Κεφάλαιο 5°

«Αφήστε με να φύγω!» ξεσπώ χτυπώντας τον στο στήθος με τις γροθιές μου μόλις με απελευθερώνει. «Δεν έχετε δικαίωμα να με κρατάτε!»

«Έχω πάνω σου, τόσα δικαιώματα όσα η μάνα που σε γέννησε» καγχάζει και τον φτύνω.

«Μη πιάνεις τη μάνα μου στο στόμα σου κτήνος!» τρελαίνεται και πιάνοντας το κεφάλι μου στα χέρια του κάνει κίνηση να το χτυπήσει στο τοίχο όμως σταματά και μένει να το κρατά κοιτώντας με κατάματα.

«Πρέπει να μάθεις τη θέση σου» ψελλίζει και οι φωνές του Σάμιουελ φτάνουν στα αυτιά του. Μας πλησιάζει ντυμένος πλέον, κουτσαίνοντας ελαφρώς και ο Λόγκαν τραβάει τα χέρια από το κεφάλι μου .

«Με χτύπησε η καριόλα!» σκούζει μπαίνοντας μπροστά από το Λόγκαν και χωρίς να περιμένει δευτερόλεπτο με χαστουκίζει και χάνω την ισορροπία μου. Ο Λόγκαν γέλασε.

«Μας βγήκε άγρια λοιπόν» σχολιάζει ρίχνοντας μου ένα περίεργο βλέμμα.

«Θα την διαλύσω!» κραυγάζει ο Σάμιουελ

«Ήρεμα αδερφέ» ξεκινά να λέει ο Λόγκαν μπαίνοντας σαν τοίχος μπροστά μου «Πάμε να της δείξουμε τη θέση της» συνεχίζει εξαπλώνοντας το τρόμο στο μυαλό μου και βγάζοντας ένα ζευγάρι κλειδιά από τη τσέπη, ξεκλειδώνει τη πόρτα που βρίσκεται πίσω του και με πετάει μέσα. Ο Σάμιουελ ακολουθεί τρίβοντας πονηρά τις παλάμες του μεταξύ τους και σηκώνομαι. Κοιτάω γύρω για κάποια διαφυγή μα όπως και στο προηγούμενο δωμάτιο δεν έχει ούτε παράθυρο.

«Κράτησε την!» Διατάζει ο Λόγκαν και εκείνος ορμάει προς το μέρος μου. Τον χτυπώ για να ξεφύγω μα δε τα καταφέρνω.

«Στα τέσσερα και στο κρεβάτι!» ξαναλέει ο Λόγκαν και ο Σάμιουελ με σπρώχνει. Με ωθεί με τα γόνατα στο κρεβάτι και στήνει κυριολεκτικά το κορμί μου.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» Φωνάζω μα γελάνε μέσα στα μούτρα μου. Κουνιέμαι για να ξεφύγω μα δέχομαι ένα χτύπημα σαν ράπισμα στη πλάτη και ουρλιάζω από το πόνο. Το κορμί πέφτει μόνο του προς τα μπροστά και ο Σάμιουελ σηκώνεται. «Νομίζω πως μου αξίζει να ξεκινήσω πρώτος!» λέει ξεκουμπώνοντας το παντελόνι και τραβιέμαι προς τα πάνω σε μια προσπάθεια να φτάσω στο σίδερο και να πιαστώ.

«Όχι. Θα στην ετοιμάσω και μετά» ο Λόγκαν έρχεται. Με κρατάει με τα καταραμένα του χέρια απ τη μέση και καθώς με τραβάει ο Σάμιουελ πιάνει τα οπίσθιά μου. Τα ανοίγει ελαφρά και πατάω τα κλάματα. Τους παρακαλώ να σταματήσουν μα μπαίνει μέσα μου απότομα κόβοντας την ανάσα μου και πνίγομαι από τα ίδια μου τα σάλια. Βήχω δυνατά μα δεν πτοείται.

«Ξέσκισέ την τη πουτάνα!» τον προτρέπει ο Σάμιουελ και γρυλίζει. Ο τρόπος που ο Λόγκαν με βιάζει δεν έχει καμία σχέση με τη προηγούμενη φορά. Μπορεί η ουσία της πράξης να είναι ακριβώς η ίδια μα φροντίζει ώστε να με πονάει σε κάθε σημείο του κορμιού που αγγίζει με τα δάχτυλα του. Σαν ζώο, ωθεί άτσαλα το μόριο του μέσα του και νιώθω πως ο κόλπος μου θα φύγει από τη θέση του. Τόσα δάκρυα... Τόσος πόνος. Ο ένας με κρατάει φτύνοντας με στα μούτρα και ο άλλος κάνει πράξη την επιθυμία του αδερφού του με το χειρότερο τρόπο. Τα αναφιλητά μου είναι σαν να τον προκαλούν να γίνεται όλο και πιο βίαιος. Δένει σαν σχοινί τα μαλλιά μου γύρω από το καρπό του, τα τραβάει και ο Σάμιουελ σιγοντάρει από διπλά έτσι ώστε να μου μάθει όπως λέει τη θέση μου. Δεν αντέχω άλλο. Αισθάνομαι πως το κορμί μου ξεσπάει σε σπασμούς.

«Αρκετά . Σειρά μου τώρα» ζητάει κοιτώντας με στα μάτια. «Κανένας δε με έχει χτυπήσει και θα το πληρώσεις» μου ψιθυρίζει και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο.

«Άλλη φορά μικρέ. Δίνε του τώρα..» του λέει ο Λόγκαν λαχανιασμένος

«Τι λες ρε; Ήταν εξ αρχής η σειρά μου να δοκιμάσω Κανε στην άκρη!

τους ακούω να μιλάνε για μένα σαν να είμαι ένα κομμάτι κρέας και τα μάτια μου μαυρίζουν.

«Είπα κάτι! Εξαφανίσου!» ο Λόγκαν αγριεύει και προς έκπληξη μου, ακούω τη πόρτα να ανοίγει και να κλείνει.

«Τα δύο μας πάλι μικρή» κολλάει σαν βεντούζες τα χέρια στη μέση μου και με γυρίζει ανάσκελα. Δεν έχω δύναμη να κρατήσω τα πόδια μου κλειστά. Σαν δυο ξεραμένα από τον ήλιο κλαριά, πέφτουν δεξιά και αριστερά από το κορμό μου. Σκύβει αμέσως από πάνω μου. Πιάνει το κορμί μου , το σηκώνει πιο ψηλά και δεν αργώ να τον νιώσω να μπαίνει μέσα μου .

«Τι σου έχω πει;» ρωτάει πιάνοντας με από τα μάγουλα. Δεν απαντώ. Δεν θα γίνω μέρος στο αρρωστημένο αυτό παιχνίδι, ούτε θα τον κοιτάξω στα μάτια ενώ με βιάζει. Δεν περίμενα να το πω ποτέ μα εύχομαι να βγάλει το όπλο και να μου τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Αναπνέω με το ζόρι και τα πνευμόνια μου πονάνε σε κάθε ανάσα. «Κοίτα με!»

«Άντε γαμήσου!» τον βρίζω ξέπνοα και σφίγγει τη παλάμη του ζουλώντας τα μάγουλα μου. Τα χείλη μου ανοίγουν και πλησιάζοντας απειλητικά κοντά, φτύνει μέσα τους.

«Τα σκυλιά υπακούν όταν τα φτύνεις» δηλώνει μα χάνω κάθε αντοχή. Χανω όση ανθρωπιά υπήρχε μέσα μου. Βάζω τα κλάματα σπαράζοντας και ξεσπάω σε λυγμούς. Το σώμα μου τραντάζεται χωρίς να το κουνάει εκείνος και νιώθω τους σπασμούς, να μυρμηγκιάζουν κάθε μυ του κορμιού. Τραβάει τα χέρια του και το κεφάλι μου γέρνει στο πλάι σαν νεκρό. Άψυχο. Τα μάτια κοιτάζουν το κενό και βγαίνει από μέσα μου.

«Σκότωσε με» ικετεύω . Τα χείλη μου τρέμουν, τα δάκρυα καίνε καθώς πέφτουν όμως εκείνος, στέκει στατικός. Δεν ξέρω τι κάνει και ούτε τον κοιτάζω ώσπου ένας μεταλλικός ήχος, με κάνει και σκάω ένα χαμόγελο. Θα με σκοτώσει. Σε ευχαριστώ θεούλη μου. Ακούω τη σφαίρα να κουμπώνει και πριν καν διαπεράσει το κρανίο, βρίσκω τη δύναμη και γυρίζω. Φοράει το παντελόνι. Είναι γυμνός από τη μέση και πάνω όμως στα χέρια κρατάει το μαγικό εισιτήριο. Του χαμογελώ γλυκά. Ίσως και με παράπονο θα έλεγα μα δε ξέρει το λόγο. Δεν ξέρει ότι η εικόνα του αυτή τη στιγμή είναι ότι πιο όμορφο έχω δει τα τελευταία χρόνια και ύστερα από τα τελευταία εικοσιτετράωρα της παραμονής μου σε αυτό το σάπιο μέρος. Είναι η λύτρωση που ξέρεις ότι έφτασε. Ακόμα και έτσι, δε με ενοχλεί πια. Φτάνει που θα φύγω. Τοποθετεί τη κάνη ανάμεσα από τα μάτια μου όμως το μέταλλο δεν είναι κρύο όπως νόμιζα. Αντιθέτως, το νιώθω να με καίει.

«Πες μου το όνομα σου» ρωτάει σοβαρός καθώς οπλίζει.

«Ανελίζ...» ψελλίζω κλείνοντας τα βλέφαρα. Δεν έχει νόημα να το κρύψω πια, φεύγω...Ακούς μάνα; Έρχομαι

«Ανελίζ λοιπόν...» μουρμουρίζει πιέζοντας τη κάνη στο κούτελο. Πάτα την, τη γαμημένη επιτέλους. Λύτρωσε με!

«Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα Ανελίζ» τον ακούω να λέει άξαφνα, το όπλο απομακρύνεται και ανοίγω έντρομη τα μάτια.

«Δε μπορείς!» του φωνάζω και δεν ξέρω πως βρίσκω τη δύναμη μα σηκώνομαι και τον αρπάζω από τα μπράτσα «Σκότωσε με διάολε!» ζητάω οργισμένη και βάζει το όπλο στη πίσω τσέπη. Κάνω να το αρπάξω μα με σπρώχνει δυνατά προς τα πίσω και αρπάζει τη μπλούζα του.

«Δεν υπάκουσες» λέει ήρεμος «Σου είπα όταν σε πηδάω θα με κοιτάς. Την επόμενη φορά λοιπόν, αν είσαι καλό κορίτσι, ίσως σου δώσω αυτό που ζητάς αν και δεν έχω μάθει να κάνω δώρα» με αυτά τα λόγια, ανοίγει τη πόρτα και εξαφανίζεται αφήνοντας με μόνη να σκέφτομαι πόσο κοντά στο παράδεισο ήμουν...Πόσο κοντά, στην αγκαλιά της μάνας που μου στέρησε. Κουλουριάζομαι σε μια άκρη, το στομάχι μου γυρίζει και νομίζω πως θα κάνω εμετό. Η πόρτα ανοίγει ξανά μα δε μπαίνω στο κόπο να κοιτάξω. Όποιος και να μπήκε, ξέρω πως κάθεται και με κοιτάζει.

«Το είπε και το έκανε τελικά...» ακούω έπειτα από λίγα λεπτά τον Σάμιουελ «Σε έσπασε...» συμπληρώνει τον εαυτό του πετωντας ένα κομμάτι ύφασμα πάνω στο γυμνό κορμί μου.

«Κοιμήσου ήρεμη, αύριο θα πάμε σπίτι...» μου ανακοινώνει και φεύγει.



Σας φιλώ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top