Κεφάλαιο 12°
Η ατμόσφαιρα είναι τέρμα ηλεκτρισμένη. Κάθεται απέναντι μου προβληματισμένος διαβάζοντας και εγώ μαγειρεύω. Απορώ γιατί το κάνω ακόμα αφού σπάνια τρώει εδώ. Ακόμα και αυτή η στιγμή, μου φαίνεται παράλογη. Από τη μέρα που έφυγε ο Σάμιουελ έχει να κάτσει σπίτι ενώ στο διάστημα που μένω εδώ, πρώτη φορά τον βλέπω να φοράει γυαλιά. Τον κάνουν να μοιάζει φυσιολογικός… Γλυκός. Δεν θυμίζει σε τίποτα το μεθυσμένο άντρα που έρχεται κάθε βράδυ με εκείνη την οχιά στο σπίτι. Το είπε και το έκανε.. Φέρνει την ίδια γυναίκα και τους ακούω. Ομολογώ πως δε μπορώ να συνηθίσω. Ούτε αντέχω να τους ακούω όμως δεν έχω που να πάω. Χθες πατήσαμε ένα καυγά μόνο και μόνο επειδή ζήτησα να κοιμηθώ στο σπιτάκι του κήπου. Αλλά βέβαια, με θέλει σπίτι ώστε να ακούω. Ώστε να τον σιχαίνομαι ακόμα περισσότερο.
Σκουπίζω τα χέρια στη πετσέτα και ξεφυσάει . Γράφει, σβήνει, μουτζουρώνει.
«Θέλεις να σου φτιάξω ένα καφέ;» Τον ρωτάω και νεύει αρνητικά. «Μήπως πεινάς;»
«Δεν είσαι η μάνα μου! Πάψε πια να συγκεντρωθώ!» μου φωνάζει αλλά ποσώς με ενδιαφέρει. Αν συνήθισα κάτι είναι οι φωνές του. Το καπάκι από τη κατσαρόλα τραντάζεται και γυρίζω αμέσως
«Αουτς!»
«Τι διάολο έπαθες πάλι;» ρωτάει ευγενικά
«Τίποτα» απαντώ βάζοντας κάτω από το κρύο νερό το δάχτυλο μου. Βουρκώνω… Μπορεί να εκφράστηκε τόσο θυμωμένα μα ακόμα και αυτό το αμυδρό ενδιαφέρον φέρνει αναμπουμπούλα στα σωθικά μου.
«Για να δω…» τον ακούω από πιο κοντά και αντιλαμβάνομαι πως βρίσκεται πίσω μου. «Κάηκες…» παρατηρεί πιάνοντας το χέρι μου. Το τραβάω αμήχανα προς τα πίσω και αλληλοκοιταζόμαστε για μια στιγμή. «Κλαις για ένα κάψιμο;» αποκρίνεται και το παράπονο φτάνει στα χείλη μου κάνοντας τα να τρέμουν. Βρίσκω το κουράγιο και κουνάω το κεφάλι καταφατικά αφού είμαι ανήμπορη να μιλήσω. Όχι…Δεν κλαίω για ένα κάψιμο. Κλαίω γιατί δε μου μιλάς. Γιατί δε με κοιτάζεις. Γιατί με πληγώνεις . Γιατί, γιατί γιατί… είναι τόσα πολλά μα δε του λέω κανένα από αυτά.
«Φεύγω» λέει μαζεύοντας τα χαρτιά του «Δε θα επιστρέψω το βράδυ. Θα κοιμηθώ στη Κάθριν» με πληγώνει το όνομα της. Μα φροντίζει να μου το λέει αρκετά συχνά.
«Λόγκαν περίμενε!» Φωνάζω πριν βγει και πάω κοντά. «Ξέχασες αυτό…» απλώνω το χέρι και του δίνω τη θήκη που είχε κρεμασμένη στη καρέκλα μαζί με το όπλο του. Ποτέ δε το αφήνει από τα μάτια του κι όμως…θα μπορούσα άνετα να το πάρω και να του τινάξω τα μυαλά στον αέρα. Το έκανα; Όχι…Γιατί; Δεν ξέρω…Αφήνω ένα ακόμα γιατί να προστεθεί στη λίστα.
«Μπορείς να φτιάξεις κοκκινιστό;» λέει άξαφνα παίρνοντας το όπλο από τα χέρια μου και σμίγω τα φρύδια
«Φυσικά και μπορώ…»
«Ωραία, λέω να δειπνήσω σπίτι σήμερα και από ότι βλέπω…» λέει κοιτώντας προς τη κατσαρόλα «Αυτό που έχει εκεί μέσα δε θα τρώγεται …» χαμογελάω έτοιμη να κλάψω από χαρά αυτή τη φορά. Θέλω τόσο να τον αγκαλιάσω. Δε ξέρει πως με λίγες μόνο λέξεις του, φώτισε εκείνο το σκοτάδι που έριξε πάνω μου τόσες μέρες.
***
Η ώρα έχει ήδη πάει έντεκα και αισθάνομαι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Είχε πει πως θα επέστρεφε για φαγητό, μα εκείνος δεν έχει έρθει. Χωρίς να το θέλω μπαίνω πάλι στην ίδια γυάλα. Στο ίδιο εκείνο τρομακτικό συναίσθημα πως κάτι του έχει συμβεί. Δεν μπορώ να εξηγήσω το λόγο που νιώθω τα σωθικά μου να καίνε στη σκέψη και μόνο μα υποθέτω είναι εκείνη η γαμημενη η συνήθεια που ορίζει το μυαλό. Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη. Μπορώ κάλλιστα να φύγω ανά πάσα ώρα και στιγμή μα εγώ, επιλέγω ξανά να μείνω. Επιλέγω να προσπαθήσω να επιβιώσω σε ένα περιβάλλον αφιλόξενο για μένα. Να ρίξω ξανά το φταίξιμο στη συνήθεια; Γιατί στο καλό δε φεύγω; Τι με κρατάει;
Η καρδιά πεταρίζει στο στήθος και κοπανιέται μόλις ακούω την εξάτμιση του αυτοκίνητου και το συναγερμό μετέπειτα. Τρέχω προς τη πόρτα χαρούμενη. Νιώθω να πετώ και μόνο που επέστρεψε. Πόσο περίεργο είναι…
Ανοίγω τη πόρτα μα το χαμόγελο μου σβήνει… Δεν μπορεί να βλέπω σωστά. Ίσως τυφλώθηκα. Ίσως τρελάθηκα. Ίσως...Ίσως απλά να με πήρε ο ύπνος στο καναπέ και να βλέπω εφιάλτη.
«Την έχεις εκπαιδεύσει να ανοίγει και τη πόρτα τώρα;» στα λόγια της τα μάτια μου βουρκώνουν. Φυσικά...Έφερε και τη Κάθριν στο σπίτι. Ο Λόγκαν με κοιτάζει μα για ακόμα μια φορά δε θέλω ούτε να τον βλέπω. Αισθάνομαι ένα κάψιμο στο λαιμό μα δε θέλω να πω κάτι που δε πρέπει και να με χτυπήσει μπροστά της. Με ξεγέλασε ξανά με τη συμπεριφορά του το πρωί και δε θα του κάνω τη χάρη να με δει στα πατώματα. «Μήπως της έκοψες τη γλωσσά; Είναι μόδα ξέρεις στην Ασία...»
«Πάψε Κάθριν» επεμβαίνει βάζοντας το χέρι του γύρω από τη μέση της. Θα ορκιζόμουν από τα κατακόκκινα μάτια του πως είναι πιωμένος μα η ομιλία του είναι σταθερή πράγμα που με κάνει να καταλήγω στο συμπέρασμα πως ίσως πήρε κάποια ουσία.
«Όπως σου είπα και στο δρόμο, δε μου αρέσει να μοιράζομαι. Αν αυτό το γύναιο σου είναι κάτι παραπάνω θέλω να το ξέρω πριν περάσω αυτή τη πόρτα Λόγκαν!» του μιλάει με ανεβασμένο τόνο και δεν κάνει τίποτα! Αν εγώ του μιλούσα έτσι θα ήμουν ήδη στο πάτωμα με κατακόκκινο μάγουλο. Πάραυτα όμως, δεν έχω κανένα δικαίωμα να επέμβω. Ούτε θέλω να ακούσω.
«Εμένα με συγχωρείτε. Και όχι, δεν του είμαι τίποτα» ξεκαθαρίζω τη θέση μου κρατώντας με νύχια και με δόντια τα δάκρυα μου.
«Δε σου μίλησε κανένας εσένα!» μου απευθύνεται επιθετικά και ο Λόγκαν δεν κάνει τίποτα για να την αποτρέψει. Στρέψω το βλέμμα μου πάνω του , του χαρίζω μια τελευταία ματιά και φεύγω. Δεν ξέρω αν έχω αξιοπρέπεια έπειτα από τη κατάντια μου μα δεν μπορώ να ανταπεξέλθω σε αυτή τη ψυχοφθόρα διαδικασία για άλλη μια φορά. Ανεβαίνω τις σκάλες και τους ακούω να λογομαχούν μα μέχρι να φτάσω επάνω το νιαούρισμα της ακούγεται σε ολόκληρο το σπίτι. Τα βρήκαν. Φυσικά και θα το έκαναν…
Το επόμενο πρωί
Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή! Τρίτη φορά που προσπαθώ να βγάλω το καταραμένο το λεκέ από το κρασί και δε βγαίνει. Έφαγαν το φαγητό που έφτιαξα, ήπιαν, έκαναν όλο το σαλόνι άνω κάτω και τώρα εγώ, καλούμαι να καθαρίσω τη βρωμιά τους. Κουράστηκα να προσπαθώ να μπω μέσα στο κεφάλι του. Κοπανάω με δύναμη το πανί μα καθώς σηκώνομαι μυρίζω το άρωμα του. Δεν θα γυρίσω.
«Γδύσου» τον ακούω να λέει
«Παράτα με» απαντώ κοφτά και πιάνοντας ξανά το βρωμοπανο σκύβω και τρίβω το χαλί.
«Δε θέλω να σε γαμησω. Θέλω απλά να πάρω εικόνες» ειλικρινά αυτός ο άντρας είναι μαλακας και δυστυχώς, ότι κι αν είναι αυτό που με δένει μαζί του πρέπει να κοπεί.
«Θέλω να φύγω» του ξεκαθαρίζω βρίσκοντας το θάρρος της γνώμης μου και γυρίζω. Στέκεται στη πόρτα και γελάει. Γελάει ο Ηλίθιος!
«Δεν καταλαβαίνω την αρνητικότητα σου. Ζήτησα κάτι και αν θυμάμαι καλά είσαι εδώ για να εκπληρώνεις κάθε επιθυμία μας. Μπορείς να φύγεις, η πόρτα είναι ανοιχτή. Απλά να ξέρεις πως μόλις πατήσει το ποδαράκι σου έξω, μια σφαίρα θα σου τινάξει τα μυαλά…»
Πάω κοντά και στέκομαι μπροστά του.
«Είμαι άνθρωπος» λέω παραπονεμενη
«Εγώ δεν είμαι όμως…Ούτε ξέρω τι σημαίνει να είσαι» ανταπανταει αμέσως
«Χθες είπες πως θα έτρωγες σπίτι…»
«Στο έχω ξαναπεί Ανελίζ , μη τρέφεις φρούδες ελπίδες. Δεν είσαι τίποτα»
«Αυτό το έχω καταλάβει. Όπως έχω καταλάβει κι άλλα πολλά που δυστυχώς με ξεπερνούν» βλέπω το σαγόνι του να τρίζει καθώς μιλώ μα ούτε που με νοιάζει «Έχω κάτι εδώ μέσα…» συνεχίζω δείχνοντας τη καρδιά μου «Κάτι που κάθε φορά που έρχεσαι σπίτι και δεν είσαι μόνος πον…» ένα χαστούκι έρχεται ξαφνικά. Το κορμί τραντάζεται και τα μάτια μου βουρκώνουν. Πιάνω το μάγουλο μου και νιώθω τη κάψα από το χτύπημα να καίει όχι μόνο το δέρμα μα και τη ψυχή μου. Νομίζω πως τα όρια έχουν πατηθεί…
«ΠΟΝΑΕΙ!» Ουρλιάζω και ξεκινώ να τον χτυπώ με μανία στο στήθος. «ΠΟΝΑΕΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΠΟΥ ΔΕ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ!» συνεχίζω να ξεσπώ ώσπου νιώθω τις γροθιές μου να χάνουν τη δύναμή τους. Εκείνος στέκεται αγέρωχος και ανέκφραστος. Τα πόδια λυγίζουν και γονατίζω μπροστά του. «Σταμάτα να με διώχνεις. Έχω ξεχάσει τι σημαίνει αγάπη μα νομίζω πως…» πριν ολοκληρώσω κάνει μεταβολή και σιωπώ. Η εξώπορτα ανοίγει και στο κλείσιμο της, τρίζουν τα παράθυρα.
«Σ’αγαπώ...» ολοκληρώνω τη φράση μου , μόνη πλέον. Ακούω τα ίδια μου τα λόγια και τρομάζω. Πονάω…Λυπάμαι και πληγώνομαι... Μόνο αυτό μπορεί να ισχύει όμως. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που με πειράζει τόσο η συμπεριφορά του. Δεν πειράζει, η αγάπη δε ζητάει ανταλλάγματα. Ούτε ζητάει ανταπόκριση…
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top