Κεφάλαιο 14°
Μερικές ώρες αργότερα
Ανοίγω τα μάτια και δεν αργώ να αντιληφθώ πως έχει πάει απόγευμα. Μας πήρε ο ύπνος! Σκουντάω τον Σάμιουελ και μουγκρίζει.
«Ξύπνα Σαμ, πιάσαμε απόγευμα!» του ανακοινώνω
«Μην με ξυπνάς…» ψελλίζει τραβώντας με πάνω του.
«Μα είναι απόγευμα! Θεούλη μου, ούτε φαγητό έκανα!» τον σπρώχνω για να σηκωθώ μα δε με αφήνει.
«Ε και; Ένα μήνα έλειπα μου αξίζει πιστεύω! Εκτός αυτού ο Λόγκαν είπε πως θα είναι όλη μέρα στο γραφείο οπότε…» λέει πονηρά.
«Οπότε σήκω!!! Θα φτιάξω κάτι να τσιμπήσουμε πεινάω σαν λύκος!»
«Μη γίνεσαι γκρινιάρα μωρό μου» λέει και παγώνω. Πώς με είπε; Κάτι τέτοια λέει και βουρκώνω . Δεν εκφράζεται συχνά με λέξεις μα δεν παύει να με αναστατώνει όταν το επιλέγει. «Ανελίζ;» με αποκαλεί με το όνομα μου και ανασηκώνεται «Καταβαθος χάρηκα που δε σε πήδηξε όλο αυτό το διάστημα…» τελειώνει και με αποτελειώνει. Δεν έχω ιδέα τι να απαντήσω σε αυτό που μόλις ξεστόμισε. «Μη φρικάρεις, το σκέφτομαι καιρό τώρα πως αυτή η κατάσταση είναι ηλίθια. Ξεκίνησε σαν παιχνίδι μα θέλω να σταματήσει» ειλικρινά αν πριν έμεινα άφωνη τώρα αρχίζω και φοβάμαι.
«Πρέπει να είσαι τρελός» καταφέρνω να πω παραμερίζοντας το σοκ «Εξάλλου σε διαβεβαιώνω πως δεν θα με αγγίξει , έχει βρει κοπέλα από ότι κατάλαβα αλλά εκτός αυτού τι σε έπιασε;» τον ρωτάω και απομακρύνομαι από το κρεβάτι ψάχνοντας τα ρούχα μου.
«Τίποτα δε με έπιασε. Απλά ένα μήνα τώρα κατάλαβα πως μου έλειψες και θέλω να σε χορτάσω…Εγώ και για πάρτη μου μόνο»
Χαμογελάω αμήχανα και ντύνομαι.
«Δεν με βλέπω να πηγαίνω πουθενά ξέρεις…Αν θυμάσαι είμαι φυλακισμένη εδώ μέσα» λέω και οδεύοντας προς τη πόρτα.
«Θέλω να το αλλάξω αυτό. Ίσως αν αποκτήσω την ιδιοκτησία σου να…»
«Δεν είμαι σπίτι Σαμ. Ούτε οικόπεδο» μου βγαίνει αυθόρμητα
«Δεν είπα αυτό. Δηλαδή εσένα σου αρέσει να σε πηδάμε και οι δυο;» ρωτάει
«Εκείνος σταμάτησε να το κάνει. Μην ανησυχείς λοιπόν…»
«Ωραία. Είναι μια αρχή κι αυτό. Σε βαρέθηκε και έτσι γίνεται πιο εύκολο» λέει και του χαμογελάω λυπημένα.
«Ναι, πιο εύκολο…» λέω ανοίγοντας τη πόρτα και βγαίνω.
Μόλις κλείνει και κάνω λίγα βήματα σταματώ και κοιτάζω τη πόρτα του έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Πόσο δύσκολο είναι να εισπράττεις αυτό που αναζητάς από κάποιον άλλο… και πόσο πιο δύσκολο είναι να ξέρεις πως δεν υπάρχει τίποτα για σένα στην άλλη πλευρά. Ξεφυσάω και κατεβαίνω κάτω. Τα φώτα είναι σβηστά και πριν προλάβω να απλώσω το χέρι στο διακόπτη ένα άλλο τυλίγεται στο λαιμό μου. Κρύος ιδρώτας λούζει τη πλάτη μου από το φόβο μόλις αντιλαμβάνομαι πως είναι ακόμα σπίτι και η αλκοολική του ανάσα, σκάει στο πρόσωπο μου ανεξέλεγκτα.
«Πέρασες καλά;» αποκρίνεται ψιθυριστά σφίγγοντας το λαιμό μου. Το άλλο του χέρι ανεβαίνει και αγγίζει τα χείλη μου απαλά ενώ παρά το σκοτάδι, τα μάτια του λαμπυρίζουν. Δεν ξέρω πως να αντιδράσω και σιωπώ παρακαλώντας να με αφήσει ώσπου ξαφνικά γέρνει το πρόσωπο του στο δικό μου «Αν, λέω αν αυτά τα χείλη τον άγγιξαν σήμερα, θεώρησε τον εαυτό σου νεκρό…» μου δηλώνει και χτυπώντας μου το κεφάλι στη κάσα της πόρτας, με απελευθερώνει και μπαίνει στη κουζίνα σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Το φως δεν αργεί να ανάψει και πιάνω το λαιμό μου έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Με το που ακούω την πόρτα του Σάμιουελ να ανοίγει, σκουπίζω τα μάτια μου και μπαίνω στη κουζίνα. Δεν θέλω να καταλάβει κάτι ειδικά με τον Λόγκαν πιωμένο. Βγάζω τις κατσαρόλες μα ξέρω πως με κοιτάει, νιώθω το βλέμμα του να με ακολουθεί στο χώρο ώσπου η χαρωπή φωνή του Σάμιουελ που φωνάζει από τις σκάλες, σπέρνει το τρόμο και τα χέρια μου τρέμουν.
«Ελπίζω να μαγειρεύεις γυμνή!» φωνάζει «Έρχομαι και αν σε πιάσω θα…» η ορμή του κόβεται μαχαίρι μόλις μπαίνει μέσα και βλέπει τον Λόγκαν καθισμένο. «Τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν θα ήσουν στο γραφείο;» ρωτάει σοβαρός αλλάζοντας εντελώς ύφος
«Ξέχασα κάτι χαρτιά. Βλέπω αδερφέ το γλέντησες ακόμα δεν ήρθες…» σχολιάζει με σταθερή φωνή
«Δεν έπρεπε; Ένα μήνα έλειπα…» θέλω να γυρίσω και να τους κοιτάξω μα δε τολμώ. Η ένταση του Λόγκαν φτάνει ως έμενα ακόμα κι αν δεν τον βλέπω.
«Και τόσες πουτανες εκεί δεν βρήκες καμία και έπεσες σαν σκυλί που σέρνει σε αυτήν εδώ;» τον ειρωνεύεται και με μειώνει για ακόμα μια φορά
Ο Σάμιουελ πλησιάζει. με πιάνει από πίσω και με φιλάει στο λαιμό. Δεν θα έχει καλή κατάληξη όλο αυτό μα δε προλαβαίνω να αντιδράσω, με γυρίζει απότομα και συνθλίβει τα χείλη του στα δικά μου χωρίς προειδοποίηση.
Και ναι, μόλις υπέγραψε την θανατική μου καταδίκη…
«Καμία πουτανα ποτέ δεν θα είναι σαν κι αυτή. Άσε που αν κρίνω από το αποτέλεσμα, δεν την λες και πουτανα πλέον. Όταν είπες πως δε τη πήδηξες δε σε πίστεψα μα όταν μπήκα μέσα της το κατάλαβα αμέσως...» Ξέρω πως μπροστά στον αδερφό του συμπεριφέρεται διαφορετικά από ότι όταν είμαστε μονοί μα...ΤΟ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ ΕΝΤΕΛΩΣ; Είμαι νεκρή...Πιο νεκρή δε γίνεται. Κι αυτό που με πειράζει πιο πολύ από όλα είναι πως θα πεθάνω χωρίς να μάθω το γιατί… Προσπάθησα πολύ να ψυχολογήσω το Λόγκαν μα απέτυχα κι αυτό που έκανε νωρίτερα δεν έχει συνοχή με τις πράξεις του καθ’όλη τη διάρκεια που είμαστε μονοί. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του και ειλικρινά τρέμω. Έχει κοκκινίσει ολόκληρος και δεν είναι φυσικά από ντροπή μα από θύμο.
«Ωραία λοιπόν, Σήμερα θα τη πάρω εγώ. Να θυμηθεί και λίγο τις παλιές καλές εποχές» δηλώνει σοβαρός και σηκώνεται. «Όσο για το σεξ, επιλογή μου ήταν να μη τη πηδήξω. Ήθελα κάτι διαφορετικό» συνεχίζει απτόητος μα η ένταση στη φωνή του όσο ήρεμα κι αν τοποθετήθηκε φανερώνει ένα και μόνο πράγμα...Το θάνατο.
«Μπα, σήμερα είναι δικιά μου. Βρες κάποια άλλη. Έλειπα καιρό και θέλω να ξεδώσω»
«Είπα κάτι!» φωνάζει ξαφνικά ο Λόγκαν χτυπώντας τη παλάμη του στο τραπέζι «Όσο για αυτό, θα σου φέρω άλλη γκόμενα σήμερα. Ή καλύτερα...» χαμηλώνει τη φωνή και γελάει πονηρά κοιτάζοντας με «Θα σε στείλω σε μια καινούρια που πήρα στο κλαμπ» να τον στείλει; Όχι...όχι όχι! Αν φύγει ο Σάμιουελ από το σπίτι και μείνω μόνη μαζί του...Θεούλη μου δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι.
«Δε θέλω ξένο μουνι. Ευχαριστώ για τη προσφορά μα δε θα πάρω» του απαντάει στο ίδιο ύφος χτυπώντας με στα οπίσθια και θέλω να ουρλιάξω! Τι στα κομμάτια κάνει; Γιατί προσπαθεί να τον ωθήσει στα άκρα γαμώτο; Θα έπρεπε να ήμουν χαρούμενη που επιμένει μα στο τέλος ξέρω πως ότι πει ο Λόγκαν είναι νόμος και αυτό θα γίνει.
«Πολύ φοβάμαι πως δεν έχεις επιλογές, ή θα πας ή θα κάτσεις εδώ να με ακούς να την πηδάω. Και ένας μήνας είναι ξέρεις. Πόσο να αντέξω...»
«Πωωω, εντάξει! Κέρδισες. Μη με πρήζεις τώρα και άσε με να χαρείς» ο Σάμιουελ παραδόθηκε όπως κάνει πάντοτε. Ανάθεμα αν μια φορά του πήγαινε κόντρα στα αλήθεια. Κάθε φορά το ίδιο πράγμα. Ξεκινάει έναν αντίλογο που μόνο καταστροφή φέρνει.
«Ωραία, φεύγω και θα στείλω το αμάξι να σε πάρει αργότερα γιατί πρέπει να κανονίσουμε και κάποια θέματα . Προέκυψε λάθος σε ένα φορτίο..» ο Σάμιουελ κουνάει το κεφάλι και πηγαίνει προς το σαλόνι. Μόλις μένουμε μονοί ο Λόγκαν χαμογελάει και με πλησιάζει. Κολλάω πάνω στο πάγκο μα δεν έχω που να πάω.
«Δεν μπορείς να σωθείς.» μου ψιθυρίζει «Ζήσε γιατί όταν επιστρέψω, όλα θα τελειώσουν» χαμογελάει και σηκώνει το χέρι . Κλείνω τα μάτια από το φόβο πως θα με χτυπήσει πάλι μα αντί αυτού κάνει στην άκρη τα μαλλιά μου και κοιτάζει το λαιμό μου. «Δεν θα είναι το μόνο σημάδι που θα έχεις ως το πρωί» λέει και φεύγει χαμογελαστός. Μόλις η εξώπορτα κλείνει ο Σάμιουελ έρχεται στη κουζίνα και με κοιτάει σαν κουτάβι
«Συγγνώμη ρε μωρό. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα..» να πας στο διάολο που δε μπορούσες να κάνεις τίποτα! Ότι ήταν να κάνεις το έκανες και μάλιστα με κατέστρεψες! Αντί να του πας κόντρα με έδωσες στο λύκο οικειοθελώς! Ξεσπώ εσωτερικά και πριν βάλω τα κλάματα γυρίζω προς τη κατσαρόλα.
«Θα είμαι καλά...» λέω μονάχα αλλά μέσα μου ψάχνω ήδη τρόπο διαφυγής. Καλύτερα να μείνω στους δρόμους παρά να πεθάνω από το ξύλο. Δεν κατανοώ τη συμπεριφορά του Λόγκαν μα αν έμαθα ένα πράγμα καλά όλο αυτό το διάστημα είναι στα νεύρα του, και δυστυχώς γίνεται αδίστακτος όταν θέλει.
«Δεν πεινάω πολύ, σε πειράζει να..» Ο Σαμ με βγάζει από τις σκέψεις. Σκέψεις που ξέρω ότι κάνει και ο ίδιος μα γίνεται δειλός μπροστά στον αδερφό του. Όση χαρά είχα που επέστρεψε εξανεμίστηκε μέσα σε λίγες στιγμές και το βλέπει στα μάτια μου. Πεινάει, φυσικά και το κάνει μα νιώθει άνανδρος και ανίκανος.
«Ούτε εγώ πεινάω και δεν με πειράζει, θα είμαι στο δωμάτιο μου» λέω βγάζοντας τον από τη δύσκολη θέση και κλείνω τη κουζίνα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα φεύγω και τον αφήνω πίσω. Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε και το ξέρει καλά. Ότι έπρεπε να ειπωθεί έμεινε σκέψη και όσα ειπώθηκαν ήταν άβουλες λέξεις που δεν έπρεπε να ειπωθούν. Με λίγα λόγια, λυπάμαι… Όχι για όσα θα έρθουν, μα για όσα έχασα. Για όσα βρήκα και για όσα θα χάσω απόψε…
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top