Αδάμ
Παρόλη την ταραχή της, η Ιθούριελ έπρεπε να ξέρει... να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του νεοφερμένου, τις αντιδράσεις του. Την αναγνώρισε άραγε και ο ίδιος... σκεφτόταν την ώρα που εξερευνούσε με το βλέμμα της το πρόσωπό του. Όχι... έδωσε η ίδια την απάντηση στον εαυτό της. Το ύφος του ήταν ανάλαφρο, όχι μπερδεμένο. Τα χαρακτηριστικά του ήρεμα. Τα μάτια του ανίχνευαν κάθε χαρακτηριστικό του δικού της προσώπου. Τα χείλη του είχαν τραβηχτεί ελαφρός στη μία από τις δύο υπέροχες γωνίες τους, πάνω από τα δόντια του. Πράγμα που τον έκανε να μοιάζει με ζαβολιάρικο παιδί. Δεν θα μπορούσε να της περάσει απαρατήρητο, φυσικά και το λάγνο βλέμμα που συναντούσε πάντα, αντικρίζοντας τους άντρες που βρίσκονταν κοντά της. Αυτή η ανακάλυψη της έφερνε ανέκαθεν ανακάτεμα στο στομάχι και αποστροφή, για τον τόσο ξεδιάντροπο τρόπο, που έδειχναν τις επιθυμίες τους απέναντι στις νέες και εμφανίσιμες γυναίκες οι άντρες. Μα κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στην περίπτωση του νεαρού μπροστά της.
Δεν έπρεπε όμως να τα σκέφτεται αυτά. Η πραγματική ζωή δεν έχει καμία σχέση με τα όνειρα που βλέπει, αυτά θα τα κρατήσει για τον εαυτό της και μόνο, κανείς δεν θα τα αγγίξει εκεί που θα τα έχει κρυμμένα. Δεν ήρθε στο πατρικό της για να βρει μια νέα αγάπη, ήρθε για να βρει τον εαυτό της.
Αισθάνθηκε άβολα παρατηρώντας τα χέρια τους, μα και αυτός δεν έκανε καμία κίνηση να απομακρύνει το δικό του. Βλεφάρισε αποδιώχνοντας κάθε συναίσθημα, καθώς υιοθετούσε το άψυχο βλέμμα μιας σοβαρής κυρίας, που ήταν. Με μια όχι τόσο ευγενική κίνηση, τράβηξε το χέρι της πίσω από την πλάτη της.
Το χέρι της έγινε μια γροθιά, όπου και μάζεψε νοερά όλα τα αισθήματά της. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα, ώστε ο νεαρός να τσουλήσει πάνω στο καρότσι του, το ψυγείο που είχε παραγγείλει πριν από μερικές μέρες η ίδια από το ίντερνετ.
«Ουάου» έκανε εκείνος, στρέφοντας το κεφάλι του ψιλά πάνω στην οροφή. Η Ιθούριελ δεν τον αδικούσε το θέαμα ήταν μαγευτικό.
Την οροφή αποτελούσε ένας υάλινος τρούλος, που με την τέχνη του βιτρό απεικόνιζε την «Γένεση του Αδάμ» του Μιχαήλ Άγγελου.
Στα χείλη της Ιθούριελ τρεμόπαιξε ένα αδιόρατο χαμόγελο, που το έκρυψε μόλις ο νεαρός έστρεψε την προσοχή του πάνω της. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα από την έκπληξη, μα δεν είπε τίποτα. Το στόμα του έχασκε κάπως περίεργα ανοιχτό, σα να μην μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Παράτησε το ψυγείο κάπου στη μέση του αχανή χώρου του πρώτου ορόφου, κάνοντας στροφές γύρω από τον εαυτό του σαν χαμένος.
Αμέτρητα ερωτήματα γέμιζαν το κεφάλι του το ίδιο λεπτό, μα δεν ήταν σίγουρος, αν έπρεπε να τα προφέρει δυνατά.
Τα ξύλινα πατώματα έτριζαν κάτω από το βάρος του. Στην Ιθούριελ τότε, δόθηκε η ευκαιρία, να θαυμάσει το υπέροχο σώμα του και τα ρούχα που το κοσμούσαν. Φορούσε μια μπλε μπλούζα με το κόκκινο λογότυπο του ταχυδρομείου, τα μανίκια της οποίας δεν κατάφεραν να κρύψουν τα μυώδη μπράτσα του, ενώ εφάρμοζε περισσότερο στις φαρδιές πλάτες του και κρεμόταν χαλαρά γύρω από τη μέση του. Το μαύρο, φθαρμένο, τζιν παντελόνι του έπεφτε χαλαρά πολύ πιο κάτω από τη μέση του και στένευε αρκετά στου γοφούς, αναδεικνύοντας την στρογγυλάδα τους. Ω, θεέ μου... σκέφτηκε η δύσμοιρη και απομάκρυνε τα αμαρτωλά της μάτια, αισθάνθηκε τα μάγουλά της να καίνε.
Η ίδια φορούσε ακόμη εκείνο το διαφανές, μαύρο νυχτικό, μα ευτυχώς τα κάλλη της κρύβονταν κάπως με την μεταξωτή ρόμπα της.
Έκανε να κινηθεί προς την κουζίνα την ίδια στιγμή που αισθάνθηκε το βλέμμα του πάνω της.
«Από εδώ είναι η κουζίνα» είπε με σταθερή, χωρίς άλλα σκαμπανεβάσματα φωνή. Προχώρησε τεντώνοντας το χέρι της μπροστά της, δίχως να είναι απαραίτητο να του ρίξει δεύτερη ματιά.
Άκουγε τις μπότες του να αντηχούν στο άδειο σπίτι της. Τα πατώματα να τρίζουν σε κάθε του βήμα και τις ρόδες του καροτσιού να τρίζουν πίσω της. Μπήκε σε έναν χώρο τεραστίων διαστάσεων, ώστε να μπορεί να μοιάζει με κουζίνα της σύγχρονης εποχής. Τα αρχαία, ξύλινα ντουλάπια και τα ράφια έχασκαν ανοιχτά και άδεια. Μέσα από τα οποία ξεπρόβαλαν ιστοί των αραχνών και παχιά στρώματα σκόνης. Τα μάρμαρα των πάγκων άλλοτε λευκά και λαμπερά, τώρα ήταν λερωμένα και ταλαιπωρημένα από τη φθορά του χρόνου. Ο νεροχύτης από το ίδιο υλικό με τους πάγκους σπασμένος σε ένα σημείο και ραγισμένος σε πολλά άλλα, ενώ αργά και βασανιστικά η μπρούντζινη βρύση ξερνούσε σταγόνες πορτοκαλί ουσίας, που θα έπρεπε να μοιάζει με νερό.
«Έχεις πολύ δουλειά να κάνεις εδώ, κυρία μου» άκουσε ξαφνικά τη φωνή του να απλώνεται γύρω της.
«Ναι, σήμερα θα έρθουν συνεργεία αποκατάστασης και αναπαλαίωσης» είπε ξερά εκείνη. Γιατί το είπα, γιατί θα πρέπει να του δώσω αυτή τη πληροφορία... τί χαζή... σκέφτηκε την ίδια στιγμή και μάλωσε για άλλη μια φορά τον εαυτό της.
«Αυτό, πού να το αφήσω;» ρώτησε ο Ραφαήλ.
«Πάντως όχι εδώ στη μέση, κάπου, που να μην ενοχλεί τους εργάτες... Α, να τοποθέτησέ το εκεί στη γωνία για την ώρα» του είπε δείχνοντας ένα σημείο πέντε μέτρα μακριά. Δεν έχασε ξανά την ευκαιρία, να χαζέψει την πλάτη και τα οπίσθιά του καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Στο μυαλό της εμφανίστηκε η εικόνα του Αδάμ πάνω στον τρούλο. Ωωωω μα και ο Ραφαήλ δεν υστερεί σε τίποτα του Αδάμ, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον Αδάμ του Angelo... σκέφτηκε. Τα μαλλιά του τώρα έπεφταν χαλαρά, ακουμπώντας ελαφρά τους ώμους του.
«Έχω άλλα τέσσερα δέματα από την ίδια εταιρία, και αυτά είναι για τον ίδιο χώρο;» απευθύνθηκε ο νεαρός στην Ιθούριελ. Η οποία είχε χαθεί για λίγο στο καταπράσινο, σκοτεινό χρώμα των ματιών του. Την ώρα που εκείνος μείωνε το κενό ανάμεσά τους.
«Ναι...» έκανε να πει και κάτι άλλο, ωστόσο εκείνος την έκοψε.
«Και μετά πρέπει να κάνω άλλο δρομολόγιο, διότι τα υπόλοιπα δεν χωρούσαν στο φορτηγό και απ' ότι φαίνεται.. αρκετά ακόμη δρομολόγια... ε...» δίστασε πριν συνεχίσει, ενώ αυτή επεξεργαζόταν τα χαρακτηρίστηκα του λαίμαργα, σα να ήταν ανίκανη να πάρει τα μάτια της μακριά του.
«Σήμερα θα είμαι αποκλειστικά στις δικές σου διαταγές...» συνέχισε. Η Ιθούριελ ταράχτηκε για μια στιγμή, μα συνήλθε αμέσως κατανοώντας τι θέλει πραγματικά να της πει.
«Κρίμα... σίγουρα θα είχες κι άλλες υποχρεώσεις» είπε ψυχρά.
«Τι να κάνω όμως, δεν ήξερα πως όλα θα καταφθάσουν την ίδια μέρα... Αλλά μη στεναχωριέσαι, δεν θα είμαι καλή πελάτισσα, δεν θα έχω παρά την αλληλογραφία μου για αργότερα» τον διαβεβαίωσε με το αυστηρό της βλέμμα να μην του δίνει καμία ελπίδα.
Έπαιζε, πάντα έπαιζε. Κρύο-ζεστό.
«Μα ίσα, ίσα, χαρά μου» αντιγύρισε εκείνος, στολίζοντας το πρόσωπό του με ένα διαβολικό χαμόγελο.
«Ωραία λοιπόν, αφήνω την πόρτα ανοιχτή, να κάνεις τις μεταφορές σου. Έτσι και αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται, να πατήσει το πόδι του εδώ μέσα, όσο εσύ θα πηγαινοέρχεσαι με το φορτηγό. Δεν έχω γείτονες σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων.»
«Δεν νομίζω να θέλει κιόλας, κανείς να πατήσει το πόδι του εδώ..» μουρμούρισε ο ταχυδρόμος κάτω από τη μύτη του, αλλά εκείνη τον άκουσε.
«Τι είπες;» σύριξε, σουφρώνοντας τη μύτη της.
«Ε... τίποτα. Ο κόσμος είναι στενόμυαλος, πλάθουν ιστορίες... άλλωστε το κάστρο έχει μία δυσοίωνη όψη και για χρόνια κανείς ιδιοκτήτης δεν έχει πατήσει το πόδι του εδώ. Ε.... αυτά τα έμαθα από την πρώτη κιόλας μέρα που ήρθα να μείνω εδώ» της απάντησε, χάνοντας κάπου, κάπου το θάρρος του.
«Ήρθα τώρα» είπε εκείνη αυστηρά. «Ώστε... δεν είσαι από εδώ; Και τι είναι αυτό που σε έφερε εδώ;» τον ρώτησε.
«Με έφερε ο καθαρός αέρας» γέλασε πριν συνεχίσει. «Εδώ μένει ο θείος μου και... τέλος πάντων, ήθελα να ξεφύγω από την πόλη. Ο θείος, μου πρότεινε δουλειά στο εστιατόριό του ε, και γω δέχτηκα» εξιστορούνταν με διακριτό τον δισταγμό.
«Αχα, μάλιστα. Μα ταχυδρόμος δεν είσαι;» αντέτεινε πάλι η Ιθούριελ.
«Αυτή είναι η πρωινή μου δουλειά. Το εστιατόριο είναι η βραδινή» εξήγησε αμέσως εκείνος.
«Δηλαδή όλη μέρα δεν κάνεις τίποτε άλλο, παρά να δουλεύεις;» αναρωτήθηκε η Ιθούριελ και τον λυπήθηκε κάνοντας την ανάλογη γκριμάτσα. Τον καημενούλη τόσο μεγάλη ανάγκη έχει να δουλέψει, θα είναι πολύ φτωχός... συμπέρανε.
«Όχι, όχι... δεν είναι ότι... απλά πρέπει να ξεφύγω, αυτός ήταν ο σκοπός, να ξεχαστώ. Η χειρωνακτική εργασία, φαντάστηκα, πως θα βοηθούσε, αλλά δεν έχω ανάγκη... να δουλέψω για... σίγουρα δεν είναι για τα λεφτά» βιάστηκε να δικαιολογηθεί με κάποιον τρόπο, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη της.
«Όπως ξέρεις» η φωνή της τώρα πια, ήταν απόμακρη και η ίδια βιαζόταν να εξαφανιστεί πίσω στο δωμάτιο της.
«Θα είμαι στα πάνω διαμερίσματα. Φώναξέ με αν χρειαστείς οτιδήποτε. Εντάξει;» είπε για άλλη μια φορά με το αδιάφορο ύφος της να της χαρίζει μια υπεροπτική όψη.
«Οκ. Θα... Οκ, θα σε φωνάξω» απάντησε ο Ραφαήλ νεύοντας καταφατικά. Την είδε να του γυρίζει αγέρωχα την πλάτη της και με μια περίεργη βιασύνη, να φεύγει από κοντά του.
Τα πόδια της ήταν γυμνά, το πάτωμα δεν έτριζε σχεδόν καθόλου κάτω από το βάρος της. Τα πλούσια κατάμαυρα μαλλιά της κινούνταν στο ρυθμό των βημάτων της, τόσο ίσια και μακριά που έφταναν μέχρι τους γοφούς της. Κάτω από το διαφανές νυχτικό της το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν οι καλοσχηματισμένες γάμπες της.
Πριν στρίψει στη γωνία για τον μακρύ διάδρομο, την έπιασε να του ρίχνει μια πλάγια ματιά. Ανεξιχνίαστη... σκέφτηκε ο Ραφαήλ, μαγεμένος από το μυστηριώδη πλάσμα που αγαπούσε για αιώνες ολόκληρους. Εκστασιασμένος από την παρουσία της, παραλίγο να επιτρέψει τα φτερά του να ανοίξουν πίσω από την πλάτη του, μα συγκρατήθηκε με μεγάλη δυσκολία.
«Σύντομα... σύντομα θα θυμηθείς καρδιά μου...» μονολόγησε και η αθωότητα στα χαρακτηρίστηκα του αλλοιώθηκε. Ένα διαβολεμένο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του, ενώ οι καταπράσινες ίριδές του μίκρυναν καθώς στένευε τα μάτια του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top