κεφάλαιο 1 Η πρώτη μέρα.

" Ηταν μία κρύα νύχτα. Τα σύνεφα είχαν κλείσει τον ουρανό και το απόλυτο σκοτάδι είχε κυριέυσει την πόλη μας. Εγω, μόνος στο σπίτι, και ότι παιχνίδι και να έπαιζα, Εχανα . Η απελπισία με είχε κυριεύσει και δέν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Ηταν άραγε κοντά το τέλος? Ηταν αλήθεια πως άυριο θα έρχονταν η μέρα της κρίσης για εμένα?

Επεσα να κοιμηθώ.

Νόμιζα πως θα μου πάρει ώρες, μα τελικά χριάστηκα μόνο μερικά δευτερόλεπτα.

Ξημέρωσε. Κοίταξα γύρω μου, αφού έσπασα το ξυπνητιρι ώς τιμωρία για το ότι με ξύπνησε στις 10 το πρωί, είχα πλέον σιγουρευτεί πως οι ανυσηχίες μου ήταν αληθινές. Ναι. Το σχολείο....άρχισε.

Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και κάθησα να φάω και να πίω καφε στα γρήγορα. Κατέβηκα κάτω και είδα πως στο σπίτι δέν ήτανε κανείς. Ετσι, Εφυγα. 

Στον δρόμο,όλα έμοιαζαν πανέμορφα. τα πουλάκια, τα σκυλάκια, οι τύποι που βάραγαν αυτόν τον ανύμπορο τύπο στο μαγαζί με τα κόμικ, μισό λεπτο, αυτό δεν ήταν και τόσο όμορφα μα, γουελ, χου κερς?! 

Ολα όσα σκεφτόμουν ήταν "τι θα έκανα εγώ τώρα? φυλακισμένος σε αυτό το αφιλόξενο κτήριο με τους κακόβουλους ανθρώπους?!?" μάζεψα τα λογικά μου και βρήκα την εσωτερική μου δύναμη καθώς πλησίαζα ολο ένα και περισσότερο τις πύλες τις κολάσεως που κάποιοι ανίδεοι αποκαλούσαν σχολείο και με υψομένο το κεφάλι μου βάδισα μέσα. 

Καθώς προχωρούσα, πολοι με κοιτούσαν παραξενεμένοι. 

Μάλον με ζήλευαν που έδειχνα τόσο δυνατός ενώ καταβάθως έτρεμα. Μια κοπέλα μάλιστα με ρώτησε "που είναι η τσάντα σου" , ήταν ξεκάθαρο πως ήθελε απλώς να σπάσει τον πάγο. Ρώτησα την τύπησα στη γραματεία που είναι η τάξη μου και προσπάθησα να δείχνω όσο πιο επιβλητικός μπορούσα. Εκείνη μάλλον το έχαψε και με κοιτούσε απορημένη. 

Λογικο! Εδειχνα τόσο σίγουρος. 

Μου εκανε νόημα με το χέρι της για να δείξει πια κατεύθυνση να πάρω. Δεν μπορούσε να μιλίσει. Την είχα αφήσει άναυδη. 

Προχώρησα σταθερά και αργά. Ενιωθα πως το πάτωμα τραντάζεται στο πατημά μου. Στέκομαι μπροστά στην σιδερένια πόρτα της 2ας γυμνασίου (για 3η χρονία στη σείρά).

"μπορώ να το κάνω"!! είπα στον εαυτό μου και άνοιξα την πόρτα με το πίο στιβαρό τρόπο που θα μπορούσε κάποιος να ανοίξει την πόρτα. Η κυρία Πόλντ μας έκανε μάθημα. την ήξερα καλα. θα ήταν η τέταρτη χρονιά μαζί. Με κοιταξε, ηταν τρομαγμενη.

Πόλντ: εδουαρδε, τώρα ήρθες?

Εδουάρδος: Ναί.

Πόλντ: άργησες.

Εδουάρδος: αυτό είναι αδύνατον! εχεις αποδείξεις?

Πόλντ: το σχολείο αρχίζει στις 8... είναι 1... ήρθες στην τλευταία ώρα.

Εδουαρδος: φτου, ε καλα υποθέτω δεν πειράζει καθώς είναι η πρώτη μέρα...

Πόλντ: η πρωτη μέρα της δεύτερης βδομάδας.... είμαστε στην δεύτερη εβδομάδα.

/κατόπιν, η κυρία Πόλντ με συνόδευσε στο γραφείο του διευθυντή "Μεγάλος". Οχι οτι είχα θέμα με αυτό. Εχω πάει πολλες φορές. μα δέν το βρήκα δίκαιο. 

Η πρώτη μου μέρα στο σχολείο ήταν τέλεια.. μα δέν είχε τελείωσει τίποτα ακόμη.  

Ο Μεγάλος δεν άνοιξε ποτέ την πόρτα και η ώρα περνούσε. Τότε, ήρθε κοντά μου μια κοπέλα. Νομίζω ήταν στην τάξη μου μα δεν είμαι σίγουρος καθώς κάθε χρόνο είχα καινούριους συμαθητες.

κορίτσι: εη γεία σου!

Εδουάρδος: γειά σου. 

Κορίτσι: Λίζα. 

Εδουάρδος: όχι όχι, Εδουάρδος, θυμάσαι? το είπε και η Πόλντ.

Λίζα: ναι, εγώ είμαι η Λίζα. Γιατί δεν έρχεσαι σχολείο καθόλου?

Εδουάρδος: είναι πολυπλοκο.

Λίζα: δεν σου αρέσει να μιλάς πολυ ε? φαινεσαι πολυ κλειστός.

Εδουάρδος: οχι απλά όντως είναι πολύπλοκο. βλέπεις, έχω μεγάλη εμπειρία στο σχολείο. είμαι 4 χρόνια εδω.

Λίζα: 4 χρόνια? καλα πόσο είσαι?

Εδουάρδος: 16. 

Λίζα: έχεις μείνει πολλές φορές ε? πάντα τα ίδια έκανες. 

Εδουάρδος: ναι ναι, έτσι ήμουν κι εγώ όταν ήμουν 14 , όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις.

Λίζα: είσαι... ε... τραμπουκος?

Εδουάρδος: Τραμπούκος? είσαι περίεργη...

Λίζα: απλά... ο Τόνυ έχει μείνει και.. όλοι λένε πως .. έχει σημωρία.

Εδουάρδος: Εμεινε ο Τόνυ?!?! ΧΑΧΑΧΑ τι ανόητος που είναι ! νομίζει πως θα με φτάσει!

Λίζα: σε τι να σε φτάσει?

/Τότε ένας άνδρας γύρω στο με ίσια μαλιά μέχρυ τον ώμο και περιποιημένο μουσάκι πλησίασε τα δύο παιδιά. Με ένα πλατύ χαμόγελο μεταξύ χαράς και ειρωνίας κοιταξε τον εδουάρδο, η συμπάθεια προς αυτόν ήταν φανερή/

Ανδρας: αποφάσισες να έρθεις?

Λίζα : ε? γειά σας κύριε Τζιμη!

Τζίμη:χαχα "κύριε Τζίμη" ακούγεται λίγο... ανισσοροπο, λέγε με απλά Τζίμη Λίζα.

Εδουάρδος: Γιατί δε μου είπες οτι το σχολείο έχει αρχίσει εδώ και μία βδομάδα?

Τζίμη : ήθελα να δώ πότε θα το καταλάβεις απο μόνος σου. Καλά δεν αναρωτήθηκες που πάω το πρωί?

Εδουάρδος: νομιζα πως απλά δεν είμαι πλέον στην παρέα η κάτι τέτοιο.

Τζίμη : τι βλακίες λες παλι?

Εδουάρδος: (σηκώνεται αόφασιστικα) Η ΜΟΥΡΗ Σου λεει ΒΛΑΚΙΕΣ!!

Λίζα: μα.. Εδουάρδε, ξέρεις τον δάσκαλο της φυσικής?

Τζίμη: χαχαχα συγνώμη , μάλλον πρέπει να εξηγησω. Μένουμε μαζί με τον Εδουάρδο.

Λίζα: ειστε αδέρφια?

Τζίμη: οχι οχι , Ο Κολητός μου είναι αδερφός του, απλά... ο Εδουάρδος ήθελε εδώ και 2 χρόνια να έρθει να μείνει μαζι μου οποτε.. καταλαβαίνεις.

Λίζα : ουάου και τώρα θα του κάνεις μάθημα?

Τζίμη: ναι.. περσυ δεν έτυχε αλλα ΦΕΤΟΣ χεχεχε.. δεν μου γλιτώνεις φιλε μου!

Εδουαρδος: χεχεχεχεχεχ "...την εχω άσχημα.. πρέπει κατι να σκεφτω..." εεεκτώς αν ο αυστηρός μας διεφθυντης μου αλλαξει τμημα!

Τζίμη : κανενα πρόβλημα, έχω αναλάβει όλη τη δευτέρα.

Εδουάρδος: τι ωρρραια....

Τζίμη: αλλα τι κάνετε εδώ ?

Εδουάρδος: εεε.. εχω... συνάντηση με τον διευθυντη..

Τζίμη: α... "συναντηση" μαλιστα...απλά ο Διευθυντής δεν είναι εδω.

Εδουάρδος: και πού είναι?

Τζιμη: στην κολομβία. 

Εδουάρδος: στην κολομβία?!

Λίζα : μαλλον επαγγελματικό ταξίδι.

Τζιμη: ναι.. επαγγελματικο.. δεν ξεχάστηκε καθόλου... μονο επαγγελματικά πράγματα κάνει εκει.... ναι....ΟΠΩΣ και να εχει, πάμε? 

Εδουάρδος: παμε παμε. δεν μπορώ άλο! σήμερα εξαντληθηκα εδω μέσα! 

Τζίμη: είμαι σίγουρος για αυτό. 

/Η πρώτη μου μέρα τελείωσε καλα. Πολύ καλύτερα απο ότι περίμενα. Γυρίσαμε σπίτι με το Τζίμη και εκεί μας περίμενε ο ξάδερφός μου. Η διάθεση μου όμως δε θα έμενε καλη καθώς έμαθα πως θα ήμουν αναγκασμενος να ξανα πάω εκεί ΑΥΡΙΟ!! 

είναι πλέον σίγουρο πως κάποιος.. η κάτι... θέλει το κακό μου. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top

Tags: