Πρόλογος

Μια τελευταία παρτίδα.

Αυτό λένε πάντα γύρω από το τραπέζι, αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Παίζουμε πόκερ εδώ και ώρες, τα πρόσωπά μας κομμένα. Παρατηρώ τον πατέρα μου που κάθεται απέναντί μου, με το βλέμμα του σφιγμένο. Δεν είναι πια ο ήρωάς μου, δεν είναι πια ο άντρας που θαύμαζα. Τον πρόδωσαν οι δικές του φιλοδοξίες, οι επιλογές του που μας έριξαν εδώ μέσα...

Ακόμη μια τελευταία παρτίδα. Και αυτή είναι η πιο σημαντική από όλες. Δεν είναι πια για τα λεφτά, είναι για μένα, για το αν θα συνεχίσω να τον ακολουθώ στην άβυσσο ή αν θα σηκώσω το κεφάλι μου και θα δραπετεύσω. Εγώ και αυτός, απέναντι, να μετράμε τις μάρκες, να μετράμε και τις επιλογές μας...

Βρισκόμαστε στο καζίνο του ξενοδοχείου του Μεντόζα και ο καπνός του τσιγάρου μου καίει τα σωθικά, παγιδευμένος σε μια καρέκλα με φτηνό μαύρο δέρμα.

Απορώ γιατί.

Βλέπω τον πατέρα μου να σηκώνεται από το τραπέζι και να συνομιλεί με τον Μπρούνο Μεντόζα. Ο λατινοαμερικάνος μαφιόζος, με τις σκληρές γραμμές του προσώπου του και τα γκριζαρισμένα μαλλιά του, που φαίνεται να απολαμβάνει τη δύναμή του εδώ μέσα. Μιλάνε για μερικά λεπτά, ώσπου ο πατέρας μου κάνει και σε εμένα νόημα από μακριά, σαν να με βυθίζει ακόμα πιο βαθιά σε αυτά τα σκατά.

«Γεια σου Νταμιάνο, πάλι εδώ;» ακούγεται ξαφνικά μια γυναικεία φωνή πίσω μου. Γυρίζω το βλέμμα μου και βλέπω μια ξανθιά γυναίκα με κόκκινα χείλη και κολλητό φόρεμα να με κοιτάει παιχνιδιάρικα. Χαμογελάω σφιχτά, δίχως όμως να την κοιτάξω περισσότερο. Δεν έχω χρόνο για τέτοιες μαλακίες. Δεν θέλω να μπλέκω με όλο αυτό το σκυλολόι, με το χαμόγελο στα χείλη και τα βλέμματα γεμάτα ψέμα. Εδώ, είναι όλοι τους ίδιοι. Ο καθένας παίζει το παιχνίδι του, και εγώ είμαι απλά ένας αδαής που δεν έχει τίποτα να κερδίσει. Κάποιοι πίνουν ακριβά ποτά και φλερτάρουν με ωραίες γυναίκες, όσο εγώ είμαι απλά κομπάρσος σε αυτή την επιχείρηση.

Η... ας την πούμε Νικόλ, γιατί νομίζω ότι όντως έτσι την λένε, —δεν θυμάμαι ακριβώς το όνομά της,—μου χαμογελάει ακόμα. Παίρνει ένα τσιγάρο και το ανάβει με έναν κόκκινο αναπτήρα που βρίσκει επάνω στην τσόχα.

«Πάλι στη σκιά του πατέρα σου;» με ρωτάει, και η φωνή της έχει αυτό το παιχνιδιάρικο ύφος, που ξέρω ότι είναι κάτι παραπάνω από μια απλή παρατήρηση. Είναι σαν να θέλει να με κεντρίσει, αλλά εγώ δεν έχω κάτι να πω. Χαμογελάω ξανά, σφιχτά,και απομακρύνομαι όσο εκείνη συνεχίζει να με κοιτάζει. Αν δεν με έσερνε ο πατέρας μου εδώ, ούτε απ' έξω δεν θα περνούσα. Δεν είναι ο κόσμος που ήθελα, ποτέ δεν ήταν. Το μόνο που ήξερα καλά ήταν οι σκοτεινοί δρόμοι της πόλης και η μυρωδιά από φτηνό ουίσκι.

Πλησιάζω τον πατέρα μου και τον Μπρούνο. Ο τελευταίος ξαναβρίσκει το χαμόγελό του όταν με βλέπει και με συστήνει βιαστικά στον γιο του, ο οποίος τυχαίνει να περνάει από δίπλα μας εκείνη την ώρα. Τον Ντάνιελ. Είναι μικρός, κλασικός πλούσιος τεμπέλης, με το χαμόγελο της αλαζονείας μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

«Νταμιάνο, αυτός είναι ο γιος μου, ο Ντάνιελ. Ντάνιελ, αυτός είναι ο Νταμιάνο, ο γιος του Μάσιμο,» λέει ο Μπρούνο, συστήνοντάς μας. Ο Ντάνιελ με κοιτάει με περιφρόνηση, αλλά κάνω ότι δεν το παρατηρώ καν.

«Καλώς τον» απαντάω, προσπαθώντας να δείξω όσο πιο αδιάφορος γίνεται. Δεν θέλω να τον κάνω να νιώσει άνετα. Ο τύπος είναι ένας κλασικός μπαμπάκιας, που το μόνο που ξέρει είναι να ξοδεύει λεφτά και να φλερτάρει με γκόμενες. Δεν μου ταιριάζει καθόλου.

Ο πατέρας του δεν αργεί να μας καλέσει στο γραφείο του. Είναι ένα πολυτελές δωμάτιο, γεμάτο με έπιπλα από καλό ξύλο και χρυσό.

Ε... και μερικά παλιά έργα τέχνης.

Ο Μεντόζα δείχνει πάντα να θέλει να επιδείξει τη δύναμή του, ακόμα και στο γραφείο του. Μπαίνω μέσα παρατηρώντας για λίγο το χώρο· αν και μόνο στη σκέψη, ότι πατέρας μου δουλεύει χρόνια για τον εχθρό του και τώρα στα ξαφνικά, τα έχει κάνει πλακάκια έτσι μαζί του, με κάνει να νιώθω ακόμα πιο άβολα. Είναι σαν να βρίσκομαι σε ένα κλουβί με τίγρεις, χωρίς καμία ελπίδα να βγω από εκεί ζωντανός.

Ο Μεντόζα κάθεται πίσω από το υπερβολικά τεράστιο —για κάποιον λόγο— γραφείο του, σαν να θέλει να μας θυμίσει τη θέση του στην τροφική αλυσίδα, με τα μάτια του να είναι τώρα καρφωμένα πάνω μας, γεμάτα από αυτό το είδος ήρεμης απειλής που σε κάνει να νιώθεις ότι έχει ήδη αποφασίσει για τη μοίρα σου, ενώ το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμαστε, είναι σχεδόν σκοτεινό, με τον ελάχιστο φωτισμό από μικρές λάμπες να πέφτει στρατηγικά πάνω του, κάνοντάς τον να μοιάζει πιο επιβλητικός. Πίσω του, υπέχει ένας πίνακας με έντονα κόκκινα και μαύρα μοτίβα που θυμίζει αίμα και φωτιά.

Ο πατέρας μου στέκεται δίπλα μου, σιωπηλός. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αλλά τα μάτια του δείχνουν κάτι ανάμεσα σε φόβο και πείσμα. Κρατάει μια μάσκα ψυχραιμίας, αλλά εγώ μπορώ να διακρίνω τις ρωγμές. Ξέρω ότι ο Μεντόζα δεν μας κάλεσε για κάτι καλό.

«Ξέρεις γιατί σε κάλεσα εδώ, έτσι δεν είναι;» λέει ο Μεντόζα απευθυνόμενος στον πατέρα μου, και παρά τις προθέσεις του, η φωνή του βγαίνει χαμηλή, σχεδόν φιλική θα έλεγε κανείς. Είναι ο τόνος που κάνει τα λόγια του να ακούγονται ακόμα πιο τρομακτικά.

Γυρίζω το κεφάλι μου προς τον πατέρα μου που προσπαθεί να μιλήσει, αλλά η φωνή του προδίδει φόβο. «Μπορώ... μπορώ να τακτοποιήσω τα πράγματα. Χρειάζομαι απλώς λίγο χρόνο...» λέει, κάτι που κάνει τον Μεντζόζα να αρχίσει να γελάει νευρικά.

«Χρόνο, ε; Πάντα αυτό ζητάνε όλοι. Χρόνο. Μα ο χρόνος, αγαπητέ μου, είναι κάτι που δεν δίνω τόσο εύκολα. Ειδικά σε κάποιον που μου χρωστάει τόσα πολλά.»

«Θα τα βρω. Σου το υπόσχομαι,» αποκρίνεται ο πατέρας μου προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του πιο σταθερή, αλλά εγώ τον ξέρω καλά. Ξέρω, ότι πιέζει τον εαυτό του να μην φανεί αδύναμος.

Αλλά αποτυγχάνει...

Ο Μεντόζα ακουμπάει πίσω στην καρέκλα του, βγάζει ένα πούρο από το συρτάρι του γραφείου και το ανάβει αργά, σαν να μας δοκιμάζει. «Υποσχέσεις... Όλοι είστε καλοί στις υποσχέσεις. Αλλά ξέρεις τι λένε, έτσι; Οι υποσχέσεις δεν πληρώνουν χρέη.»

Το βλέμμα του διαπερνά τον πατέρα μου και κάθε δευτερόλεπτο που περνάει βαραίνει πάνω μας. Τον κοιτάζω παραμένοντας ψύχραιμος, και μετά τον Μεντόζα. Το χέρι του κινείται αργά κάτω από το γραφείο, ώσπου βλέπω τη γυαλάδα του μετάλλου και πριν καταλάβω τι γίνεται, ο Μεντόζα σηκώνει το όπλο του και τον σημαδεύει.

«Μπρούνο, σε παρακαλώ!» λέει ο πατέρας μου σηκώνοντας τα χέρια του αμυντικά. «Θα σου τα δώσω. Σου το υπόσχομαι!»

«Υποσχέσεις, υποσχέσεις,» επαναλαμβάνει εκείνος, όσο το όπλο παραμένει ακόμα σταθερό. «Θα σου δώσω μια ευκαιρία, γιατί... ξέρεις, έχω κι εγώ την καρδιά μου. Ίσως να μπορέσεις να με ξεχρεώσεις. Αλλά θα χρειαστώ κάτι από σένα.»

«Οτιδήποτε!» απαντάει βιαστικά ο πατέρας μου μέσα στον πανικό του.

Ο Μεντόζα χαμογελάει, αλλά το χαμόγελό του είναι διαβολικό. «Θέλω το κολιέ του Στόουν.»

Το κολιέ του Στόουν. Το κόσμημα ενός ανθρώπου που ζει για να μη χάνει ποτέ. Ενός ανθρώπου που δεν χαρίζει τίποτα. Ξέρω ποιος είναι. Ξέρω ότι ο πατέρας μου δουλεύει γι' αυτόν, αλλά να του πάρει το κολιέ; Αυτό είναι αυτοκτονία.

«Πώς θα το κάνω αυτό;» ρωτάει ο πατέρας μου και ο Μεντόζα ακουμπάει το όπλο του αργά στο γραφείο, εξακολουθώντας να το κρατάει κοντά του. Ύστερα γέρνει μπροστά και τον κοιτάζει σαν θηρευτής.

«Ίσως όχι εσύ,» λέει με ένα αργό χαμόγελο και έπειτα γυρίζει το βλέμμα του σε μένα. «Αλλά ο γιος σου.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top