1913
«Δεν σου είπα να μπεις Κάι!» φώναξε η Ιθούριελ από το μπάνιο, μα απάντηση δεν πήρε. «Μην πειράζεις τα μαχαίρια μου!» συμπλήρωσε, όπως άνοιγε τη βρύση για να ρυθμίσει το νερό.
Ο Ραφαήλ την κοιτούσε, όπως στεκόταν μπροστά του ελαφρός σκυμμένη, με μια παρόρμηση, να της ορμίσει, δίχως να νοιάζεται για την παρουσία του αδερφού του στο διπλανό δωμάτιο.
Η Ιθούριελ του έριξε μια απειλητική ματιά, πάνω από τον ώμο της, κατεβάζοντας το βλέμμα της χαμηλά στη βουβωνική του χώρα. Ανασήκωσε το φρύδι της, δήθεν σκεπτική, όμως στράφηκε αμέσως στην πόρτα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, χαμηλώνοντάς το κάτω από το ορμητικό νερό. Αγνόησε τον ήχο αγανάκτησης που εκείνος έβγαλε.
Ο Κάι είχε αρχίσει να συνέρχεται, πιέζοντας τους κροτάφους του, με τις παλάμες του. «Τι στο διάολο» μονολόγησε αποπροσανατολισμένος. Έσκυψε για να σηκώσει το μαχαίρι από το πάτωμα και το επεξεργάστηκε ξανά. Η ανάγκη να εξερευνήσει την παράλογη αντίδραση του εγκεφάλου του, τον οδήγησε στο να σκαλίζει περισσότερο τις αναμνήσεις του, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με μανία.
Χτυπούσε ρυθμικά τη λάμα του μαχαιριού στο μπούτι του, ψάχνοντας έστω και κάτι που, να του θυμίζει εκείνη την εποχή.
Υπέθεσε πως, αν η Ιθούριελ έζησε τότε, ο Ραφαήλ και ο ίδιος, θα έπρεπε, να βρίσκονται κοντά της και να θυμάται έστω την τάση της μόδας από εκείνη τη εποχή. Τα ρούχα που φορούσε, την πολιτική κατάσταση της εκάστοτε χώρας στην οποία διέμενε. «Τι στο διάολο;» είπε ξανά θυμώνοντας ακόμη περισσότερο με τον εαυτό του.
Στράφηκε στα υπόλοιπα μαχαίρια της Ιθούριελ. Τα επεξεργάστηκε ένα προς ένα. Όλα με κάποιο κρυμμένο τρόπο είχαν ημερομηνίες και το όνομά της σε διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές εποχές. Για το κάθε ένα είχε να θυμηθεί, μια ιστορία, ένα σημαντικό γεγονός, που είχε επιφέρει μεγάλες ταραχές στην πορεία της ανθρωπότητας.
Κρατούσε τώρα ένα ξιφίδιο, με λεπτή λάμα και μακρόστενη λαβή, διακοσμημένη με μικροσκοπικά στίγματα αιματίτη, αναγνώρισε τις πέτρες και λίγο μεγαλύτερα σμαράγδια. Λοξά πάνω στη λάμα ήταν αποτυπωμένη με καλλιγραφικούς χαρακτήρες η ημερομηνία: 28/07/1203. «Κωνσταντινούπολη» μουρμούρισε ο Κάϊ, θυμούμενος τα γεγονότα ολοκάθαρα.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του, με την οργή, να καταλαμβάνει κάθε κύτταρο του εγκεφάλου του και στο κεφάλι του να κουδουνίζουν αμέτρητα καμπανάκια, με σκοπό να τον αποτρελάνουν. Έπρεπε να βρει κάποιον που να θυμάται οτιδήποτε από το 1913. Μιας και δεν είχε υπομονή να περιμένει τον Ραφαήλ, να βγει από το μπάνιο.
Έκλεισε την πόρτα με κρότο πίσω του και βημάτισε βιαστικά στο διάδρομο που ήταν άδειος. Που να πάω; σκέφτηκε πανικόβλητος. Άνοιξε τα φτερά του ώστε να κατεβεί τη στριφογυριστή σκάλα, που οδηγούσε στον πρώτο όροφο, πετώντας. Εκεί σίγουρα θα έβρισκε αγγέλους, γιατί από τους ίντιγο δεν θα μπορούσε να πάρει τις πληροφορίες, δεν ζούσαν εκείνη την εποχή. Ίσως όμως να είχαν κάποια σχετικά οράματα; Αναρωτήθηκε από μάσα του.
Τον συνειρμό των σκέψεών του διέκοψε η σύγκρουση.
«Τι κάνεις ρε όργιο; Πετάς μέσα στο σπίτι;» φώναζε εκνευρισμένος ο Μιχαήλ, που είχε πέσει στο πάτωμα με την πλάτη του, να σέρνετε μερικά μέτρα πιο πέρα, πάνω στο γυαλιστερό μάρμαρο. «Σου χει στρίψει;» εξακολούθησε εκνευρισμένος, με τα γκρίζα μαλλιά του να ξεφεύγουν από το λάστιχο που τα συγκρατούσε απαλά πίσω από τον σβέρκο του.
Ο Κάι γέλασε με το τελευταίο που είπε ο άλλος και τον πλησίασε. Σήμερα ήταν η δεύτερη φορά, που του έλεγαν κάτι τέτοιο. Αναρωτήθηκε μήπως τελικά αυτή η ατάκα ανήκε στον συνδετικό κρίκο των δύο αντρών, από το στόμα των οποίων βγήκε. Η σκέψη τον έκανε να χαμογελάσει ξανά.
«Τι χασκογελάς ρε μαλάκα;» πέταξε περιπαικτικά ο Μιχαήλ, τείνοντας το χέρι του, ώστε ο Κάι να τον τραβήξει στα πόδια του. «Τι έγινε; Γιατί τόσο βιαστικός;» τον ρώτησε τώρα σοβαρός, απομακρύνοντας τις σκόνες από τα ρούχα του.
Τα γρανάζια του εγκεφάλου του Κάι, δεν είχαν σταματήσει να γυρίζουν. Το κεφάλι του εξακολουθούσε να κουδουνίζει, όμως έπρεπε να βρει τις απαντήσεις. Ο Μιχαήλ, ομοίως, ήταν από τους αγγέλους, που δεν κρατούσαν ποτέ μεγάλες αποστάσεις από την Ιθούριελ και τα κατορθώματά της. Ίσως...
«Λοιπόν;» τα καστανά μάτια του Μιχαήλ, αναζητούσαν την απάντηση, στην αρχική ερώτηση.
Ο Κάι δάγκωνε τα χείλη του και τον κοίταξε συνοφρυωμένος. «1913... Τι θυμάσαι;» πέταξε σα να του έκανε ανάκριση.
Ο Μιχαήλ ανασήκωσε το φρύδι του άνετος. Βρίσκοντας την ερώτηση ανιαρή. Οι άγγελοι έχουν τέλεια μνήμη, θυμούνται τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια.
Όταν όμως ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανατρέξει στο παρελθών, σε εκείνη την ημερομηνία, ένα τοίχος έμπαινε μπροστά του.
Ο Κάι αναγνώρισε αυτό το ύφος. Ο Μιχαήλ έμοιαζε να είχε συγχυστεί, όπως έφερνε δύο δάχτυλα πάνω στον κρόταφό του. Σφάλισε τα μάτια του σφίγγοντάς τα δυνατά, μα έπρεπε να στηριχτεί στον ώμο του Κάι, γιατί αυτή η αναζήτηση στα έγκατα του εγκεφάλου του, του έφερε ζάλη.
Ο Κάι έσπευσε να τον υποβαστάξει, μη σωριαστεί πάλι. Ο άλλος άγγελος τον κοιτούσε μπερδεμένος. «Τι στο διάολο;» αναρωτήθηκε ο Μιχαήλ.
«Αυτό είπα και γω» γέλασε, συνεχίζοντας. «Ενώ αυτό;» έτεινε το ξίφος με τα μαύρα και πράσινα πετράδια.
Ο Μιχαήλ δεν χρειάστηκε, να ζοριστεί για να θυμηθεί τους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη και τη δική τους ανάμιξη σε αυτό το ιστορικό γεγονός.
Το βλέμμα αναγνώρισης, που μοιράστηκα οι δυο τους έλεγε στον Κάι, πως ο άλλος ήταν έτοιμος να ξεστομίσει την ίδια κουβέντα.
«Μην πεις, τι στο διάολο, το έχω πει ήδη πολλές φορές... Τι κάνουμε;» βιάστηκε να μιλήσει.
«Ο Ραφαήλ;» ρώτησε ο Μιχαήλ.
«Είναι στο μπάνιο και δεν είχα την υπομονή, να τον περιμένω»
«Μάλιστα» ο Μιχαήλ είχε πιάσει το νόημα. «Καλά η Ιθούριελ... ούτε για πλάκα» μονολόγησε ο Μιχαήλ, εδώ δεν θυμόταν ούτε τα βασικά ακόμη. Αλλά αυτή σκέψη του φάνηκε να έχει κάτι κοινό με το δικό τους πρόβλημα αμνησίας, που θα λάμβανε οπωσδήποτε υπόψην, αργότερα.
«Ο Σαχιήλ;» του ήρθε στο μυαλό ο αρχικός, που έμοιαζε και με το μόνο άτομο, που θα μπορούσε να τους δώσει τη λύση.
«Τον είδες καθόλου;» ρώτησε ο Κάι με μια βιασύνη.
«Δεν θα τον βρούμε λες;» ειρωνεύτηκε ο Μιχαήλ και ξεκίνησαν για το γραφείο του.
Δεν μπήκαν στον κόπο να χτυπήσουν την πόρτα.
Λάθος.
Αυτό που αντίκρισαν τους έκοψε τα πόδια.
ΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕΧΕ!!!!!!!!
ΓΙΑ ΜΑΝΤΈΨΤΕ;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top