Κεφάλαιο 9°
°○Αν φοβάσαι, τότε φταις ...
Αν αρνείσαι, πάλι φταις ...
Αν πονάς...Φταις...
Πρόσεχε όμως... Γιατί αν πάψεις να φοβάσαι, αν η άρνηση μετατραπεί σε παραδοχή, ίσως και να είναι αργά...°○
Μπορεί σε κάποιους να φανεί αστείο μα αυτή τη στιγμή νιώθω σαν μωρο παιδί. Περπατάω σαν να μαθαίνω να το κάνω για πρώτη φορά και η αίσθηση του χρόνου είναι χαμένη. Εκείνο το χάπι δε με σκότωσε τελικά. Μπράβο Λόγκαν. Το πείραμα πέτυχε. Σέρνομαι νωχελικά στο μπάνιο και φτάνοντας ανοίγω τη βρύση και κάθομαι κάτω. Γιατί μου φέρεται έτσι; Τι του έκανα; Στη τελική δική του ιδέα ήταν να με φέρει εδώ. Κάνω ηλίθιες ερωτήσεις στον εαυτό μου ενώ ξέρω την απάντηση κατά βάθος. Με έφερε σαν ένα κομμάτι κρέας και ο Σάμιουελ μου συμπεριφέρεται σαν άνθρωπο. Αυτό τον ενοχλεί. Ο λαιμός μου πονάει αφόρητα και δε χρειάζεται να κοιτάξω στο καθρέφτη για να δω τις μελανιές. Τις βλέπω κατεβάζοντας το βλέμμα στα μπούτια και στη κοιλιά μου. Είμαι γεμάτη από δαύτες. Αν μπορούσε να με σημαδέψει με καυτό σίδερο θα το έκανε κι αυτό. Είμαι σίγουρη. Μόνο και μόνο για να μάθω τη θέση μου. Η γλωσσά μου με τσούζει μα το ίδιο και τα μάτια μου. Ρίχνω άφθονο νερό και τα τρίβω μα το κάνω χειρότερο.
«Μωρό;» ακούω τον Σάμιουελ να με φωνάζει και με πιάνει πανικός. Για να επέστρεψε είναι απόγευμα και κοιμόμουν όλη μέρα. Δε προλαβαίνω να απαντήσω και η πόρτα του μπάνιου ανοίγει.
«Ανελίζ; Τι διάολο;» αποκρίνεται ερχόμενος στο ντουζ και χωρίς να λογαριάζει το νερό χώνεται και με τραβάει. «Τι σου έκανε….» ψελλίζει βλέποντας με και μαζεύομαι.
«Τίποτα. Είμαι καλά…» κοκκινίζει από οργή με την απάντηση που του έδωσα και με παίρνει αγκαλιά. Με αφήνει στο κρεβάτι και γυρίζει για να φύγει. «Μη !» Φωνάζω πιάνοντας τον από το χέρι.
Ένα 'Μη' που κρατάει μέσα του τη ζωή μου..
Ένα 'Μη' που κρατάει και την δική του ζωή αλλά δε το ξέρει.
«Πώς τολμάς και μου λες να μη πάω; Είσαι μελανιασμένη σε ολόκληρο το κορμί σου!»
«Ρουφήγματα είναι μόνο…Τίποτα παραπάνω» λέω σιγανά
«Και αυτή η τεράστια μελάνια στα πλευρά ρούφηγμα είναι ; Με κοροϊδεύεις;» ξέρω για τι πράγμα μιλά μα δε το κοιτάζω καν. Είναι από τη πτώση μου στο πάτωμα.
«Σε παρακαλώ. Δεν υπάρχει λόγος. Βλέπεις;» του χαμογελάω βουρκωμένη και σφίγγοντας τα δόντια σηκώνομαι και περπατάω. Έρχεται κοντά και με κοιτάζει. Γυρίζω τη πλάτη πριν κλάψω μα έρχεται από την άλλη. Το χαμόγελο μου μεγαλώνει στη προσπάθεια να τον κρατήσω εδώ μα το νιώθω. Θα σπάσω… Απλώνει τα δάχτυλα του και μόλις με αγγίζει στο μάγουλο σπάω… Τα φτερά της ψυχής είναι τσακισμένα και δε μπορώ να κρυφτώ. Κλαίω με λυγμούς βγάζοντας από μέσα μου όλο το παράπονο. Όλη τη πικρία και το πόνο.
«Αύριο φεύγω. Θα λείψω ένα ολόκληρο μήνα. Πώς διάολο θα σε αφήσω εδώ;» μου ψιθυρίζει καθαρίζοντας το πρόσωπο μου.
«Θα είμαι…Θα είμαι εντάξει» καταφέρνω να πω και με ξαπλώνει στο κρεβάτι.
«Ίσως αν του μιλήσω να καταλάβει…»
«Να καταλάβει τι; Να του πεις τι; Μια πόρνη είμαι Σαμ…» λέω γυρίζοντας στο πλάι και με αγκαλιάζει.
«Το ότι είσαι πόρνη δε σε κάνει λιγότερο άνθρωπο» μου απαντά και με συγκλονίζει. Δεν το περίμενα ποτέ από εκείνον να μιλήσει έτσι.
«Ίσως και να με κάνει στα μάτια του. Αυτή είναι η θέση μου. Έδειξα ανυπακοή και…»
«Ανυπακοή;» λέει εκνευρισμένος «Εγώ σου ζήτησα να…»
«Δεν είναι τι ζήτησες Σάμιουελ» τον διακόπτω «Είναι το πως του μίλησα. Όπως και να έχει, πήγαινε και εσύ να ξεκουραστείς. Αύριο έχεις ταξίδι. Εκτός κι αν θέλεις να…»
«Είσαι τρελή; Τι να θέλω στη κατάσταση σου;» αποκρίνεται και πέφτουν κι άλλα δάκρυα από τα μάτια μου. Με γυρίζει για να τον κοιτάζω και νιώθω την αναπνοή του να εισχωρεί μέσα μου. «Κοιμήσου, πριν το καταλάβεις θα έχω γυρίσει και να προσέχεις..» λέει τελικά και βλέπω το σαγόνι του να σφίγγει. Μένει για λίγο στατικός πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο μα πριν οι σάρκες μας γίνουν μια, σηκώνεται από το κρεβάτι και φεύγει.
***
16 χρόνια πριν
Η πόρτα ανοίγει και όλα τα κορίτσια τρομάζουν στη θέα αυτής της κοντόχοντρης γυναίκας. Η μικρή Ανελίζ στέκει μπερδεμένη άνω οι ψίθυροι τριγύρω της της μεταφέρουν σταδιακά το φόβο. «Τι συμβαίνει;» ρωτάει χωρίς να γνωρίζει ποια είναι. Δεν μετρούσε λίγες μόνο μέρες εκεί μέσα και ήταν μόλις οχτώ ετών για να μπορέσει να σκεφτεί το λόγο που τρόμαξαν τα υπόλοιπα παιδάκια. Πώς να τρομάξεις άλλωστε όταν έχεις στο μυαλό σου την εικόνα του αδερφού σου που πεθαίνει μπρος στα μάτια σου; Η γυναίκα κρατάει στα χέρια μια βίτσα από κλαδί. Παρατηρεί όλα τα παιδάκια ένα προς ένα ώσπου σταματά μπροστά από το κρεβατάκι της και την κοιτάζει αχόρταγα. «Εσύ. Έλα μαζί μου!» προστάζει και ένα σούσουρο ξεκινά στην αίθουσα.
«Είναι μικρή!» πετάγεται ένα κορίτσι μεγαλύτερο από την απέναντι πλευρά.
«Μόλις ήρθε!» λέει ένα άλλο και η Ανελίζ αρχίζει και φοβάται.
«Άλλη μια λέξη να ακούσω και θα σας βάλω όλες φωτιά! Κατανοητό;» αποκρίνεται γεμάτη μισός στη φωνή η γυναίκα και όλα μαζί τα παιδάκια σιωπούν. «Και τώρα ακολούθησε με!» επιστρέφει ξανά προς την Ανελίζ και εκείνη πατάει τα ποδαράκια της κάτω. Παίρνει αγκαλιά το αρκουδάκι που ήταν το μόνο που της απέμεινε από τη μαμά της και περπατώντας ξυπόλητη ακολουθεί τη γυναίκα προς τα έξω τρομαγμένη.
Την οδηγεί σε ένα μικρότερο δωμάτιο και πιάνοντας τη από το κεφάλι τη σπρώχνει προς τα μέσα. «Σήμερα έφαγες πιο πολύ!!» ήταν τα πρώτα της λόγια και τεντώνοντας τη βέργα της, άρχισε να χτυπά με μανία το κορμάκι της παντού. Η μικρή τσίριξε μα έπεσε στα γόνατα από τις βουρδουλιές. Η γυναίκα συνέχισε να το ραπίζει σε κάθε σημείο ώσπου το λιπόθυμο σώμα της, έπεσε αιμόφυρτο καταμεσής του πατώματος.
«Μπάσταρδα κωλοπαιδα! Σας σιχάθηκα!» είπε φτύνοντας τη μικρή Ανελίζ η οποία προσπαθούσε να ανοίξει τα ματωμένα της χειλάκια κρατώντας ακόμα το αρκουδάκι της στα χέρια.
«Ήρθε η ώρα να μάθεις πως η ζωή είναι πιο σκοτεινή!» η γυναίκα άρπαξε το αρκουδάκι σκίζοντας το και πέταξε πάνω της όλα τα κομμάτια του. «Θα μάθεις να υπακούς. Θα τρως τόσο όσο! Μαλακισμενο ορφανό!» είπε και δίνοντας της μια κλωτσιά στη κοιλιά έφυγε ικανοποιημένη με το έργο της.
9 χρόνια πριν
Ήταν μια από τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Είχε κλείσει ένα χρόνο σχεδόν στο συγκεκριμένο ορφανοτροφείο και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν καλύτερες. Στους δώδεκα μήνες της παραμονής της, έφαγε ξύλο μονάχα τρεις φορές και αυτό γιατί τόλμησε να υπερασπιστεί κάποια παιδιά μικρότερης ηλικίας.
Έχοντας τον ήλιο να καίει τα δέρματα τους ,στάθηκαν στη σειρά για την εβδομαδιαία αξιολόγηση. Κιλά, ύψος, ηλικία. Με αυτά τα κριτήρια τις παρουσίαζαν στον έξω κόσμο και αν κάποιο από αυτά τα παιδιά ήταν τυχερό πήγαινε σε ανάδοχη οικογένεια και γλίτωνε το ορφανοτροφείο. Τα γενέθλια της πλησίαζαν μα για εκείνη δεν είχαν σημασία. Τίποτα δεν είχε εκτός από τα δέκατα όγδοα γενέθλια της που θα τα γιόρταζε φεύγοντας από τα ιδρύματα.
«Ανελίζ!» τσιρίζει ένα λεπτό κοκκινομάλλικο κορίτσι και γυρίζοντας τη βρέχει ολόκληρη από πάνω ως κάτω
«Ει! Θα μπούμε στη σειρά δεν είναι ώρα για μπουγέλο. Θέλετε να φάμε ξύλο πάλι;» παραπονιέται καθώς στρώνει τα ρούχα της.
«Δεν ενδιαφέρεται κανένας για μας! Κάθε φορά μας περνάν αδιάφορα στις μετρήσεις. Έλα να διασκεδάσουμε λιγάκι!» η Ανελίζ χαμογέλασε
«Όλες μέσα! Τιμωρία!» η βροντερή φωνή του φύλακα κόβει μαχαίρι κάθε ομιλία και απογοητευμένες μπαίνουν στη σειρά. Περπατούν ώσπου λίγο πριν μπει στο κεντρικό κτήριο, ο φρουρός την αρπάζει άξαφνα από το μπράτσο.
«Όχι εσύ μικρή...» της λέει κρατώντας το καρπό της. «Πρέπει να πάμε στη διεύθυνση» συνεχίζει και εκείνη με κατεβασμένο κεφάλι τον ακολουθεί.
«Από την άλλη πλευρά είναι το γραφείο της» του επισημαίνει και εκείνος ρίχνοντας αστραπιαίες ματιές προς τα πίσω, ανοίγει το αποθηκακι και τη πετάει μέσα.
«Σήμερα με άναψες παλιό γύναιο!» της λέει και εκείνη μαζεύεται σε μια άκρη τρομαγμένη «Θα πρέπει να με σβήσεις..» χαμογελάει αφήνοντας τα σάπια του δόντια να φανούν και ξεκουμπώνει το παντελόνι. Μόλις η Ανελίζ αντιλαμβάνεται τις προθέσεις του ορμάει κατά πάνω του για να φτάσει στη πόρτα όμως με ένα δυνατό χαστούκι από τη πλευρά του πέφτει στο έδαφος. «Πουτανακι! Όλες ιδίες είστε!» Σκαρφαλώνει πάνω της φωνάζοντας της πως ήρθε η ώρα να τη κάνει γυναίκα και βάζοντας ένα πανί στο στόμα της, σκίζει τα βρεγμένα της ρούχα. Τα απανωτά χαστούκια που δέχεται την αφήνουν ημιλιποθυμη και στιγμές αργότερα, δάκρυα πέφτουν από τα μάτια της. Σαν κτήνος, παίρνει την αθωότητα της και τη μετατρέπει σε γυναίκα με το σκληρότερο τρόπο.
Παρόν
Πετάγομαι από το κρεβάτι καταϊδρωμένη έχοντας τη μυρωδιά του να ανακατεύει τα σωθικά μου. Ξύνω το δέρμα μου με μανία και ανοίγοντας τα χείλη ουρλιάζω στη θύμηση εκείνης της μέρας. Κοιτάζω απέναντι και τον βλέπω… στέκεται σε μια γωνιά έτοιμος να με κατασπαράξει στα σκοτάδια. Πέφτω από το κρεβάτι και σέρνομαι προς τη πόρτα κλαίγοντας ενώ παρακαλώ να μη με πλησιάσει. Δε θέλω άλλο! Με πονάει!
«Φύγε!!!» κραυγάζω δυνατά όταν νιώθω να με κρατάει. Με σηκώνει και γυρίζω αμέσως χτυπώντας τον με τις γροθιές μου. «Μη με ακουμπάς! Είμαι μικρή παναθεμα σε άσε με!» λέω μα δε με αφήνει. «Λυπήσου με...Μη με πιάνεις εκεί. Με πονάει» κλαίω με λυγμούς ώσπου το απότομο φως που απλώνεται στο δωμάτιο με επαναφέρει στη πραγματικότητα. Έρχομαι αντιμέτωπη με δυο μάτια γνώριμα. Δυο μάτια που δε με κοιτάζουν οργισμένα όπως συνήθως. Στην όψη του, νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν , με πιάνει το παράπονο και χώνομαι στην αγκαλιά του σφίγγοντας τον δυνατά.
«Μη τον αφήσεις να με πειράξει...» λέω κλαίγοντας. Εκείνος δε ξέρει γιατί κλαίω όμως εγώ ξέρω πολύ καλά το λόγο. Κλαίω για εκείνο το μωρό που έχασε την ψυχούλα του , για εκείνο το κορίτσι που έγινε γυναίκα απότομα. Κλαίω για όλες τις φορές που με πόνεσαν, με πλήγωσαν, με έδειραν και με βίασαν.
«Σσς, τι διάολο έπαθες;» ρωτάει μα άθελα του φέρνει πάλι πίσω τις θύμησες και ξεσπώ σε αναφιλητά. Πασχίζω να πάρω ανάσα και αρχίζω και ξύνομαι για δεύτερη φορά. Πιο δυνατά. Πιο πολύ.
«Πρέπει να φύγει από πάνω μου Λόγκαν! ΝΑ ΦΥΓΕΙ!!!» ουρλιάζω και πιάνει τα χέρια μου «Άφησε με! Είμαι βρώμικη!» τσιρίζω
«Κοίταξε με που να σε πάρει η οργή!» προστάζει μα δε μπορώ. «Σταμάτα, γεμίζεις πληγές!» μου φωνάζει πιάνοντας με από τα μάγουλα και σπάω…
«Ποιες πληγές είναι αντάξιες αυτών που μου δημιουργείς καθημερινά Λόγκαν;» ψιθυρίζω γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι πάνω στη παλάμη του. Τα μάτια βαραίνουν στην αίσθηση του χεριού του να με ακουμπά και κλείνουν «Μη με πονάς κι εσύ... » ζητάω λυπημένη και σαν ταύρος αρχίζει να ανασαίνει γρήγορα. Η εκπνοή του με ζεσταίνει και δε ντρέπομαι να παραδεχτώ πως διώχνει κάθε αίσθηση εκεινού του βρωμιάρη από πάνω μου.
«Βγαλτον από πάνω μου Λόγκαν...Ακόμα και με τη βία , όπως κάνεις πάντοτε , μου αρκεί» λέω με παράπονο και ανοίγοντας τα βλέφαρα αντιλαμβάνομαι πως το πρόσωπο του είναι πιο κοντά από όσο νόμιζα.
«Πόσο ήσουν;» ρωτάει σοβαρός
«Μικρή...» απαντώ έτοιμη να βάλω πάλι κλάματα. «Μα δε σταμάτησε έκτοτε κι εγώ...» ξεκινώ να πω μα τα χείλη τρέμουν και εκείνος τοποθετεί το δάχτυλο πάνω τους κάνοντας με να σωπάσω.
Σκύβει απαλά προς το μέρος μου και τραβώντας προς τα κάτω τον αντίχειρα του, πλησιάζει τα χείλη του στα δικά μου. Τα ανοίγει ελαφρά και τα κοιτάζει σκεπτικός ενώ εγώ αρχίζω και τρομάζω. Δεν είναι ο Λόγκαν που ξέρω και έμαθα. Αντί για τη σφαλιάρα που περιμένω πως ίσως έρθει , η κάποιο από τα αγαπημένα του ζουλήγματα στα μάγουλα, νιώθω τα χείλη του να αγγίζουν τα δικά μου και χάνομαι...Τι κάνει; Με φιλάει; Θα με σκοτώσει...Σίγουρα θα το κάνει.
Με ωθεί προς το κρεβάτι χωρίς να απομακρυνθεί και με ξαπλώνει απαλά προς τα πίσω κάνοντας παράλληλες κινήσεις μαζί μου έτσι ώστε να μη χαθεί η επαφή των χειλιών μας. Πιέζει λίγο παραπάνω το κάτω χείλος και μόλις εκείνο ανοίγει, αισθάνομαι τη γλωσσά του να ψάχνει τη δική μου ενώ το ελεύθερο χέρι του, ταξιδεύει προς τα κάτω. Δε έχει σταματήσει να με κοιτάζει μα ομολογώ πως ούτε και εγώ τολμώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του. Με χαϊδεύει στη κοιλιά μα ανεβαίνοντας ψηλά, αγγίζει τα πλευρά μου και στενεύω τα μάτια από το πόνο. Ταράζεται αμέσως , τραβιέται και σηκώνει τη μπλούζα μου κοιτάζοντας τη τεράστια μελανιά που απέκτησα κατά το καυγά μας και το πέσιμο μου. Σκοτεινιάζει και ξέρω πως τόσο κράτησε…
«Ανάθεμα!» βρίζει. Απομακρύνεται αστραπιαία από κοντά μου και εγώ ανεβάζω τα πόδια στο στήθος και τα αγκαλιάζω σε μια προσπάθεια να προφυλαχθώ από την οργή του.
Πηγαινοέρχεται σαν τρελός μέσα στο δωμάτιο και φωνάζει χωρίς σταματημό. Δεν λέω λέξη καθώς ξέρω πως το μόνο που θα καταφέρω είναι να κάνω τα πράγματα χειρότερα και αυτό δε το θέλω σε καμία περίπτωση. Δεν τον έχω ξαναδεί να ουρλιάζει κατ’ αυτό το τρόπο και έχω τρομοκρατηθεί.
«Εσύ!» με στοχεύει ξαφνικά με το δάχτυλο του «Εσύ φταις!!» με κατηγορεί και πιάνοντας το πορτατίφ το πετάει με δύναμη στη ντουλάπα μετατρέποντας το σε δεκάδες κομμάτια. Γυαλιά πετάγονται παντού , τρέμω ολόκληρη και το σαγόνι μου κουνιέται μόνο του. Έρχεται προς το μέρος μου έξαλλος , σηκώνει το χέρι για να με χτυπήσει και κλείνοντας τα μάτια, ανοίγω τις παλάμες μου μπροστά από το πρόσωπο για να προφυλαχθω. Περιμένω το χτύπημα έτοιμη να καλωσορίσω το πόνο όμως δεν έρχεται ποτέ…
Μια μπουνιά εκτοξεύεται αντί αυτού στο προσκέφαλο του κρεβατιού λίγα εκατοστά μακριά από το κεφάλι μου και τιναζομαι ολόκληρη κοιτώντας τον φοβισμένη.
«Θα έχουμε άσχημο τέλος. Να το θυμάσαι…» λέει λαχανιασμένος από την ένταση και φεύγει κλείνοντας τη πόρτα με δύναμη. Παγωνιά κατακλύζει το δωμάτιο και μένοντας μονάχη μου, φέρνω τα δάχτυλα στα χείλη και βουρκωνω. Τίποτα δεν αξίζω τελικά να ζήσω φυσιολογικά. Ούτε καν ,ένα απλό φιλί…
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top