχουν ρίξει στους έρωτες... έκανε τη ζηλόφθονη σκέψη. Ακουμπούσε στην κουπαστή της βεράντας, ενώ άκουσε βήματα πίσω του, -δεν ήθελε κανείς να χαλάσει τη ηρεμία του- οπότε βημάτισε βιαστικά πιο πέρα, μέσα στα δέντρα που πλαισίωναν τον φράχτη της πίσω αυλής του σπιτιού του Σαχιήλ.
Ο όρος που χρησιμοποιούσαν για να χαρακτηρίζουν ανθρώπους σαν τον Λίο, «χαρισματικά παιδιά.. ίντιγο» για τον ίδιο δεν φάνταζε σαν χάρισμα, μα περισσότερο σαν κατάρα. Απεχθανόταν τη φύση του. Μισούσε τον εαυτό του και τους ομοίους του. Ήθελε να εξαφανιστεί, να απομονωθεί, να μην νιώθει, να μην νοιάζεται για τίποτα.
Το χάρισμα φανερώθηκε μόλις είχε γιορτάσει τα υπέροχα, δέκατα έβδομα γενέθλιά του. «Κατάρα» μονολόγησε καθώς θυμόταν την ζωή του... πριν.
Ήταν ομορφόπαιδο. Αν και από φτωχή οικογένεια, αναγκασμένος να δουλεύει από μικρή ηλικία, δεν παραπονιόταν ποτέ για τον τρόπο ζωής του. Ήταν ευτυχισμένος τότε. Τα κορίτσια έκαναν ουρές πίσω του. Ζούσε όπως ήθελε τη ζωή του. Ανεξάρτητος και αριστούχος στο σχολείο, είχε ψηλούς στόχους.
Έμελε όμως, να ξεκινήσουν τα οράματα, να αρχίσει να ακούει τις σκέψεις των άλλων και να βασανίζεται από τους εφιάλτες που δεν ανήκαν στον ίδιο. Δεν τον τρόμαζαν επειδή προμήνυαν κάποια πράγματα για το δικό του μέλλον, αλλά γιατί έβλεπε αγγέλους και δαίμονες σε μάχες για την υπεράσπιση του κόσμου του και άλλα πράγματα που δεν ήταν καθόλου ευχάριστα.
Είχε ταραχτεί σαν έφηβος που ήταν, με την επιθυμία να μπορεί και αυτός, να συμβάλει στην επικράτηση της άψογης αυτής, αναθεματισμένης ισορροπίας. «Ανάθεμα» γρύλισε.
Έψαξε τότε, να βρει ομοίους του, για να βάλει το δικό του λιθαράκι, ώστε να βοηθήσει το ανθρώπινο γένος να συνεχίσει να υπάρχει σε αυτήν την άριστη ομοιομορφία. Δεν χρειάστηκε να κάνει πολλά, οι άγγελοι και συγκεκριμένα ο Σαχιήλ τον βρήκε πολύ σύντομα. Είχαν αυτήν την ιδιότητα να ανακαλύπτουν τους χαρισματικούς, με το που εκδηλώνονταν το χάρισμά τους.
Τον υποδέχτηκε στο σπίτι του, μιας και η Ιθούριελ μόλις είχε φύγει για σπουδές. Έτσι όλον τον καιρό, μέχρι πριν από πέντε χρόνια έζησε κοντά τους. Στους γονείς του είχε πει πως πέρασε σε κάποια σχολή μακριά από το πατρικό του, ώστε να μην είναι αναγκασμένος, να δίνει αναφορά για την κάθε του πράξη στην καινούρια αυτή ζωή.
Ο Σαχιήλ τον είχε σαν γιό του, δείχνοντάς του, σε κάθε ευκαιρία πως νοιαζόταν και τον αγαπούσε. Ένα υποκατάστατο ιού, που ποτέ δεν είχε.
Με την Ιθούριελ δεν συναντιόντουσαν ποτέ. Όποτε εκείνη ερχόταν, αυτός έφευγε ή δεν έβγαινε από το δωμάτιό του. Την είχε δει όμως πολλές φορές, από απόσταση. Τον πονούσε που δεν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει από κοντά. Πάντα από απόσταση, αν και την ένιωθε σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του. Ήξερε τα πάντα γι αυτήν. Μα κάθε φορά όλο και κάποια από τις αντιδράσεις της, τον ξάφνιαζαν με αποτέλεσμα να εξιτάρεται με μια επιθυμία να βρεθεί κοντά της, έστω και κάπου τυχαία.
Να περάσει από δίπλα της, να την αγγίξει δήθεν κατά λάθος, να σταθεί πίσω της σε κάποια ουρά να καθίσει πλάι της σε κάποια αίθουσα κινηματογράφου, θεάτρου. Και έτσι έκανε. Την παρακολουθούσε πολλές φορές, δίχως εκείνη να το αντιλαμβάνεται. Εφόσον ποτέ δεν κοιτάει δεξιά και αριστερά μα πάντα μπροστά της με το κεφάλι ψηλά, αποφάνθηκε εύκολο τελικά για τον ίδιο να την προσεγγίζει καμιά φορά.
Ο πόνος μέσα στο στήθος του, ήταν φριχτός. Δεν θα μπορούσε ποτέ, να είναι τόσο κοντά της όσο θα ήθελε. Δεν θα μπορούσε ποτέ, να την κρατά αγκαλιά, να της ψιθυρίζει λόγια τρυφερά, να τη στηρίζει και να ανέχεται τα καπρίτσια της, να ακούει το γέλιο της, να απολαμβάνει το χάδι της.
Ζήλεψε σήμερα, ζήλεψε τόσο πολύ που την είδε να κλαίει για εκείνον. Και επειδή τη γνώριζε καλά, πήρε το θάρρος να μιλήσει, μα αυτή δεν τον ξέρει. Χαμογέλασε θλιμμένα, με την κατάντια του.
Ήξερε όμως από την αρχή πως, αυτά τα συναισθήματα, δεν θα τον οδηγούσαν πουθενά, το ήξερε και πάλι επέτρεψε να εξελιχτούν, να τον κυριεύσουν και τέλος να τον αφήσουν μόνο και κατεστραμμένο.
«Ανάθεμα το χάρισμα... ανάθεμά σε Ιθούριελ» ψέλλισε κάτω από τη μύτη του και ένα δάκρυ κύλισε στο αξύριστο πρόσωπό του.
Μάλλον πρέπει να αλλάξω ρεπερτόριο, μιας και ακούγοντας όλη μέρα αυτό... όλο τέτοια γράφω. Φιλιά σε όλους!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top