κεφάλαιο 15


Η Μεγάλη Αποκάλυψη

Επιτέλους θα μάθαινα όλη την αλήθεια.

«Ας τα πάρουμε από την αρχή. Όταν γεννήθηκα...»

«Α, τόσο αρχή...» τον έκοψα εγώ.

«Θες να μάθεις ή όχι;» ρώτησε.

«Συγνώμη... Δεν ξαναμιλάω...»

«Άντε να δούμε... Λοιπόν, όλα άρχισαν όταν γεννήθηκα... Μοιραζόμουν τον περιορισμένο χώρο στην κοιλιά της μητέρας μου με τον αδελφό μου... Είχα δίδυμο... Αγόρι και εκείνος. Γεννηθήκαμε με ένα λεπτό διαφορά, ήμουν μεγαλύτερος... Καθώς μεγαλώναμε, υπήρχε ένα παράξενο δέσιμο, σχεδόν μυστήριο. Οι ζωές μας συνδέονταν με έναν τρόπο... λίγο περίεργο... Δεν αναφέρομαι βέβαια στο γεγονός ότι τον λάτρευα. Κάποια στιγμή στην εφηβεία, ανακάλυψα ότι μπορούσα να πιάσω κάποια 'κύματά' του... Τη μόνη υπόθεση που μπορώ να κάνω είναι ότι αυτό γινόταν επειδή ήμασταν δίδυμοι. Μη φανταστείς ότι ένιωθα από εκείνον τίποτα ιδιαίτερο. Μόνο όταν αισθανόταν πάρα, πάρα πολύ, δυνατά πράγματα τα ένιωθα και εγώ, πολύ πιο αμυδρά όμως... To ανακάλυψα εντελώς κατά λάθος... εκείνο το απόγευμα δεν ήμασταν μαζί.

Ήμασταν τότε δεκαπέντε χρονών. Έπαιζα μπάσκετ με τους φίλους μου... Εντελώς ξαφνικά και στα καλά καθούμενα άρχισαν τα πόδια μου να τρέμουν... μου φάνηκε παράξενο. To αγνόησα ώσπου έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να τρέξω, γιατί τα γόνατά μου έτρεμαν... Μετά άρχισα να νιώθω μια αμυδρή ευχαρίστηση στο σώμα μου... Τρελάθηκα... δεν ήξερα τι να υποθέσω... Κάποιος μου πέταξε την μπάλα γιατί ήμουν σε κατάλληλη θέση να βάλω καλάθι κι όμως δε μπορούσα να κουνηθώ από έκπληξη για τα πράγματα που αισθανόμουν. Η μπάλα με πέτυχε στο κεφάλι και όλοι άρχισαν να γελάνε. Άρχισα να κοκκινίζω... όχι γιατί με πέτυχε η μπάλα ή επειδή γελούσαν. Να φανταστείς κιόλας ότι αισθανόμουν αμυδρά αυτό που ένιωθε...»

'Είσαι καλά;' με ρώτησαν οι φίλοι μου, όταν πρόσεξαν το ύφος μου.

Προσπάθησα να ηρεμήσω και να το αγνοήσω.

'Μια χαρά' είχα απαντήσει όσο πιο ήρεμα μπορούσα.

'Συνεχίζουμε;'

Αλλά πάλι τα ίδια. Άφησα κατά λάθος ένα βαθύ αναστεναγμό και άρχισαν πάλι να γελάνε.

'Τι έπαθες ρε μαλάκα;' ρωτούσαν.

Κατάλαβα ότι δε γινόταν άλλο να το αγνοώ και φυσικά ήταν αδύνατον να συνεχίσω να παίζω. Πήγα στον πάγκο και έκατσα. Συνέχισα να τρέμω σαν βλάκας, χωρίς αιτία. Και τότε... μου πέρασε μια τρελή ιδέα από το μυαλό.

Πήρα το κινητό μου και σχημάτισα τον αριθμό του αδελφού μου.

Χτύπησε μια φορά... δυο... τρεις... τα δευτερόλεπτα περνούσαν και αυτός δεν το σήκωνε... Η μόνη λύση ήταν να περιμένω στον πάγκο μέχρι να σταματήσει αυτό που ένιωθα και να τον πάρω τότε τηλέφωνο.

Μετά από μία ώρα που είχα ηρεμήσει εντελώς τον ξαναπήρα.

Άκουσα με ανακούφιση τη φωνή του.

'Πού είσαι ρε;' τον ρώτησα χωρίς να χάσω χρόνο.

'Γιατί;'

'Είμαι στο μπάσκετ. Έλα'.

'Τι έγινε ρε; Πας καλά;'

'Πες μου μόνο αυτό... Πού είσαι;'

'Με την κοπέλα μου...'

'Τσακίσου κι έλα στο μπάσκετ. Σε δυο λεπτά να είσαι εδώ...' και του το έκλεισα στα μούτρα.

Όντως σε δυο λεπτά ήταν εκεί, με ένα ύφος απέραντης ικανοποίησης...

Με πλησίασε καμαρωτός - καμαρωτός και έκατσε δίπλα μου.

'Προτού μου πεις τις μαλακίες που έχεις να μου πεις να σου πω εγώ πρώτα κάτι... Είμαι πλέον επισήμως άντρας! Εγώ και η Κατερίνα...'

'Ξέρω, ξέρω' είπα διαπιστώνοντας ότι η τρελή υποψία μου είχε βάση τελικά.

'Πώς ξέρεις;...' ρώτησε παραξενεμένος.

'Πριν λίγο έγινε...'

Έκατσα και του εξήγησα τα πάντα.

'Ρεζίλι έγινα...' του είπα στο τέλος.

'Πρέπει να μου πεις κι ευχαριστώ γι' αυτό που ένιωσες εξ' αιτίας μου' μου απάντησε χαιρέκακα και εγώ σηκώθηκα και άρχισα να τον κυνηγάω...»

Ο Άγγελος σταμάτησε λίγο τη διήγησή του. To βλέμμα του ταξίδεψε στο κενό και το μυαλό του χάθηκε στις αναμνήσεις...

Χαμογελούσε νοσταλγικά και πήρα μια ανάσα πριν συνεχίσει.

«Διαπίστωσα με ανακούφιση ότι στις επόμενες επαφές του δεν ένιωθα απολύτως τίποτα. To είχα νιώσει επειδή ήταν η πρώτη φορά του και ήταν πολύ δυνατό γι' αυτόν. Κάθε φορά που ήταν με την κοπέλα του και μετά ερχόταν σπίτι μου έλεγε πονηρά: 'Περάσαμε καλά;' και εγώ του πετούσα ότι βρισκόταν κοντά μου. Φρόντιζα όμως να είναι ελαφριά αυτά που του πετούσα, στο κεφάλι τουλάχιστον. Αργότερα που πέρασαν μερικά χρόνια και ξεχάστηκε το θέμα, ένιωσα πάλι στα καλά καθούμενα κάτι... ένα κάψιμο στο στομάχι, να τρέμω και να στεγνώνει ο λαιμός μου. Όταν γύρισε σπίτι ήταν σαν χαμένος... το βλέμμα του δεν κοίταζε πουθενά συγκεκριμένα και ήταν σαν ζαλισμένος. Ανησύχησα πάρα πολύ γιατί ποτέ δεν είχα νιώσει ο ίδιος έτσι, για να καταλάβω τι συμβαίνει. Διαπίστωσα με ανακούφιση ότι απλά είχε ερωτευτεί... για πρώτη φορά. Τον ρώτησα λεπτομέρειες. Η κοπέλα ήταν κάποια χρόνια μικρότερη και δεν ήταν από τη γειτονιά μας. Εμείς και τότε μέναμε Πανόραμα. Την είδε όμως εκεί που ήταν η γειτονιά των φίλων μας... εκεί που συχνάζαμε και πηγαίναμε κάθε μέρα... στο Κορδελιό. Ο μπαμπάς είχε προσλάβει έναν οδηγό μόνο και μόνο για να μας πηγαίνει ως το Κορδελιό, να περιμένει και μετά να μας επιστρέφει σπίτι. Ο μπαμπάς ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου, ποτέ όμως δε δείξαμε στους φίλους μας την οικονομική μας κατάσταση. Τους είχαμε πει ότι μένουμε Εύοσμο γιατί δε θέλαμε να μας ξεχωρίζουν ούτε στο ελάχιστο από τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας. Τέλος πάντων... Μόλις είχε δει την πιτσιρίκα στο Κορδελιό... ερωτεύτηκε ο μικρός... και αυτή δε του είχε ρίξει ούτε μια ματιά. Την άλλη μέρα που πήγαμε μαζί Κορδελιό μου την έδειξε... ήταν μια απλή κοπέλα... έφηβη και εμένα προσωπικά μου φαινόταν λίγο τρελή... εννοώ... ελεύθερο πνεύμα... ανεξάρτητη... τσαμπουκάς. Ακριβώς το γούστο του αδελφού μου... Δεν ήξερε ούτε το όνομά της όμως... φρόντισα να το μάθω εγώ για χάρη του. Άρχισα να ρωτάω όσο πιο διακριτικά μπορούσα, όχι φυσικά την ίδια. Έμαθα ότι την έλεγαν Μάρθα...

'Μάρθα...' είχε πει αποβλακωμένα, σαν να είχε ακούσει την πιο όμορφη μελωδία στη γη... Οι μέρες περνούσαν κι αυτός χάζευε περισσότερο.

'Γιατί δεν της μιλάς;' τον ρώτησα.

Με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός.

'Πας καλά; Την κοιτάω και χάνω τη γη κάτω απ' τα πόδια μου. Τι θα γίνει αν της μιλήσω; Βασικά έχω την εντύπωση ότι μόλις την πλησιάσω δε θα μπορώ να αρθρώσω λέξη'.

Του είπα ότι θα πλησίαζα εγώ τη Μάρθα για να της μιλήσω γι' αυτόν, τι άλλο να έκανα; Πήρα το αμάξι μου, τότε είχα μεγαλώσει αρκετά για να μπορώ να οδηγήσω, και πάρκαρα έξω από το Λύκειό της... 3° Τ.Ε.Ε. Εύοσμου.

Ήταν ένα τεράστιο κτήριο που αν δεν κάνω λάθος στέγαζε κι άλλα σχολεία. Η Μάρθα έμενε Κορδελιό, Λύκειο όμως πήγαινε στον Εύοσμο. Ήμουν από τότε καλός στο να παρακολουθώ ανθρώπους και να μαθαίνω γι' αυτούς.

Περίμενα που λες έξω από το σχολείο της. Μόλις την έβλεπα, θα την πλησίαζα και θα της μιλούσα. Την είδα να βγαίνει από τη μεγάλη καγκελωτή πόρτα και να πηγαίνει προς το δρόμο. Εκεί που πήγαινα να βγω από το αμάξι, είδα να την πλησιάζει μια αλητόφατσα. Δε βγήκα... έμεινα μέσα και παρακολουθούσα. Αυτός κάτι της είπε αλλά αυτή δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Αυτός έφυγε. Πήγα να βάλω μπρος το αμάξι να την πλησιάσω αλλά πιο κάτω είδα να την πλησιάζει ο τύπος με ένα ακριβό, μαύρο αμάξι. Είδα με απογοήτευση ότι τα μάτια της κοιτούσαν με αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον το αμάξι.

Μπήκε μέσα και έφυγαν...

Έφυγα και εγώ εντελώς απογοητευμένος με το γούστο του αδελφού μου.

Όταν έφτασα σπίτι τον βρήκα να περιμένει ανυπομονώντας.

'Δέχτηκε να με γνωρίσει;' ρώτησε με λαχτάρα.

Δεν ήξερα πώς να του το πω και δεν ήθελα να αναφέρω λεπτομέρειες για το τι ακριβώς είχα δει. Έτσι, του είπα ότι ανακάλυψα ότι έχει φίλο. To βλέμμα του άδειασε και στραγγίστηκε κάθε χαρά από μέσα του.

'Δε μπορεί...' είχε πει μουδιασμένος.

'Μόνη την έβλεπα τόσο καιρό. Μόνο με τις φίλες της'.

'Συμβαίνουν αυτά...' του απάντησα. 'Μην κάνεις έτσι. Ομορφόπαιδο είσαι. Γρήγορα θα βρεις κάποια να την ξεχάσεις...'

Αλλά αυτός δεν την ξέχασε. Έπεσε σε κατάθλιψη και δεν ήθελε ούτε να φάει... Είχαν περάσει κάποιες μέρες, δε θυμάμαι πόσες. Δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι. Πήρα το αμάξι και πήγα στο Κορδελιό και την έψαχνα στις γειτονιές ώσπου είδα σε μια στάση λεωφορείου τη φωτογραφία της. Πάρκαρα το αμάξι, βγήκα έξω και έτρεξα προς τη στάση. Είχαν κολλήσει μια φωτογραφία της, λίγο μεγάλη σαν αφίσα και έγραφε από κάτω το όνομα, το επίθετο της, την ηλικία της και με λεπτομέρειες πότε ακριβώς εξαφανίστηκε από το σπίτι. Κοιτούσα αποκαρδιωμένος το πρόσωπό της στη αφίσα. Δεν έπρεπε να το μάθει εκείνος. Ποτέ δεν έπρεπε να το μάθει. To έβαλα στόχο. Καλύτερα απλά να ξέρει ότι έχει ένα φίλο. Είχα σκοπό να τον εμποδίσω να πάει στο Κορδελιό μην τυχόν και δει καμιά αφίσα της. Αλλά δε χρειάστηκε να κάνω τίποτα ιδιαίτερο. Δεν είχε όρεξη να πάει πουθενά.

Πέρασε κάποιο διάστημα έτσι, όχι πολύ μεγάλο. Αυτός δεν έβγαινε καθόλου απ' το σπίτι, ώσπου τον πείσαμε εγώ και η παρέα απ' το Κορδελιό.

'Πού να πάμε;' είχε πει βουτηγμένος μες τη στενοχώρια του.

'Σε ένα μαγαζί που νομίζω ότι θα σου αρέσει...' του είχα απαντήσει. 'Λέγεται La Bomba...'

Αργά το βράδυ, τον έβαλα να ντυθεί με το ζόρι. Ήθελε να μείνει μέσα να κοιμηθεί αλλά αυτή τη φορά δεν του έκανα τη χάρη. Τον υποχρέωσα να ντυθεί. Μπήκαμε στο αμάξι και πήγαμε Κορδελιό. Φυσικά εκεί προσποιηθήκαμε ότι ερχόμασταν από Εύοσμο. To αμάξι μου ήταν πολύ απλό για να μην καταλάβουν τίποτα τα παιδιά. Ακόμα κρύβαμε την οικονομική μας άνεση. Τέλος πάντων, ακολούθησα το αμάξι ενός φίλου γιατί δεν ήξερα πού ακριβώς ήταν το La Bomba...

Φτάσαμε, παρκάραμε και μπήκαμε μέσα. Δεν ήταν έτσι το μαγαζί όπως το ξέρεις. Φαντάζομαι μετά από τόσα χρόνια το έχουν κάνει ανακαίνιση. Κάτσαμε σ' ένα τραπέζι για έξι άτομα, όσοι ήμασταν δηλαδή στην παρέα. Ήλπιζα ότι οι ημίγυμνες κοπέλες που χόρευαν πάνω στο μπαρ θα του αποσπούσαν την προσοχή, αλλά εκείνος δεν ενδιαφέρθηκε να ρίξει ούτε μια ματιά. Έπινε με σκυμμένο το κεφάλι το ποτό του. Ο πόνος του ξέσκιζε την καρδιά και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα...

Ώσπου την είδα έκπληκτος να πλησιάζει...

Η Μάρθα αυτοπροσώπως μας πλησίαζε...

Την είδε και εκείνος και πριν προλάβει καλά-καλά να μας πλησιάσει, εκείνος σηκώθηκε για να κάτσει αυτή.

Η Μάρθα έδειξε απορημένη που το είχε κάνει αυτό. Κοιτάχτηκαν στα μάτια έκπληκτοι ο ένας από την ομορφιά του άλλου... Τον ερωτεύτηκε και εκείνη... 'Βέρα' είχε συστηθεί η κοπέλα και κατάλαβα ότι είχε αλλάξει το όνομά της... Εκείνος κόμπιασε λίγο... θα ήταν η πρώτη φορά που θα της μιλούσε βλέπεις... Αλλά τελικά κατάφερε να συστηθεί. 'Αλέ...»

«Αλέξης...» ολοκλήρωσα εγώ τη λέξη που ήθελε να πει ο Άγγελος.

«Ακριβώς...» επιδοκίμασε ο Άγγελος και μου χάιδεψε την πλάτη.

Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε».

«Αλέξης...»

«Κοιτιόντουσαν για αρκετή ώρα, ανίκανοι και οι δυο να μιλήσουν... Μετά επιτέλους μπόρεσαν να ανοίξουν μια συζήτηση. Τους έβλεπα και τους δυο τους... τα πράγματα ήταν πολύ περίεργα... Μιλούσαν εντελώς απορροφημένοι σαν να ανήκαν σε άλλο κόσμο... σαν να μη βρισκόντουσαν στο μαγαζί... Όταν γυρίσαμε σπίτι ο Αλέξης ήταν τρισευτυχισμένος. Εγώ πάλι καθόλου.

'Ποιος την είχε αυτήν την ιδέα;' ρώτησε κατενθουσιασμένος.

'Ποιος σκέφτηκε να πάμε στο La Bomba! Κάποιος από την παρέα; Όποιος κι αν το έκανε, θα μάθω διακριτικά τι είναι αυτό που ονειρεύεται στη ζωή του και θα φροντίσω εγώ προσωπικά να το βρει «κατά λάθος» μπροστά στην πόρτα του... έτσι για δώρο'.

'Αλεξη...' του είχα πει. 'Είσαι βλάκας; Εντάξει, την γνώρισες και φαίνεται να της αρέσεις'.

'Δεν της αρέσω απλά...' με είχε διακόψει. 'Την είδες πώς με κοίταξε; Νομίζω ότι... αν θα της πω να με παντρευτεί, θα δεχτεί!'

Του άστραψα ένα σκαμπίλι στο πίσω μέρος του κεφαλιού του εξαγριωμένος με τη βλακεία του.

'Πας καλά;' του φώναξα.

'Συνειδητοποιείς επιτέλους πού δουλεύει! Στο La Bomba... τις κοπέλες τις είδες πάνω στο μπαρ; Σε στριπτιτζάδικο πολυτελείας δουλεύει!'

'Και τι με νοιάζει εμένα που δουλεύει;'

Τον χιλιοπαρακάλεσα να μην ξαναπάει.

Προσπαθούσα να τον πείσω ότι ήταν επικίνδυνο.

To άλλο βράδυ φυσικά ξαναπήγε... και όταν γύρισε ήταν πολύ ευτυχισμένος. Ήξερα ότι δε θα κατέληγε καλά. Αποκλείεται να κατέληγε καλά, με αυτήν την κοπέλα που δούλευε τη νύχτα. Τα βράδια περνούσαν, ο Αλέξης πήγαινε πάντα και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον σταματήσω.

Ένα βράδυ ο Αλέξης γύρισε δυστυχισμένος. Τον ρώτησα τι είχε αλλά στην αρχή δεν ήθελε να μιλήσει. Μετά λύγισε.

'Ανήκει σε άλλον...' μου είπε. 'Σ' ένα μαλάκα εκεί μέσα. Νομίζω ότι είναι το αφεντικό...'

«Είχε πάθει κρίση καθώς μου τα έλεγε αυτά. Στο πρόσωπό του είχε μια σκληρή έκφραση μίσους που έβλεπα πρώτη φορά. Στα μάτια του έβλεπα πόνο και δάκρυα».

'Την αγγίζει άλλος...' τα δάκρυά του πλήθαιναν. 'Την χαϊδεύει στα μαλλιά... την φιλάει... πλαγιάζει δίπλα της... ένας άλλος γίνεται ένα μαζί της...' μου είπε με σφιγμένες γροθιές.

Ένιωσα την καρδιά μου να ξεσκίζεται σε χίλια κομμάτια... Ένιωθα τι αισθανόταν εκείνος. Τρόμαξα όταν πόνεσα τόσο πολύ γιατί ήξερα ότι ένιωθα σε πολύ μικρότερο βαθμό αυτά που είχε μέσα του.

'Άλλος γεύεται τα φιλιά της... και την έχει δική του... μπορεί να την αγγίζει όποτε θέλει...'

«To πρόσωπό του παραμορφώθηκε από πόνο και ζήλεια. Η ζήλεια του, δηλητηρίαζε και το δικό μου μυαλό. Δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι την αγαπούσε... τη λάτρευε... σχεδόν όσο αγαπάω εγώ εσένα...»

'Αυτή σου το είπε;' τον ρώτησα.

Έγνεψε αρνητικά.

'Όχι' είπε. 'Τον είδα ο ίδιος... σήμερα, την ώρα που έφευγα με κοίταξε... Η Βέρα δε νομίζω να το είδε. To βλέμμα του έλεγε πολλά... ότι η Βέρα ανήκει σ' αυτόν και δεν πρόκειται να την αφήσει να φύγει...'

Ο Αλέξης έπαιρνε βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει.

'Θέλω τη βοήθειά σου' μου είχε πει.

Δεν του είχα απαντήσει. Περίμενα να ακούσω.

'Αύριο το βράδυ θα της ζητήσω να με παντρευτεί...'

Με έκανε να θυμώσω, αυτό που άκουσα.

'Και τι θες από μένα;' του πέταξα άγρια. 'Να γίνω παρανυφάκι;! Δεν καταλαβαίνεις; Είναι η γκόμενα του αφεντικού! Κινδυνεύει η ζωή σου!'

'Άγγελε!'μου είχε φωνάξει. 'Νιώσε λίγο... νιώσε πόσο την αγαπάω... Είσαι αδελφός μου, χρειάζομαι τη βοήθειά σου'.

Αυτό το βλέμμα, γεμάτο πόνο με λύγισε. 'Θα σε βοηθήσω' του είπα.

'Τι θέλεις να κάνω;'

'Όπως σου είπα αύριο θα της κάνω πρόταση γάμου. Μεθαύριο θα την πάρουμε από το μαγαζί. Έχεις δυο βράδια να βρεις τον τρόπο που θα το καταφέρουμε αυτό...'

'Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την παντρευτείς;' τον είχα ρωτήσει.

'Ούτε είκοσι δεν είσαι. Δεκαεννιά χρονών δε νομίζω να είναι κατάλληλη ηλικία...'

Βλέπεις δεν είχα ερωτευτεί εγώ ακόμα.

To επόμενο βράδυ πήγε πάλι στο μαγαζί και τη ζήτησε σε γάμο. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι θα δεχτεί. Οπότε έσπαγα το κεφάλι μου να σκεφτώ πώς θα την παίρναμε από το La Bomba με ασφάλεια. Με πήρε ο ύπνος καθώς σκεφτόμουν... ώσπου ξύπνησα τα χαράματα από έναν σουβλερό πόνο στο στομάχι. Πετάχτηκα αμέσως και άρχισα να τον ψάχνω στο σπίτι.... Όμως δεν είχε γυρίσει ακόμα. Άλλος ένας δυνατός πόνος έσκιζε τα σωθικά μου... ένιωσα να τρελαίνομαι από ανησυχία για τον Αλέξη... κάτι του έκαναν... Την ώρα που έφευγε από το μαγαζί... αυτός που ήταν μαζί με τη Βέρα... τον σκότωνε... και φρόντιζε να απολαύσει κάθε δευτερόλεπτο της ζωής του πριν τον εγκαταλείψει με άψυχο σώμα. Δε φαντάζεσαι πώς ένιωθα... αισθανόμουν ότι τον σκοτώνουν και δεν ήξερα τι να κάνω... πού να πάω, πού να τρέξω για να τον σώσω... Έζησα ότι πιο φρικτό είχα ζήσει ως τότε... ότι πιο απαίσιο θα μπορούσε να νιώσει ποτέ άνθρωπος. Συγκρίνεται μόνο με το αίσθημα όταν έχω την εντύπωση ότι σε χάνω».

Με κοίταζε με ένα περίλυπο ύφος χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά. Ένιωσα σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν ήθελα να πω κάτι ή να κάνω που να του αποσπούσε την προσοχή ή να ήταν η αιτία για να σταματήσει να μου μιλάει.

«Βρήκαμε το σώμα του Αλέξη σε μια αποθήκη. Κάναμε την κηδεία με ότι είχε απομείνει από τον Αλέξη... και ήταν ελάχιστα αυτά που είχαν απομείνει. Όταν τον σκότωσε... έκαψε το σώμα του. Ήξερα πως πέθανε γιατί ένιωσα τη μαχαιριά... οι άλλοι είχαν υποθέσει ότι από την αρχή τον είχαν κάψει».

Κάποια στιγμή λύγισε ο Άγγελος, δεν άντεχε άλλο... τα τελευταία πέντε λεπτά η φωνή του έτρεμε καθώς διηγιόταν την ιστορία... Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα... από τα μάτια του έτρεχαν συγκρατημένα δάκρυα και ο πόνος που είχε στα μάτια ήταν αβάσταχτος.

«Ήταν δεκαεννιά» είπε τρέμοντας. «Μόνο δεκαεννιά... πώς μπόρεσαν να του το κάνουν αυτό;»

«Σταμάτα...» τον παρακάλεσα. «Μη μου λες άλλα. Βλέπω ότι δεν το αντέχεις...»

«Όχι... Πρέπει να ακούσεις... Έχει σημασία...»

«Κάνε ένα διάλειμμα να συνέλθεις. Λίγο να ηρεμήσεις και μετά μου λες, εντάξει;»

Συμφώνησε χωρίς να μιλήσει.

Έμεινε ακίνητος να κοιτάει το ταβάνι. Όση ώρα μου μιλούσε είχε χαλαρώσει λίγο η αγκαλιά του. Με έσφιξε ξανά πάνω στο γυμνό του στήθος και αναστέναξε... Ήμουν συγκλονισμένη από όλα αυτά που είχα ακούσει, αισθανόμουν, όμως, ότι θα μάθω κι άλλα. Τώρα πάντως ήταν πολλά αυτά που μπορούσα επιτέλους να εξηγήσω. Θυμήθηκα ότι αυτά που φορούσα ήταν σχισμένα. Αναρωτήθηκα πώς θα έφευγα από το σπίτι του αλλά δεν ήταν η ώρα τώρα να ρωτήσω...

«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε και με φίλησε στα μαλλιά.

«Ότι πολλά πράγματα τώρα μπαίνουν στη θέση τους...»

«Και; Τι άλλο;»

«Τίποτα...»

«Δεν αναρωτιέσαι τι θα βάλεις όταν θα φύγεις; Δεν έχεις ρούχα...»

«Ναι... Η αλήθεια είναι ότι μου πέρασε από το μυαλό».

«Τι θα έλεγες αν δεν έφευγες από εδώ; Έτσι δε θα χρειαζόταν να ντυθείς...»

Άρχισα να γελάω.

«Πολύ δελεαστικό ακούγεται» απάντησα. «Αλλά πρέπει να πάμε στη Βέρα».

«Μπα;» είπε ενοχλημένος. «Και γιατί πρέπει;»

«Πλάκα κάνεις έτσι; Όλο αυτό που έχει συμβεί την αφορά. Άσε που έχω εξαφανιστεί από χθες το βράδυ χωρίς να δώσω ούτε ένα σημείο ζωής».

«Εντάξει... θα πάμε. Θα βρούμε τι θα βάλεις».

To μυαλό μου πήγε στη Βέρα. Την είχαν ερωτευτεί ταυτόχρονα ένας Άγγελος και ένας διάβολος. Τέτοιες παρομοιώσεις με βοηθούσαν να αντιληφθώ καλύτερα μερικά πράγματα... το καλό και το κακό...

«Τη Βέρα ακόμα την αντιπαθείς;» τόλμησα να ρωτήσω.

«Μου στέρησε τον αδελφό μου» απάντησε απλά.

«Αυτό που αισθάνομαι γι' αυτή δεν είναι απλά αντιπάθεια».

«Ναι» είπα έκπληκτη «αλλά πήγες να την βοηθήσεις... να της δώσεις λεφτά να ξεφύγει από το Γιάννη».

«Ναι, γιατί πρώτον δεν έφταιγε κυρίως αυτή. Και εγώ έχω μερίδιο ευθύνης. Δεν είμαι σίγουρος πού ακριβώς έχω... αλλά έχω. Ίσως επειδή δεν τον είχα κλειδώσει μέχρι να του περάσει...»

«Αυτό δε νομίζω ότι θα βοηθούσε...»

«Ναι... όντως... και δεύτερον γιατί είναι γυναίκα. Καμιά γυναίκα δεν αξίζει να ανέχεται έναν άντρα που δε θέλει. Και είμαι σίγουρος ότι η Βέρα όχι απλώς δεν τον θέλει, αλλά τον σιχαίνεται... τον μισεί...»

«Η Βέρα τον αγαπούσε τον αδελφό σου...» τον πληροφόρησα. «Ακόμα όταν αναφέρεται στον αδελφό σου πονάει...»

«Ναι... το ξέρω...»

«Είσαι άδικος μαζί της, που της κρατάς κακία».

«Δεν κρατάω κακία!» είπε σαν να τον πρόσβαλα. «Πού πάει το μυαλό σου; Ότι την μισώ; Όχι βέβαια... Από αυτήν την υπόθεση με ενδιαφέρει μόνο να εκδικηθώ το Γιάννη. Νομίζω στο έχω αποδείξει, δεν έχω σκοπό να δώσω ευθύνη στη Βέρα...»

Πέρασαν μερικά λεπτά μέσα στη σιωπή.

«Μαργαρίτα μου...»

Μούγκρισα ελαφρά για να του δείξω ότι άκουγα.

«Να συνεχίσω;»

«Αντέχεις;...» ρώτησα αν και καιγόμουν από την περιέργεια, ήθελα όμως να μιλήσει όταν θα το άντεχε.

«Ναι... είμαι έτοιμος».

Πήρε μερικές βαθιές ανάσες πριν αρχίσει πάλι να διηγείται.

«Οι γονείς μου ήταν συντετριμμένοι από αυτό που είχε γίνει. Για μένα η κάθε μέρα που περνούσε ήταν σαν να σκαρφαλώνω σε ένα βουνό. Κάθε λεπτό πονούσε. Δεν ήταν μόνο ο χαμός του Αλέξη, ήταν και το τι είχα νιώσει. Είχα νιώσει να πεθαίνει, είχα νιώσει τον πόνο του. Ένιωθα και τύψεις γιατί δεν προσπάθησα αρκετά να του βάλω μυαλό. Στόχος της ζωής μου έγινε να πάρω εκδίκηση για τον Αλέξη. Διψούσα για εκδίκηση... Υπήρχαν δυο τρόποι να το καταφέρω αυτό. Ο εύκολος ήταν απλά να προσλάβω κάποιον να τον σκοτώσει. Ήξερα όμως ότι δε θα άντεχα αργότερα αυτό το βάρος. Μετά από αυτό, δε θα ήμουν ποτέ ο ίδιος, γιατί θα είχα στερήσει μία ζωή, έστω κι αυτή την άθλια, τιποτένια ζωή του Γιάννη. Σου φαίνεται παράξενο; Ίσως και να' ναι. Κι όμως δεν ήθελα εξ' αιτίας του να πάρω πάνω μου τέτοια αμαρτία. Τα χέρια μου θα ήταν λερωμένα με αίμα και δε θα μπορούσα να αισθανθώ πια καθαρός. Διάλεξα το δύσκολο τρόπο... Αυτόν που θα έπαιρνε χρόνια. Χρειαζόταν μεγάλη υπομονή. Πήγα σε μια Σχολή Αξιωματικών... ήθελα κάποια στιγμή να καταφέρω να τον βάλω, εγώ ο ίδιος μέσα. Ανόητο έτσι; Και όμως αυτό είχα αποφασίσει. Ταυτόχρονα με τη Σχολή Αξιωματικών είχα προσλάβει κάποιους να τον παρακολουθούν και να μάθουν τα πάντα γι' αυτόν. Και τα έμαθαν όλα... Αυτή τη στιγμή, ξέρω τα πάντα, ό,τι παρανομία έχει κάνει: Εμπόριο λευκής σαρκός, εμπόριο όπλων, ναρκωτικών. Τα πάντα από τότε που μπήκε στη νύχτα. Έχω μαζέψει υλικό για να βάλω φυλακή ακόμα και τα δισέγγονά του. Ο τύπος έχει κάνει πολλές βρωμιές. Τέλος πάντων. Ήξερα πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που έκανα. Μπορεί άλλοι να παρακολουθούσαν το Γιάννη για λογαριασμό μου, αλλά αν τους έπαιρνε κάποτε χαμπάρι θα ήταν πολύ εύκολο να φτάσει στο όνομά μου... Καταλάβαινα σε πόσο μαύρα και βαθιά νερά έμπαινα και φοβήθηκα για τη ζωή μου. Όχι ότι με ένοιαζε και ιδιαίτερα. Ένα πράγμα με έκανε μόνο να έχω επιθυμία να ζήσω... να τον βάλω εγώ ο ίδιος μέσα για πάντα... όποτε φυσικά μπορούσα. Τέλος πάντων, προσπάθησα να βρω τρόπο πώς θα τα κατάφερνα να τον χώσω μέσα ακόμα κι αν εγώ πέθαινα. Ό,τι ήξερα για το Γιάννη και στη διάρκεια μαζεύονται κι άλλα, τα έδωσα στο δικηγόρο μου. Τα έχει εκείνος καλά προστατευμένα... κι αν ποτέ πεθάνω από αίτια που δεν είναι φυσικά, θα θεωρηθεί υπεύθυνος ο Γιάννης και θα τον βάλουν μέσα ισόβια... Οτιδήποτε κι αν μου συμβεί, τροχαίο, δηλητηρίαση, έχω κάνει συμφωνία να εξετάσουν το σώμα μου και να τον κατηγορήσουν. Όποτε και να με έπαιρνε χαμπάρι και να ήξερε ότι ψάχνω γι' αυτόν και να με σκότωνε για να μη μιλήσω ποτέ... αυτός θα έμπαινε μέσα... Τέσσερα χρόνια πέρασαν στη Σχολή Αξιωματικών χωρίς να σταματήσω να ψάχνω ούτε ένα λεπτό. Χαιρόμουν γιατί στη διάρκεια μαζεύονταν κι άλλα δικά του. Η διαδικασία πήγαινε αργά αλλά σταθερά. Ο στόχος που είχα βάλει μου έδινε την αίσθηση ότι τουλάχιστον κατά κάποιο τρόπο θα πλήρωνε ο Γιάννης για όλα αυτά που είχε κάνει... Μετά τη Σχολή Αξιωματικών βγήκα στο Τμήμα Επιχειρήσεων της Ελληνικής Αστυνομίας... Είχα καταλάβει για τα καλά πόσο χρονοβόρος ήταν ο στόχος μου και πόσο υπομονή χρειαζόταν. Δε γινόταν όμως να κάνω πίσω τώρα... Ήμουν τόσο κοντά... Μετά από συνολικά οκτώ χρόνια υπηρεσίας προτάθηκα και πήγα στη Διεύθυνση Ασφαλείας. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα... Ένα βράδυ πήγα στο La Bomba για να δω τι γίνεται στο μαγαζί γενικότερα και να τον βρω... Όχι βέβαια πως μόλις τον έβλεπα θα τον συλλάμβανα, μου αρκούσε όμως να τον έχω από κοντά. Είχα πάει με ένα συνάδελφο και φίλο... και τότε σε είδα... To μόνο φως μέσα σε αυτό το σκοτάδι... Τόσο μικρή... τόσο αθώα... Φώναζε από χιλιόμετρα ότι δεν ανήκες στο μαγαζί. Είδα κάποιον να σε πλησιάζει και αμέσως ξύπνησε η προστατευτικότητά μου. Όπως φαντάζομαι ότι θυμάσαι, ήρθα και τον έδιωξα... Μιλήσαμε λίγο, σε είχα ρωτήσει τι κάνεις στο μαγαζί και δεν είσαι σπίτι σου να κοιμάσαι. Θυμάσαι; Κατάλαβα ότι δεν είχες.»

«Κατάλαβα».

... ότι δεν είχες όρεξη να μιλήσεις... οπότε έκατσα δίπλα σου και εγώ αμίλητος...

Ήδη είχα αποφασίσει να ξαναπάω στο La Bomba το επόμενο βράδυ. Τότε μόνο κατάλαβα τον Αλέξη. Κατάλαβα γιατί τον ένοιαζε τόσο πολύ η Βέρα και ήθελε να την πάρει από το μαγαζί. Αναγνώρισα πάλι το περίεργο δέσιμο που είχα με τον Αλέξη ακόμα και μετά το θάνατό του. Οκτώ ολόκληρα χρόνια, τίποτα δε με είχε αποσπάσει από το στόχο μου. Ώσπου σε είδα και άρχισες να προηγείσαι... Φυσικά εξακολουθούσα να θέλω να κλείσω το Γιάννη μέσα. Γι' αυτό δε σε είχα κλέψει από το μαγαζί, είχα τη δύναμη να το κάνω. Απλά έπρεπε να ρωτήσω αν θέλεις. Γι' αυτό σε άφησα να επιστρέψεις στο μαγαζί γιατί έπρεπε να γυρνάω και εγώ να βρω τον Γιάννη.

Ο Γιάννης, όμως, εξαφανίστηκε. Κανονικά θα έπρεπε να με νοιάζει. Να ψάξω πού έχει χαθεί, τι ετοιμάζει αλλά σταμάτησε να με ενδιαφέρει. Όταν ερχόμουν, αυτό που με ένοιαζε ήταν η ασφάλειά σου. Τόσα χρόνια όμως δεν τα πετάς έτσι. Γι αυτό έπρεπε να γυρνάω εκεί μέσα. Όταν έπρεπε αναγκαστικά να έχεις πελάτη, πήρα την πρωτοβουλία να είμαι εγώ. Μου αρκούσε το γεγονός ότι τα βράδια πλέον ήσουν κοντά μου, στο σπίτι μου... Ώσπου μετά από τρία βράδια, θυμάσαι τι είχε γίνει; Σε είχα κάνει να θυμώσεις τόσο πολύ που φοβήθηκα ότι δε θα ήθελες να με ξαναδείς...

To βράδυ, όταν ήρθα στο μαγαζί ήθελα να σου τα εξηγήσω όλα και να σου προτείνω να μείνεις μαζί μου. Ήθελα τόσο πολύ να σε κρατήσω κοντά μου που θα μπορούσα άνετα να θυσιάσω οκτώ χρόνια προσπαθειών. Στο La Bomba όμως το θέαμα που είδα... με τρέλανε... Η ζήλεια και ο πόνος... αναρωτιέμαι πώς δε μου λασκάρισε καμιά βίδα έτσι που σε έβλεπα πάνω στο μπαρ και όλους εκείνους τους σαλιάρηδες από κάτω. Ή θα έπρεπε να σπάσω όλο το μαγαζί και μετά να το κάνω στάχτη ή να ανέβω πάνω στο μπαρ και να σου βάλω τέτοιες φωνές που να σε κάνουν να φοβάσαι για την υπόλοιπη σου τη ζωή και μετά να σε πάρω να φύγουμε με το ζόρι. Μπορούσα βέβαια και να φύγω, να πάω σπίτι και να καταπολεμήσω την τρέλα μου. Διάλεξα το νούμερο τρία αλλά και πάλι δεν μπορούσα να σε αφήσω απροστάτευτη εκεί μέσα. Έτσι έστελνα τον Πέτρο, μέχρι να είμαι εγώ σε θέση να σε ξανά αντικρύσω... Τα υπόλοιπα τα ξέρεις...»

Πήρα μια βαθιά ανάσα...

«Πω, πω...» μουρμούρισα.

«Μετά από όλα αυτά που άκουσες, έχεις να πεις μόνο πω, πω;» ρώτησε με ένα γέλιο.

«Πρέπει οπωσδήποτε να τα μάθει αυτά η Βέρα. Μπορεί να βοηθήσει».

«Η Βέρα; Πώς;» ρώτησε.

«Είναι πανέξυπνη. Θα βρει μια λύση...» του απάντησα.

«Εντάξει... αν νομίζεις ότι μπορεί να βοηθήσει...»

«Δηλαδή είσαι μπάτσος;» ρώτησα.

Γέλασε λίγο.

«Αστυνομικός λέγεται. Στροφάρεις γρήγορα. Σου το έχει πει κανείς;»

«Και... τόσα λεφτά...; Πώς; Από τους γονείς σου;»

«Είμαι ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας καταστημάτων κινητής τηλεφωνίας. Επίσης είμαι μέτοχος σε κάποια ξενοδοχεία στη Χαλκιδική, στη Σαντορίνη, στην Κέρκυρα και τη Ρόδο».

«Καλά και πώς τα κατάφερες όλα αυτά;»

«Επένδυσα σωστά ένα μέρος από την περιουσία του πατέρα μου. Μετά ο δρόμος μου άνοιξε. Βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτα ύποπτο με τον τρόπο που βγάζω λεφτά;»

«Ναι... όλα ακούγονται μια χαρά τώρα».

«Τί; Νόμιζες όντως ότι ήμουν μαφιόζος, έτσι πως με είχες ρωτήσει;»

«Η αλήθεια είναι ότι μου είχε περάσει από το μυαλό αρκετές φορές».

«Και; Αν ήμουν θα ήθελες να είσαι μαζί μου;»

«Όταν το είχα σκεφτεί στην αρχή, είχα αποφασίσει ότι δε με ένοιαζε τι είσαι. Στο σπίτι της Βέρας, με όλα αυτά που είδα, άλλαξα γνώμη για λίγες ώρες. Μετά η Βέρα μου εξήγησε και κατάλαβα ότι είσαι καθαρός. Δε γίνεται ένας άνθρωπος όπως εσύ να είναι βουτηγμένος στην αμαρτία».

«Και πάλι δε μου απαντάς. Αν ήμουν μαφιόζος θα έμενες μαζί μου;»

«Μμμ... Εννοείς αν εκμεταλλευόσουν ανυπεράσπιστες γυναίκες, αν έκανες παράνομες δουλειές κι αν είχες σχέση με εμπόριο όπλων; Είμαι τόσο ερωτευμένη που στην αρχή θα το ανεχόμουν για να είμαι δίπλα σου. Δε θα με κρατούσε, όμως, για πολύ. Δε θα σε άντεχα γιατί θα ανακάλυπτα ότι δε θα ήσουν έτσι όπως νόμιζα, όταν σε ερωτεύτηκα. Οπότε η απάντηση είναι όχι».

«Μπράβο...» επιδοκίμασε. «Μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι και είναι αρκετά λογικός για την ηλικία σου. Δε μοιάζετε με τη Βέρα».

«Η Βέρα πού κολλάει τώρα;»

«Η Βέρα είχε μείνει με το Γιάννη που είναι μαφιόζος κι ας μην τον ήθελε. Εσύ δε θα έμενες μαζί μου. Ακόμα κι αν στην αρχή με ήθελες».

«Δεν τα ξέρεις καλά τα πράγματα για τη Βέρα».

«Είχε εντυπωσιαστεί από τα λεφτά του Γιάννη ή όχι; Αν δεν είχε μπει στο αμάξι του θα την πλησίαζα εγώ να της μιλήσω για τον Αλέξη. Θα τον γνώριζε και θα τελείωνε το θέμα. Δεν το λέω για να την προσβάλω. Απλά είπα ότι δε μοιάζετε. Εσύ όταν είδες το σπίτι μου και το αμάξι μου τρόμαξες... δεν εντυπωσιάστηκες».

«Η Βέρα μετά από εκείνο που είχε γίνει με τον Αλέξη έχει αλλάξει. Δε σκέφτεται πια το ίδιο».

Είχα αρχίσει να θυμώνω λίγο με την κριτική που έκανε στη Βέρα.

«Δε θέλω να μαλώσουμε για τη Βέρα, εντάξει;» με φίλησε γλυκά στο στόμα. «Δε θα ξαναπώ τίποτα κακό γι' αυτήν. Εντάξει τώρα;»

Με αγκάλιασε τρυφερά.

«Άγγελε, κάτι ακόμα... Με τον Αλέξη μοιάζατε στο πρόσωπο; Αν ήσασταν ίδιοι πως και δε σας είχε μπερδέψει η Βέρα ή δε νόμιζε ότι είσαι εσύ ο Αλέξης;»

«Είχαμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αλλά μόνο αυτό. Κανείς δε θα μας μπέρδευε ποτέ».

«Μάλιστα...» έμεινα λίγο σκεφτική. «Και ο Γιάννης; Τι νομίζεις ότι ετοιμάζει;»

«Ετοιμάζει κάτι ο Γιάννης;»

«Αυτό πιστεύει η Βέρα. Λέει ότι λείπει γιατί κάνει... ίσως να ψάχνει κάτι».

«Α, έτσι ε;» είπε με έντονο ενδιαφέρον. «Έχεις δίκιο. Πρέπει να μιλήσουμε με τη Βέρα. Να δούμε πρώτα όμως τι θα βάλεις».

«Τι επιλογές έχω;» ρώτησα.

«Μμμ... πρώτη επιλογή, να τυλιχτείς καλά με ένα σεντόνι. Δεύτερη, να φορέσεις δικά μου ρούχα. Τι προτιμάς;»

«Δεν ξέρω... και οι δύο επιλογές ακούγονται πολύ δελεαστικές για μια γυναίκα που φροντίζει το ντύσιμό της».

«Είναι πολύ καλύτερες επιλογές από τις αηδίες που φοράς για το μαγαζί. Ειδικά τα ρούχα μου. Αυτό ήταν, θα βάλεις τα ρούχα μου για το σπίτι της Βέρας...»

Μια και δεν είχα καλύτερη επιλογή συμφώνησα. Ντύθηκε πρώτα ο Άγγελος και μετά ψάχναμε και οι δυο μπροστά στη ντουλάπα του, τι να βάλω. Διαλέξαμε ένα τζιν και ένα απλό, μαύρο, καλοκαιρινό μπλουζάκι. To τζιν του ήταν άθλιο πάνω μου φυσιολογικά, αφού ήταν για έναν γεροδεμένο άντρα στο ένα και ενενήντα τρία και όχι για μια κοπέλα πενήντα πέντε κιλά με ύψος ένα και εξήντα πέντε... Γυρίσαμε τα μπατζάκια του τζιν πέντε-έξι φορές για να μην τα πατάω. Στη μέση μου, μού ήταν τεράστιο. Χωρούσε μέσα άλλη μια σαν εμένα. Και το μπλουζάκι του μου ήταν πολύ μακρύ. Πιο κοντά ήταν τα φουστανάκια που φορούσα.

Ο Άγγελος με έβαλε να περπατήσω μπροστά του για να δει πώς είμαι. Στην πορεία από την ντουλάπα ως την πόρτα μου έπεσε το παντελόνι του ως τα γόνατα... Αυτός ξεκαρδίστηκε στα γέλια και μου έδωσε μια ζώνη του. Αλλά και ζώνη του δεν είχε τρύπες εκεί που τις χρειαζόμουνα εγώ. Ήταν για μέση άντρα. Ο Άγγελος πήρε τη ζώνη και μου άνοιξε τρύπες με ένα μαχαίρι. Φόρεσα πάλι το παντελόνι και το έσφιξα με τη ζώνη. To τζιν έφτανε σχεδόν ως το στήθος μου. Ήμουν έτοιμη... με κοίταξε σχεδόν με υπερηφάνεια.

«Χάρμα είσαι» μου είπε και ένιωσα ότι με δουλεύει.

«Μόνο που υπάρχει πρόβλημα. Τα παπούτσια μου σίγουρα θα σου είναι χάλια».

«Ενώ όλα τα άλλα πάνω μου είναι μια χαρά!» ειρωνεύτηκα.

«Σοβαρά» μου απάντησε. «Αν επιχειρήσεις να περπατήσεις θα σκοντάψεις και θα φας τα μούτρα σου...»

«Υπέροχα...» γκρίνιαξα. «Φοράω ένα τζιν που μου είναι πάρα πολύ φαρδύ και με κάνει σαν φούσκα και είναι γυρισμένο και δέκα φορές. Φοράω και μια μπλούζα που μου είναι ως τα γόνατα... Φέρε και τα τεράστια παπούτσια να γίνω τέλειος παλιάτσος...»

«Σύντομα θα ανανεώσουμε την γκαρνταρόμπα σου. Εντάξει;»

Τον κοίταξα έτοιμη να διαμαρτυρηθώ...

«Όχι...» μου είπε διαβάζοντας τη σκέψη μου. «Δε θα αποτελείται από ράσα, θα διαλέξουμε τα καλύτερα... Αν και... ίσως πάρουμε και κανένα ράσο για να δω αν σου πάει...»

«Έχω ρούχα!» απάντησα. «Είναι στο σπίτι της Βέρας! Δεν αναφέρομαι στα φουστάνια που με βάζει να φοράω στο μαγαζί...»

«Μεγαλώνεις. Θα αισθανθείς την ανάγκη να φοράς πιο γυναικεία ρούχα...»

Πήγα να μιλήσω.

«Καλά...» με διέκοψε. «Θα μαλώσουμε αργότερα για τα ρούχα. Νομίζω είναι η ώρα να πάμε στη Βέρα».

Περπάτησα ξυπόλυτη για να βγω από το δωμάτιο.

«Πού πας έτσι;» ρώτησε.

«Εσύ με έντυσες. Τι εννοείς έτσι;»

«Είσαι ξυπόλυτη. Θα πατήσεις τίποτα».

Με πήρε αγκαλιά με το ζόρι και κατέβηκε τις σκάλες.

«Ξέρω να περπατάω» του πέταξα. «Κόψε τη συνήθεια να μου φέρεσαι σαν σακί. Αν και δεν μπορώ να πω... Τώρα μοιάζω με σακί».

«Γκρίνια...» μουρμούρισε χαμογελώντας και άνοιξε την πόρτα.

Βγήκαμε έξω στο φως του ήλιου και κλείδωσε την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι όπως μπορούσε με μένα στην αγκαλιά του.

Μετά με πήγε ως το αμάξι.

«Τι θα πουν οι γείτονες αν σε δουν να κάνεις κάτι τέτοιο;» ρώτησα καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα, την άνοιξε και με ακούμπησε στο κάθισμα.

«Δε με νοιάζει».

Έκλεισε την πόρτα. Έκανε το γύρω του αμαξιού και έκατσε στη θέση του οδηγού. Έβαλε μπρος το αμάξι και ξεκινήσαμε.

«Η Βέρα θα έχει τρελαθεί από την ανησυχία της που γύρισε το πρωί και δε με βρήκε».

«Θα το ξεπεράσει».

Με κοίταξε με την άκρη του ματιού του καθώς οδηγούσε.

«To πώς σου πάει αυτό το στυλ...» ειρωνεύτηκε.

«Να το υιοθετήσεις!»

«Εννοείται...» είπα κοροϊδευτικά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top