Κεφάλαιο 16
Ο πίνακας βρίσκεται ακόμα στο κάθισμα του συνοδηγού, καλυμμένος με ένα μαύρο ύφασμα, ενώ το βλέμμα μου πέφτει πάνω του κάθε φορά που σταματώ στο φανάρι, σαν να με προκαλεί να τον κοιτάξω. Ένα έργο που δε θα έπρεπε να υπάρχει, και σίγουρα δε θα έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια οποιουδήποτε άλλου εκτός από εμένα.
Το πώς έφτασε στα χέρια μου; Μια απερίσκεπτη κίνηση, αλλά αναγκαία...
Έφτασα στη γκαλερί λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Το φως από τους προβολείς έδινε στα έργα στους τοίχους μια σχεδόν απόκοσμη λάμψη. Ήξερα τι έψαχνα. Ο πίνακας της Μπριάννα. Και προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν ακόμα εκεί, στη θέση του.
Εκείνος που δεν περίμενα να δω ήταν ο Τζόνι. Καθόταν σε μια γωνία με μια κούπα καφέ στο χέρι και κάτι που έμοιαζε με σημειωματάριο μπροστά του. Ύψωσε το βλέμμα του και με κοίταξε με μισόκλειστα, κουρασμένα μάτια όταν μπήκα. «Καλησπέρα,» είπε αφηρημένα, σαν να με αναγνώριζε αμυδρά.
«Καλησπέρα,» απάντησα, κρατώντας τη φωνή μου ουδέτερη. Ήξερα ποιος ήταν ο Τζόνι. Ο ζωγράφος του πίνακα. Γνωριστήκαμε στα εγκαίνια λίγες ώρες νωρίτερα. Εκείνος με κοίταξε πιο προσεκτικά,σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος ήμουν. «Συναντηθήκαμε νωρίτερα στα εγκαίνια,» του είπα ξερά.
«Α, ναι,» μου αποκρίθηκε με ένα αδύναμο χαμόγελο. «Προστασία της Μπριάννα, σωστά; Λοιπόν, τι σε φέρνει εδώ τέτοια ώρα;»
«Χρειάζομαι έναν πίνακα,» αποκρίθηκα χωρίς να χάσω χρόνο. «Αυτόν εκεί,» συμπλήρωσα δείχνοντας προς το βάθρο, όπου ο πίνακας της Μπριάννα στεκόταν ακόμα καλυμμένος με ένα προστατευτικό γυαλί.
Τα μάτια του ακολούθησαν την κατεύθυνση του χεριού μου και συνοφρυώθηκε. «Τον πίνακα της Μπριάννα;»
«Ναι. Τον χρειάζομαι.»
Ο Τζόνι σήκωσε τα φρύδια του. «Κοίτα, φίλε, δεν ξέρω γιατί, αλλά ο πίνακας αυτός δεν είναι διαθέσιμος πλέον. Έχει ήδη πουληθεί.»
«Το ξέρω,» του είπα. «Αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Πρέπει να τον πάρω.»
Εκείνος αναστέναξε και ακούμπησε την κούπα του στο τραπέζι. «Καλέ μου, αυτό που ζητάς δεν είναι απλό. Δεν είναι δικός μου πια. Ανήκει στον Ράιαν. Ξέρεις τι θα συμβεί αν κάποιος μάθει ότι έφυγε από εδώ χωρίς τη συναίνεσή του;»
«Δε με νοιάζει ο Ράιαν.»
Ο Τζόνι με κοίταξε, προσπαθώντας να διαβάσει το πρόσωπό μου. «Και γατί να το κάνω αυτό για εσένα; Μόλις γνωριστήκαμε.»
«Δεν έχει σημασία. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι ότι ο πίνακας δεν πρέπει να φτάσει στα χέρια του. Αν αυτό συμβεί, θα δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα. Για όλους μας.»
Εκείνος έτριψε το πρόσωπό του και γέλασε νευρικά. Ήταν το τρίτο άτομο που έκανα να γελάσει σήμερα... αλλά το γέλιο του, ήταν διαφορετικό, σχεδόν αμήχανο. Δεν είχα ιδέα αν ο Τζόνι θα έλεγε "ναι" ή "όχι". Αλλά και μόνο η ιδέα να αρνηθεί... Αυτό θα ήταν μια μεγάλη ανοησία από την πλευρά του. Όλοι ξέρουν ποια είναι η Μπριάννα. Όλοι ξέρουν ποιος είναι ο πατέρας της. Και αφού δουλεύω για εκείνον, είναι σαν να δούλευα για τον ίδιο τον διάβολο.
«Αυτό που ζητάς είναι τρέλα. Και τι να πω; Ότι τον πήρες για... ποιον λόγο;»
«Πες πως τον πήρες πίσω για μια τελευταία διόρθωση. Είσαι ο καλλιτέχνης, σωστά;»
Ο Τζόνι με κοίταξε για λίγο σιωπηλός. «Ξέρεις, κανονικά, θα σε έδιωχνα τώρα. Αλλά κάτι πάνω σου μου λέει ότι δεν αστειεύεσαι.»
«Δεν αστειεύομαι.»
Για λίγη ώρα, φάνηκε να το σκέφτεται. Έπειτα σηκώθηκε από την καρέκλα του και προχώρησε προς το βάθρο. Με ένα βαριεστημένο ύφος, έβγαλε το προστατευτικό γυαλί και μου παρέδωσε τον πίνακα.
«Δε σε ξέρω, δε σε έχω δει.»
«Κατανοητό,» του είπα, παίρνοντας τον πίνακα στα χέρια μου. «Ευχαριστώ.»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να πει τίποτα άλλο, και γύρισε στον καφέ του.
(...)
Το επόμενο πρωινο με βρίσκει να χτυπάω την πόρτα της με μια επιμονή που ούτε εγώ καταλαβαίνω από πού προέρχεται. Κρατάω τον πίνακα στα χέρια μου, το ξύλο του σφιγμένο στα δάχτυλά μου σαν να είναι όπλο, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί. Από μέσα ακούγονται βήματα, και πριν προλάβω να σκεφτώ τι θα πω, η πόρτα ανοίγει απότομα.Εκείνη στέκεται μπροστά μου, με τα μαλλιά της λίγο ατημέλητα, και φοράει ένα σατέν νυχτικό με μικροσκοπικά κερασάκια.
Κερασάκια...
Μόνο αυτή θα μπορούσε να φοράει κάτι τόσο γλυκό και τόσο επικίνδυνο ταυτόχρονα. Η λεπτή ύφανση κολλάει στο δέρμα της, κάνοντας το βλέμμα μου να χαμηλώσει λίγο.Για μια στιγμή, κανείς μας δεν λέει τίποτα. Τα μάτια μου καρφώνονται πάνω της, και εκείνη, με ένα βλέμμα που δεν κατεβάζει ποτέ, με κοιτάζει σταθερά.
Το σατέν γυαλίζει στον ήλιο που περνάει από τα παράθυρα, και για πρώτη φορά εύχομαι να μην είχε ανοίξει την πόρτα. Γιατί τώρα πρέπει να πολεμήσω με τον εαυτό μου να μην κοιτάξω εκεί που θέλω. Να μην αφήσω το μυαλό μου να περιπλανηθεί σε μέρη όπου δεν έχει καμία δουλειά να βρίσκεται. Το νυχτικό της είναι γελοία μικρό, και το ύφασμα μοιάζει να τονίζει αντί να κρύβει οτιδήποτε. Και φυσικά, εκείνη το ξέρει. Όλα πάνω της είναι στρατηγικά τοποθετημένα.
Ξαφνικά, η σιωπή σπάει, αλλά όχι όπως περίμενα. Εκείνη εξακολουθεί να μην λέει τίποτα, μέχρι που σηκώνω τον πίνακα μπροστά της, και το βλέμμα της αλλάζει. Είναι σαν να την αιφνιδιάζω, αλλά μόνο για μια στιγμή.
«Μα, πώς...;» ξεκινάει να λέει, με τα μάτια της καρφωμένα στο αντικείμενο που κρατάω. Χαμογελάω αργά, αφήνοντας τον πίνακα να γλιστρήσει λίγο προς τα κάτω, ώστε να βλέπει καθαρά το πρόσωπό μου. «Απλά αναρωτιέμαι πώς σου ήρθε να αφήσεις τον εξαιρετικά χαρισματικό πρώην σου να αποκτήσει κάτι τέτοιο;» την ρωτάω, και τα χερια της σταυρώνονται μπροστά στο στήθος της, σαν να θέλει να αμυνθεί. «Α, ορίστε! Τελικά τον μελέτησες καλύτερα τον πίνακα!» απαντάει με το ίδιο ύφος. «Τι έγινε; Ζήλεψες που δεν ήσουν εσύ το... μοντέλο;»
Σφίγγω τα χείλη μου, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου. «Ζηλεύω εγώ; Μπα. Απλά προσπαθώ να καταλάβω πώς κατάφερες να αφήσεις τον Ράιαν να...» κάνω μια παύση και την κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω, δίνοντας έμφαση στη ματιά μου, «να σε έχει έτσι.»
Αυτό το νυχτικό. Αυτό το γαμημένο νυχτικό. Είναι σαν να το διάλεξε επίτηδες για να με κάνει να χάσω τον έλεγχο. Αλλά δεν θα της κάνω το χατίρι. Δεν θα της δώσω την ικανοποίηση να δει την έκρηξή μου. Το βλέμμα της, όμως, με προκαλεί. Είναι παιχνιδιάρικο, προκλητικό, και κάθε κίνηση που κάνει μοιάζει υπολογισμένη. Σαν να ξέρει ότι με εξουδετερώνει και να το απολαμβάνει.
«Έτσι, πώς δηλαδή;» ρωτάει με έναν τόνο αθώο αλλά και προκλητικό ταυτόχρονα.
«Έτσι, όπως το βλέπω,» λέω, και η φωνή μου είναι πιο σταθερή απ' ό,τι περίμενα. «Να σε παρουσιάζουν έτσι, σαν να είσαι το αγαπημένο τους αντικείμενο, ενώ ο Ράιαν απλώς ατενίζει σαν θεατής. Πόσο αφελής μπορεί να είσαι;»
Το χαμόγελό της γίνεται λίγο πιο σφιγμένο. «Και γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ, Νταμιάνο; Αν μου αρέσει να με βλέπουν έτσι ή όχι; Ίσως θα έπρεπε να σε ανησυχεί περισσότερο η δική σου αντίδραση, παρά η δική μου εικόνα.»
Ηρέμησε. Ηρέμησε, Νταμιάνο. Αυτό το κορίτσι έχει την ικανότητα να σε διαλύει με μια φράση. Εσύ, όμως, πρέπει να παραμείνεις ψύχραιμος. Δεν έχει ιδέα πόσο επικίνδυνα παίζει αυτή τη στιγμή. Δεν έχει ιδέα πόσο εύκολο θα ήταν να την κάνω να μετανιώσει κάθε λέξη που μόλις ξεστόμισε.
Σκύβω ελαφρώς προς το μέρος της, μειώνοντας την απόσταση μεταξύ μας. «Και γιατί να με νοιάζει εμένα τι κάνεις, πριγκίπισσα;» ρωτάω, η φωνή μου πιο ήσυχη αλλά γεμάτη εκνευρισμό. «Απλά, για την ιστορία, υπάρχουν πιο διακριτικοί τρόποι να τραβάς την προσοχή,» συμπληρώνω και εκείνη γελάει ελαφρά, σαν να της είπα κάτι αστείο. «Όπως το να έχω σωματοφύλακα που τρυπώνει στις... ιδιωτικές μου στιγμές και απαιτεί εξηγήσεις για το τι κάνω;» λέει με ένα πλατύ χαμόγελο που δείχνει να απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο της ενόχλησής μου.
Πλησιάζω ακόμα περισσότερο, τόσο που η ανάσα μου ακουμπάει σχεδόν το δέρμα της. Μπορώ να μυρίσω το αφρόλουτρό της. Καρύδα. Θέλω να την φάω ολόκληρη, αλλά πρέπει να συγκρατηθώ. Η ένταση μεταξύ μας είναι ηλεκτρισμένη, και ξέρω πως ό,τι κι αν πω, θα την πυροδοτήσει περισσότερο.
«Νομίζεις ότι με ενοχλεί επειδή δεν έχω δικαίωμα πάνω σου;» ρωτάω χαμηλόφωνα. Για μια στιγμή, το βλέμμα της τρεμοπαίζει, αλλά γρήγορα ανακτά τον έλεγχο, πλησιάζοντας το πρόσωπό της τόσο κοντά στο δικό μου, που δεν υπάρχει πλέον απόσταση.
«Όχι. Νομίζω ότι σε ενοχλεί επειδή ξέρεις πως... και να ήθελες, δεν θα μπορούσες να με έχεις, Νταμιάνο. Και αυτό είναι που σε τρελαίνει περισσότερο.»
Δεν μπορώ να την αγγίξω. Δεν μπορώ καν να την κοιτάξω άλλο. Είναι σαν να με πνίγει με την ίδια την ύπαρξή της. Θέλει να με τρελάνει, και ίσως το καταφέρνει. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα, δεν θα της δώσω αυτό που θέλει. Ακόμα κι αν το μόνο που θέλω είναι να τη διαψεύσω, να της δείξω ότι κανείς δεν μου λέει τι μπορώ και τι δεν μπορώ να έχω.
Τραβιέμαι απότομα, σαν να κόβω ένα αόρατο νήμα που μας κρατούσε δεμένους και σηκώνω τους ώμους.
«Ας μην κοροϊδευόμαστε, πριγκίπισσα. Εγώ απλώς κάνω τη δουλειά μου, τίποτα περισσότερο. Και μέρος της είναι να φροντίζω να μη μπλέκεσαι σε επικίνδυνες καταστάσεις.»
Εκείνη δεν απαντάει. Το χαμόγελό της είναι γεμάτο πρόκληση, δεν της δίνω άλλη ικανοποίηση. Την κοιτάζω για μια στιγμή ακόμα, και ύστερα στρέφομαι και βγαίνω από το δωμάτιο, αφήνοντάς τη μόνη με τον πίνακα που της έφερα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top