Κεφάλαιο 12
Ο δρόμος προς την γκαλερί ξετυλίγεται σαν ένα ακόμα κεφάλαιο της ίδιας ιστορίας που αρνούμαι να παραδεχτώ ότι θέλω να ζήσω. Την παρατηρώ από τον καθρέφτη, το κόκκινο φόρεμα αγκαλιάζει το σώμα της με έναν τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια στη φαντασία, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί κάθε είδους σκέψη. Το κολιέ λάμπει στον λαιμό της, σαν μια κατάρα που με ακολουθεί. Κάθε βλέμμα που της ρίχνω με κάνει να θυμάμαι γιατί βρίσκομαι εδώ...
Το κολιέ... πρέπει να γίνει δικό μου, με κάθε κόστος...
Φτάνουμε στην γκαλερί της Τζένιφερ, στο κέντρο του Μανχάτταν. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι με έργα τέχνης—μια συλλογή ανερχόμενων καλλιτεχνών, όπως λέει και το φυλλάδιο που μας έδωσε η υποδοχή. Τα χρώματα στους πίνακες κυματίζουν, οι σκιές παίζουν με το φως και οι φιγούρες μοιάζουν έτοιμες να ξεφύγουν από τον καμβά τους. Όλοι γύρω μας φαίνονται εντυπωσιασμένοι.
Όλοι, εκτός από εμένα.
«Ας κόψουμε αυτήν την κορδέλα και ας γιορτάσουμε την τέχνη!» αναφωνεί η Τζένιφερ με ενθουσιασμό. Τα χέρια της κόβουν την κορδέλα, και οι παρευρισκόμενοι χειροκροτούν δυνατά.
Περιπλανιόμαστε με την Μπριάννα ανάμεσα στα έργα. Εκείνη φαίνεται απορροφημένη. Τα μάτια της περιεργάζονται κάθε πίνακα με προσοχή, σαν να διαβάζει τα μυστικά του καλλιτέχνη. Εγώ πάλι, δεν μπορώ να κρύψω τη βαρεμάρα μου. «Πραγματικά; Νομίζω ότι όλοι αυτοί οι πίνακες είναι απλώς μια γελοία προσπάθεια να προκαλέσουν εντυπώσεις,» σχολιάζω, πίνοντας μια γουλιά από τη σαμπάνια μου. Εκείνη γελάει ελαφρά και με κοιτάζει με ένα βλέμμα που δεν ξέρω αν με κοροϊδεύει ή αν προσπαθεί να με πείσει. «Έλα τώρα, Νταμιάνο. Η τέχνη έχει τη δύναμη να μας μεταφέρει σε άλλες πραγματικότητες. Κάθε δημιουργία έχει τη δική της ψυχή,» λέει, καθώς μου δείχνει με το χέρι της, έναν πίνακα γεμάτο εκρηκτικά χρώματα και σχήματα που συγκρούονται. «Δες αυτόν εδώ!» συνεχίζει με ενθουσιασμό.
Κοιτάζω τον πίνακα. «Ναι, ο καλλιτέχνης μάλλον είχε μια καλή μέρα, ή ίσως είχε πιει λίγο παραπάνω. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι εκθειάζουν τέτοια πράγματα.»
«Γιατί οι άνθρωποι βλέπουν αυτό που δεν μπορείς,» απαντά εκείνη. «Βλέπουν τη συναισθηματική σύνδεση, τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από κάθε πινελιά. Δεν είναι απλώς χρώματα σε έναν καμβά,» συνεχίζει, κοιτάζοντάς με με τέτοιον τρόπο... έναν τρόπο που δεν μπορώ να περιγράψω...
Αυτό που βλέπω εγώ είναι πώς το κολιέ της παίζει ανάλογα με το φωτισμό, σαν να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου επίτηδες. Το φως χορεύει πάνω στα χαρακτηριστικά της, τονίζοντας κάθε γωνία του προσώπου της και το φόρεμά της... Θεέ μου, αυτό το φόρεμα... είναι μια καταστροφή για την αυτοσυγκράτησή μου. Εφαρμόζει πάνω της σαν να έχει ραφτεί με μοναδικό στόχο να με βασανίσει. Κάθε καμπύλη της τονίζεται ξεκάθαρα, με κάθε λεπτομέρεια να τραβάει το βλέμμα μου εκεί που δεν πρέπει. Και φυσικά, το κερασάκι στην τούρτα... δεν φοράει σουτιέν. Γιατί δεν φοράει σουτιέν...; Είναι σχεδόν εξοργιστικό το πώς το σώμα της διαγράφεται ξεκάθαρα. Είναι σαν να με προκαλεί σιωπηλά, να τεστάρει τα όριά μου. Και ξέρει ακριβώς τι κάνει.
Περπατάμε ανάμεσα στους πίνακες όταν ξαφνικά σταματώ, με το βλέμμα μου να κολλάει σε έναν συγκεκριμένο που βρίσκεται στη γωνία του δωματίου. Κάτι στον τρόπο που είναι φτιαγμένος με τραβάει κοντά του. Η Μπριάννα με παρατηρεί, ενώ πλησιάζω αργά.
«Εσύ είσαι αυτή;» ρωτάω, σχεδόν σοκαρισμένος.
Ο πίνακας δείχνει τη μορφή της, ημίγυμνη, τυλιγμένη σε ένα λευκό, ημιδιάφανο σεντόνι που με το ζόρι καλύπτει τα απαραίτητα. Σχεδόν ακούω τον καλλιτέχνη να γελάει με την ιδέα της "διακριτικότητας." Το ύφασμα πέφτει χαλαρά πάνω της, αφήνοντας ακάλυπτα αρκετά ώστε να προκαλέσει τη φαντασία μου να καλπάσει. Τα μαλλιά της πέφτουν μαλακά γύρω από το πρόσωπό της, σαν να έχουν χτενιστεί με τρόπο που να φαίνεται αβίαστα τέλειος. Αλλά ξέρω ότι τίποτα πάνω της δεν είναι τυχαίο. Το δέρμα της λάμπει, σαν να έχει αιχμαλωτίσει το φως και να το κάνει δικό της.
Κι αυτό το βλέμμα... έχει εκείνη την αινιγματική ποιότητα, σαν να με τραβάει να τη διαβάσω, να βρω το κρυμμένο της μυστικό. Αλλά δεν είναι μόνο ο πίνακας που μιλάει. Εγώ ξέρω καλύτερα. Ξέρω πώς είναι όταν αυτό το βλέμμα σου καρφώνεται κατευθείαν στην ψυχή. Ξέρω πώς αυτό το φαινομενικά αθώο παιχνίδι μεταξύ μας γίνεται κάτι πολύ πιο επικίνδυνο.
Κι εκείνη... Πώς διάολο συμφώνησε να ποζάρει έτσι; Ήταν άνετη; Ένιωθε περήφανη; Και ποιος ήταν αυτός ο καλλιτέχνης που είχε την τύχη να είναι αρκετά κοντά της για να δημιουργήσει κάτι τέτοιο;
Σκέφτομαι τα χέρια του πάνω στο πινέλο, να χαράζουν με προσοχή τις λεπτομέρειες του σώματός της...
Το σεντόνι. Το στήθος της διαγράφεται ελαφρώς από κάτω, οι καμπύλες της ακολουθούν τη γραμμή που τράβηξε ο καλλιτέχνης, σαν να ήθελε να προκαλέσει τη φαντασία, χωρίς να ξεπερνάει τα όρια. Αλλά εγώ μπορώ να συμπληρώσω το κενό, και ο τρόπος που το σώμα της παρουσιάζεται τόσο... εκτεθειμένο με αφήνει με μια αίσθηση που δε θα έπρεπε να έχω... όχι εδώ, όχι τώρα.
Και τώρα τι; Να της πω ότι το έργο είναι προκλητικό; Να της πω ότι το σεντόνι αυτό μοιάζει με αστειότητα όταν πρόκειται για εκείνη; Ή μήπως να της πω ότι δεν αντέχω να τη βλέπω έτσι, γιατί δεν είναι μόνο ο καλλιτέχνης που είχε την τύχη να τη φανταστεί έτσι. Είναι ολόκληρη η εικόνα της, που τώρα καίγεται μέσα στο μυαλό μου.
Στρέφω το κεφάλι μου προς το μέρος της, αλλά μερικά δευτερόλεπτα πριν μιλήσω, την παρατηρώ, είναι σαν να προσπαθεί να αποφεύγει να με κοιτάξει στα μάτια. «Μάλλον το καταλαβαίνεις,» λέει ήσυχα. «Απλώς ένας καλλιτέχνης αποτύπωσε μια στιγμή.»
«Αλήθεια;» αποκρίνομαι, με το ένα φρύδι μου σηκωμένο. «Η Τζένιφερ σε ζωγράφισε, έτσι;»
«Όχι,» απαντά. «Ένας συμφοιτητής μου. Τουλάχιστον έχει ταλέντο.»
«Και έκανες τον κόπο να καθίσεις να σε ζωγραφίσει γυμνή;»
«Είναι τέχνη, Νταμιάνο. Δεν σκέφτονται όλοι με τον ίδιο τρόπο που σκέφτεσαι εσύ. Ήταν απλώς μια καλλιτεχνική έκφραση.»
Το βλέμμα μου γλιστράει ξανά πάνω στον πίνακα. «Σίγουρα. Και ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να σήμαινε αυτή η 'καλλιτεχνική έκφραση' για εκείνον... μάλλον ήξερε πώς να αναδείξει τις καλύτερες πλευρές σου.» Η φωνή μου βγαίνει πιο αιχμηρή απ' όσο θα ήθελα. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως διαγράφεται η ρόγα της τσιτωμένη μέσα από το σεντόνι του πίνακα.
Το αίμα μου κοχλάζει. Ζηλεύω. Και αυτό είναι το χειρότερο.
Δεν απαντά. Το βλέμμα της έχει κολλήσει κάπου μακριά, αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, ένας τύπος εμφανίζεται από το πουθενά.
«Καλησπέρα!» λέει ενθουσιασμένος, με το χαμόγελό του να απλώνεται από άκρη σε άκρη. «Πώς σας φαίνεται το έργο μου;»
Από την πρώτη στιγμή που τον βλέπω να πλησιάζει, καταλαβαίνω. Ο τρόπος που κινείται, οι λεπτές, θηλυπρεπείς κινήσεις του... δεν υπάρχει αμφιβολία. Το βλέμμα του γλιστρά πάνω μου, σχεδόν φιλικά, προτού επιστρέψει ξανά σε εκείνη, γεμάτο θαυμασμό, και ξαφνικά κάτι μέσα μου χαλαρώνει. Μια αίσθηση ικανοποίησης—ή μήπως ανακούφισης;—με διαπερνά. Είναι σχεδόν αστείο πως ένα τόσο απλό συμπέρασμα μπορεί να αλλάξει τη διάθεση. Ο τύπος αυτός δεν είναι απειλή. Και αυτό, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται, κάνει τα πράγματα... πιο εύκολα.
«Αχ, πολύ όμορφο έργο, έτσι; Η Μπριάννα είναι εκπληκτική!» συνεχίζει.
«Είναι ένα αριστούργημα,» λέω, και χωρίς να καταφέρω να το ελέγξω, η φωνή μου βγαίνει λιγάκι ειρωνική, όμως ο τύπος δεν χάνει το χαμόγελό του και συνεχίζει.
«Ακριβώς! Αυτό το κομμάτι είναι μοναδικό! Και το καλύτερο; Λίγα λεπτά νωρίτερα, κάποιος το αγόρασε για 40.000 δολάρια!»
«Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο τυχερός;» ρωτάω, κρύβοντας την ενόχλησή μου. Εκείνος κάνει μια κίνηση με το χέρι του και χαμογελά ακόμα πιο πλατιά.
«Αχ, είναι ο Ράιαν!» αποκρίνεται, γεμάτος ενθουσιασμό.
Το όνομά του αρκεί για να μου ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Ο Ράιαν. Ο Ράιαν που πάντα βρίσκεται εκεί που δεν πρέπει. Αυτός ο τύπος ξεφυτρώνει σαν τα μανιτάρια.
«Πολύ ενδιαφέρουσα επιλογή,» σχολιάζει η Μπριάννα, προσπαθώντας να φανεί χαλαρή.
«Φαίνεται ότι ο Ράιαν ξέρει πώς να αναγνωρίσει την αξία της τέχνης,» σχολιάζω, και το βλέμμα μου πέφτει ξανά πάνω της.
«Είναι ένας επενδυτής, δεν είναι;» προσθέτει, με ένα αμήχανο γέλιο. «Πάντα αναζητά την τέχνη που κρύβει αξία...»
«Και προφανώς έχει εξαιρετικό γούστο,» συμπληρώνω, με το βλέμμα μου να γλιστρά ξανά πάνω της. Το αίμα μου βράζει, αλλά πρέπει να συγκρατηθώ. Όχι για μένα. Για το σχέδιό μου. Για το χρέος του πατέρα μου. Για το κολιέ της που πρέπει να περάσει στα χέρια μου, είτε το θέλει είτε όχι.
Δεν λέει τίποτα, αλλά αισθάνομαι τα μάτια της να μελετούν προσεκτικά κάθε μου κίνηση. Είναι έξυπνη. Ξέρει ότι κάτι κρύβω. Κι όμως, δεν μπορώ να σταματήσω να τη θέλω. Θέλω να αρπάξω το κολιέ της, αλλά θέλω επίσης να αρπάξω κι εκείνη.
Ο τύπος συνεχίζει να μιλάει για τον πίνακα και τον Ράιαν, αλλά εγώ δεν ακούω. Το μόνο που βλέπω είναι εκείνη. Κάθε της κίνηση, κάθε της βλέμμα είναι σαν να με προκαλεί. Αρνείται ακόμη να το παραδεχτεί, όμως εγώ ξέρω ότι με προσέχει, ότι δεν της είμαι αδιάφορος.
Και αυτό είναι το χαρτί που πρέπει να παίξω...
Αλλά η γραμμή είναι λεπτή. Αν παρασυρθώ, θα χάσω. Θα χάσω το κολιέ. Και, το χειρότερο απ' όλα, ίσως χάσω και εκείνη. Θέλω να την κάνω να παραδοθεί. Όχι μόνο στο σχέδιό μου, αλλά σε εμένα...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top