Κεφάλαιο 2

Νιώθω σαν ένα αόρατο φορτίο να πιέζει τους ώμους μου καθώς οδηγώ σιωπηλά το αυτοκίνητο μέσα από τους σκοτεινούς, ερημικούς δρόμους προς την έπαυλη του Στόουν. Ο πατέρας μου κάθεται δίπλα από εμένα, στη θέση του συνοδηγού, αμίλητος. Είναι η πρώτη φορά εδώ και ώρα που δεν μιλάει. Ευτυχώς. Τα δάχτυλά του, όμως, χτυπούν νευρικά πάνω στο γόνατό του. Δεν τολμάει να πει κουβέντα, αλλά η αγωνία του είναι σαν να μουδιάζει τα πάντα γύρω μας.

Οι άσχημες σκέψεις που στριφογυρίζουν αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου, είναι σαν δηλητηριώδη έντομα που δεν μπορώ να εξολοθρεύσω. Ο Ρίτσαρντ. Ο Μεντόζα. Η Μπριάννα. Ο πατέρας μου. Πώς στο διάολο μπλέχτηκα έτσι; Είναι σαν μια καλοστημένη αλυσίδα από σκατά, κι εγώ είμαι δεμένος ακριβώς στη μέση της.

Πώς άφησα τα πράγματα να φτάσουν μέχρι εδώ...;

Όσο τον κοιτάζω, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να τον συγχωρήσω. Ούτε για την ανικανότητά του, ούτε για την κατεστραμμένη ζωή που μου φόρτωσε. Όμως τώρα, η σκέψη ότι ο Μεντόζα έχει βάλει στο στόχαστρο τη Μπριάννα... αυτό είναι κάτι άλλο. Δεν θα το αφήσω να συμβεί. Όχι επειδή χρωστάω κάτι στον πατέρα μου. Όχι επειδή είμαι ένας καλός Σαμαρείτης που θέλει να προστατεύσει την κόρη ενός άλλου διεφθαρμένου μαλάκα μαφιόζου. Αλλά επειδή...

Επειδή εκείνη δεν το αξίζει αυτό...

Κάθε φορά που την σκεφτόμουν, την έβλεπα μπροστά μου με εκείνο το ναζιάρικο χαμόγελο, που πάντα με τρέλαινε. Η Μπριάννα είναι όντως πρόβλημα. Αλλά είναι το δικό μου πρόβλημα. Και αν κάποιος θέλει να την πειράξει, θα πρέπει πρώτα να περάσει από μένα.

«Κοίτα, γιε μου, ίσως—» ξεκινάει να λέει ο πατέρας μου, αλλά τον κόβω με μια απότομη κίνηση του χεριού.

«Μην τολμήσεις,» του λέω. Η φωνή μου είναι σκληρή, παγωμένη. «Μην τολμήσεις να πεις τίποτα. Αυτό το χάος είναι δικό σου. Κάτσε ήσυχος και άσε με να το διαχειριστώ όπως θέλω εγώ.»

Δεν βγάζει ξανά άχνα.

Η έπαυλη του Ρίτσαρντ ξεπροβάλλει μπροστά μας, τεράστια και επιβλητική, σαν ένα μνημείο πλούτου και δύναμης που στέκεται αγέρωχο. Οι βαριές σιδερένιες πύλες ανοίγουν αργά μπροστά μας, και το αυτοκίνητο κυλάει μέσα στη μεγάλη αυλή. Καλοκουρεμένα δέντρα, στοιχισμένα σαν φρουροί, μας οδηγούν στην είσοδο.

Ένας άντρας μας περιμένει εκεί. Ο Σεμπάστιαν. Ή αλλιώς... η σκιά του Ρίτσαρντ. Ένας άνθρωπος που έχει κάνει την αφοσίωση επάγγελμα και την ψυχρότητα τρόπο ζωής. «Ο κύριος Στόουν σας περιμένει στο γραφείο του,» λέει ξερά, χωρίς χαιρετισμό, χωρίς χαμόγελο.

Τον ακολουθούμε μέσα στην έπαυλη, με τα βήματά μας να αντηχούν στον διάδρομο με τα μαρμάρινα πατώματα. Μπαίνουμε στο γραφείο του Ρίτσαρντ. Ένα τεράστιο δωμάτιο γεμάτο από βαριά ξύλινα έπιπλα, και ράφια με βιβλία που μάλλον δεν έχει διαβάσει κανείς.

Εκείνος κάθεται πίσω από το γραφείο του. Φοράει ένα άψογο κοστούμι και με κοιτάζει μ' εκείνο το βλέμμα που πάντα με κάνει να νιώθω ότι με διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο. Ο πατέρας μου σκύβει το κεφάλι του ελαφρά και εγώ νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στο δικό μου το κεφάλι.

Αν υπάρχει ένας στόχος στη ζωή μου, είναι να μην του μοιάσω ποτέ.

«Νταμιάνο,» λέει ο Ρίτσαρντ, κουνώντας το κεφάλι του σε έναν αμυδρό χαιρετισμό. «Χαίρομαι που ήρθες. Ελπίζω να σε βρίσκω καλά.»

Δεν απαντάω. Κάθομαι στην καρέκλα απέναντί του και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου.

«Πάω κατευθείαν στο θέμα,» συνεχίζει εκείνος. «Ξέρω ότι οι καταστάσεις δεν είναι ιδανικές, αλλά χρειάζομαι κάποιον που να μπορώ να εμπιστευτώ.»

«Δεν νομίζω ότι είμαι ο κατάλληλος για αυτή την κατηγορία,» αποκρίνομαι ψυχρά.

«Δεν μιλάω για σένα. Μιλάω για τον πατέρα σου.»

Αν μπορούσα να εκφραστώ ελεύθερα, θα είχα ξεραθεί στα γέλια.

«Αλήθεια; Αυτός είναι ο άνθρωπος που εμπιστεύεσαι; Ενδιαφέρον,» του αποκρίνομαι και πάλι, και εκείνος χαμογελάει αχνά, αλλά πονηρά.

«Μην νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι έχει κάνει λάθη, αλλά η ιστορία του μαζί μου κρατάει χρόνια. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν πρόκειται μόνο για εσάς τους δύο. Είναι η κόρη μου που με ανησυχεί,» λέει, και νιώθω ένα επίπονο σφίξιμο στο στομάχι.

«Τι εννοείτε;»

«Οι πληροφορίες που έχουμε δείχνουν ότι ο Μεντόζα μπορεί να κινηθεί εναντίον της. Είναι θέμα χρόνου. Δεν μπορώ να το ρισκάρω. Χρειάζομαι κάποιον να την προστατεύσει.»

«Και γιατί εγώ;»

«Επειδή δεν υπάρχει καλύτερος. Και επειδή... πληρώνω καλά,» συμπληρώνει, και όσο εγώ ετοιμάζομαι να του πω να βρει κάποιον άλλο, το κινητό του αρχίζει να δονείται επάνω στο γραφείο. Εκείνος ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην οθόνη και σηκώνεται.

«Σκέψου το,» αποκρίνεται, βγαίνοντας από το δωμάτιο και μόλις η πόρτα κλείνει πίσω του, ο πατέρας μου δεν χάνει χρόνο για να πεταχτεί.

«Νταμιάνο, είναι ευκαιρία. Μπορείς να της κάνεις τα γλυκά μάτια, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη της και—»

«Σκάσε!» του λέω απότομα. «Δεν θα την αγγίξεις. Δεν θα τη χρησιμοποιήσεις. Κατάλαβες;»

«Έλα τώρα, μια χαρά θα είναι,» αποκρίνεται χαμηλόφωνα. «Θα της πάρεις απλά το κολιέ και θα έχεις και αρκετό χρόνο να περάσεις μαζί της. Μην κάνεις ότι δεν σε νοιάζει. Σε έχω δει πώς την κοιτάς κάθε φορά που την βλέπεις.»

Νιώθω την φλέβα στον κρόταφό μου να χτυπάει δυνατά. Θέλω να τον χτυπήσω, αλλά κρατιέμαι.

«Δεν θα κάνεις κουμάντο στη ζωή μου,» λέω δείχνοντάς τον με το δάχτυλό μου, αλλά η συζήτησή μας διακόπτεται απότομα όταν ο Ρίτσαρντ επιστρέφει. Κοιτάζει πρώτα τον πατέρα μου, και μετά εμένα.

«Λοιπόν; Το σκέφτηκες;» ρωτάει, και πριν καν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, ο πατέρας μου παίρνει τον λόγο.

«Ναι, ναι. Θα το κάνει. Είναι μέσα!»

Τα χέρια μου σφίγγονται σε γροθιές, και ο Ρίτσαρντ χαμογελάει ευχαριστημένος. «Εξαιρετικά. Ξεκινάς αύριο το πρωί,» λέει, αλλά πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, ο πατέρας μου πετάγεται ξανά.

«Δεν θα το μετανιώσεις, Ρίτσαρντ. Ο Νταμιάνο μπορεί να είναι δύσκολος, αλλά όταν αναλαμβάνει κάτι, το τελειώνει,» αποκρίνεται, καθώς γυρίζει να με κοιτάξει με ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, όσο εγώ νιώθω ακόμη τη φλέβα στον κρόταφό μου να χτυπάει σαν τύμπανο. «Μην μιλάς για μένα σαν να μην είμαι εδώ,» του απαντάω μέσα από τα δόντια μου. Προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, αλλά εκείνος είναι σαν να με προκαλεί σε κάθε ευκαιρία που βρίσκει.

Και κάπως έτσι... για άλλη μια φορά, βλέπω τη ζωή μου να μπλέκεται σε ένα χάος που δεν έχω επιλέξει...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top