Αξιομνημόνευτα Τσουγκρίσματα Υπό Χριστουγεννιάτικα Φωτάκια σε Λευκό Δέντρο

Για τον χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό των αγαπημένων goodoldgreekwp με μεγάλη αγάπη κι ευχές για υπέροχες γιορτές, γεμάτες φως και χαρά!

Είναι ακριβώς 3000 λέξεις!

Καλή Ανάγνωση!

🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄

Η Έβελιν Ράνταλ είχε μάθει από τότε που θυμόταν τον εαυτό της να αγαπά τα Χριστούγεννα· είτε από θρησκευτικής πλευράς -γέννηση του Σωτήρος Χριστού, ουράνιο Άστρο, Μάγοι, Στάβλοι, Βοσκοί- είτε από παραδοσιακής πλευράς -θαλπωρή, δέντρο, οικογένεια, συγκέντρωση, ψητό μοσχάρι γαρνιρισμένο με δαμάσκηνα κι οτιδήποτε άλλο τραβούσε την προσοχή της γιαγιάς Γκουίνεθ στην υπεραγορά. Παρόλα αυτά, αν μπορούσε να ξεχωρίσει ένα και μόνο στοιχείο εκείνων των ευλογημένων, ιδιαίτερων ημερών που είχαν αποκτήσει θρυλική, ανείπωτα σπουδαία μορφή και αίγλη στο μυαλό της εξαιτίας της παιδικής αθωότητας, ήταν σίγουρα τα φωτάκια. Τα πολύχρωμα ή μονόχρωμα ενίοτε λαμπιόνια που κρεμούσαν στο δέντρο μα τελικά κατέληγαν να γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι, ενοχλώντας τον πατέρα που παραπονιόταν για σπατάλη ρεύματος, εκτός από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, που σώπαινε και απολάμβανε τον ανάλαφρο φωτισμό τους στο μισοσκόταδο σχεδόν με δέος. Όταν ήταν μάλιστα δώδεκα ετών, η Έβελιν τον θυμόταν ξεκάθαρα να επιπλήττει τον δικό του πατέρα, ο οποίος είχε τα είχε αναλάβει κι είχε λησμονήσει να ανάψει το ένα από τα τρία σετ που είχαν τοποθετήσει στο δέντρο. Τότε, είχε συμφωνήσει μαζί του η μικρή. Επρόκειτο για το σετ με τα μπλε και πορτοκαλί, επιβαλλόταν να ανάψει πάση θυσία.

Η τριαντάχρονη Έβελιν κοίταξε το μόλις ενάμιση μέτρου δέντρο της, το οποίο είχε στερεώσει πάνω σε μια καρέκλα, για να φαίνεται ψηλότερο. Τρία σετ λαμπάκια είχε διαλέξει κι αυτή τη χρονιά, για να το στολίσει και να φαίνεται η εκτυφλωτική λάμψη του σε όλη τη γειτονιά· ασημένια, χρυσά και πολύχρωμα. Αν δεν επέμενε κιόλας η Ιζαμπέλ, δε θα έβαζε καν μπάλες, γιρλάντες και λοιπά στολίδια στο δέντρο, θα το άφηνε σκέτο, με τα φωτάκια και το αγγελάκι στην κορυφή. Αγγελάκι, όχι αστέρι· οικογενειακή παράδοση.

Κοίταξε φευγαλέα από το παράθυρο. Το Λονδίνο ήταν ως συνήθως πολύβουο και κατάφωτο, ωστόσο το χιόνι του Δεκεμβρίου προσέδιδε μια αίσθηση γαλήνης και ταραχής ταυτοχρόνως, διότι την επόμενη ημέρα για ξυπνητήρι θα είχε το εκχιονιστικό. Το βλέμμα της επέστρεψε στο δέντρο που ακτινοβολούσε φως, σχεδόν την τύφλωνε μα δεν έδειχνε να θίγεται ή να νοιάζεται. Πλησίασε· τόσο που ένιωθε τη ζέστη των φώτων στο πρόσωπο της με μια υπόκωφη συγκίνηση.

Δεκατεσσάρων ετών ήταν, όταν είχε φιλήσει δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο του πατρικού της τον Χένρυ Νιούιτ για πρώτη φορά, τον έρωτα της ζωής της και τελικά σύζυγό της, υπό το φως μονάχα των λαμπακιών, ενώ όλο το υπόλοιπο σπίτι κοιμόταν σιγανά. Εικοσιτεσσάρων ετών ήταν, όταν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο παραμονή Πρωτοχρονιάς είχαν σπάσει τα νερά της, καθώς χάζευε ανέμελα τα φωτάκια κι είχε γεννήσει σε ένα μαιευτήριο λίγες ώρες αργότερα το πρώτο μωρό στην Αγγλία για το νέο έτος. Εικοσιπέντε ετών ήταν, όταν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Χένρυ της είχε ανακοινώσει την απόφαση για διαζύγιο. Όλο το υπέροχο βράδυ εκείνων των Χριστουγέννων το είχε περάσει κλαίγοντας εκεί, ώστε τα λαμπιόνια έμοιαζαν θολές κι ακανόνιστες βούλες που ενίοτε αναβόσβηναν μέσα στο έρεβος της δυστυχίας της. Άλλα τέσσερα Χριστούγεννα είχε βιώσει· μόνη, με ένα παιδί και μερικές ευχετήριες κάρτες από τον Χένρυ και τη νέα, ευτυχισμένη του οικογένεια με δίδυμα κι ένα τρίτο μωρό ερχόμενο. Χαιρόταν για εκείνον, συνέχιζε τη ζωή του ευτυχής, όπως ακριβώς του είχε ζητήσει. Μονάχα, εκείνη περνούσε μέρα με την ημέρα μόνη την οδύνη και την αγωνία της φροντίδας κι ανατροφής της Ιζαμπέλ, του μικρού της αγγέλου, που αντί για φτερά χρησιμοποιούσε το υπέροχο μυαλό της για να πετάξει, ενώ έμενε καθηλωμένη σε ένα δίτροχο καροτσάκι.

Τα λαμπάκια στραφτάλισαν, έλαμψαν σαν νεραιδόσκονη βγαλμένη κατευθείαν από παραμύθι κι η ματιά της επικεντρώθηκε μονάχα σε αυτά, μολονότι το μυαλό της έτρεχε και βυθιζόταν σε έναν σκοτεινό κυκεώνα σκέψεων. Γονάτισε δίπλα στο δέντρο και το δεξί της χέρι ανεπαίσθητα άγγιξε τα φωτάκια, απορροφώντας την ελάχιστη θερμότητά τους. Στο αριστερό, κρυβόταν μια ελαφρώς τσαλακωμένη πρόσκληση σε βαθυκόκκινο χαρτόνι.

Η Εταιρεία Ρίτσαρντς και Όουενς σας προσκαλεί στο Πρωτοχρονιάτικο πάρτυ, στο -ευτυχώς θερμαινόμενο- ρετιρέ μας, για να μετρήσουμε μαζί αντίστροφα το νέο έτος, ως ελάχιστο ευχαριστώ για τη σκληρή δουλειά που καθημερινά φέρετε εις πέρας αγόγγυστα και άψογα.

Με εκτίμηση, ο Πρόεδρος Μάικλ Ρίτσαρντς.

Υστερόγραφο για σένα μόνο, Έβι: Αν δεν έρθεις ούτε φέτος, κούκλα, θα έρθω εγώ να σε μεταφέρω σηκωτή, εν ανάγκη κι αναίσθητη.

Στο υστερόγραφο πάντοτε ένα μειδίαμα εμφανιζόταν στα χείλη της. Η γραμματέας της, η Άννι, μολονότι απολύτως πιστή στην αγαπημένη της Βέριτυ, δεν αντιστεκόταν ποτέ σε μια ευκαιρία να την πειράξει ή να προσφέρει φιλοφρόνηση για τα οπίσθια της που δεν έδειχναν να επηρεάζονται διόλου από τις αμέτρητες ώρες στην καρέκλα. Ίσως επρόκειτο για τον μοναδικό άνθρωπο που δύναντο ακόμη να τονώνει την πρακτικά ανύπαρκτη αυτοπεποίθηση της.

Δούλευε στη διαφημιστική εταιρεία «Ρ&Ο» πάνω από εφτά χρόνια, στο συγγραφικό τμήμα κι είχε φτάσει μόλις λίγους μήνες νωρίτερα στη θέση του Επικεφαλής, γεγονός για το οποίο όλοι της οι ελάχιστοι φίλοι κι εναπομείνασα οικογένεια ένιωθαν περήφανοι. Εκείνη, μονάχα είχε ανακουφιστεί, διότι η αύξηση του μισθού της σήμαινε μεγαλύτερη άνεση για την Ιζαμπέλ, στην οποία είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά από την πρώτη στιγμή που την είχε κρατήσει στα χέρια της ως νεογέννητη. Λάτρευε τη δουλειά της, όχι μόνο επειδή την κρατούσε ενεργή τη δημιουργικότητα αλλά και γιατί λειτουργούσε ως τέλεια απόσπαση από τα φαντάσματα του παρελθόντος, εκείνα που την έβρισκαν συχνά και τη στοίχειωναν αφότου κοίμιζε την κόρη της τη νύχτα ή άδειαζε το μυαλό της, παλεύοντας να χαλαρώσει στη λήθη του ύπνου. Υπέφερε από εφιάλτες κι ενίοτε αϋπνία αλλά άντεχε, υπέμενε, πάλευε, για χάρη του παιδιού της, που άξιζε τον κόσμο ολόκληρο.

Ποτέ της δεν περίμενε να γεννήσει ένα μωρό παραπληγικό εκ γενετής, όχι στην ηλικία της κι έπειτα από μια ανώδυνη και ήσυχη εγκυμοσύνη. Ωστόσο, η τύχη ήταν μεγάλη σκύλα και μια επιπλοκή στον τοκετό άρκεσε. Δεν την είχε πειράξει ή θλίψει ποτέ το πρόβλημα της Ιζαμπέλ, μόνο στην αρχή την είχε εκπλήξει.

Σε πλήρη αντίθεση με τον Χένρυ. Επρόκειτο για γελαστό άνθρωπο, χαρούμενο, που βεβαίως απαιτούσε τριγύρω του ανθρώπους ευτυχείς, γελαστούς, αρτιμελείς, τέλειους στα μάτια του, στα μέτρα και σταθμά του. Η γέννηση της Ιζαμπέλ αντί να τον γεμίσει ευτυχία μετά από μήνες προσμονής, τον είχε λυπήσει, διότι δεν μπορούσε να αγαπήσει ένα μωρό άσχημο, σημαδεμένο και καταδικασμένο σε εφ'όρου ζωής μαρτύριο προσωπικό μα και για την οικογένεια της. Η Έβελιν δεν τον συμμεριζόταν· αγαπούσε το παιδί της με όλη της την ψυχή, θεωρώντας το το ωραιότερο του κόσμου, αποφασισμένη να το φροντίζει μέχρι να έχανε όλη της τη δύναμη, όλη της τη θέληση κι ικανότητα για εργασία. Μα δεν ήταν τυφλή ή ανόητη· έβλεπε καθαρά τη δυσαρέσκεια, απέχθεια κι αποστροφή του πατέρα προς την κόρη κι η αγάπη της για εκείνον την ώθησε στην πρόταση του διαζυγίου. Τον ελευθέρωσε από κάθε υποχρέωση και ευθύνη, κάθε δέσμευση με μια ζωή που δεν αποζητούσε και δεν το μετάνιωνε στιγμή, ούτε όταν ένιωθε τη μοναξιά να της ροκανίζει την καρδιά και την ψύχρα του άδειου κρεβατιού να της εμποδίζει ακόμη και την ανάσα. Η σκέψη της Ιζαμπέλ την κρατούσε ζωντανή, σώφρων και υγιή, με διαρκώς στιλβωμένη αποφασιστικότητα. Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων που είχαν λάβει την απόφαση του διαζυγίου, είχε μείνει για πρώτη φορά μόνη στο σπίτι, θηλάζοντας την κόρη της εμπρός στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τα λαμπάκια που πεφώτιζαν το σκοτεινό σαλόνι κι έκαναν το μωρό της να γελά.

Την αγάπη για τα φωτάκια τη μοιράζονταν πράγματι κι όποτε στόλιζε με εκείνα γιορτινά όλο το σπίτι και πρωτίστως το δέντρο, η Ιζαμπέλ γελούσε ευτυχισμένα, πλήρης αγαλλίασης και χαράς, φέρνοντας δάκρυα στην εξουθενωμένη της μητέρα, δάκρυα γλυκόπικρα. Της έλειπαν τα πολυπληθή τραπέζια, οι γιορτές με όλη την οικογένεια και με το τεράστιο κομμάτι μοσχαριού στο κέντρο του τραπεζιού. Παρόλα αυτά, τα είχε αποποιηθεί όλα, διότι η αγοραφοβία της Ιζαμπέλ την απέτρεπε και δε σκόπευε να παρατούσε το παιδί της τις ευλογημένες εκείνες ημέρες, για χάρη μερικών ωρών άγονης ξεγνοιασιάς. Περνούσαν όλες τις γιορτές οι δυο τους, μέσα στην απλοϊκή, φτωχική σχεδόν λιτότητα τους, που τα πλατιά χαμόγελα τους καθιστούσαν απόλυτη χλιδή.

«Πάλι χάθηκες στις σκέψεις σου ή μήπως θυμόσουν τα παλιά;» Άκουσε την εντελώς γνώριμη φωνή της μικρής της αδελφής και στράφηκε προς το μέρος της, ενώ στεκόταν όρθια ξανά.

«Κάτι ενδιάμεσο,» αποκρίθηκε στην Ίντιθ κουρασμένα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Ίσως και τα δυο.»

«Τι αποφάσισες;» Ήρθε η επόμενη ερώτηση, με ξεκάθαρη υπόδειξη στην άλικη πρόσκληση.

«Αποκλείεται να πάω,» δήλωσε αποφασισμένα. «Γιορτάζω με το παιδί μου και μόνο.»

«Νόμιζα πως είχες υποσχεθεί στην Άννι το αντίθετο,» της υπενθύμισε η Ίντιθ, ανασηκώνοντας περίτεχνα το αριστερό της φρύδι.

«Η Άννι ξέρει,» τόνισε η Έβελιν. «Θα δείξει κατανόηση. Για τους υπόλοιπους, αδιαφορώ πλήρως.»

«Δε νομίζεις πως είναι καιρός να ξεκινήσεις να ασχολείσαι με τον εαυτό σου; Να βγεις λίγο έξω, να δεις μερικούς ανθρώπους, να περάσεις όμορφα;» Αναρωτήθηκε η Ίντιθ, αυθεντικά ανήσυχη με τη σχεδόν παθολογική εσωστρέφεια της αδελφής της. «Ειλικρινά, σε θαυμάζω για την αφοσίωση που δείχνεις στην κόρη σου και σε συγχαίρω μα είσαι νέα κι υπερβολικά λυπημένη, για να συνεχίσεις έτσι. Σου αξίζει η ευτυχία, αδελφή κι οφείλεις στον εαυτό σου να την κυνηγήσεις.»

«Η ευτυχία μου είναι η κόρη μου,» δήλωσε το ίδιο αμετακίνητη ξανά η Έβελιν.

«Δεν είναι αλήθεια αυτό, τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά,» αντιτάχθηκε η Ίντιθ. «Αν ήταν, δε θα υπέφερες από μοναξιά ούτε θα έβλεπες εφιάλτες. Δυο ημέρες έχω περάσει μαζί σας ανελλιπώς και το έχω συνειδητοποιήσει αυτό.»

«Ανοησίες,» θέλησε να την αγνοήσει η μεγαλύτερη μα η μικρότερη δε θα την άφηνε να επικρατήσει τόσο εύκολα.

«Απόδειξε το μου,» την προκάλεσε. «Πήγαινε στο πάρτι κι αν περάσεις άσχημα, δε θα ξανακάνουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση. Αν, όμως, διασκεδάσεις έστω και λίγο, τότε θα αναλαμβάνω εγώ την Ιζαμπέλ ένα απόγευμα την εβδομάδα, ώστε να διαθέτεις προσωπικό χρόνο.»

«Ας είναι,» παραδόθηκε με έναν αναστεναγμό η Έβελιν. Ήδη ένιωθε κουρασμένη και μια λογομαχία με την αδελφή της θα την κατέβαλε. Σίγουρα δεν ήθελε να ετοιμαστεί για τις βασανιστικές ώρες του πάρτι με επιπρόσθετη εξάντληση. «Θα είσαι εντάξει, να προσέξεις την Ιζαμπέλ μόνη;»

«Τις πάνες ξέρω να τις αλλάζω, επικοινωνούμε μια χαρά, δε νομίζω να αντιμετωπίσει πρόβλημα,» υπέθεσε η Ίντιθ. «Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που την κρατώ. Η τύχη είναι μια σκύλα, όμως. Ο υποδειγματικός μου μαμάκιας Τζωρτζ εγκλωβίστηκε στο πατρικό του στο Γιόρκ κι εγώ έμεινα εδώ. Ο Θεός ο ίδιος σε προστάζει να πας στο πάρτυ, Έβι, όσο εγώ προσέχω το αγγελούδι μας.»

Η Έβελιν αποσύρθηκε στο δωμάτιο της για λίγο. Ντύθηκε απλά κι επαγγελματικά, σαν να πήγαινε στη δουλειά της κι όχι σε γιορτή. Τα αυστηρά της κοστούμια η Άννι αποκαλούσε χαριτολογώντας γεροντίστικα αλλά δεν την πείραζε καθόλου, εφόσον ήταν πρακτικά κι εύκολα στο σιδέρωμα. Ω Θεέ, τι βάσανο που γινόταν το σιδέρωμα, ειδικά όταν η Ιζαμπέλ ήταν μπροστά και ταρασσόταν από τους υδρατμούς. Βάφτηκε ελάχιστα, ακολουθώντας την καθημερινή της ιεροτελεστία. Το μοναδικό που πρόδιδε ότι πήγαινε στην εταιρεία για διασκέδαση ή κοινωνικοποίηση ή ακόμη κι ανία ήταν η απουσία του χαρτοφύλακα της.

Προτού φύγει, επισκέφθηκε το δωμάτιο του παιδιού της. Δεν εξεπλάγη διόλου, όταν τη βρήκε σκυμμένη πάνω από το γραφείο της να παλεύει με ένα παζλ τριακοσίων κομματιών. Αυτά τα δώρα πάντοτε την ενθουσιάζαν, ώστε ήταν ικανή ακόμη και να ξενυχτήσει, για να το ολοκληρώσει. Τη φίλησε στο μέτωπο και της ευχήθηκε καληνύχτα σχεδόν κλαίγοντας, υποσχόμενη πως θα επέστρεφε πριν την αντίστροφη μέτρηση για την αλλαγή του χρόνου. Δεν επρόκειτο να έχανε την παρέα του παιδιού της εκείνη τη σπουδαία στιγμή της χρονιάς.

«Θα επιστρέψω γύρω στις έντεκα και μισή,» διαβεβαίωσε την Ίντιθ, καθώς αποχαιρετιούνταν.

«Όποτε θέλεις θα επιστρέψεις, δεν είσαι η Σταχτοπούτα!» Την προέτρεψε εκείνη, προτού της ευχηθεί να περάσει υπέροχα, κλείνοντας το μάτι πονηρά.

Η Έβελιν μονάχα κοίταξε για λίγο στα Ουράνια, προσευχόμενη για δύναμη. Κάποτε, υπήρξε κι εκείνη ευδιάθετη, γελαστή, εξωστρεφής, όμως αυτός ο εαυτός της είχε χαθεί ανεπιστρεπτί.

🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄

Η γιορτινή διάθεση της ημέρας διαφαινόταν στον στολισμό του υπερσύγχρονου κτηρίου από την είσοδο κιόλας, που κοσμούσαν δυο υπερήφανοι ξύλινοι τάρανδοι. Στη συνέχεια, οι πόρτες, οι διάδρομοι, οι διακοσμητικές γλάστρες, οι σκάλες, ακόμη και το ασανσέρ είχαν κοσμηθεί με τα αγαπημένα της φωτάκια, ολόχρυσα κι απαστράπτοντα, σε ζωηρά αναβοσβησίματα που σχεδόν την έκαναν να χαμογελάσει άθελα της.

Όταν το ασανσέρ σταμάτησε στον ύστατο προορισμό, την ταράτσα, μέσα στο οποίο εκπληκτικώς αντηχούσε το "Last Christmas" σε ορχηστρική εκδοχή, η καρδιά της έπαψε να χτυπά για λίγο, βουλιάζοντας θλιμμένα στην πολυκοσμία που της προκαλούσε αμηχανία και μια διάθεση να φύγει τρέχοντας και να κλειδωθεί στο αυτοκίνητο της ως τις έντεκα και μισή είτε να κουλουριαστεί στην πιο σκοτεινή γωνία, ευελπιστώντας να μη γινόταν αντιληπτή.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε στον μπουφέ, χαιρετώντας με τυπικό χαμόγελο και τυποποιημένες ευχές όσους συναδέλφους γνώριζε κι έβλεπε τριγύρω. Η ώρα ήταν περασμένες οχτώ. Αν έπρεπε να περάσει εκεί τρισήμιση βασανιστικές ώρες, θα τις περνούσε με την κάλλιστη συντροφιά· το φαγητό από το εξαιρετικό κέιτερινγκ που κανόνιζε ο Πρόεδρος Μάικλ Ρίτσαρντς αυτοπροσώπως.

Καταφωνή, μουρμούρισε ενδόμυχα και κατάπιε γρήγορα το υπόλοιπο καναπεδάκι που μασουλούσε αργά κι απολαυστικά, καθώς τον είδε να την πλησιάζει ευδιάθετα, κρατώντας νωχελικά ένα μαρτίνι.

«Καλωσήρθες, Έβελιν!» Τη χαιρέτησε εγκάρδια.

Από τότε που είχε προηχθεί, τον συναντούσε αναγκαστικά κάθε μέρα, δημιουργώντας απαραίτητη οικειότητα μεταξύ του, χωρίς όμως να του παραχωρεί το ελάχιστο δικαίωμα αμφισβήτησης του επαγγελματισμού της.

«Κύριε Ρίτσαρντς,» αντάλλαξαν μια χειραψία, κουβέντιασαν ελάχιστα για το πώς είχαν περάσει τα Χριστούγεννα τους κι εκείνος είχε προχωρήσει στον επόμενο υπάλληλο που έπρεπε να χαιρετήσει ως ευγενής, δημοφιλής και κοινωνικός εργοδότης.

«Την προσοχή σας, παρακαλώ!» Ακούστηκε η βαρύτονος φωνή του Μάικλ, ώστε η μουσική χαμήλωσε κι όλα τα βλέμματα στράφηκαν σε εκείνον. «Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου που είστε εδώ. Το Πρωτοχρονιάτικο πάρτι αποτελεί παράδοση της εταιρείας μας από την ίδρυση της πριν σαράντα δύο χρόνια. Δυστυχώς, ορισμένοι συνάδελφοι αδυνατούσαν να παρευρεθούν, ωστόσο όσοι δεν έστειλαν απολογητικές επιστολές, βρίσκονται εδώ! Για αυτό, θα φροντίσω να μείνουν κι εδώ, ώστε να αλλάξουμε τον χρόνο μαζί, όπως ακριβώς είθισται. Οι πόρτες θα κλειδώσουν και θα ανοίξουν ξανά στις δώδεκα και δέκα. Απολαύστε τον μπουφέ μας, ειλικρινά μας κόστισε μια περιουσία, χορέψτε, τραγουδήστε, για να υποδεχτούμε το νέο έτος με την καλύτερη δυνατή διάθεση!»

Παρόλες τις επευφημίες, χειροκροτήματα και γέλια που έλαβε ο Πρόεδρος, η Έβελιν εκνευρίστηκε.

Καθόλου δεσποτικός. Ως συνήθως, αποφασίζομεν και διατάσσομεν.

Ένιωσε ακόμη περισσότερο ζόφο να την πνίγει. Εξαιτίας μιας ηλίθιας παράδοσης ενός κακομαθημένου πλούσιου, θα έχανε την ευκαιρία να βρίσκεται με το παιδί της, το πιο αγαπημένο της πρόσωπο, στην αλλαγή του έτους.

Έβγαλε το κινητό της τηλέφωνο από το βαλάντιο όπου κουβαλούσε τα υπάρχοντα της και κάλεσε την Ίντιθ τρέμοντας. Μόλις άκουσε τη χαρούμενη φωνή της Ιζαμπέλ από το παρασκήνιο, βούρκωσε και δεν την ένοιαζε που διέλυσε το μακιγιάζ της. Σύντομα της εξήγησε ότι αναγκαζόταν να μείνει, υποσχέθηκε ότι θα άλλαζαν χρόνο μαζί έστω κι από απόσταση τερματίζοντας την κλήση, προτού η δυσαρέσκεια της κυριαρχούσε.

Μέχρις ώτου ξεκίνησαν οι προετοιμασίες για την αντίστροφη μέτρηση με ποτήρια σαμπάνιας και γλυκά, η Έβελιν κρατούσε συντροφιά στην Άννι, χαρούμενη που ξανάβλεπε τη σύντροφο της Βέριτυ, το πιο ειλικρινές χαμόγελο. Ωστόσο, απεχθανόταν να απασχολεί το ζευγάρι υπερβολικά κι έτσι αποχωρούσε αβρώς, για να ανεχτεί την παρέα διαφόρων συναδέλφων που αποζητούσαν τη συντροφιά της ή κάτι περισσότερο, που εκείνη αρνούταν κατηγορηματικά, μετά βίας κρύβοντας την σκαιότητα της. Το ταραχώδες συναίσθημα πως κάποιος την παρακολουθούσε είχε ενσταλαχτεί μέσα της σε μια απροσδιόριστη στιγμή και την ανησυχούσε.

Μόλις η ώρα σήμανε δώδεκα παρά πέντε, ο Μάικλ ζήτησε να συγκεντρωθούν όλοι στη χιονισμένη βεράντα με τις μύριες σόμπες, που παραδόξως μετρίαζαν κάπως το τσουχτερό κρύο. Εκεί, είχε αποφασιστεί να γίνει η αντίστροφη τους μέτρηση.

Η Έβελιν στάθηκε δίπλα στο τεράστιο, ολόλευκο χριστουγεννιάτικο δέντρο, καθισμένη σε ένα βελούδινο σκαμπό κι υπό το ενθουσιώδες φως των λαμπιονιών, πάτησε το εικονίδιο της βιντεοκλήσης στο τηλέφωνο. Η Ίντιθ και η Ιζαμπέλ εμφανίστηκαν στην οθόνη κρατώντας ζαχαροκάλαμα, μπροστά στο ταπεινό της δεντράκι .

Μέχρι το τελευταίο λεπτό, η Ιζαμπέλ περιέγραψε στη μαμά της το λιτό μα στοργικά φτιαγμένο γεύμα με τη θεία της κι η Έβελιν μπήκε στον πειρασμό να αποσπάσει μερικά εδέσματα του πλουσιοπάροχου μπουφέ για την κόρη της. Ανακοίνωσε υπερήφανα την ολοκλήρωση του παζλ κι η μέτρηση ξεκίνησε. Η Έβελιν ευγνωμονούσε το αμυδρό φως του δέντρου, διότι απέκρυπτε τα σιωπηλά της δάκρυα, κατακλυσμένη από έναν χείμαρρο συναισθημάτων, αναμνήσεων έντονων, γλυκόπικρων, ώστε μόλις έφτασαν στο μηδέν κι ακούστηκαν αλαλαγμοί, ζητωκραυγές, ευχές και πυροτεχνήματα φώτισαν τον εβένινο ουρανό, σαν να συμμεριζόταν το ακαθόριστο συνονθύλευμα που επικρατούσε στην ψυχή και στον νου της, το τηλέφωνο της έμεινε από μπαταρία, αμέσως αφότου αντάλλαξε ευχές με την κόρη της.

Το πέταξε στο βαλάντιο νευρικά. Κοιτούσε πλέον τα φωτάκια που αναβόσβηναν αδιάκοπα και ζεσταίναν την καρδιά της.

«Εσύ είσαι,» άκουσε μια εντελώς άγνωστη φωνή και στράφηκε στην πηγή της σαστισμένη, θωρώντας έναν άνδρα ξένο μα αλλόκοτα οικείο να την παρατηρεί από αρμόζουσα απόσταση, με έντονη ματιά και μυρωδιά δασώδη.

«Η Έβελιν Ράνταλ,» ξεκαθάρισε, βλέποντας το απορημένο κι αιφνιδιασμένο της βλέμμα. «Σωστά;» Ένα συγκαταβατικό νεύμα αρκούσε, για να τον ωθήσει να συνεχίσει, τείνοντας το χέρι του για χειραψία. «Ρούπερτ Ρίτσαρντς, στις υπηρεσίες σας.»

«Ο νεότερος αδελφός του Προέδρου μας,» ανακάλεσε φωναχτά μια παλιά αναφορά της Άννι. Μηχανικά του έδωσε το χέρι της, θέλοντας να θυμηθεί περισσότερα για εκείνον, που φαινόταν κολακευμένος με την αναγνώριση. «Τι σας φέρνει στο Λονδίνο, κύριε Ρίτσαρντς; Αν δεν απατώμαι, εργάζεστε ως αρχιτέκτων στο Νότιγχαμ.»

«Ρούπερτ, παρακαλώ. Τιμώμαι που γνωρίζεις τόσα για εμένα, μολονότι κι εγώ θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα,» ομολόγησε ο άγνωστος, ενώ καθόταν στο σκαμπό δίπλα της. Ένιωσε άβολα μα το έκρυψε καταλλήλως. «Ο αδελφός μου σε έχει αναφέρει συχνά. Δηλώνει θαυμαστής του βιογραφικού σου και του ταλέντου σου στην εύρεση ευφυών σλόγκαν.»

«Καλοσύνη του,» αποκρίθηκε ευγενικά. «Δυστυχώς, δε διαθέτω ένα ευφυολόγημα απόψε.»

«Ουδόλως, μια άλλη πλευρά σου με απασχολεί,» δήλωσε εκείνος κρύφια, εισπράττοντας ένα ανασηκωμένο φρύδι. Της είχε εξάψει την περιέργεια. «Η κόρη σου,» εξηγήθηκε κι αρκούσε για να γεμίσουν τα μελαγχολικά της μάτια σκοτάδι.

«Τι ξέρεις για την κόρη μου;» Αποτραβήχτηκε μακριά του με προσοχή.

«Πριν δυο χρόνια, είχα έρθει για να συζητήσω με το καλλιτεχνικό μας τμήμα για τη διαφήμιση της αρχιτεκτονικής εταιρείας που δουλεύω. Εσύ έλειπες αιφνιδίως κι η Άννι η γραμματέας σου μου καταλάθος μου αποκάλυψε πού βρισκόσουν.»

Θυμήθηκε αμέσως. Η Ιζαμπέλ είχε ανεβάσει πυρετό κι η εγχείρηση στους σπονδύλους τη βασάνιζε. Είχε χειρουργηθεί ξανά κι εκείνη είχε εγκαταλείψει τη δουλειά της με ένα αλλόφρον μήνυμα στην Άννι. Χαλάρωσε ελάχιστα και του ένευσε να συνεχίσει.

«Έκτοτε, ήθελα να σε γνωρίσω κι ήλπιζα να σε συναντήσω σε κάποιο από τα πάρτι μα δεν ερχόσουν ποτέ. Φέτος ήταν η τρίτη μου προσπάθεια και το γούρι, όπως λένε.»

Μόλις αναρωτήθηκε τον λόγο, της εξήγησε πως ένιωθε μια σύνδεση. Έφεραν κοινές μνήμες, υποστήριξε. Η Έβελιν έμεινε άναυδη, όταν της είπε για τη μητέρα τους, που υπέφερε από πολυομυελίτιδα. Μόλις το ένα εκατοστό των κρουσμάτων της οδηγούταν στην παράλυση κι όμως τους είχε συμβεί. Η τύχη ήταν μεγάλη σκύλα πράγματι. Η διήγηση του τη συγκίνησε κι έπιασε τον εαυτό της να του εξιστορεί τα πάντα για την κόρη της, βλέποντας το ενδιαφέρον στα μάτια του και την κατανόηση, χωρίς ίχνος λύπησης. Αισθανόταν πως καταλάβαινε τον πόνο της καρδιάς της, όπως εκείνη τον δικό του και του αδελφού του, που τόσο περίτεχνα επισκίαζε με χαμόγελα και παιγνιώδη υφή. Γαλήνεψε. Του επέτρεψε να της προσφέρει ένα ποτήρι κρασί. Τσούγκρισαν, ανταλλάσσοντας εγκάρδιες ευχές για το νέο έτος.

Το χιόνι έπεφτε ανάλαφρα, καθώς το ήπιο αεράκι περνούσε τους δρόμους παγερό. Τα πυροτεχνήματα συνεχίζονταν μαζί κι οι εορτασμοί στην ταράτσα, ξέφρενοι, περιχαρείς. Δίπλα στο ολόλευκο δέντρο, το υπερφορτωμένο από στολίδια και πολύχρωμα λαμπιόνια, στα σκαμπό τους, δυο ψυχές πληγωμένες συναντήθηκαν και δέθηκαν αχνά, αποζητώντας λύτρωση, παρηγοριά, ανακούφιση, θαλπωρή.

🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄🎄

Αυτό ήταν το διήγημα μου! Είχα περιορισμό λέξεων, ειδάλλως θα συνέχιζα να γράφω 😂❤️

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που το διαβάσατε, σας εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές, καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το νέο έτος και να σας φέρει ό,τι επιθυμείτε. Το Θείο Φως της Γέννησης να γεμίσει τις ψυχές μας ελπίδα, δύναμη, γαλήνη και κυρίως ευτυχία! Τα καλύτερα έρχονται κι η έξοδος από αυτή τη δύσκολη χρονιά θα μας κάνει μονάχα δυνατότερους και καλύτερους ανθρώπους!

Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top