κεφάλαιο 6


Το Πρώτο Σκίρτημα

ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΤΟΝ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΝΑ ΕΡΧΟΤΑΝ ΓΙ ΑΥΤΟ!

Η Βέρα δεν ξέρει τι λέει.

Δεν ήταν μπροστά όταν μιλούσαμε, δεν τον γνωρίζει καθόλου.

To αμάξι πάρκαρε μπροστά μου, έκανα τον γύρο του αμαξιού, άνοιξα την πόρτα και έκατσα στη θέση του συνοδηγού. To αμάξι πήρε το δρόμο για το σπίτι μας.

«Λοιπόν;» ξαναρώτησε όπως πριν.

Σταματήσαμε σε ένα φανάρι και περιμέναμε.

«Δε θα μου πεις;»

«Τι να σου πω;» ρώτησα.

«Αυτός ο νεαρός... τι ακριβώς...;»

Άφησε την υπόλοιπη ερώτηση να εννοηθεί.

«Τίποτα» είπα. «Πραγματικά τίποτα...»

«Εννοείς ότι...» προσπάθησε να το θέσει όσο πιο διακριτικά γίνεται «ότι δεν... τίποτα...;»

«Τίποτα» την διαβεβαίωσα εγώ.

«Περίεργο» είπε. «To ίδιο έγινε και χθες. Υπέθετα ότι σήμερα κάποιος θα... προσφερόταν...»

«Ο ίδιος ήταν» της είπα. «Ο χθεσινός που ήρθε και μιλούσαμε».

To πρόσωπό της έμεινε ανέκφραστο, έγινε άδειο και σκοτεινό σαν να της είχα πει δυσάρεστα νέα.

«Ήρθε χθες;» ρώτησε «Και ήρθε και σήμερα για σένα;»

«Δεν ξέρω αν ήρθε για μένα».

Στην υπόλοιπη διαδρομή ήταν ήσυχη, η Βέρα δεν είχε όρεξη για άλλη συζήτηση. Δεν ρώτησε τίποτα άλλο. Μου φάνηκε περίεργο που δεν ήθελε να ρωτήσει κι άλλα σχετικά με τον Άγγελο.

Ούτε όταν γυρίσαμε σπίτι δεν ήθελε να μιλήσουμε. Έπεσα στο κρεβάτι ενώ πρώτα μου είπε ένα « ... νύχταααα...» με το ζόρι. Κοίταξα έξω από το παράθυρο καθώς καθόμουν αναπαυτικά στον καναπέ. Ποια νύχτα; Ο ήλιος μέχρι να φτάσουμε είχε βγει δειλά-δειλά και φώτισε την πόλη μας... τη Θεσσαλονίκη...

Μετά από λίγο πήγα στο κρεβάτι μου και εγώ αποκοιμήθηκα με ένα χαμόγελο στα χείλη. Μετά από κάποιες ώρες ξύπνησα, πάλι με το χαμόγελο στα χείλη. Ξύπνησε και η Βέρα λίγο πιο μετά από μένα.

«Καλησπέρα...» της είπα με ένα από τα πιο πλατιά χαμόγελα που είχα το τελευταίο διάστημα. Ήμουν στην κουζίνα, άνοιγα ντουλάπια και ψυγεία ψάχνοντας.

«Τι κάνεις;» με ρώτησε πνίγοντας ένα χασμουρητό.

«Ψάχνω να μαγειρέψω κάτι. Μα πόσο καιρό έχεις να πας για ψώνια;» την ρώτησα. «Δεν έχει τίποτα εδώ μέσα. Τα ντουλάπια έχουν πιάσει αράχνες». Άνοιξα και ένα άλλο ντουλάπι, το τελευταίο, στην κουζίνα τέρμα δεξιά.

«Α...» είπα ευχαριστημένη. «Βρήκα ένα πακέτο μακαρόνια».

To τράβηξα από το βάθος του ντουλαπιού που είχε ξεχαστεί και κοιτούσα για να βρω την ημερομηνία λήξης στο πακέτο.

«Πολύ καλή διάθεση έχεις σήμερα βλέπω», διαπίστωσε η Βέρα.

Ανασήκωσα τους ώμους χωρίς να απαντήσω. Έσκυψα στο διπλανό ντουλάπι, έβγαλα από μέσα σχεδόν την μόνη κατσαρόλα που είχε και την έβαλα στο νεροχύτη να τη σαπουνίσω. Ναι, είχα καλή διάθεση.

Όταν έπεσα να κοιμηθώ, το σκέφτηκα λίγο και κατάλαβα ότι ο Άγγελος δεν ήταν έτσι. Δεν μπορεί να έβλεπε τον εαυτό του σαν πελάτη.

Αποκλείεται. Μου το έλεγε κάτι μέσα μου, το ήξερα.

«Σήμερα θα πάμε πάλι λίγο νωρίς στο μαγαζί...» μου είπε.

«Ωραία» είπα εγώ και ξέπλυνα με μπόλικο νερό την κατσαρόλα από τις σαπουνάδες. Την σκούπισα με μια καθαρή πετσέτα, την γέμισα ως τη μέση και μετά την ακούμπησα πάνω στο μάτι της κουζίνας.

«Ωραία;» ρώτησε αυτή.

«Τι εννοείς ωραία;»

«Πώς ανοίγει αυτό το μάτι;» τη ρώτησα.

«Να σου πω» μου είπε «χαίρεσαι που θα πας πάλι στο μαγαζί;» Φαινόταν λίγο νευριασμένη.

«Γιατί όχι;» τη ρώτησα.

«Αν υποψιαστώ ότι ο λόγος που θες να πας στο μαγαζί είναι αυτός ο...».

Σήκωσα το χέρι και την σταμάτησα.

Εκείνη με κοίταξε σοβαρά.

«Κοίτα Βέρα...» της είπα αγέλαστη και σοβαρή όσο ποτέ.

Είχα καταλάβει πού το πήγαινε.

«Με έφερες εδώ μέσα» της είπα αργά με νεύρα. «Χωρίς να ξέρω τι σκοπό είχες να κάνεις μαζί μου. Χωρίς να ξέρω τι γίνεται για να μην μπορέσω να έχω επιλογή» τόνιζα με μίσος ένα-ένα τα λόγια μου μέσα από τα δόντια μου. «Τουλάχιστον κάνε μου αυτή τη χάρη».

«Ποια χάρη;» με ρώτησε κοιτώντας με σοβαρά. Αμέσως ο τόνος μου άλλαξε, έσκασα ένα χαμόγελο και το σώμα μου χαλάρωσε.

«Δείξε μου επιτέλους πώς ανάβει αυτό το μάτι της κουζίνας!

Οι αριθμοί πάνω στα κουμπιά έχουν ξεθωριάσει εντελώς! Και έχω να φάω σπιτικό φαγητό από τότε που ήρθα εδώ. Ας κάνουμε μια αρχή με μια μακαρονάδα, ΟΚ;»

Μου άναψε με νεύρα το μάτι της κουζίνας.

«Άκου, Μαργαρίτα» είπε λίγο πιο δυνατά από ότι ήταν απαραίτητο για να ακούσω. «Δε δενόμαστε με κανέναν πελάτη! Είναι αντιεπαγγελματικό!»

«Δεν είμαι επαγγελματίας!» της μίλησα στον ίδιο τόνο, που μου μίλησε αυτή, αυτή τη φορά με αληθινά νεύρα.

«Είμαι έφηβη Βέρα! Κατά λάθος βρέθηκα εδώ. Δεν είμαι επαγγελματίας». Νόμιζα ότι θα απαντούσε και εκείνη με νεύρα, αλλά εκείνη με κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα, μετά με πλησίασε και με αγκάλιασε σφιχτά.

«Συγγνώμη για ότι γίνει από εδώ και πέρα» είπε και μου φίλησε τα μαλλιά. Μετά με άφησε και πήγε να καθίσει στον καναπέ.

«Τι θα γίνει από εδώ και πέρα;» ρώτησα ανήσυχη εγώ.

Γύρισε και με κοίταξε. Δάγκωσε το κάτω της χείλι και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. To έλαβα σαν να λέει 'δεν έχω ιδέα'.

Την ώρα που τρώγαμε (μακαρόνια σκέτα, ούτε τυρί δεν είχαμε) μου είπε:

«Δε με ρώτησες γιατί θα πάμε πιο νωρίς στο μαγαζί».

«Γιατί;» την ρώτησα για να της κάνω το χατίρι.

«Σήμερα θα κάνεις πρόβα πάνω στο μπαρ» μου είπε. «Έτσι, για να δούμε περίπου πώς τα πας. Πώς ξέρεις να κουνιέσαι».

«Θα απογοητευθείτε» της είπα με ειλικρίνεια εγώ. «Δεν έχω καθόλου ρυθμό μέσα μου».

«Θα μάθεις» μου είπε. «Απλά μια δοκιμή θα κάνουμε πριν γεμίσει το μαγαζί. Ξέρεις, κατά βάθος είσαι πολύ τυχερή κοπέλα».

«Εγώ;» ρώτησα ενώ τύλιγα με το πιρούνι μου μερικά μακαρόνια.

«Ναι, εσύ» μου είπε. «Αυτό το διάστημα ο Γιάννης συνέχεια λείπει. Αν ήταν εδώ θα με πίεζε τρομερά για την περίπτωσή σου. Τώρα είσαι ασύγκριτα πιο χαλαρά».

Σε Βαθειά Νερά

TO ΒΡΑΔΥ, ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΕΝΤΕΚΑ ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ.

Η Βέρα με οδήγησε σε κάτι δωματιάκια πίσω από το μπαρ. Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο που είχε έναν μεγάλο καθρέφτη, κολλημένο στον τοίχο, μαζί με ένα φαρδύ έπιπλο με συρτάρια και καλλυντικά πάνω. Στη γωνιά υπήρχε μια ντουλάπα και ακριβώς δίπλα ένας διπλός καναπές. Η Βέρα άνοιξε την ντουλάπα λέγοντας μου:

«Μπορείς εσύ να διαλέξεις. Έτσι κι αλλιώς είναι πρόβα».

Κοίταξα το εσωτερικό της ντουλάπας και έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Τεράστια ποικιλία από εσώρουχα, ή τουλάχιστον κάτι σαν εσώρουχα που δε φανταζόμουν καν την ύπαρξή τους. Μερικά ήταν ακριβώς σαν δίχτυ, και το από πάνω μέρος και το από κάτω. Χωρίς ύφασμα ανάμεσα στα κενά του δίκτυ. Μόνο ένα πάρα πολύ μικρό κομμάτι ύφασμα υπήρχε στο κάτω μέρος. Ένα άλλο ήταν μόνο από μαύρα διαμάντια, και το σουτιέν και το... από κάτω. Τα διαμάντια ήταν σαν 'κεντημένα' μεταξύ τους. Αναρωτιέμαι πόσο άνετο μπορεί να είναι αυτό το σύνολο. Ένα άλλο ήταν μαύρο δερμάτινο, με ασημί αλυσίδες, περασμένες εδώ και εκεί. Η ποικιλία ήταν απίστευτη και όλα ήταν τόσο περίεργα...

«Ε... να ρωτήσω κάτι» της είπα «αυτά τα 'σύνολα'. Δεν πιστεύω να τα έχει βάλει καμιά κοπέλα πιο μπροστά και τώρα να πρέπει να βάλω εγώ κάτι. Θέλω να πω... δεν ξέρω καν αν καθαρίζονται αυτά. Τα στέλνετε στο καθαριστήριο ή... υπάρχει κάποιο πλυντήριο εδώ μέσα;...»

Η Βέρα μόνο που δεν ξεκαρδίστηκε από την ερώτησή μου.

Όταν συνήλθε με δάκρυα στα μάτια από τα συγκρατημένα γέλια μου είπε:

«Μην ανησυχείς. Κάθε κοπέλα έχει δικά της σύνολα που χρησιμοποιεί. Αυτά είναι αχρησιμοποίητα, τα έχουμε για ώρα ανάγκης. Είναι ώρα όμως να διαλέξεις κάτι».

Διάλεξα αυτό που ήταν λιγότερο αποκαλυπτικό από όλα. Ήταν σαν ένα μαύρο απλό σύνολο εσωρούχων, εκτός ότι το ύφασμα ήταν κάτι μεταξύ μαγιό και μετάξι.

«Βάλτο και θα σε δούμε πάνω στο μπαρ» είπε η Βέρα και πήγε να βγει για να 'ντυθώ'.

«Στάσου» είπα. «Εννοείς ότι θα με δουν όλοι;»

«Μαργαρίτα» μου είπε. «Από κάπου πρέπει να αρχίσεις. Δε μπορείς έτσι ξαφνικά να βγεις σε ένα πληθυσμό αντρών σχεδόν γυμνή, αν δε βγεις πρώτα σε πολύ λιγότερο κόσμο σχεδόν μόνο με γυναίκες. Σε περιμένουμε...»

Έφυγε και μ' άφησε μόνη. To φόρεσα και κοιτάχτηκα μπροστά στον καθρέφτη. Πώς θα εμφανιστώ μπροστά σε τόσο κόσμο; Και πάλι η Βέρα προσπάθησε να το κάνει όσο πιο εύκολο ήταν. Αλλά πάντα ήμουν τόσο ντροπαλή.

Ξεκίνησα να περιπατάω αργά προς τη σκηνή και σταμάτησα στη μέση, δίπλα σε μια κολόνα. Όλα τα κεφάλια, ένα-ένα γύρισαν και με κοίταξαν. Έπιανα με το χέρι μου το δεξί μου μπράτσο κοιτώντας δειλά.

Είμαι σίγουρη ότι έμοιαζα σαν καημένο.

«Ωραία» είπε η Βέρα. Η μουσική ξεχύθηκε από τα ηχεία. «Κουνήσου με το ρυθμό».

Εγώ όμως είχα κοκαλώσει στη θέση μου. Ήταν σαν να είχαν βιδώσει τα πόδια μου στο πάτωμα. Τα κορίτσια έδειχναν να ευχαριστιούνται με το πόσο χάλια ήμουν.

«Κουνήσου» με παρότρυνε η Βέρα. «Τουλάχιστον προσπάθησε».

Έβλεπα καμιά δεκαριά άντρες από κάτω να με κοιτάνε μαζί με τις κοπέλες. Ήταν οι πορτιέρηδες και η Ασφάλεια του μαγαζιού. Μόλις δέκα άντρες και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Τι θα γινόταν αν με έβαζε η Βέρα το βράδυ μπροστά σε τόσο κόσμο;

«Έλα, Μαργαρίτα... προσπάθησε λίγο. Νιώσε το ρυθμό».

Άρχισα να μετακινώ το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο, με αποτέλεσμα να κουνιέμαι αριστερά - δεξιά σαν εκκρεμές. Ήμουν γελοία, αλλά αυτό ήταν ότι καλύτερο μπορούσα να κάνω. Οι κοπέλες από κάτω χαμογελούσαν ειρωνικά και τα βλέμματα των αντρών ήταν ανάμικτα, κοροϊδευτικά και πονηρά μαζί. Και εκεί που νόμιζα ότι ποτέ στη ζωή μου δε θα νιώσω ξανά τόσο μεγάλη ντροπή, άλλαξα γνώμη γιατί δεν ήταν τίποτα στην ντροπή που ένιωθα τώρα.

Τον είδα να μπαίνει από τις τεράστιες, διπλές πόρτες του μαγαζιού... τον Άγγελο. Γιατί έπρεπε να έρθει τόσο νωρίς και να με δει έτσι; Σχεδόν γυμνή και ταπεινωμένη μπροστά σε τόσο κόσμο; Ήξερα ότι ήδη με είχε δει... ένιωθα το βλέμμα του πάνω μου να με καίει...

Στην αρχή το ένιωθα στο πρόσωπο σε όλα τα χαρακτηριστικά ένα - ένα. Μετά τα μάτια του γλίστρησαν από το λαιμό στο στήθος μου. Άρχισα να ανασαίνω βαθιά και οι χτύποι της καρδιάς μου τρελάθηκαν. Ήταν τόσο μακριά και όμως ένιωθα το βλέμμα του να με χαϊδεύει σε όλο το σώμα. Σαν να με χάιδευε με τα χέρια, μετά το βλέμμα του πήγε στον κόσμο που με έβλεπε από κάτω γιουχάροντας και γελώντας. Αμέσως άρχισε να με πλησιάζει με γρήγορα βήματα, πήδηξε στο μπαρ και έφτασε δίπλα μου.

«Τι κάνεις;» με ρώτησε, βγάζοντας το δερμάτινο, μαύρο μπουφάν του. Μου το φόρεσε και ανέβασε το φερμουάρ. Κοίταξα τριγύρω μας, ήδη η Ασφάλεια του μαγαζιού μας είχε περικυκλώσει.

«Νεαρέ...» είπε η Βέρα, αν και εκείνη ήταν μικρότερή του.

«Μετά από αυτό θα σε παρακαλούσα να φύγεις. To μαγαζί έχει όνομα, δε θέλουμε τέτοια».

«Όχι Βέρα» της είπα. «Μην τον διώχνεις. Σε παρακαλώ...»

Η Βέρα ανέβηκε στο μπαρ, με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αφτί.

«Εμείς θα τα πούμε μετά». Αλλά δε διέταξε να τον βγάλουν έξω από το μαγαζί. Κατέβηκα μαζί του από το μπαρ και κάτσαμε στο τραπεζάκι μας, στη γωνία.

«Τι κάνεις εδώ τόσο νωρίς;» τον ρώτησα.

«Δε λες καλά που ήρθα;» μου απάντησε.

«Ήρθες για εκείνον το γνωστό σου που ψάχνεις;» ρώτησα. «Μήπως τον πετύχεις τώρα που είναι νωρίς;»

«Όχι» είπε. «Ήρθα για σένα. Σκέφτηκα μήπως ερχόσουν νωρίτερα».

«Κοίτα, μην κάνεις τέτοια. Δε θέλω να σε διώξουν από εδώ μέσα, ΟΚ;»

«Από εδώ μέσα θα φύγω μόνο μαζί με εσένα» μου είπε.

Έμεινα να τον κοιτάω χωρίς να μιλάω.

«Εγώ θα σε πάρω από εδώ μέσα» συνέχισε εκείνος. «Δεν ανήκεις εδώ. Δεν το βλέπεις;»

«Και πού ανήκω;» τον ρώτησα.

«Δεν ξέρω, αλλά μπορούμε να ψάξουμε να βρούμε μαζί, αν θες».

«Δε γίνονται αυτά που λες» του είπα. «Πώς θα με πάρεις από εδώ;»

«Αυτό θα το δεις αργότερα» μου είπε με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Με πλησίασε ελαφρά.

«Μαργαρίτα...» μου είπε απαλά.

Η φωνή του ήταν σαν γαλήνια κύματα της θάλασσας που έσκαγαν γλυκά πάνω στην άμμο. Αυτός ο ήχος σχεδόν με υπνώτιζε. Μπορούσα άνετα να κοιμηθώ καθώς τον άκουγα.

«Εγώ προσωπικά σου υπόσχομαι πως όσο περνάει από το χέρι μου, εσύ θα βγεις μέσα από αυτόν τον 'βούρκο' χωρίς να έχεις 'λερωθεί' καθόλου».

«Γιατί;» τον ρώτησα. «Γιατί θέλεις τόσο πολύ να με βοηθήσεις;»

«Δεν είναι ακόμα ώρα να μάθεις γιατί» μου είπε. «Αυτήν τη στιγμή μου αρκεί που απλά το ξέρεις».

Είχαμε γύρει ο ένας προς τον άλλον, άπλωσε το χέρι του απαλά χαϊδεύοντας το δικό μου. Έτριβε ελαφρά το χέρι του πάνω στην ανάποδη του χεριού μου, γύρισα το χέρι μου από την άλλη, προς την παλάμη. Οι αισθητήρες των δάχτυλων του με χάιδευαν με απαλές κινήσεις. Στην αρχή χάιδευε ένα-ένα τα δάχτυλά μου. Μετά τα δάχτυλά του σύρθηκαν στη μέση της παλάμης. Ίσα-ίσα που με άγγιζε με τις άκρες των δάχτυλων του εκεί. Μετά όλο το χέρι του 'κύλισε' πάνω στο δικό μου και οι παλάμες μας ενώθηκαν... τα δάχτυλά μας πλέχτηκαν μεταξύ τους. Ένιωθα κάθε πόντο του χεριού του μέσα στο δικό μου. Και μετά 'χάθηκα' στα μάτια... στο βλέμμα του... στο πρόσωπό του... Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ήμασταν μόνο εμείς οι δύο. Ούτε μουσική, ούτε κόσμος... τίποτα. Μόνο εγώ και αυτός... εγώ μέσα στο βλέμμα του που ένιωθα να με πλημμυρίζει από παντού... να με υπνωτίζει. Να μην μπορώ να φύγω... να μην έχω δύναμη πια για τίποτα άλλο. Να μη χρειάζομαι τίποτε άλλο... μόνο αυτά τα μάτια να μου λένε ότι νοιάζονται και ότι θα με προστατεύσουν, να μου τάζουν ότι θα με πάνε σε κάθε άκρη της γης, σε κάθε όμορφο μέρος για να ζήσω γαλήνια. Είχα βρει ήδη όμως το πιο γαλήνιο μέρος του κόσμου... είχα βρει τον κήπο μου... Τον πιο όμορφο κήπο που μπορούσε να υπάρχει ποτέ. Και τον βρήκα στη μέση ακριβώς ενός βάλτου... Δεν καταλάβαινα ακριβώς πόση ώρα καθόμασταν εκεί και κοιταζόμασταν... Μπορεί δέκα λεπτά, μπορεί και ώρες ολόκληρες. Όταν τράβηξα το βλέμμα μου από πάνω του το μαγαζί πλέον ήταν γεμάτο, τα φώτα είχαν χαμηλώσει και η μουσική είχε δυναμώσει. Αναδεύτηκα λίγο πάνω στην καρέκλα μου και ακούμπησα πάνω στην πλάτη της καρέκλας. Χαλάρωσε και αυτός λίγο στη θέση του, αλλά δεν έκατσε πίσω. Ένιωσα ένα βλέμμα να με καρφώνει... γύρισα και έψαξα να δω ποιος ήταν... Η Βέρα, στην άκρη του μαγαζιού μας κοιτούσε από μακριά. Ο Άγγελος ακολούθησε το βλέμμα μου και την είδε και αυτός.

«Η Βέρα;» με ρώτησε. «Η ξαδέλφη;»

«Ναι» είπα «Συγγνώμη που δε σας σύστησα πριν».

Χαμογέλασα άκεφα.

«Υπάρχει πρόβλημα;» ρώτησε. «Κοίτα πώς μας κοιτάζει».

«Ναι, υπάρχει» του είπα. «Υπάρχει πρόβλημα μαζί σου».

«Μπορώ να υποψιαστώ ποιο ακριβώς είναι».

Μου είπε κατά λέξη: «δε δενόμαστε με πελάτη».

Γύρισε το βλέμμα του από τη Βέρα σε μένα.

«Πελάτης;» ρώτησε. «Εγώ; Δικός σου πελάτης;»

Δάγκωσα το κάτω μου χείλι και έγνεψα καταφατικά.

«Νομίζει ότι είσαι ο πρώτος μου πελάτης».

«Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί έτσι ως τώρα» είπε.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής, στην παρέα μας, γιατί στο μαγαζί γινόταν χαμός.

«Ε...» έσπασα δειλά τη σιωπή εγώ.

«Λέω να πάω να αλλάξω».

Ήμουν ακόμα με το μπουφάν του Άγγελου.

«Είναι απαραίτητο;» με ρώτησε. «Αυτό κρύβει πολλά περισσότερα από εκείνα που σε βάζουν και φοράς».

Χαμογέλασα και σηκώθηκα από τη θέση μου.

«Έρχομαι σε ένα λεπτό» είπα και έφυγα μέσα στο πλήθος των αντρών.

Πήγα σε εκείνο το δωμάτιο που μοιάζει με καμαρίνι, για να φορέσω το φουστανάκι που είχα αφήσει εκεί όταν άλλαξα.

Καθώς πήγαινα να κλείσω την πόρτα, η Βέρα μπήκε και εκείνη στο καμαρίνι πίσω από μένα.

«Μαργαρίτα...» μου είπε καθώς έκλεινε την πόρτα. «Έχεις μπλέξει πολύ άσχημα».

«Γιατί;» ρώτησα, καθώς της έκανα νόημα να γυρίσει από την άλλη για να αλλάξω. Εκείνη γύρισε πλάτη προς εμένα.

«Αν αυτός ο τύπος έρθει ξανά εδώ και πάει να κάνει κουμάντο εδώ μέσα... Αχ, δεν το πιστεύω πόσο τυχερή είσαι που δεν είναι εδώ ο Γιάννης».

Είχα ήδη αλλάξει και πήγα προς την πόρτα.

«Μαργαρίτα» μου είπε πριν βγω, «όταν πάμε σπίτι πρέπει να μιλήσουμε... οπωσδήποτε...»

Δεν την κοίταξα, μόνο έγνεψα καταφατικά και βγήκα έξω αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω μου. Όταν πήγα στο τραπέζι μας, του έδωσα το μπουφάν του και έκατσα στη θέση μου, απέναντι του. Πρέπει το πρόσωπό μου να φαινόταν τρομερά προβληματισμένο, γιατί μόλις έκατσα με ρώτησε τι έχω. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι σαν να λέω 'τίποτα'.

«Τι έγινε;» επέμενε να μάθει εκείνος.

«Η Βέρα» είπα «θέλει μόλις πάμε σπίτι να μιλήσουμε».

«Και;» με ρώτησε.

«Έχω κακό προαίσθημα» του είπα.

«Όλα θα πάνε καλά. Θα δεις. Δε θα γίνει τίποτα που να μην μπορείς να το αντέξεις».

«Ήδη έχει γίνει κάτι που δε μπορώ να το αντέξω».

«Όπως;»

Τον κοίταξα σκεφτική, δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμη να του μιλήσω για τους γονείς μου ακόμα.

«Ίσως δεν είναι ώρα ακόμα για να σου πω».

«Ήμουν σίγουρος» μου είπε... «Ήμουν σίγουρος πως έχεις πάθει κάτι φρικτό στη ζωή σου. Εκτός του ότι είσαι εδώ μέσα θέλω να πω, αυτά τα μάτια όταν τα κοιτάω, αυτά τα υπέροχα, μεγάλα πράσινα μάτια... προδίδουν τόσο πόνο, τόση νοσταλγία... To κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που τα κοίταξα. Πονάς Μαργαρίτα... και ο πόνος είναι πολύ μεγάλος. Όταν το βλέμμα σου εγκαταλείπει το δικό μου το νιώθω... νιώθω ένα κενό».

Σήκωσε το χέρι του και το πλησίασε στο πρόσωπό μου. Μόλις τα δάχτυλα του άγγιξαν απαλά το μάγουλό μου έκλεισα τα μάτια μου για να απολαύσω κάθε άγγιγμά του πάνω μου. Πλησίασε το πρόσωπό του στο αφτί μου και μόλις ένιωσα τη ζεστή ανάσα του στο αφτί μου η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο...

«Τι σου έχουν κάνει καρδιά μου;» με ρώτησε πάρα πολύ απαλά.

Η καρδιά μου τώρα άρχισε να χτυπάει πολύ γρήγορα.

«Τι φρικτό σου έχει συμβεί;»

Είχα ακόμα τα μάτια μου κλειστά και άκουγα τον ήχο της φωνής του μέσα στο αφτί μου, είχα ανατριχιάσει πίσω από το λαιμό. Με πλησίασε ακόμα περισσότερο και ακούμπησε ελαφρά την άκρη της μύτης του στην άκρη του αφτιού μου. To ανατρίχιασμα έγινε ακόμα πιο έντονο. Πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσω... απομάκρυνε το στόμα του από το αφτί μου και με κοίταξε. Τα χείλη του συσπάστηκαν ελαφρά προς τα πάνω, σαν ένα πάρα πολύ απαλό χαμόγελο. Περίμενε να δει αν η τακτική του είχε αποτέλεσμα. Να δει αν τελικά θα λύγιζα και θα του έλεγα. Πώς μπορούσα να μην λυγίσω; Πού να βρω τη δύναμη και να αντισταθώ;

«Οι γονείς μου...» του είπα τελικά.

To βλέμμα του άλλαξε, ένα αθώο ενδιαφέρον αναγνώρισα στα μάτια του.

«Πριν λίγους μήνες... είχαν ένα ατύχημα με το αμάξι».

To μυαλό μου άρχισε να τρέχει σε εκείνο το όνειρο που με βασάνιζε τόσα βράδια στη σειρά. Έφερα πάλι στο μυαλό μου τον μπαμπά και τη μαμά μέσα στο διαλυμένο σχεδόν αμάξι. Τα άψυχα σώματά τους ήταν πρωταγωνιστές ακόμα στους εφιάλτες μου. Κι ας μην τα είχα δει ποτέ. Είχα αρνηθεί να τους δω μετά το ατύχημα. Η θεία Άννα είχε κάνει την αναγνώριση των πτωμάτων. Είχα αρνηθεί να τους δω νεκρούς. Ήθελα στην τελευταία εικόνα από εκείνους στο μυαλό μου να είναι ζωντανοί.

«Ήταν να πάω μαζί τους» του είπα.

Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει, μετά από λίγο ένα πρώτο δάκρυ γλίστρησε από την άκρη του ματιού μου, στο μάγουλό μου.

«Γιατί;» ψιθύρισα... «Γιατί δεν πήγα τελικά; Γιατί τους άφησα να πάνε μόνοι τους;»

«Αυτό εννοούσες όταν μου είχες πει ότι έπρεπε να είσαι τώρα μαζί τους;» με ρώτησε.

Έγνεψα καταφατικά κλείνοντας τα μάτια και δαγκώνοντας την άκρη του χειλιού μου. Εκείνος ξαφνικά με έπιασε με τα χέρια του από τους ώμους και με ανάγκασε να τον κοιτάξω. Σήκωσα το βλέμμα από κάτω και τον κοίταξα.

«Λυπάμαι για τους γονείς σου» μου είπε ειλικρινά. «Λυπάμαι πάρα πολύ αλλά αυτό που είπες τώρα ποτέ να μην το ξαναπείς. Κατάλαβες;»

Έγνεψα καταφατικά.

«Ποτέ να μην ξανασκεφτείς κάτι τέτοιο».

Μετά μου άφησε τα χέρια αργά, ζητώντας συγγνώμη με το βλέμμα για τη συμπεριφορά του.

«Παραφέρθηκα» είπε απολογητικά. «Συγγνώμη... αλλά αυτό που είπες ήταν... λάθος. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι».

Άφησα να περάσουν μερικά λεπτά ησυχίας.

«Εσύ;» του είπα τελικά. «Εγώ σου είπα το μυστικό μου. Τώρα ξέρεις. Εσύ θα μου πεις το δικό σου;»

Με κοίταξε με περιέργεια.

«Ω...» του είπα. «Έλα τώρα. Κάτι κρύβεις. Φαίνεται. Κάτι ψάχνεις. Είμαι σίγουρη ότι έχεις ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον μυστικό».

Η σιωπή του το διαβεβαίωσε αυτό.

«Φαίνεται τόσο πολύ;» με ρώτησε.

«Μόνο εγώ το έχω καταλάβει» τον καθησύχασα.

«Και τι ακριβώς έχεις καταλάβει;»

«Λίγα πράγματα» του είπα. «Μόνο ότι κάτι κρύβεις και ότι κάτι ψάχνεις. Μόνο αυτό».

Πέρασαν μερικές στιγμές στη σιωπή.

«Θέλεις να μου πεις;» τον ρώτησα.

Έκατσε λίγο να το σκεφτεί.

«Όχι» μου είπε τελικά με ένα χαμόγελο, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.

«Α... δεν παίζεις δίκαια» είπα χαμογελώντας εγώ. «Εσύ με 'ανάγκασες' να σου τα πω όλα. Τώρα πώς θα σε πείσω να μου πεις το δικό σου μυστικό, αφού εγώ δεν ξέρω τέτοια κόλπα;»

Μου χαμογέλασε γλυκά.

«Δε χρειάζεται κόλπο» μου είπε. «Δεν πρέπει να μάθεις. Για σένα θέλω να είμαι απλά ο Άγγελός σου εδώ μέσα».

«Κάποια στιγμή θα μάθω;» ρώτησα.

«Κάποια στιγμή θα καταλάβεις» μου απάντησε. Πριν αλλάξουμε συζήτηση ο Άγγελος με έβαλε να υποσχεθώ ότι ποτέ δε θα τον ξαναρωτήσω για το μυστικό του.

«Ποτέ, ποτέ;» τον ρώτησα.

«Κάποια στιγμή θα τα καταλάβεις όλα, εντάξει;...» μου είπε. «Αλλά μέχρι τότε θα κάνεις ότι δεν κατάλαβες ποτέ τίποτα», με κοίταξε στο πρόσωπο προσπαθώντας να καταλάβει αν μπορεί να με εμπιστεύεται.

«Μπορείς να το κάνεις αυτό;» με ρώτησε.

Έγνεψα καταφατικά εγώ χωρίς να μιλήσω.

Έμοιαζε να ανακουφίζεται που του υποσχέθηκα ότι θα το ξεχάσω.

Η υπόλοιπη συζήτησή μας ήταν για άσχετα θέματα, έτσι όπως το επιθυμούσε.

Όπως και κάθε βράδυ ως τώρα, έφτασε και αυτό στο τέλος του.

Άρχισε σιγά-σιγά να ξημερώνει.

Ετοίμαζαν το μαγαζί για κλείσιμο και τον πήγα πάλι ως την πόρτα.

«Αύριο θα έρθεις;» τον ρώτησα εγώ.

«Φυσικά και θα έρθω» μου είπε. «Κάθε βράδυ δεν έρχομαι; Σε έχω αφήσει ποτέ μόνη σου;»

«Ναι» είπα ανήσυχη. «Αλλά για πόσο καιρό θα μπορείς να έρχεσαι;».

«Για όσο ακριβώς χρειαστεί» μου είπε. «Ούτε μέρα λιγότερο».

Έβλεπε ότι δεν με είχε πείσει, έβλεπε το φόβο μου.

«Άκου Μαργαρίτα... Σου είχα δώσει μια υπόσχεση. Τη θυμάσαι; Ότι θα σε πάρω από εδώ. Δεν είμαι φαντασιόπληκτος, ούτε μ' αρέσει να δίνω υποσχέσεις που δεν μπορώ να κρατήσω. To υποσχέθηκα και θα το κάνω. Έχε μου απλά εμπιστοσύνη. Εντάξει;...»

Έγνεψα προς τα κάτω κοιτώντας τον λίγο καθησυχασμένη. Αναρωτήθηκα, πώς μπορεί να το πιστεύει τόσο πολύ. Σίγουρα δε γνώριζα πάρα πολλά πράγματα για τον Άγγελο.

Τώρα είχα αυτή την αίσθηση πιο έντονα από ποτέ.

Αλλά μόλις είχα συνειδητοποιήσει κάτι: δε γνώριζα τίποτα απολύτως για τον Άγγελο... Τίποτα απολύτως. Ούτε επίθετο, ούτε δουλειά... ούτε οικογενειακή κατάσταση. Απολύτως τίποτα. Μόνο το όνομά του γνώριζα, αλλά ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί ότι και αυτό είναι αληθινό;

Έφυγε... ενώ πρώτα με είχε κοιτάξει γλυκά, χαμογελώντας μου.

Μου υποσχέθηκε ότι θα τον έβλεπα αύριο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top