Σπίθες Χάους

Φεβρουάριος 2025, Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία

Το μόνο που του είχε απομείνει να κάνει ήταν να τρέξει, να τρέξει σαν μανιακός. Δεν είχε σημασία αν τα πνευμονία του διαμαρτύροταν για αέρα, δεν είχε σημασία αν τα πόδια του πονούσαν. Έτρεχε σαν τρελός προσπερνόντας τους ανθρώπους γύρω του θαρρείς και ήταν ένας ανεμοστρόβυλος έτοιμος να καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά του.

Ήταν η εικοστή όγδοη ημέρα του Φεβρουαρίου, το αστραφτερό και φημισμένο καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο είχε αρχίσει ήδη από το απόγευμα αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν εκείνο το τηλεφώνημα. Η φοβισμένη και τρεμάμενη φωνή της, εκείνος ο εκκωφαντικός ήχος που έμοιαζε τρομακτικά πολύ με εκείνο που βγάζουν τα όπλα στις ταινίες. Και έπειτα εκείνο το διαπεραστικό τσιριχτό, μια φωνή ντυμένη με πόνο και απελπισία.

Τρέχει. Δεν μπορούσε να σταματήσει και να θαυμάσει τα περίτεχνα κουστούμια, να χαζέψει τα πελώρια άρματα ή να χορέψει στο ρυθμό της μουσικής. Το βράδυ αυτό έμελλε να είναι καθοριστικό, τίποτα από όσα είχε σχεδιάσει δεν επρόκειτο να συμβεί. Δεν θα απολάμβανε τη παρέα μιας όμορφης χορεύτριας, δεν θα έπινε μέχρι το ξημέρωμα με τους φίλους τους. Όχι, έπρεπε να τρέξει για να φτάσει εγκαίρως, για να σώσει οτιδήποτε μπορέσει.

Για να τις βρεις. Μόνο αυτό είχε σημασία, να βρει την οικογένεια του.

Στρίβει σε ένα στενό και άθελά του πέφτει με δύναμη επάνω σε μια κοπέλα. Οι ξανθές της τούφες του αποσπούν την προσοχή, γαργαλάνε το αρρενωπό του πρόσωπο. Δεν στέκεται όμως να απολογηθεί, εξάλλου οι συγνώμες δεν ήταν ποτέ τόσο φόρτε του. Γυρίζει μονάχα για μια στιγμή για να την δει καθαρά, τα έντονα γαλανά της μάτια χαράζονται στο μυαλό του. Το έντονο όμως μακιγιάζ της που υιοθέτησε για το καρναβάλι δεν του επιτρέπει να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της.

Δεν τον νοιάζει όμως. Πρέπει να βιαστεί, τίποτα από όλα όσα συμβαίνουν δίπλα του δεν έχουν σημασία. Ούτε εκείνη η κοπέλα, ούτε εκείνος ο περίεργος τύπος που ακολουθεί εν άγνοια του το κάθε του βήμα.

Φτάνει στην γειτονιά που θα μπορούσε να αναγνωρίσει και με κλειστά μάτια ακόμα και σταματάει επιτέλους να τρέχει. Προσπάθεια να αναπνεύσει, το άσπρο του μπλουζάκι έχει ποτιστεί από τον ιδρώτα του. Τώρα πλέον περπατάει σαν υπνωτισμένος όσο αντικρίζει τις φλόγες να χορεύουν ξέφρενα στις ίριδες των ματιών του. Ό,τι θυμόταν από το πατρικού, έσβησαν μέσα σε μια νύχτα. Δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα παρά μόνο φωτιά και καπνό. Γονατίζει στο πεζοδρόμιο όσο οι πυροσβέστες προσπαθούν ματαίως να τον απομακρύνουν.

Το σοκ έχει κυριεύσει κάθε κύτταρο του εγκεφάλου του, δεν μπορεί να κουνηθεί, να μιλήσει ή να κλάψει. Εύχεται όλο αυτό να είναι ένα όνειρο, να κακό όνειρο από το οποίο θα ξυπνήσει σύντομα. Όταν όμως τσιμπάει τον εαυτό του και οι φλόγες παραμένουν εκεί, νιώθει ότι χάνει το μυαλό του.

"Εκεί είναι!" Ακούει φωνές από πίσω του και ξυπνάει. Το ένστικτο επιβίωσης ξυπνά ξανά μέσα του, όχι όμως για τι δική του ζωή αλλά για εκείνη της αδελφής του και της μητέρας του. Σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να τρέχει προς την πυρά, ένας πυροσβέστης τον ρίχνει στο έδαφος στην προσπάθεια του να τον εμποδίσει από το μπει στο εσωτερικό εκείνης της φλεγόμενης κόλασης.

Σηκώνεται όρθιος και αρπάζει τον πυροσβέστη από τον γιακά της στολής του. "Που είναι; Τις βγάλατε έξω, έτσι δεν είναι;" Ουρλιάζει στο πρόσωπο του και τότε νιώθει ένα ζευγάρι χέρια να τον απομακρύνουν.

" Άσε με! Απλά πες μου ότι είναι καλά...!" Τώρα πλέον δεν το ελέγχει, το σοκ πέρασε και ο φόβος της απώλειας τρύπωσε στο μυαλό του πιο έντονος από ποτέ. Ο αστυνομικός που τον απομάκρυνε από τον πυροσβέστης τον αναγκάζει να γονατίσει στο έδαφος και του περνάει χειροπέδες.

" Τι στα στα κομμάτια κάνεις;!" Κουνιέται προσπαθώντας να ξεφύγει.

" Ντιέγκο Κάμερον συλλαμβάνεσαι για τον φόβο της Αλίσια Κάμερον."
~
Ο Ντιέγκο είχε βρεθεί πολλοστές φορές στα κριτήρια του αστυνομικού τμήματος. Πότε όμως δεν είχε βρέξει στην αίθουσα ανάκρισης, αυτό το δωμάτιο του φαινόταν ιδιαίτερα ψυχρό και ψυχοφθόρο και παγωμένο. Ήταν ένα δωμάτιο που άρμοζε σε εγκληματίες. Τα αυστηρά βλέμματα των αστυνομικών έκανα τα πράγματα ακόμα χειρότερα, τον είχαν ήδη κρίνει ένοχο για τον θάνατο της μητέρας του χωρίς να ακούσουν την δική του πλευρά. Που πήγε το όλοι είναι αθώοι μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο;

" Ντιέγκο Κάμερον. Γεννημένος τον Δεκέμβριο του 2000. Έχεις ήδη επιβαρυμένο μητρώο, μικρέ." Ο Ντιέγκο ρολάρει τα μάτια του και τοποθετεί τα, δεμένα με χειροπέδες ακόμα, χέρια του επάνω στην λευκή επιφάνεια του τραπεζίου. Είχε κατηγορηθεί για μικροκλοπές στο παρελθόν αλλά πάντα ξέφευγε επειδή ήταν μικρός σε ηλικία...ή ίσως επειδή ο μπαμπάς του πλήρωνε συνεχώς.

" Τι έγινε στην μητέρα μου; Που είναι η αδελφή μου;" Ρωτάει με αγωνία.

" Εσύ θα μας πεις Ντιέγκο τι έγινε στη μητέρα σου. Ή μάλλον να θες να αρχίσεις με τον λόγο που έβαλες εκείνη τη φωτιά." Ο Ντιέγκο σμίγει τα φρύδια του.

" Μόλις ήρθα, δεν έβαλα εγώ την φωτιά! Είμαι αθώος."

" Αυτό λένε όλοι." Αναφωνεί η εισαγγελέας ειρωνικά μασώντας την τσίχλα της ενοχλητικά και σημειώνει κάτι στα χαρτιά της.

" Λέω την αλήθεια! Απαιτώ να μιλήσω με τον πατέρα μου!" Ο αστυνομικός πίνει μια γουλιά από τον καφέ του, τρώει μια γενναιόδωρη από το ντόνατ του με την φράουλα και έπειτα του χαμογελάει σατανικά.

" Μα ποιος νομίζεις ότι σε κάρφωσε, Ντιέγκο;" Αν ένιωσε σοκαρισμένος και παγωμένος όταν αντίκρισε το σπίτι του τυλιγμένο στις φλόγες, όταν του είπαν πως ευθύνεται για τον θάνατο της μητέρας του, τώρα πρέπει να είχε χλωμιάσει και να έτρεμε. Ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να τον βοηθήσει τον έχει προδώσει χωρίς λόγο και αιτία. Καθώς η ανάκριση συνεχίζεται, ο Ντιέγκο παραμένει σιωπηλός. Δεν έχει νόημα να εναντιώνεται τώρα, θα το έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση όταν θα έβγαινε από εδώ μέσα και θα έσπαγε τα μούτρα του πατέρα του.

Αυτό άλλωστε του το χρωστούσε από καιρό...
~~~~~~
Χαιρετώ και ελπίζω να είστε όλοι καλά!! Άλλη μια ιστορία αρχίζει στην οποία θα αρχίσω να ανεβάζω τακτικά από τον χειμώνα του 2025...

Ελπίζω να σας αρέσει, καλή ανάγνωση και καλή σχολική- φοιτητική χρόνια!!!💞

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top