Κεφάλαιο 8°
«Πρέπει να μάθεις, πως δεν είσαι πριγκίπισσα. Και σίγουρα ο μαλακας ο αδερφός μου, δεν είναι ο πρίγκιπας. Πρέπει επίσης να μάθεις μικρή μου Ανελίζ, πως δεν υπάρχουν ιππότες, ούτε λευκά άλογα. Μόνο αυτό…» λέει πετώντας στο κρεβάτι ένα σακουλάκι με λευκή σκόνη. «Αυτό το λευκό υπάρχει και σαν καλό κορίτσι, θα το πάρεις αμέσως τώρα!»
«Σου είπα πως δε θέλω άλλο!» βρίσκω το θάρρος και φωνάζω.
«Δεν έχεις επιλογή!»
«Έχω!» τσιριζω κυριολεκτικά και πιάνοντας το σακουλάκι το ανοίγω και το αδειαζω στον αέρα. «Βλέπεις; Έχω επιλογή και τη κάνω!» συνεχίζω επιθετικά και ορμάει έξαλλος προς το μέρος μου.
Με πετάει με μανία στο πάτωμα, χτυπάω στα πλευρά και ξεκινώ να σέρνομαι προς τα πίσω για να σωθώ από κατι που ξέρω πως δε γλιτωνω . Θα με σαπίσει…
«Ο σωτήρας σου δεν είναι εδώ μικρή μου Ανελίζ» λέει πλησιάζοντας με και υψώνει το χέρι ψηλά. Στο κατέβασμα και ενώ έχω κλείσει τα μάτια περιμένοντας τη σφαλιάρα, αισθάνομαι το χέρι του στο δικό μου. Με πιάνει από το καρπό και σαν πούπουλο με σηκώνει και με πετάει στο κρεβάτι. Χώνεται ανάμεσα στα πόδια μου χωρίς περιστροφές και στη προσπάθεια να τον κλωτσησω, εκνευρίζεται ακόμα πιο πολύ. Το κορμί του είναι πιο μυώδες και καθώς γέρνει προς τα μπροστά καταφέρνει και με ακινητοποιεί με ευκολία.
Έχει μέρες να ξεσπάσει και το περίμενα μα όχι σήμερα. Όχι τώρα… Διάφανα ρυάκια κυλούν από τα μάτια μου καταλήγοντας να βρέχουν το σεντόνι και του ζητάω να με αφήσει γιατί με πονάει. Δε το κάνει όμως. Πιάνει και τα δύο μου χέρια μαζί ανεβάζοντας τα ψηλά ενώ σκίζει ταυτόχρονα ένα κομμάτι ύφασμα από το σεντόνι. Το περνάει από το σίδερο και με δένει σφιχτά. Έχοντας μόνο τα πόδια μου ελεύθερα, ξεκινώ να χτυπιεμαι από κάτω του μα μόλις σιγουρευεται πως δε μπορώ να απελευθέρωσω τα χέρια μου, βγάζει από τη πίσω τσέπη ένα δεύτερο σακουλάκι.
«Αυτό είναι το εφεδρικό μικρή έξυπνη»
«Λόγκαν για το Θεό μη το κάνεις!»
«Κάτσε ακίνητη!» μου φωνάζει βγάζοντας τη σύριγγα και ξεσπω σε λυγμούς. Δένει στο μπράτσο μου το λεπτό σκοινί και η φλέβες πετάγονται αμέσως.
«Γιατί συνέχεια με πονάς;» ρωτάω με παράπονο καθώς πιέζει τη βελόνα και μόλις το δέρμα σκίζεται και την νιώθω να τρυπάει τη φλεβα , αρχίζω και τρέμω. Με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια και πιέζοντας το έμβολο σιγά σιγά προς τα κάτω, αισθάνομαι το υγρό να καίει τις φλέβες μου.
«Γιατί νομίζεις ότι βρήκες τον πρίγκιπα...» μου απαντά βγάζοντας τη σύριγγα. Τα βλέφαρα μου τρεμοπαιζουν και τα άκρα παραλύουν. «Δεν είναι πρέζα, μα η φάτσα σου ήταν για μένα ανεκτίμητης αξίας» μου δηλώνει μα ακόμα κι αν δε μου το έλεγε θα το καταλάβαινα. Μοιάζει με νάρκωση όμως έχω τις αισθήσεις μου.
«Και τώρα θα σου δείξω εγώ τι εστί πρίγκιπας...» λέει καθώς μου βγάζει τη πιτζαμα. Σκίζει το εσώρουχο μα και τη μπλούζα μου ενώ παράλληλα αλληλοκοιταζομαστε.
«Λόγκαν πο-πονάει…» ψελλιζω αδύναμα
«Δε πειράζει, αυτός δεν είναι εξάλλου ο σκοπός;»
Πέφτει σαν λυσσασμενο ζώο επάνω μου και αρχίζει να με ρουφάει στην κοιλιά ενώ κατά διαστήματα κατεβαίνει χαμηλά και δαγκώνει τα μπούτια μου. Με σημαδεύει… Μάλλον έτσι με βλέπει τελικά, σαν σκυλί. Το είπε εκείνη τη μέρα μα τώρα καταλαβαίνω πως το εννουσε. Σφίγγει στις χούφτες του τα στήθη μου και ανεβαίνοντας πιο ψηλά φτάνει στο λαιμό μου. Σχεδόν ποτέ δεν με ακουμπάει από το λαιμό και πάνω όμως τώρα, αφήνει σε κάθε σημείο μελανιές. Ρουφάει τόσο δυνατά που πιστεύω ότι οι φλέβες μου από στιγμή σε στιγμή θα σκάσουν.
«Λόγκαν…» λέω ξεπνοα το όνομα του και μουγκριζει. Απλώνει τα χέρια, ξεδενει το σχοινί που κρατάει τα δικά μου και συνεχίζει. Κουνάω τα δαχτυλα και εκείνα υπακούν ενώ το μούδιασμα υποχωρεί που σημαίνει πως ότι μου χορήγησε ήταν σε μικρή δόση.
Μου ανοίγει τα πόδια , εισχωρεί μέσα μου τα δάχτυλα του και ένα δάκρυ κυλάει απαλά από τα μάτια μου.
«Θα σε πηδήξω τόσο δυνατά σήμερα, που θα κάνεις μέρες να περπατήσεις!» μου δηλώνει βγάζοντας το μόριο του από το μποξερακι. Βάζει ίσα ίσα το κεφάλι μέσα και ξέροντας πως θα με πονέσει αν μπει ολόκληρος μονομιάς, σταματάει. Σκύβει και χώνεται στο λαιμό μου χωρίς φυσικά να απομακρύνει το μόριο του από την είσοδο του κόλπου μου.
«Αν σε ξαναδώ στα πόδια του, θα κάνω το χειρότερο εφιάλτη σου πραγματικότητα» λέει και βυθίζεται τελικά αδιαφορώντας για το πόνο που ξέρει ότι μου προκαλεί. «Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που σε κουβάλησα εδώ μέσα!» συνεχίζει χωρίς κουνιέται. Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω το τρόπο που σκέφτεται. Μένει στατικός, τα πρόσωπα μας έχουν ελάχιστη απόσταση και ξέρω πως αν γυρίσω το κεφάλι θα αγγίξω τη μύτη του με τη δική μου. «Έναν ολόκληρο μήνα θα σε έχω για πάρτη μου και μάντεψε…Εκείνος δεν θα είναι εδώ» λέει απαλά στο αυτί μου και γυρίζω τελικά συγκλονισμένη όμως η απόσταση ήταν πιο μικρή από όσο υπολόγιζα με αποτέλεσμα να αγγίξω καταλάθος τα χείλη του. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα στην επαφή.
«Συ-συγγνώμη…Δε..Δεν…» τραυλίζω σίγουρη πως θα με χτυπήσει όμως εκείνος τραβιέται. Μου πετάει το σεντόνι, και φορώντας το παντελόνι του, βγάζει από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα. Ανάβει ένα και πηγαίνει προς το παράθυρο. Κάποιος θα σκεφτόταν πως θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη. Ούτε με βίασε, ούτε με χτύπησε. Δεν μου έδωσε ναρκωτικά και το μόνο που έκανε στην ουσία, ήταν να γεμίσει το κορμί μου πιπιλιες. Εγώ όμως, αυτόν το Λόγκαν τον φοβάμαι. Είναι ο Λόγκαν που δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματα του και τρέμεις για όσα έχει μέσα στο μυαλό του.
«Δεν υπάρχει ομορφιά σε αυτή τη ζωή. Είναι η κυριαρχία που μας γαμαει την ανθρωπιά και γινόμαστε τέρατα. Δεν αλλάζω και πίστεψε με, ούτε και εκείνος άλλαξε. Όλοι είμαστε διαολοι...» παραμιλάει φυσωντας το καπνό προς τα έξω. Με βλέπει που προσπαθώ να σκεπαστω και πλησιάζει. Με σκεπάζει και επιστρέφοντας στο παράθυρο, πετάει το τσιγάρο και το κλείνει.
«Μάζεψε δυνάμεις. Σήμερα δεν είχα όρεξη τελικά. Έχουμε όμως πολλές μέρες μπροστά μας» μου λέει και λίγο πριν φύγει γελάει και κάθεται δίπλα μου. «Παραλίγο να ξεχάσω το πραγματικό σου δώρο!» κρύος ιδρώτας με λούζει όταν ανοίγει τη παλάμη του και βλέπω ένα κόκκινο χάπι. «Δεν ξέρω αν θα έχει παρενέργειες με το ηρεμιστικό που σου έδωσα πριν μα θα μάθουμε!» με πιάνει και έχοντας πλέον ανακτήσει εν μέρη τις δυνάμεις μου, απλώνω τα χέρια μου και κρατάω τα δικά του σφιχτά.
«Χτύπησε με…Βίασε με…Μόνο μη μου δώσεις αυτό το πράγμα. Στο υπόσχομαι να υπακούω. Θα κάνω ό,τι θέλεις μα πάρτο από μπροστά μου!» του ζητάω παρακλητικά.
«Μονο με τη τιμωρία μαθαίνεις μικρή μου» απαντά ψυχρά και τινάζοντας τα χέρια μου από πάνω του, μου ανοίγει τα χείλη και το πετάει στον ουρανίσκο μου. Εκείνο γλιστράει μονομιάς και βηχω
«Σε σιχαίνομαι…» μουρμουριζω. Η όραση θολώνει, οι σταγόνες από τα δάκρυα κολλάνε στις βλεφαρίδες και η εικόνα του , εξασθενεί.
«Έτσι πρέπει. Αν ζήσεις, τουλάχιστον θα έχεις μάθει τη θέση σου σε αυτό το σπίτι. Και μη διανοηθεί το μικρό σου το μυαλό να κάνει παράπονα στον Ιππότη, γιατί δεν θέλεις να μάθεις τι είμαι ικανός να κάνω» ήταν τα τελευταία του λόγια φεύγοντας.
Σας φιλώ..
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top