Κεφάλαιο 1

Ο αέρας έξω από το καζίνο είναι δροσερός, γεμάτος με τη φρεσκάδα μιας ήρεμης νύχτας. Ο ουρανός, στολισμένος με αστέρια, σου δίνει την ψευδαίσθηση μιας ξέγνοιαστης βραδιάς, σε απόλυτη αντίθεση με τη βαριά ατμόσφαιρα που αφήσαμε πίσω μας. Το μυαλό μου βουίζει από τις μαλακίες του πατέρα μου και τις απαιτήσεις του Μεντόζα. Προχωράω γρήγορα μπροστά, με τα χέρια στις τσέπες, όσο εκείνος με ακολουθεί κουρασμένος, σαν να κουβαλάει όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του.

«Δεν υπάρχει περίπτωση!» λέω, καθώς σταματάω απότομα και γυρίζω προς το μέρος του. «Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο! Βγάλ' τα πέρα μόνος σου, αν έχεις ακόμα λίγη αξιοπρέπεια!»

Ο πατέρας μου με κοιτάζει με μάτια γεμάτα απελπισία. Τα χέρια του τρέμουν ελαφρώς, και έχει πάρει αυτό το βλέμμα... το βλέμμα κάποιου που βρίσκεται σε αδιέξοδο. «Νταμιάνο, σε παρακαλώ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Δεν καταλαβαίνεις... ο Μεντόζα δεν αστειεύεται. Θα μας καταστρέψει.»

«Θα μας καταστρέψει;!» του φωνάζω. «Εμένα με έχεις καταστρέψει ήδη εσύ, δεν νομίζεις; Και στο φινάλε, εσύ έμπλεξες σε όλα αυτά, όχι εγώ. Εσύ τον άφησες να σου χρεώσει τη ζωή σου. Και τώρα τι, θέλεις να πληρώσω εγώ τα λάθη σου;»

«Δεν ήθελα να γίνει έτσι, γιε μου...» λέει με τρεμάμενη φωνή. «Αλλά δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου.»

«Ακριβώς!» τον διακόπτω, προχωρώντας ένα βήμα πιο κοντά του. «Δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου, όπως δεν μπορούσες να σκεφτείς μόνος σου όταν αποφάσισες να μπλέξεις μαζί του. Τι σκεφτόσουν, ρε πατέρα; Είχες την παραμικρή ιδέα με ποιον έμπλεκες;»

Δεν απαντάει αμέσως. Κοιτάζει κάτω, και δεν ξέρω αν το βλέμμα του είναι γεμάτο ντροπή, ή σκέφτεται πως να συνεχίσει για να με πείσει, κι αυτό με εξοργίζει ακόμα περισσότερο.

«Τι σκεφτόσουν;!» του φωνάζω ξανά, πιο δυνατά αυτή τη φορά, τόσο που οι ελάχιστοι περαστικοί γύρω μας, κοιτάζουν για μια στιγμή προς το μέρος μας πριν συνεχίσουν τον δρόμο τους. «Δουλεύεις για τον Ρίτσαρντ εδώ και χρόνια. Ήξερες με ποιον είχες να κάνεις! Ήξερες ότι κάποια στιγμή θα γινόταν αυτό. Και τώρα τι; Θες να βγάλω εγώ το φίδι απ'την τρύπα;!»

«Έχεις δίκιο, Νταμιάνο!» λέει σχεδόν με κραυγή. «Δεν ήξερα που θα οδηγούσε αυτό. Νόμιζα... νόμιζα ότι μπορούσα να τα ελέγξω όλα. Αλλά δεν μπορώ. Και τώρα είναι πολύ αργά.»

Τα λόγια του με χτυπάνε σαν γροθιά στο στομάχι, και για μια στιγμή νιώθω να χάνω τον έλεγχο. Θέλω τόσο πολύ να τον βρίσω, να τον παρατήσω εκεί μόνο του! Αλλά κάτι μέσα μου με σταματάει. Είναι ο πατέρας μου, όσο κι αν τον κατηγορώ. Κι αυτή η απελπισία στα μάτια του... γαμώ το στανιό μου, δεν μπορώ να την αγνοήσω!

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον θυμό μου. «Ωραία,» λέω τελικά, με τη φωνή μου να παραμένει ψυχρή. «Ας πούμε ότι το κάνω. Πώς ακριβώς θα το κάνω;»

Ο πατέρας μου ανασηκώνεται ελαφρώς, σαν να βλέπει μια αχτίδα ελπίδας. «Ο Μεντόζα... φρόντισε για αυτό,» λέει αργά.

«Τι εννοείς;» τον ρωτάω, κοιτάζοντάς τον καχύποπτα.

«Το κολιέ... δεν είναι στον Στόουν,» λέει. «Η κόρη του το έχει. Η Μπριάννα. Αυτή το φοράει τώρα.»

Αυτό το όνομα με κάνει να σταματήσω. Η Μπριάννα. Η γυναίκα που για κάποιο περίεργο λόγο δεν μπόρεσα ποτέ να βγάλω από το μυαλό μου. Έχω να την δω μήνες—μπορεί και χρόνο, αλλά τη θυμάμαι σαν να την είδα τελευταία φορά χθες. Με τα καστανά της μαλλιά να πέφτουν ανέμελα στους ώμους της, το φωτεινό της χαμόγελο και αυτά τα αλεπουδίσια μάτια της, που πάντα έκρυβαν κάτι, σαν να σε προκαλούσαν να μαντέψεις τι σκέφτεται. Ήταν μια έλξη που δεν μπορούσα να εξηγήσω καθόλου, αν και νομίζω ότι της το είχα δείξει μερικές φορές. Δεν ήταν μόνο όμορφη· ήταν επικίνδυνη. Ήξερε πώς να σε κάνει να την προσέξεις, να την ποθήσεις, χωρίς να σου αφήσει την παραμικρή ελπίδα να την πλησιάσεις περισσότερο απ' όσο εκείνη ήθελε. Κι αυτό ήταν που με τράβηξε. Όχι μόνο η ομορφιά της, αλλά και αυτή η αίσθηση ότι ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά από μένα. Δεν ήταν απλώς μια γυναίκα. Ήταν η φλόγα που ήθελες να αγγίξεις, παρ' όλο που ήξερες ότι θα καείς. Και για καιρό, αυτή η φλόγα έμενε αναμμένη μέσα μου. Αλλά τώρα... τώρα όλα έχουν αλλάξει.

Σφίγγω τα χείλη μου και γυρίζω ξανά προς τον πατέρα μου. «Ξέχασέ το,» του λέω κοφτά.

«Νταμιάνο, δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό!» επιμένει εκείνος, και η φωνή του βγαίνει γεμάτη απελπισία.

«Δεν πρόκειται να πληρώσω τα δικά σου λάθη, πατέρα. Αν θες να σωθείς, βρες κάποιον άλλο.»

«Δεν υπάρχει άλλος! Δεν καταλαβαίνεις; Ο Μεντόζα έχει ήδη αρχίσει να κινείται. Η Μπριάννα...» Σταματάει απότομα, σαν να σκέφτεται αν πρέπει να πει την αλήθεια ή όχι.

«Η Μπριάννα, τι;» τον ρωτάω, με το βλέμμα μου καρφωμένο πάνω του, και ξαφνικά τον βλέπω να διστάζει. Κοιτάζει για μια στιγμή κάτω, τρίβοντας νευρικά τα χέρια του και εγώ, το ξέρω καλά αυτό το βλέμμα. Κρύβει κάτι. Κάτι που ξέρει ότι δεν θα μου αρέσει καθόλου.

«Πες το,» λέω, με τη φωνή μου χαμηλή αλλά κοφτή. «Τι γίνεται με τη Μπριάννα;»

Εκείνος αναστενάζει. «Ο Μεντόζα... Ο Μεντόζα έχει σκοπό να τη βγάλει από τη μέση.»

Τα λόγια του με κάνουν να παγώσω για μια στιγμή. Δεν απαντάω, απλά τον κοιτάζω, ψάχνοντας στο πρόσωπό του κάποιο σημάδι ότι κάνει λάθος, ότι υπερβάλλει, ότι αυτό που μόλις είπε δεν είναι αλήθεια... δεν ξέρω και 'γω, τι.

«Τι εννοείς;» ρωτάω, με την φωνή μου πιο έντονη τώρα. «Γιατί να το κάνει αυτό;»

«Για το κολιέ... Ίσως και για να πάρει εκδίκηση για τον χαμό του γιου του. Η Μπριάννα είναι ο αδύναμος κρίκος, Νταμιάνο.»

«Και εσύ;» λέω, πλησιάζοντάς τον με ένα ακόμη βήμα. «Έχεις καμία σχέση με αυτό;»

«Όχι! Καμία απολύτως!» φωνάζει. Ο τόνος του είναι έντονος, αλλά οι κινήσεις του νευρικές, σαν να μην μπορώ να τον εμπιστευτώ πλήρως.

«Θα σε πιστέψω μόνο γιατί δεν έχεις τα κότσια για κάτι τέτοιο,» λέω δηκτικά, χωρίς να κρύψω την οργή μου. «Αλλά αν μάθω ότι έχεις βάλει έστω και το μικρό σου δαχτυλάκι, δεν θα λογαριαστώ με τον Μεντόζα, αλλά με εσένα.»

Πριν προλάβει να μου απαντήσει, το κινητό του αρχίζει να δονείται και το όνομα που εμφανίζεται εκεί είναι αρκετό για να τον κάνει να παγώσει.

«Ποιος είναι;» τον ρωτάω απότομα.

«Ο Ρίτσαρντ...» μουρμουρίζει, σαν να μην μπορεί να πιστέψει ότι τον καλεί τώρα. Ξεφυσάει βαθιά και το σηκώνει, με την συζήτηση να είναι σύντομη. Ωστόσο, το πρόσωπό του σκοτεινιάζει καθώς κλείνει το τηλέφωνο.

«Θέλει να πάω στην έπαυλη. Τώρα.»

«Δεν πρόκειται να πας μόνος σου.»

«Νταμιάνο, αυτό δεν σε αφορά.»

«Κάνεις λάθος. Με αφορά. Και αν νομίζεις ότι θα κάτσω με σταυρωμένα χέρια όσο τα ξεφτιλίκια σου με μπλέκουν κι άλλο, κάνεις ακόμα μεγαλύτερο λάθος. Έρχομαι μαζί σου.»

«Αυτό είναι κακή ιδέα,» μου λέει, αλλά η φωνή του δεν έχει το απαραίτητο σθένος για να με πείσει. Ξέρει ότι δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη.

«Δεν είναι πιο κακή από όλες τις άλλες που έχεις εσύ,» του λέω και τον προσπερνάω για να πάω προς το αυτοκίνητο.

Δεν απαντά, αλλά το βήμα του ακολουθεί το δικό μου καθώς απομακρύνομαι. Η νύχτα είναι γεμάτη απειλές, και εγώ δεν έχω σκοπό να αφήσω κανέναν, ούτε τον ίδιο μου τον πατέρα, να τις φέρει στην πόρτα μου χωρίς να αντισταθώ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top