κεφάλαιο 16
Με τη Βοήθεια Της Βέρας....
Όταν φτάσαμε στο σπίτι της Βέρας πήγα να βγω απ' το αμάξι, μόλις το πάρκαρε.
«Μην κουνηθείς...» μου είπε, έσβησε τη μηχανή, βγήκε, έκλεισε την πόρτα και ήρθε γρήγορα ως την πόρτα μου.
Μόλις την άνοιξε πήγε να με πάρει στην αγκαλιά του.
«Δεν υπάρχει περίπτωση!» του είπα. «Εσένα δε σε νοιάζει τι θα πουν οι γείτονές σου, εμένα όμως με νοιάζει».
Δίστασε λίγο αλλά μετά με πήρε αγκαλιά και με έβγαλε απ' το αμάξι.
«Δε θα σε τρέχουν οι γείτονες αν πατήσεις κανένα γυαλί» είπε κλείνοντας την πόρτα και κλειδώνοντας το αμάξι με το πάτημα ενός κουμπιού.
Κινήθηκε προς το σπίτι της Βέρας.
Τρεις κυρίες που ήταν στο πεζοδρόμιο και συζητούσαν, μας κοίταξαν με μεγάλη περιέργεια. Την μια την ήξερα, ήταν γειτόνισσα.
«Παντρευτήκαμε χθες, αλλά μετάνιωσα και την φέρνω πίσω» είπε ο Άγγελος προς τις κυρίες. «Λέτε να είναι αργά και να μην τη δεχτούν;»
Έσκυψα το κεφάλι μου για να μη φαίνομαι.
«Με κάνεις ρεζίλι!» του είπα πνιχτά.
«Γιατί;» ρώτησε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού.
«Έδωσα μια λογική εξήγηση γι' αυτό που είδαν...»
«Κρύε...» μουρμούρισα αλλά γέλασα κι εγώ.
Άνοιξε η πόρτα απότομα.
«Έχεις να δώσεις εξηγήσεις δεσποινίς μου... Μα γιατί την φέρνεις σηκωτή;» είπε κοιτώντας μας έκπληκτη η Βέρα.
Άνοιξε περισσότερο την πόρτα και περάσαμε μέσα.
Ο Άγγελος με άφησε επιτέλους κάτω.
«Ωραίο λουκ» είπε γελώντας η Βέρα.
«Θα σου πάρω ένα κινητό! Δε γίνεται όταν λείπεις να μην έχεις τρόπο να επικοινωνήσεις».
«Νομίζω ότι αυτό μπορώ να το τακτοποιήσω εγώ», είπε ο Άγγελος.
«Οι γονείς μου...» μουρμούρισα εγώ. «Θα μου έπαιρναν ένα κινητό στα γενέθλια μου... το Σεπτέμβρη που μας πέρασε αλλά δεν πρόλαβαν».
Έμειναν κι οι δυο να με κοιτάνε ακίνητοι.
«Μάλιστα...» είπε ο Άγγελος και έσπασε την αμήχανη σιωπή.
Στράφηκε προς τη Βέρα.
«Πρέπει να μιλήσουμε... Υπάρχουν γεγονότα που πρέπει να ακούσεις οπωσδήποτε».
Η Βέρα συμφώνησε βουβά και κάτσαμε όλοι μαζί στους καναπέδες του σαλονιού.
«Είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθεις Βέρα. Η Μαργαρίτα πιστεύει ότι μπορείς να με βοηθήσεις. Αλλά και να μην μπορούσες θα σου έλεγα... Επέμενε η Μαργαρίτα».
«Μάλιστα...» είπε η Βέρα.
Με κοίταξε και με ευχαρίστησε με το βλέμμα.
«Ακούω...»
Ο Άγγελος της εξήγησε τα πάντα, όχι με τις λεπτομέρειες που είπε βέβαια σε μένα. Όταν τελείωσε τη διήγησή του, η Βέρα δε φαινόταν πολύ καλά. Έτρεμε, ελαφρώς σοκαρισμένη...
«Είσαι αδελφός του Αλέξη;»
Ο Άγγελος έγνεψε καταφατικά κλείνοντας τα μάτια.
«Δεν έχεις ιδέα...» είπε η Βέρα και φάνηκαν τα πρώτα δάκρυα στα μάτια της.
«Δε φαντάζεσαι πόσο αγαπούσα τον Αλέξη».
«Ξέρω πόσο αγαπούσε αυτός εσένα...» απάντησε ο Άγγελος «...οπότε μπορώ να φανταστώ».
Η Βέρα σήκωσε τα χέρια και έπιασε το κεφάλι της.
Νόμιζα ότι θα άρχιζε να τραβάει τα μαλλιά της.
«Αν δεν έμπαινα στο αμάξι του Γιάννη θα τον γνώριζα...» συνειδητοποίησε.
«Δεν είχα ιδέα ότι με γνώριζε και εκτός μαγαζιού...»
Ο Άγγελος δε μίλησε άλλο. Την άφησε να ηρεμήσει από αυτά που είχε ακούσει. Στο σαλόνι κυριάρχησε απόλυτη ησυχία. Μόνο τα αναφιλητά της Βέρας ακουγόντουσαν, γιατί είχε καταλάβει πόσο ευτυχισμένη θα ήταν με τον Αλέξη αν δεν ήταν τόσο αρρωστημένα φιλόδοξη όταν ήταν έφηβη. Όταν ηρέμησε, σκούπισε τα δάκρυά της και κοίταξε τον Άγγελο.
«Καλά έκανες και μου μίλησες» του είπε. «Θα σου φανώ πολύτιμη για το στόχο σου. Ξέρω πάρα πολύ καλά τον τρόπο που σκέφτεται ο Γιάννης και μπορώ να τον επηρεάσω για να κερδίσουμε χρόνο. Όσο το σκέφτομαι τόσο πιο πολύ σιγουρεύομαι ότι ξέρει για σένα. Δεν ξέρω αν ξέρει λεπτομέρειες. Πάντως έχει μάθει ότι μπάτσοι το παίζουν πελάτες στο μαγαζί».
«Αστυνομικοί λεγόμαστε» διέκοψε ο Άγγελος.
«Γι' αυτό έχει εξαφανιστεί από το μαγαζί» η Βέρα δε του έδωσε σημασία.
To μυαλό της δούλευε πυρετωδώς.
«Μάλιστα... έτσι εξηγείται... To πήρε χαμπάρι και εξαφανίστηκε. Παρακολουθεί το μαγαζί με δικούς του ανθρώπους. Και απ' όσο τον ξέρω, έχει μάθει και για σένα προσωπικά. Πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά στο όνομά σου, ίσως και να το ξέρει ήδη... οπότε επισήμως, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι... την έχεις βάψει...»
Ξεροκατάπια δυνατά και ακούστηκα.
«Πολύτιμη η βοήθειά σου» είπε ο Άγγελος με ανέκφραστη φωνή.
«To παράξενο είναι...» απάντησε η Βέρα «πώς γίνεται ακόμα και ζεις...»
«Δε μ' αρέσουν αυτά που ακούω...» πετάχτηκα εγώ.
Η Βέρα δεν έδωσε ούτε σε μένα σημασία.
«Σοβαρά Άγγελε... Πώς γίνεται να είσαι ακόμα ζωντανός;»
«Ναι... και εγώ το έχω απορία...»
«Άγγελε... σοβαρά. Ο Γιάννης δε θα σε άφηνε ζωντανό χωρίς λόγο... το θέμα είναι γιατί;»
«Η Μαργαρίτα μου είπε ότι είσαι πανέξυπνη» είπε ο Άγγελος. «Αναρωτιέμαι γιατί;»
«Άσε τα κρύα αστεία. To ότι είσαι ζωντανός, σημαίνει ότι κάτι... σε κρατάει ζωντανό... Τι είναι όμως αυτό; Τι μπορεί να σε κρατάει ζωντανό;»
Η Βέρα έκοβε βόλτες στο σαλόνι και έσπαγε το κεφάλι της να βρει μια απάντηση.
«Δε βοηθάς και συ καθόλου!» γύρισε και κατηγόρησε σχεδόν τον Άγγελο».
«Σκέψου... τι θα μπορούσε να σε κρατάει ζωντανό; Σκέψου προσεκτικά. Τι θα έκανε το Γιάννη να μη σε σκοτώσει. Τι σε κρατάει ασφαλή;»
Επιτέλους ο Άγγελος την πήρε στα σοβαρά και άρχισε να σκέφτεται...
«Ο μόνος λόγος που ο Γιάννης θα σε άφηνε ζωντανό είναι... γιατί θα κινδύνευε και εκείνος».
«Βέβαια...» του ήρθε αναλαμπή. «Φως - φανάρι. Οι πληροφορίες που έχω γι' αυτόν. Έχω αποδείξεις για οτιδήποτε παράνομο έχει κάνει! Τα έχω δώσει στο δικηγόρο μου και αν ποτέ πάθω κάτι, ο πρώτος που θα κατηγορήσουν είναι ο Γιάννης και θα τον βάλουν μέσα ισόβια. Θα κατηγορηθεί και για το φόνο μου αλλά και μόνο τα άλλα που ξέρω φτάνουν και περισσεύουν...»
«Ο Γιάννης...» είπε η Βέρα «το ξέρει αυτό. Αλλιώς θα είχε βάλει ήδη να σε σκοτώσουν... Ο Γιάννης... ψάχνει τις αποδείξεις που έχεις εναντίον του... Θέλει να τις βρει, να τις εξαφανίσει και μετά... να σε σκοτώσει».
«Μα πού έμαθε γι' αυτές τις αποδείξεις...» ρώτησε ο Άγγελος. «Ελάχιστοι άνθρωποι γνωρίζουν γι' αυτές. Καλύτερα όμως γιατί θα βρούμε εύκολα τον ένοχο. Για τα στοιχεία γνωρίζουν μόνο ο δικηγόρος μου... και ο Πέτρος».
«Ο Πέτρος γιατί;» ρώτησα. «Τον εμπιστεύεσαι τόσο πολύ και του είπες τέτοιο μυστικό;»
«Απλά... είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Τον ξέρω χρόνια... δεν πήγε το μυαλό μου. Αλλά ας μην προτρέχουμε».
Η Βέρα καθόταν και σκεφτόταν με σκυμμένο κεφάλι.
«Ο Γιάννης λείπει πολλές μέρες... πρέπει να έχει βρει τα στοιχεία σου ή να είναι πολύ κοντά...»
«Μα ο δικηγόρος του τα κρατάει ασφαλή...» είπα εγώ νιώθοντας ένα δυνατό κύμα ανησυχίας.
Αν ο Γιάννης είχε στα χέρια του τις αποδείξεις εναντίον του, ο Άγγελος κινδύνευε...
«Μαργαρίτα μου...» μου είπε τρυφερά ο Άγγελος, «δε φαντάζεσαι τι μπορείς να καταφέρεις αν είσαι διατεθειμένος να ξοδέψεις μια περιουσία κι αν απειλήσεις πειστικά μερικές ζωές. Δε θα προσπαθούσε να πάρει αυτά που θέλει με το σταυρό στο χέρι, έτσι;»
Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Αν είχε δίκιο η Βέρα, ο Άγγελος όντως... την είχε 'βάψει'. Τον αγκάλιασα σφιχτά σ' αυτήν τη σκέψη.
«Είναι αργά πλέον;» ρώτησα τη Βέρα μέσα από την αγκαλιά του.
«Θέλεις την αλήθεια ή να τα πω λίγο... πιο ήπια τα πράγματα;»
«Την αλήθεια...» είπα διστακτικά.
«Νομίζω ότι είναι πλέον αργά...»
Μου κόπηκε η ανάσα μόλις το άκουσα.
«Αλλά γίνονται και θαύματα...» αυτό δε με έκανε να αισθάνομαι καλύτερα.
«Βέρα...» παραπονέθηκε ο Άγγελος «Την κάνεις να φοβάται...»
«Δεν υπάρχει λόγος» απάντησε η Βέρα. «Θα βρούμε μια λύση. Τώρα που έχουμε καταλάβει τι ακριβώς προσπαθεί να πετύχει δε θα κάτσουμε απλά να τον περιμένουμε με τα χέρια σταυρωμένα, έτσι;»
«Αν τον πάρεις τηλέφωνο και μιλήσετε θα καταλάβεις περίπου πού βρίσκεται;» ρώτησε ο Άγγελος τη Βέρα.
Η Βέρα χαμογέλασε πονηρά.
«Αν το χειριστώ σωστά, ναι. Αλλά σε περίπτωση που σε έχει καρφώσει ο Πέτρος, πρέπει να μου πεις τι ακριβώς γνωρίζει».
Ο Άγγελος σκέφτηκε λίγο.
«Ξέρει για τη Μαργαρίτα, ότι έχω σκοπό να την πάρω από το La Bomba και ότι ο μόνος λόγος που δεν το έχω κάνει ακόμα είναι γιατί ψάχνω το Γιάννη. Ξέρει για τα στοιχεία που έχω μαζέψει εναντίον του... Αυτά...»
«Για μένα ξέρει; Ή για τον Αλέξη; Αυτά που έγιναν πριν χρόνια;»
«Όχι, αυτά δεν του τα είπα».
«Ωραία...» ξεφύσησε ανακουφισμένη η Βέρα. «Αν τα έλεγε στο Γιάννη, θα υποψιαζόταν ότι θα σε βοηθούσα και δε θα με εμπιστευόταν. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα...»
Η Βέρα πήρε το κινητό της και πήγε να πάρει τηλέφωνο το Γιάννη.
«Για να δούμε τι μπορούμε να μάθουμε...»
«Μια στιγμή» την έκοψε ο Άγγελος, «ανοιχτή ακρόαση, εντάξει;»
«Καλά...»
Πάτησε το κουμπί της αυτόματης κλίσης και μετά της ανοιχτής ακρόασης.
«Ησυχία όμως» μας προειδοποίησε καθώς ακουγόταν δυνατά ο χαρακτηριστικός ήχος του τηλεφώνου που καλεί. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και μετά ακούστηκε δυνατά η φωνή του Γιάννη.
«Έλα μανάρα μου».
«Πού έχεις χαθεί πάλι γκαυ...» είπε ναζιάρικα η Βέρα αλλά δεν άκουσα την υπόλοιπη λέξη.
Ο Άγγελος σκέπασε με τα δυο του χέρια τα αυτιά μου. Τον κοίταξα ενοχλημένη και με άφησε.
«Θα επιστρέψω πολύ σύντομα. Ίσως και αύριο να είμαι στο μαγαζί».
«Γιατί τόση μυστικότητα; Πού λείπεις τόσο καιρό;»
Η φωνή της Βέρας έσταζε μέλι.
«Μήπως τα έχεις μπλέξει με καμιά και εμένα με ξέχασες;»
«Πώς να ξεχάσω εσένα μανάρα μου. Για δουλειές λείπω...»
«Δε σε πιστεύω... κάτι μου κρύβεις...»
Είχε κάνει τη φωνή της τόσο δελεαστική που ένιωσα κι εγώ την ανάγκη να της πω τι κρύβω.
Όπως ήταν φυσικό ο Γιάννης λύγισε.
«Πλάκωσαν μπάτσοι στο μαγαζί κουκλάρα μου και έπρεπε για λίγο να την κάνω. Αλλά τώρα όλα τελείωσαν. Ο παλιομπασκίνας είχε κάτι κολόχαρτα αλλά τώρα τα έχω στο χέρι. Μετρημένες οι ώρες του...»
«Μάλιστα» έκανε η Βέρα όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
«Και ξέρουμε ποιος είναι αυτός;»
«Βέβαια... Αυτός που ζαχαρώνει η ξαδέλφη σου. Θα έρθει όμως και εκείνης η ώρα της».
«Πόσες ώρες νομίζεις ότι έχει ακόμα αυτός ο παλιομπασκίνας;»
«To βράδυ θα είναι τελειωμένος. Του την έχουμε στημένη σπίτι του. Γιατί ρωτάς;»
Ανοίξαμε όλοι διάπλατα τα μάτια μας και κοιταχτήκαμε. Μήπως η ερώτηση της Βέρας του έβαλε υποψίες;
«Ε... έλεγα να περάσεις πρώτα από εδώ μωρό μου...» απάντησε πειστικά η Βέρα.
«Μου έχεις λείψει, θέλω πολύ να με...»
Ο Άγγελος μου έκλεισε πάλι τα αυτιά με τα δυο του χέρια. Δεν μπορούσα να τα πάρω από πάνω μου ή να μιλήσω και να διαμαρτυρηθώ. Έκατσα με σταυρωμένα τα χέρια να περιμένω. Μου έσφιξε τα αυτιά με τα χέρια για άλλα πέντε λεπτά ενώ η Βέρα προσπαθούσε να βρει επιχειρήματα για να τον πείσει να έρθει πρώτα από το σπίτι της. Αφού τα κατάφερε, ο Άγγελος μου ξεβούλωσε τα αυτιά.
«Τι ώρα θα έρθεις;» τον ρώτησε ναζιάρικα.
«Μπορώ κατά τις δέκα μανάρα μου... αλλά δεν κρατιέμαι».
«Τι ώρα έχεις αυτή τη δουλίτσα;» ρώτησε αδιάφορα. «Εννοώ... μην έρθεις και μετά φύγεις γρήγορα... Να έχουμε μπροστά μας ώρες».
«Μην ανησυχείς μωρό μου» απάντησε ο Γιάννης. «Θα έχουμε όσες ώρες θέλεις. Τα παιδιά θα περιμένουν διαταγές από εμένα όσο χρειαστεί. Αλλά αν θες, μπορώ να τελειώσω πρώτα και μετά να έρθω».
«Όχι... γιατί...» η Βέρα προσπαθούσε να βρει επιχειρήματα.
«Όχι, γιατί θα ξέρω ότι πριν έρθεις σε μένα 'κανόνισες' κάποιον και αυτό, θα μου χαλούσε τη διάθεση...»
Δε βρήκε καθόλου ύποπτη αυτή τη δικαιολογία και υποψιάζομαι ότι όντως η Βέρα πρέπει να έχει πρόβλημα με αυτό. Μάλλον από τότε που ο Γιάννης είχε σκοτώσει τον Αλέξη. Μετά από λίγο η Βέρα έκλεισε το τηλέφωνο και κοιτάχτηκε με τον Άγγελο.
«Ακούσατε τι ώρα θα είναι εδώ» είπε η Βέρα. «Έχουμε κάποιες ώρες μπροστά μας να δούμε τι θα κάνουμε».
Ακόμα όμως κοιτιόντουσαν... Νομίζω ότι προσπαθούσαν να κάνουν μια βουβή συζήτηση. Γιατί δεν έλεγαν ότι είχαν να πουν μπροστά μου; Με το που έκανα αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, αυτόματα ήξερα και την απάντηση. Ο Άγγελος πίστευε ότι αυτή η συζήτηση δεν ήταν για μένα. Είναι σίγουρος πως είμαι πολύ μικρή για να ακούσω τι σχεδιάζουν. Μετά από κανένα δίλεπτο σιωπής και ενώ κοιτιόντουσαν ο Άγγελος στράφηκε προς εμένα...
«Ε... μήπως θες να πας τουαλέτα;»
Τι ανόητη ερώτηση που ήταν αυτή!
«Όχι...» είπα χωρίς να το σκεφτώ.
«Νομίζω ότι θα έπρεπε» επέμενε ο Άγγελος.
Ήμουν έτοιμη να ξαναφέρω αντίρρηση.
«Ναι Μαργαρίτα μου, μήπως να πας για πέντε λεπτά;» συμφώνησε με τον Άγγελο και η Βέρα.
Κοίταξα και τους δυο με έκπληξη. Δεν το πίστευα ότι ήθελαν να με κλείσουν στην τουαλέτα για να μιλήσουν!
«Δε θέλω να πάω τουαλέτα» είπα ξεκάθαρα με σφιγμένα δόντια.
«Εντάξει» είπε η Βέρα. «Πάνε στο δωμάτιο τότε».
«Δε θέλω!»
Ο Άγγελος με πλησίασε και πιάνοντάς με από τη μέση με οδήγησε στην τουαλέτα χωρίς να μου πει τίποτα. Άνοιξε την πόρτα και με έβαλε μέσα!
«...Δεν το πιστεύω ότι θα με κλειδώσεις εδώ μέσα!»
«Δε θα σε κλειδώσω, απλά την πόρτα θα κλείσω...»
Με κοίταξε στεναχωρημένος και εγώ του ανταπέδωσα το βλέμμα με νεύρα.
«Λυπάμαι που σε στεναχωρώ και κάνεις πράγματα που δε θέλεις. Χρειάζομαι μόνο πέντε λεπτά για μια συζήτηση ενηλίκων».
«Θυμάσαι τι είχε γίνει όταν μου είπες κάτι τέτοιο τις προάλλες, έτσι;» του είπα.
«Μαργαρίτα μου...» μου είπε τρυφερά. «Δε θα σου ξαναφερθώ έτσι. To υπόσχομαι. Ήδη νιώθω άσχημα... Θα είναι μόνο πέντε λεπτά και μια που είσαι εδώ, κάνε ένα ντουζάκι. Μετά θα αλλάξεις και θα φύγουμε».
«Πού θα πάμε; Να παρακολουθήσουμε το Γιάννη; Να βρούμε τον Πέτρο και να δούμε αν τελικά σε πρόδωσε; Να απειλήσουμε το δικηγόρο σου;»
Ο Άγγελος με κοίταξε κοκαλωμένος και έκπληκτος.
«Απλά... να φάμε κάπου έξω».
Όταν του έφυγε η έκπληξη μου χαμογέλασε.
«Απογοητεύτηκες; Μη μου πεις ότι δεν πεινάς γιατί δεν πρόκειται να σε πιστέψω. Σίγουρα αυτή τη φορά λιμοκτονείς αλλά δεν το έχεις καταλάβει γιατί είσαι σε υπερένταση».
«Άγγελε! Δε γίνεται να συμβαίνουν όλα αυτά και εσύ να θέλεις να πάμε να φάμε!»
«Και όμως... αυτό θέλω. Δε μ' αρέσει αυτό Μαργαρίτα. Σου είπα να ετοιμαστείς για να φύγουμε κι αντί να σκεφτείς ότι θα βγούμε για κάτι φυσιολογικό όπως το φαγητό, εσύ σκέφτηκες αμέσως παρακολούθηση και απειλές...»
Ο Άγγελος φαινόταν προβληματισμένος.
«Στ' αλήθεια νομίζω ότι έχεις ήδη μάθει κι ακούσει πολλά για τη νύχτα. Από δω και πέρα θα μείνεις μακριά από όλα αυτά. Ειδικά τώρα που όλα τελειώνουν...»
«Καλά...» συμφώνησα. «Μακριά απ' τη νύχτα από δω και πέρα. Αλλά τώρα άσε με να ακούσω τι έχετε σκοπό να κάνετε».
«Δε χρειάζεται. Δε λέμε τίποτα που να αφορά ένα μικρό κοριτσάκι ...»
«Στα δέκα επτά...» επισήμανα εγώ.
Ο Άγγελος χαμογέλασε, κουνώντας το κεφάλι.
«Κάνε υπομονή δέκα λεπτά...»
«Πριν ήταν πέντε!» παραπονέθηκα.
Με αγκάλιασε τρυφερά και αναστέναξε.
«Κινδυνεύει η ζωή μου» μου είπε. «Μη χάνουμε ώρα, σε παρακαλώ...»
Και τότε κατάλαβα σε πόσο δύσκολη θέση ήταν και πόσο υπομονή έκανε μαζί μου.
«Συγνώμη...» του είπα και τεντώθηκα όσο μπορούσα για να τον φτάσω και να τον φιλήσω. Εκείνος χαμήλωσε για να με βοηθήσει. Φιλιόμασταν για τρία λεπτά περίπου, σχεδόν χωρίς ανάσα...
«Ε... παιδιά...» ακούστηκε η φωνή της Βέρας.
Διακόψαμε το φιλί και γυρίσαμε να την κοιτάξουμε.
«Χίλια συγνώμη για την ενόχληση» μας είπε. «Αλλά αν δε θέλετε αυτό το φιλί να είναι το τελευταίο σας... πρέπει να...»
«Ναι, ναι» είπα αναψοκοκκινισμένη και μπήκα χωρίς αντίρρηση στο μπάνιο κλείνοντας την πόρτα.
Γδύθηκα και έκανα ένα μπανάκι. Μετά βγήκα τυλιγμένη με μια πετσέτα και ο Άγγελος με τη Βέρα διέκοψαν τη συζήτησή τους. Μόλις μπήκα στο δωμάτιο και έκλεισα την πόρτα ξανά άκουσα τις φωνές τους στο σαλόνι.
Έβαλα ένα μωβ φουστανάκι με τιράντες και μια μαύρη ζώνη στη μέση.
Βάφτηκα ελαφρά και έβαλα αφρό στα μαλλιά μου. Πήγα και άνοιξα λίγο την πόρτα για να δω αν τελείωσαν.
«Μωρό μου...» είπε ο Άγγελος. «Πάνω στην ώρα».
Βγήκα από το δωμάτιο, τον πλησίασα και έκατσα πάνω στα πόδια του.
«Λοιπόν;» τους ρώτησα. «Βρήκατε τι θα κάνετε τελικά;»
«Ναι» απάντησε η Βέρα. «Όλα θα πάνε μια χαρά».
Ο Άγγελος κοίταξε το ρολόι στο χέρι του.
«Ώρα να φύγουμε...» είπε και σηκώθηκα από την αγκαλιά του.
«Τα λέμε σε κάποιες ώρες από τώρα» είπε στη Βέρα.
«Περιμένουμε τηλέφωνο...»
Βγήκαμε από το σπίτι και πήγαμε στο αμάξι.
«Πάλι έχεις μυστικά από μένα» του είπα καθώς μπαίναμε στο αυτοκίνητο. Μόλις έβαλε μπρος και ξεκινήσαμε μου απάντησε.
«Δε θα ξαναγίνει. Κάθε φορά που σου κρύβω κάτι, υπάρχει λόγος».
«Και τότε;» ρώτησα «που έδωσες τα λεφτά στη Βέρα; Γιατί δε μπορούσες να της μιλήσεις και να της τα δώσεις μπροστά μου;»
«Ίσως θα έπρεπε να το είχα κάνει. Δε μου είχε φανεί όμως καλή ιδέα. Η αντίδρασή σου κάθε φορά που πήγαινα να πληρώσω κάτι, ήταν ακραία».
«Όχι κάτι... μόνο όταν πας να πληρώσεις εμένα...»
«Βλακεία μου εκείνο, που στο έκρυψα...»
«Τώρα θα μου πεις τι πρόκειται να συμβεί;»
«Όχι...»
«Τουλάχιστον μέχρι τώρα έκανες ότι το σκέφτεσαι... Τώρα ούτε αυτό. Στο τέλος όμως πάντα μαθαίνω την αλήθεια».
«Αυτή τη φορά δε θα γίνει έτσι».
«Άγγελε!» φούντωσα εγώ. «Δε θα μου κρατήσεις κρυφή την αλήθεια! Πρέπει να μάθω κι εγώ τι συμβαίνει...»
«Δίκιο έχεις...» παραδέχτηκε. «Θα σου πω αργότερα, αλλά επειδή ως τώρα δεν έχουμε βγει σαν φυσιολογικό ζευγάρι, λέω να το διασκεδάσουμε λίγο. Τι λες; Να προσποιηθούμε για λίγο πως είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι που βγήκαν ένα απλό ραντεβού;»
To σκέφτηκα λίγο.
«Εντάξει...» χαμογέλασα. «Μπορούμε να προσπαθήσουμε...»
Ήξερα όμως ότι προσπαθούσε απλά να μου αποσπάσει την προσοχή από τη Βέρα και τα γεγονότα. Δεν ήθελε να ρωτήσω τίποτα για το θέμα και πολύ θα τον βόλευε να μη μάθω τίποτα για το τι θα συμβεί, αλλά δε θα του έκανα τη χάρη...
«Φαίνεσαι προβληματισμένη» η φωνή του με έφερε πάλι στην πραγματικότητα.
Με κοιτούσε κλεφτά με την άκρη των ματιών του.
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς για τη Βέρα. Σε λίγο όλα θα έχουν τελειώσει».
Δεν απάντησα. To ότι όλα θα τέλειωναν, σήμαινε ταυτόχρονα ότι όλα θα ήταν καλά;
«Έχε μου εμπιστοσύνη» με παρακάλεσε. «Όλα θα πάνε καλά, όπως θέλουμε».
«Και πόσο σίγουρο είναι αυτό;»
To σκέφτηκε λιγάκι.
«Εκατό τις εκατό».
Τον κοίταξα δύσπιστα με την άκρη του ματιού μου.
«Καλά... ίσως ενενήντα εννιά τις εκατό».
Κοίταξα αλλού γιατί φοβήθηκα ότι αν συνέχιζα να τον κοιτάζω θα έφτανε στο πενήντα τοις εκατό.
«Έλα τώρα...» μου είπε λίγο στεναχωρημένος που δεν μπορούσε να με πάρει αγκαλιά να με παρηγορήσει.
«Τι θες να κάνουμε; Πού θες να πάμε; Πάμε σινεμά; Λούνα Παρκ;»
«Άγγελε...» του είπα ήρεμα. «Σταμάτα να προσποιείσαι ότι είναι μια φυσιολογική βόλτα... Μη λες ψέματα στον εαυτό σου και σε μένα... Η Βέρα είναι στην κόψη του ξυραφιού... και μετά έρχεται και η σειρά μας».
Έμεινε λίγο αμίλητος κοιτώντας το δρόμο μπροστά του.
«Εσένα δεν πρόκειται κανείς να σε πειράξει. Αυτό στο υπογράφω».
«Και νομίζεις ότι με όλα αυτά που έχουν συμβεί, εγώ νοιάζομαι για τον εαυτό μου;» τον ρώτησα. «Με έχεις τόσο εγωίστρια;»
«Νοιάζομαι εγώ για σένα και για τους δυο μας» μου απάντησε.
«Πότε επιτέλους θα περάσει η ώρα;» μουρμούρισα και κοίταξα έξω να δω αν βράδιασε. «Αυτή η αναμονή με τρελαίνει».
«Γιατί απλά δε σταματάς να περιμένεις;»
«Ναι, όντως... πολύ απλό και εύκολο...»
«Να σταματήσουμε κάπου, να σε πάρω μια αγκαλίτσα;»
Η ιδέα ήταν δελεαστική αλλά έτσι όπως ήμουν, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή.
«Δεν μπορώ... Νομίζω ότι δεν είναι η ώρα τώρα για κάτι τέτοιο».
«Αρνείσαι;» έκανε έκπληκτος ο Άγγελος. «Εσύ αρνείσαι την πιο αγαπημένη σου ασχολία; Τα πράγματα είναι σοβαρά. Πρέπει να ανησυχείς πολύ».
Γέλασα πνιχτά και χαλάρωσα στη θέση μου. Άρχισε σιγά-σιγά να βραδιάζει και η αγωνία μου κορυφώθηκε. Πήγαμε για καφέ στην Κρήνη.
«Και πού θα πάμε μέχρι να μας πάρει τηλέφωνο η Βέρα;» τον ρώτησα.
«Εσύ πού θες να πάμε;»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα δυνατό γουργουρητό από την κοιλιά μου, παίρνοντας την πρωτοβουλία εκείνη να απαντήσει.
«Όπως το είχα φανταστεί.. .» είπε ο Άγγελος.
«Για να φάμε...»
Πήγαμε σε μια ταβέρνα και φάγαμε μέχρι σκασμού... δηλαδή έφαγα μέχρι σκασμού... Ο Άγγελος με κοιτούσε με μεγάλο ενδιαφέρον και μ' ένα χαμόγελο έτσι όπως σχεδόν καταβρόχθιζα ότι υπήρχε μπροστά μου. Ντρεπόμουν πολύ, αλλά είχε δίκιο. Πεινούσα πάρα πολύ και δεν το είχα προσέξει. Με όλα αυτά που έγιναν και αυτά που έμαθα, δεν είχα δώσει σημασία στην πείνα μου.
«Είναι ενοχλητικό αυτό που κάνεις» του είπα μόλις κατάπια. «Τρώω και με κοιτάς στα δόντια...»
«Έχεις δίκιο...» είπε ο Άγγελος. «Φοβερή αγένεια...»
«Ενώ εγώ, μέσα στην ευγένεια είμαι...» αυτοσαρκάστηκα. «Μόνο τα μαχαιροπήρουνα που δεν έχω φάει ακόμα...»
«Δεν είναι αγένεια το ότι πεινάς» μου είπε. «Φάε όπως θέλεις. Μην προσπαθείς για χάρη μου. Αγένεια ήταν που δε φρόντισα εγώ να φάμε χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί».
«Έχεις δίκιο» του απάντησα. «Είσαι ο πιο αγενής άνθρωπος που ξέρω» και του χαμογέλασα γλυκά πριν ξαναπέσω με τα μούτρα στα σουβλάκια. Μετά πήραμε τα αμάξι και κάναμε βόλτες σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Όντως έμοιαζε σαν φυσιολογικό ραντεβού.
«Άγγελε» τον ρώτησα «Σε πόση ώρα νομίζεις ότι... θα ξέρουμε τι γίνεται;»
Η φωνή μου είχε πολύ αγωνία. Καταλάβαινα ότι έκανε τα πάντα για να μην πηγαίνει το μυαλό μου εκεί.
«Δεν ξέρω τι εννοείς» απάντησε χαλαρά, αλλά είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι όταν απαντά έτσι αυτό σήμαινε ... αλλαγή θέματος γιατί δε θέλω να το συζητήσω.
«Απόλαυσε τη βόλτα μας».
Κοίταξα έξω από το παράθυρο... τα μαγαζιά, τους πεζούς, τη διαδρομή... αλλά το μυαλό μου έτρεχε αλλού: Στη Βέρα. Τι να είχαν κανονίσει; Και ήταν τόσο προσεχτικά σχεδιασμένο που δε θα κινδύνευε; Ο Άγγελος ήταν τόσο χαλαρός γιατί σίγουρα όλα θα πήγαιναν καλά ή απλά δεν τον ένοιαζε;
Επιτέλους, κατά τις έντεκα και μισή, χτύπησε το κινητό του. Την ώρα που το σήκωνε, τον κοίταξα με ορθάνοιχτα μάτια από την αγωνία.
«Βέρα...» είπε με κομμένη ανάσα. «Όλα καλά;»
Άκουσα τη φωνή της Βέρας μέσα από αναφιλητά.
«Ελάτε γρήγορα!»
«Ερχόμαστε αμέσως. Εσύ κάτσε να ηρεμήσεις...»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top