κεφάλαιο 2
Πρώτο Βήμα Προς Την Κόλαση
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ από την κηδεία, ήμουν μπροστά στο σπίτι της Βέρας με δύο βαλίτσες.
Άφησα κάτω τη μία βαλίτσα και χτύπησα το κουδούνι.
Παρατηρούσα το σπίτι που θα έμενα προσωρινά.
Μονοκατοικία, με έναν παραμελημένο κήπο.
Μου άνοιξε σχεδόν αμέσως.
Με αγκάλιασε και πήρε τις βαλίτσες μου από τα χέρια.
«Καλώς ήρθες σπίτι» μου είπε.
Μου χαμογέλασε, πήγα να ανταποκριθώ, αλλά ένιωθα ότι είχα ξεχάσει πώς γίνεται αυτή η σύσπαση με τα χείλια προς τα πάνω. Αλλά προσπάθησα κι εγώ να χαμογελάσω. Ελπίζω να μη φάνηκε σαν μορφασμός πόνου. Μπήκα μέσα και έριξα μια διακριτική ματιά τριγύρω. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Δύο δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα μαζί και τουαλέτα. Μου είπε ότι μπορώ να βολευτώ και να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Όσο το δυνατόν γινόταν βέβαια. Σαν το σπίτι μου πουθενά δε θα ένιωθα. Και τώρα είμαι εδώ, σπίτι της, άγρια χαράματα να προσπαθώ να κοιμηθώ χωρίς εφιάλτες.
Να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και να μην αναγνωρίζω τίποτα από την ανέμελη δεκαεφτάχρονη έφηβη που ήμουν πριν γίνουν όλα αυτά. Κι εκείνη πάλι έλειπε. Ακριβώς, όπως μου είχε υποσχεθεί. Ότι δουλεύει πολύ και θα λείπει.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΥΛΟΥΣΑΝ ΣΑΝ ΝΕΡΟ. Δεν ένιωθα, δε με ένοιαζε. Στα έξοδα του σπιτιού δε βοηθούσα. Αλλά δεν ήμουν και επιβάρυνση στα οικονομικά. Καμιά φορά ξεχνούσα και να φάω. Μετά από μερικά βράδια, ξύπνησα πάλι από το νυχτερινό μου ύπνο από κραυγές. Αλλά αυτή τη φορά όχι δικές μου. Ξύπνησα σαν την τρελή και όταν πήγα στο σαλόνι είδα τη Βέρα πίσω από την κλειδωμένη πόρτα πανικόβλητη. Κάποιος από έξω φώναζε και κοπάναγε την πόρτα βίαια.
«Φύγε» φώναξε η Βέρα. «Φύγε αμέσως ρε Γιάννη. Οι γείτονες θα καλέσουν την Αστυνομία».
Η πόρτα φάνηκε να ηρεμεί.
«Θα τα πούμε αύριο» είπε μια αντρική φωνή έξω από την πόρτα.
Πέρασαν δύο λεπτά απόλυτης ησυχίας και η Βέρα έμεινε εκεί, πίσω από την πόρτα. Καθόταν και έστηνε αυτί μήπως και ξαναγυρίσει. Μόλις ηρέμησε, με πρόσεξε και εμένα που ήμουν όρθια από πίσω της και προσπαθούσα να καταλάβω τι γινόταν.
«Α» έκανε εκείνη αμήχανα, «σε ξυπνήσαμε... Συγνώμη».
«Τι ήταν όλο αυτό;» θέλησα να μάθω.
«Τίποτα» είπε όσο αδιάφορα μπορούσε. «Ο φίλος μου μόνο».
«Μαλώσατε;» την ρώτησα.
Είχα αρχίσει να νιώθω ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Προσπάθησε να με καθησυχάσει.
«Όλα εντάξει είναι» μου είπε. «Δεν έγινε τίποτα».
Έμεινα να την κοιτάω. Δεν την πίστεψα.
«Τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις;» την ρώτησα ξαφνικά.
Η αντίδραση του προσώπου της ήταν λίγο περίεργη.
«Σε μπαρ δουλεύω. Σου το είχα πει. Δε θυμάσαι;»
Μου το είχε πει, αλλά για μένα ήταν μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Όπως τότε που μου είχε πει για το όνομά της. Έμεινα να την κοιτάω ακίνητη, με πρόσωπο εντελώς άδειο.
«Έλα τώρα» μου είπε. «Τζάμπα φοβάσαι. Δεν έγινε και τίποτα. Εσύ δεν έχεις μαλώσει ποτέ με το αγόρι σου;»
«Δεν είχα ποτέ αγόρι» απάντησα.
Έμεινε να με κοιτάει χωρίς να ξέρει τι να απαντήσει. To σκέφτηκε για λίγο. Με έπιασε από τους ώμους. Με γύρισε από την άλλη και με έσπρωξε απαλά προς το δωμάτιο που κοιμόμουν.
«Ωραία τότε» είπε. «Τότε δε χρειάζεται να το σκέφτεσαι. Αν δεν είχες ποτέ αγόρι, δεν ξέρεις πώς είναι να μαλώνεις μαζί του».
Όντως, δεν είχα μέτρο σύγκρισης.
Πήγα να κοιμηθώ, αλλά δεν ήταν εύκολο.
Κάτι με έτρωγε. Ήμουν σίγουρη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μου ήρθε να σηκωθώ, να μαζέψω τα ρούχα μου και να φύγω, αδιαφορώντας για την ώρα. Θυμήθηκα και τη θεία Άννα που έλεγε εκείνες τις φήμες για τη Βέρα. Δεν καταλάβαινα τι είχα πάθει. Δεν έγινε κάτι τρομερό. Και όμως, ήθελα σαν τρελή να φύγω. Μια αδύναμη φωνούλα μέσα μου, μου έλεγε «Προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις να φύγεις. Μετά θα είναι αργά».
To είχα πάρει ήδη απόφαση: θα φύγω από εδώ μέσα.
Κοίταξα την ώρα, 3 το χάραμα. Σίγουρα δεν μπορούσα τώρα, αλλά την άλλη μέρα θα το ανακοίνωνα στη Βέρα, να ξέρει.
Άνοιξαν τα μάτια μου από τον ύπνο κατά τις 8 το πρωί.
Σηκώθηκα αμέσως και πήγα τρέχοντας στο δωμάτιό της να της το πω.
Βρήκα μόνο ένα σπίτι άδειο.
Υπήρχε ένα χαρτί πάνω στην κουζίνα: «Θα τα πούμε το βράδυ, έχω δουλειές». Με τα γράμματα της Βέρας.
To απόγευμα ήδη είχα μαζέψει όλα τα ρούχα μου και την περίμενα...
Κατά τις 12:00 το βράδυ φάνηκε.
Όταν με είδε να περιμένω με τις βαλίτσες, με κοίταξε άφωνη.
«Φεύγω» της είπα πριν προλάβει να μιλήσει.
«Γιατί;» ρώτησε. «Μη μου πεις για τα χθεσινά;»
«Όχι» είπα κουνώντας το κεφάλι.
«Όχι, βέβαια» συνέχισα τα ψέματα. «Απλά νιώθω ότι σου είμαι βάρος. Θα πάω στη θεία Άννα».
«Μα εκεί θα πάθεις κατάθλιψη» είπε.
«Δεν είναι τόσο κακιά» της απάντησα.
«Αν νομίζεις ότι είσαι βάρος στα οικονομικά, μπορείς να βρεις κι εσύ μια δουλειά». Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Σκέφτηκα να είμαι ειλικρινής.
«Πήρα την απόφασή μου» είπα. «Θα φύγω. Δεν αλλάζει αυτό».
«Μα γιατί;» επέμεινε.
«Μη ρωτάς» απάντησα. «Απλά θα φύγω».
«ΟΚ» μου είπε, «δεν επιμένω».
Χαμογέλασα ανακουφισμένη. Είχε τελειώσει...
Γύρισα και κοίταξα την πόρτα.
Μόλις άρχισε να την χτυπάει κάποιος όχι και πολύ ευγενικά.
«Ο φίλος μου» μου είπε η Βέρα, πριν ρωτήσω. Ένιωσα ένα κάψιμο στην καρδιά μου. Δεν κατάλαβα γιατί. Πήγε και άνοιξε η Βέρα. Μέσα στο σπίτι μπήκε ένας άντρας, μετρίου αναστήματος, αλλά γεροδεμένος, γύρω στα 45. Είχε ένα αχνό σημάδι που ξεκινούσε από την άκρη του φρυδιού και τελείωνε στη μέση του μάγουλου. Ήταν από μαχαίρι, φαινόταν ότι έγινε πριν πάρα πολλά χρόνια. Tο βλέμμα του έπεσε πάνω σε μένα. Μου χαμογέλασε.
«Γεια» μου είπε.
Ξεροκατάπια και δεν απάντησα.
«Η ξαδέλφη μου η Μαργαρίτα» μας σύστησε η Βέρα.
«Ο φίλος μου ο Γιάννης».
«Μάλιστα» είπε χαμηλόφωνα ο Γιάννης, καθώς κοιτούσε το πρόσωπό μου.
«Δεν ήξερα ότι έχεις τέτοιο λουλούδι στην οικογένεια».
«Είμαστε ομορφόσογο» αστειεύτηκε η Βέρα και ήταν η μόνη που γέλασε.
Τα ματιά του Γιάννη έπεσαν πάνω στις βαλίτσες μου.
«Φεύγεις;» με ρώτησε. «Μα μόλις γνωριστήκαμε».
Επιτέλους κατάφερα να μιλήσω.
«Είχα έρθει μόνο για λίγο» είπα. «Δε θέλω να καταχραστώ τη φιλοξενία της Βέρας».
«Είμαι σίγουρος ότι τη Βέρα δεν την πειράζει» είπε και έριξε ένα βλέμμα στη Βέρα.
«Όχι, φυσικά» απάντησε εκείνη. «Αυτό της έλεγα τώρα».
Ο Γιάννης κοίταξε το ρολόι που είχε στο χέρι του.
«Πέρασε η ώρα» είπε. «Εμείς πρέπει να φύγουμε».
Η Βέρα με φίλησε στο μάγουλο και μου είπε: «Θα πάω δουλειά, Μαργαρίτα μου. Όταν θα έρθω θα το συζητήσουμε».
Την έπιασα από το χέρι και την τράβηξα πιο πέρα, λίγο μακριά από το Γιάννη.
«Δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε» της είπα μέσα από τα δόντια μου.
«Εγώ θα φύγω».
«Περίμενε ώσπου να έρθω. Βιάζομαι τώρα, δεν προλαβαίνω να τα πούμε» είπε, προσπαθώντας να με συγκρατήσει, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο Γιάννη για να δει πού κοιτάει.
«Σου είπα» άρχισα να θυμώνω. «Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Θα φύγω τώρα αμέσως».
«Πού θα πας τέτοια ώρα;» με ρώτησε.
«Με περιμένει η θεία Άννα» της είπα ψέματα εγώ.
«Καλά» μου ψιθύρισε στο αυτί. «Περίμενε να φύγουμε και φύγε κι εσύ».
Ο Γιάννης ήταν ήδη στην πόρτα και την είχε ανοιχτή, περιμένοντας τη Βέρα. Εκείνη πλησίασε την πόρτα και βγήκε έξω.
Βγήκε και ο Γιάννης και έκλεισε πίσω του την πόρτα, και μετά άκουσα κατάπληκτη να μπαίνει το κλειδί στην κλειδαριά και να το γυρνάει δύο φορές!
Με είχαν κλειδώσει μέσα! Δεν είχα κλειδιά και όλα τα παράθυρα είχαν κάγκελα! Δε μπορούσα να φύγω από πουθενά! Όλο το βράδυ έκανα βόλτες στο σαλόνι. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς είχε γίνει.
Πού είχα μπλέξει χωρίς να το ξέρω;
Κατάφερα να κοιμηθώ το πρωί στις 5, όχι γιατί το ήθελα.
Κατά λάθος με πήρε ο ύπνος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top