Κεφάλαιο 7
Το αυτοκίνητο γλιστράει στον χωματόδρομο που οδηγεί στην έπαυλη, με τον ήλιο του απογεύματος να χαμηλώνει αργά. Λίγα λεπτά αργότερα, μπροστά μας υψώνονται οι κλειστές πύλες, με εμένα να περιμένω να ανοίξουν, χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά μου επάνω στο τιμόνι, όσο το μυαλό μου δουλεύει υπερωρίες.
Δεν την είχα δει ποτέ έτσι. Δεν είχα δει ποτέ αυτή την εκνευριστική, πεισματάρικη πλευρά της. Ή τουλάχιστον, δεν την είχα προσέξει. Ήμουν πολύ απασχολημένος να παρατηρώ όλα τα υπόλοιπα. Τώρα, όμως, δεν μπορώ να την αγνοήσω. Είναι σαν ένα μικρό παιδί που θέλει να κάνει του κεφαλιού του, ακόμα κι αν όλοι ξέρουν ότι αυτό θα της δημιουργήσει πρόβλημα· και το χειρότερο; Το χειρότερο είναι ότι αυτό το πείσμα της μου αρέσει. Είναι εκνευριστικό, αλλά και... ελκυστικό. Δεν πάω καλά—σίγουρα, αλλά το βλέπω σαν μια πρόκληση. Κάτι που με κάνει να θέλω να της αποδείξω ότι δεν πρόκειται να με κερδίσει στο παιχνίδι της.
Βγάζω έναν αναστεναγμό και προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Πρέπει να ελέγξω τον εαυτό μου. Πρέπει να ελέγξω κάθε μου αντίδραση, κάθε μου λέξη. Δεν είμαι εδώ για να την παρατηρώ ή για να σπάω τα νεύρα μου με το πείσμα της. Είμαι εδώ για να κάνω τη δουλειά μου, όποια κι αν είναι αυτή.
Τίποτα άλλο.
Οι πύλες αρχίζουν να ανοίγουν αργά, με έναν βαθύ, μεταλλικό ήχο. Ξανακοιτάζω την αντανάκλασή μου στον καθρέφτη, η έκφρασή μου είναι σφιγμένη, σχεδόν θυμωμένη. Χρειάζομαι να χαλαρώσω, αλλά ξέρω ότι δεν πρόκειται να συμβεί. Όχι με αυτή τη γυναίκα στο αυτοκίνητο.
Σβήνω τη μηχανή μόλις φτάνουμε μπροστά στην κύρια είσοδο και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Ο ήλιος πέφτει πάνω μου, αλλά δεν νιώθω τη ζέστη. Όλη μου η προσοχή είναι στραμμένη πίσω. Πηγαίνω από τη μεριά της και ανοίγω την πόρτα, όσο εκείνη στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της, σαν πεισματάρικο παιδί που αρνείται να κουνηθεί. Με κοιτάζει με ένα βλέμμα που δεν μπορώ να ερμηνεύσω. Ενοχλημένη, σίγουρα. Αλλά ίσως και λίγο διασκεδασμένη.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ρίχνοντας μια ματιά γύρω μου. Κανείς. Είμαστε μόνοι. Ύστερα σκύβω προς το ύψος της και παρατηρώ το βλέμμα της να σκοτεινιάζει για λίγο, αλλά δεν απομακρύνεται. «Θα βγεις μόνη σου έξω, ή θέλεις να σε πάρω με τον ίδιο τρόπο;» της ψιθυρίζω ήρεμα.
Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα από έκπληξη, αλλά γρήγορα ξαναβρίσκει την ψυχραιμία της. «Τολμάς να με ρωτάς κιόλας; Δεν σου έχει περάσει από το μυαλό ότι δεν θα ήθελα να με κουβαλήσεις ξανά σαν... σακί;»
Ένα αργό χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό μου. Δεν μπορώ να το ελέγξω. «Αν με άφηνες, δεν θα σε κουβαλούσα ποτέ σαν σακί. Έχω πολύ πιο... ευχάριστους τρόπους.»
Η έκφρασή της σκληραίνει, αλλά βλέπω την απόχρωση ενός κοκκινίσματος στα μάγουλά της. «Ευτυχώς, δεν με αφορούν οι φαντασιώσεις σου. Ας μείνουμε στους επαγγελματικούς όρους,» λέει.
«Κανένα πρόβλημα,» αποκρίνομαι, πλησιάζοντας λίγο περισσότερο, ώστε να την κοιτάξω απευθείας στα μάτια. «Αλλά αν συνεχίσεις να μου αντιστέκεσαι τόσο έντονα, μπορεί να αναθεωρήσω το τι σημαίνει επαγγελματική συμπεριφορά.»
Μένει σιωπηλή για μια στιγμή, αλλά τα μάτια της πετούν σπίθες. Δεν λέει τίποτα. Απλώς με σπρώχνει με το χέρι της στο στήθος, μια κίνηση που έχει περισσότερη ένταση απ' ό,τι θα περίμενα.
Κάνει μερικά γρήγορα βήματα έξω από το αυτοκίνητο και κατευθύνεται προς το σπίτι. Το μαύρο της φόρεμα ανεμίζει ελαφρώς, και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, πιάνω τον εαυτό μου να την παρακολουθεί πιο έντονα απ' όσο θα έπρεπε.
Και μετά, σταματάει απότομα.
«Αν γυρίσεις πίσω τώρα, πάει να πει ότι έχασες την πρώτη μάχη...» λέω, χωρίς να σκεφτώ. Είναι μια παρόρμηση, αλλά δεν μετανιώνω. Θέλω να δω πώς θα αντιδράσει. Θέλω να την τσιγκλήσω λίγο ακόμα, να φέρω στην επιφάνεια αυτό το εκρηκτικό ταμπεραμέντο που τόσο προσπαθεί να κρύψει.
Εκείνη γυρίζει απότομα και με κοιτάζει. «Δεν υπάρχει καμία "μάχη", Νταμιάνο. Αν μπορούσες να θυμηθείς τα βασικά του επαγγέλματός σου, θα μου έφερνες την τσάντα μου.»
Αυτό πόνεσε.
Σηκώνω αργά το φρύδι μου και της χαμογελάω πλατιά. Δεν μπορώ να κρατηθώ. Είναι πολύ διασκεδαστικό. «Ω, ζητάς χάρη τώρα; Θα έλεγα πως μάλλον παραδέχεσαι ότι με χρειάζεσαι,» λέω, όσο εκείνη σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της, σαν να προσπαθεί να υψώσει μια άμυνα. «Σε χρειάζομαι όσο χρειάζομαι ένα δεύτερο ζευγάρι χέρια.»
«Άρα, πάρα πολύ,» της αποκρίνομαι, καθώς αρχίζω να περπατάω προς το αυτοκίνητο. «Μην ανησυχείς. Θα σου φέρω την τσάντα σου... Κυρία.»
«Μην με αποκαλείς έτσι,» μου απαντά. «Δεν δουλεύεις για μένα, αλλά για τον πατέρα μου.»
«Ναι, αλλά ο πατέρας σου μου είπε να σε προσέχω. Και, ξέρεις, μερικές φορές, χρειάζεσαι... παραπάνω από απλή προστασία.» Προχωρώ προς το μέρος της, και όταν φτάνω κοντά της, της δίνω την τσάντα, αλλά δεν την αφήνω αμέσως, την κρατάω λίγο περισσότερο, αρκετά ώστε να αναγκαστεί να την τραβήξει μόνη της.«Ή μπορείς πάντα να μου ζητάς ευγενικά να σε βοηθήσω. Ίσως αν έλεγες "παρακαλώ", να σου έκανε καλό.»
Εκείνη με κοιτάζει έντονα και της χαμογελάω πλατιά. Δεν μπορώ να το ελέγξω. «Κάποια στιγμή θα το πεις. Ας δούμε πόσο μπορείς να το αντέξεις,» συνεχίζω, καθώς γέρνω λίγο πιο κοντά, μειώνοντας την απόσταση μεταξύ μας.
«Στα όνειρά σου, ίσως. Αν περιμένεις από εμένα να σου κάνω τη χάρη, θα μείνεις με την όρεξη,»μου λέει, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν προσπαθεί να πείσει εμένα ή τον εαυτό της. Η φωνή της είναι σταθερή, αλλά εγώ ακούω κάτι άλλο κάτω από την επιφάνεια, μια ανεπαίσθητη χροιά αβεβαιότητας. Είναι η πρώτη ρωγμή στην άψογη πανοπλία της. Ένα μικρό σημάδι ότι ίσως, έστω και λίγο, την επηρεάζω. Είναι σαν να παλεύει να διατηρήσει τον έλεγχο, και... ίσως θα έπρεπε να κάνω πίσω, να της δώσω τον χώρο που τόσο παλεύει να κρατήσει, αλλά δεν μπορώ. Δεν είναι μόνο το ότι με προκαλεί, είναι το ότι κάθε στιγμή μαζί της είναι σαν ένα παιχνίδι που δεν μπορώ να αφήσω. Ένα παιχνίδι που με τραβάει περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
Και ξαφνικά, αυτή η σκέψη με κάνει να χαμογελάσω. Γιατί, αν έχω δίκιο, τότε δεν παίζουμε μόνο το δικό μου παιχνίδι. Παίζουμε και το δικό της. Χωρίς να το σκεφτώ, σηκώνω αργά το χέρι μου και ακουμπάω την άκρη του δαχτύλου μου στο μαύρο φόρεμά της, κοντά στον ώμο. Δεν είναι μια χειρονομία που έχω σχεδιάσει. Είναι παρόρμηση.
Γιατί το κάνω; Δεν ξέρω. Ίσως για να τη δοκιμάσω. Ίσως για να δείξω ότι, ακόμα κι όταν προσπαθεί να κρατήσει τις αποστάσεις, δεν μπορεί να με κάνει να υποχωρήσω. Ή ίσως επειδή κάθε ίνα του εαυτού μου μου λέει ότι η επαφή αυτή—όσο ελαφριά κι αν είναι—θα ανάψει κάτι που και οι δύο προσπαθούμε να αγνοήσουμε εδώ και καιρό.
«Πρόσεχε μόνο μην αφήσεις την όρεξή σου να σε προδώσει πρώτη,» ψιθυρίζω, όσο εκείνη κάνει ένα βήμα πίσω, σαν να χρειάζεται να δημιουργήσει χώρο ανάμεσά μας για να ξαναβρεί την ισορροπία της.
«Αν έχεις τελειώσει με τα παιχνιδάκια σου, έχω άλλα πράγματα να κάνω,» λέει, προσπαθώντας να ακουστεί αδιάφορη.
«Ναι, σίγουρα... Αλλά θα έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιος θα κερδίσει τελικά.»
Με μια τελευταία ματιά, αυτή τη φορά γεμάτη προειδοποίηση, κάνει μεταβολή για να μπει μέσα. Προχωράω μαζί της στο σπίτι, λίγο πιο πίσω από εκείνη. Η πλάτη της είναι ίσια, γεμάτη πείσμα, και το κεφάλι της ψηλά, σαν να έχει κερδίσει κάποια άτυπη μάχη που μόνο εκείνη γνωρίζει. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ τη γραμμή του λαιμού της, το πώς το μαύρο φόρεμα αγκαλιάζει το σώμα της, αφήνοντας ελάχιστα στη φαντασία. Ανάθεμά την... με τρελαίνει και μόνο η παρουσία της.
Στην κορυφή της σκάλας, ο πατέρας της μας περιμένει, με τα χέρια του σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του. Το βλέμμα του πέφτει πρώτα στην κόρη του και μετά σε μένα. «Νταμιάνο, είμαστε εντάξει,» λέει, και χωρίς δεύτερη κουβέντα, κάνω μεταβολή και βγαίνω έξω.
Δεν είχα όρεξη να τον ακούω, ούτως ή άλλως...
Μόλις κάθομαι πίσω από το τιμόνι, χτυπάω τα χέρια μου με δύναμη πάνω του.
Θυμάται άραγε...;
Θυμάται τη νύχτα που την πήγα στο νοσοκομείο πανικόβλητος; Θυμάται όλες εκείνες τις φορές που της έδειξα το ενδιαφέρον μου, χωρίς να ζητήσω τίποτα σε αντάλλαγμα;
Μάλλον όχι. Ή ίσως να θυμάται, αλλά να μην της καίγεται καρφί. Είναι δυνατόν να μην την αγγίζει τίποτα; Να μη βλέπει τίποτα πέρα από αυτό που θέλει να δει;
Σφίγγω το τιμόνι με ακόμη περισσότερη δύναμη. Πρέπει να συγκεντρωθώ. Πρέπει να βρω τρόπο να πάρω το κολιέ. Αυτό έχει σημασία. Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Όχι εκείνη. Όχι το άρωμά της, το χαμόγελό της, το πείσμα της. Όχι ο τρόπος που το μαύρο φόρεμα αγκαλιάζει τους γοφούς της ή που οι ανάσες της γίνονται ακανόνιστες όταν τη φέρνω στα όριά της.
Αλλά γαμώτο... αυτή η γυναίκα με τρελαίνει, με θυμώνει, με προκαλεί. Και με ανάβει... Πόσο με ανάβει. Η εικόνα της στοιχειώνει τις σκέψεις μου. Τα χείλη της, το δέρμα της, φαίνεται τόσο απαλό, σχεδόν εύθραυστο, σαν να με προκαλεί να το αγγίξω.
Πρέπει να σταματήσω. Πρέπει να εστιάσω στο κολιέ. Στην αποστολή. Αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να συγκεντρωθώ, η εικόνα της επιστρέφει, πιο έντονη, πιο ενοχλητική. Πιο ακαταμάχητη.
«Γαμώτο, Μπριάννα,» ψιθυρίζω στον εαυτό μου, χτυπώντας το τιμόνι ξανά. Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να την ξεχάσω. Αλλά όσο πιο πολύ το προσπαθώ, τόσο πιο πολύ εισβάλλει στις σκέψεις μου.
Σφίγγω τα δόντια μου, βάζω μπρος τη μηχανή, και φεύγω. Τουλάχιστον αν οδηγώ, ίσως να καταφέρω να ξεφύγω για λίγο.
Από εκείνη. Από μένα. Από όλα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top