Άγγελοι και Δαίμονες
Ο Μιχαήλ περπατούσε αμέριμνος στο δάσος. Ήταν νύχτα, τα τζιτζίκια και τα νυχτοπούλια συμπλήρωναν το σκηνικό.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο τον είχαν κατακλύσει οι τύψεις. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ό,τι για την κατάσταση της υγείας της Ιθούριελ ευθύνονται, πλάσματα όμοια με εκείνο, που αυτός απρόσμενα είχε ερωτευτεί. Ατένισε τον κατάμαυρο δίχως φεγγάρι ουρανό αναστενάζοντας.
Μετά το φιλί, που μοιραστήκαν, η Ραχήλ είχε γίνει καπνός και δεν εμφανίστηκε ξανά μπροστά του από τότε. Δεν μπορούσε να αποφασίσει, αν έπρεπε να είναι ανακουφισμένος γι' αυτό ή να ενδώσει στην αίσθηση της απώλειας που του στερούσε οξυγόνο και δυσκολευόταν να αναπνεύσει μακριά της. «Τι μου έχει κάνει η άτιμη δαιμόνισσα» σκέφτηκε κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε και κλοτσώντας τις πευκοβελόνες, παρασέρνοντας το χώμα μαζί με αυτές. «Ανάθεμα» γκρίνιαξε.
Τα χέρια του ήταν στις τσέπες του, πράγμα που δεν βοηθούσε σε καμία περίπτωση, στην πτώση, που προκλήθηκε από ένα αναπάντεχο σπρώξιμο.
Ο Μιχαήλ σύρθηκε στο έδαφος με τη μούρη του, για αρκετά μέτρα, ως που να καταλάβει τι συμβαίνει. Διότι όποιος τον είχε σπρώξει, είχε βάλει πολλή δύναμη και όλα έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτων. Στηρίχτηκε στα χέρια του, έτοιμος να χιμήξει στον καταστροφέα της ήδη διαταραγμένης γαλήνης του. Μα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση εν τέλει.
Με την άκρη της γλώσσας του γεύτηκε το αίμα που έτρεχε από το γδαρμένο μάγουλό του και χαμογέλασε, απολαμβάνοντας τη γεύση του ίδιου τού του αίματος.
«Καταραμένε άγγελε, σε μισώ» ούρλιαξε με δάκρυα στα μάτια η Ραχήλ. Με την αντιστροφή της παλάμης της, χτύπησε τον Μιχαήλ στο σώο του μάγουλο, με όλη της τη δύναμη. Το κεφάλι του γύρισε απότομα από την άλλη, μα εκείνος εξακολουθούσε να χαμογελά, όπως ήταν καθισμένος ακόμη, στο νωπό έδαφος. «Ό,τι και να κάνουμε, πάντα βρίσκετε τρόπο να μας κατατροπώνετε» εξακολουθούσε η Ραχήλ. «Τα σχέδιά μας ανατράπηκαν, για άλλη μία φορά. Η αγαπημένη σου σώθηκε... πάλι» ούρλιαζε με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι. «Αγαπημένη μου» έκανε ο Μιχαήλ σαρκαστικά, εστιάζοντας το βλέμμα του πάνω της. «Ναι» φώναξε η Ραχήλ περισσότερο εκνευρισμένη από πριν. «Αγαπημένη μου» ξανά είπε εκείνος ανασηκώνοντας τα φρύδια του παραξενευμένος.
Η Ραχήλ γύρισε από την άλλη γρυλίζοντας. «Ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να αλλάξεις στρατόπεδο» είπε με αδιάφορο τόνο ο Μιχαήλ.
Η Ραχήλ τίναξε τα χέρια της αγανακτισμένα. Έχαναν έδαφος σαν τάγμα, συν τοις άλλοις, η όψη του αναθεματισμένου αγγέλου καταλάμβανε κάθε της σκέψη.
Για μια απροσδιόριστη ώρα δεν μιλούσε κανένας τους. Η Ραχήλ βολεύτηκε στη βάση ενός τυχαίου δέντρου, κλείνοντας τα μάτια της, καθώς ακουμπούσε το κεφάλι της στον κορμό. Το σώμα της έπαψε πια να τραντάζετε από τους προηγούμενους λυγμούς. Για πρώτη φορά στη ζωή της, μια από τους πρώτους πεσόντες, βρισκόταν σε αδιέξοδο. «Ξέρεις πως... κάτι τέτοιο είναι αδύνατο» η φωνή της έβγαζε όλη την απελπισία που ένιωθε.
Ο Μιχαήλ την κοίταξε από απόσταση αρκετών μέτρων, σα να ξυπνούσε από λήθαργο, μα οι σκέψεις του ξεκαθάρισαν γοργά, θυμήθηκε αμέσως, το τελευταίο πράγμα που της είχε πει. Το βλέμμα του σκοτείνιασε και έπεσε στο έδαφος. «Το ξέρω» είπε χαμηλόφωνα, περισσότερο επιβεβαιώνοντάς το στον εαυτό του.
«Θα είμαι η μεγαλύτερη απογοήτευση του Λούσιφερ.. θα μου ξεριζώσουν τα φτερά... θα με ρίξουν στο πιο βαθύ μπουντρούμι της κολάσεως... δεν θα μπορέσω ποτέ να τον ξαναδώ... δεν θα μπορέσω ποτέ να γευτώ τη γεύση των χειλιών του... να αισθανθώ το άγγιγμά του... να μυρίσω το άρωμά του... να δω τα σταχτένια μαλλιά του, να παρασέρνονται από τον άνεμο σαν και τώρα... να βυθίσω τα νύχια μου στη σάρκα του... δεν ξέρω πια, τί είναι χειρότερο.. να χάσω το τάγμα μου ή εκείνον» τα δάκρυα έτρεχαν πάλι ακατάπαυστα πάνω στα μάγουλά της, ενώ οι σκέψεις τούτες, αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα απροστάτευτες.
Ο Μιχαήλ έκλεισε ερμητικά τα μάτια του, σα να τον τρυπούσε ένα μαχαίρι στην καρδιά. Τα σωθικά του συρρικνώθηκαν σε μια μικρή μπαλίτσα, ακούγοντας τις σκέψεις της. Εκείνη έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται το πόσο ελεύθερα ξεχείλιζαν, μιας και, κοίταζε αμέριμνη το βάθος του δάσους.
«Προστάτεψε τις σκέψεις σου, δεν θα σε ακούσω μόνο εγώ» είπε μέσα από τα δόντια του, ο Μιχαήλ σφίγγοντας τις γροθιές του. Μέρες πριν θα χαιρόταν ακούγοντάς τες, μα τώρα τον πονούσε γιατί αντιλαμβανόταν τις επιπτώσεις αυτών.
Η Ραχήλ τινάχτηκε όρθια με μια κραυγή δυσαρέσκειας. «Την κάνω από εδώ» γρύλισε χωρίς να τον κοιτάξει ξανά.
Ένας ξαφνικός πανικός κυρίευσε τον Μιχαήλ. Στη στιγμή βρισκόταν στα πόδια του. «Αν φύγει μπορεί να μην ξανά γυρίσει» ήταν η σκέψη, που του προκάλεσε την ταραχή. Στον στοχασμό τού να μην την ξαναδεί, ο πόνος μέσα του επεκτάθηκε σε όλη την έκταση του κορμιού του. «Όχι» φώναξε να προλάβει, πριν ανοίξει τα φτερά της και χαθεί ανάμεσα στους αιθέρες.
«Τι όχι Μιχαήλ... είναι ανώφελο» ψέλλισε εκείνη, χαμηλώνοντας το κεφάλι της. «Όχι» είπε εκείνος ξανά χαμηλόφωνα. Έκανε μερικά βήματα, ώστε να τη φτάσει. Ακούμπησε προσεκτικά τις παλάμες του πάνω στους ώμους της. Εκείνη έμοιαζε να ανατριχιάζει ολόκληρη, αποζητώντας το άγγιγμά του. Τα χέρια του ακολούθησαν το περίγραμμα των μπράτσων της, καταλήγοντας στα δάχτυλά της. «Δεν θέλω να φύγεις Ραχήλ» μουρμούρισε στο αυτί της αισθησιακά, μπλέκοντας τα χέρια τους μεταξύ τους.
Η δαιμόνισα πήρε μια διακεκομμένη ανάσα. «Ούτε εγώ» της βγήκε σαν λυγμός. Το κεφάλι της έπεσε βαρύ πάνω στον ώμο του. «Τι θα κάνουμε;» η απόγνωση ήταν φανερή στη φωνή του. «Δεν ξέρω» κλαψούρισε η Ραχήλ.
Την κόλλησε πάνω του τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από το τσιτωμένο σώμα της. Τα χείλη του ταξίδευαν κατά μήκος του χλωμού λαιμού της. «Γιατί το κάνουμε αυτό στους εαυτούς μας; Μου λες;» παραπονέθηκε αυτή, κλαίγοντας πλέον με τη φωνή της. Γύρισε απότομα σμιλεύοντας με τα μακριά δάχτυλά της τα αξύριστα μάγουλά του. Τα χείλη τους συγκρούστηκαν σε ένα φιλί που μέρες τώρα λαχταρούσαν.
Τα χέρια του γλίστρησαν μέσα από το μαύρο παντελόνι της, στους γοφούς της, φέρνοντάς την, ακόμη πιο κοντά του. Τα δικά της κάτω από την μπλούζα του, πάνω στους κοιλιακούς του.
Το δάσος ήταν βουβό, κανένα ζωντανό όν, δεν τολμούσε να παράγει οποιοδήποτε ήχο. Μόνο οι ανάσες και οι κραυγές ηδονής διατάρασσαν την ησυχία του δάσους, από την ένωση του αγγέλλου και του δαίμονα. Το έγκλημα που διέπρατταν ήταν ασυγχώρητο. Η τιμωρία τους θα ήταν βασανιστικά οδυνηρή. Ή όχι;
Τα τεράστια καφετιά φτερά του Μιχαήλ, υποβάσταζαν το βάρος τους. Η Ραχήλ άνοιξε τα δικά της, ώστε το βάρος της να εκμηδενιστεί, όπως ήταν αγκιστρωμένη πάνω στον άγγελό της.
Εγωιστικά πλάσματα οι εραστές... ικανά να κλονίσουν την ισορροπία του σύμπαντος, υποκύπτοντας στον έρωτά τους....
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top