Οι σημαντικοί Άλλοι

Φεβρουάριος 2025, Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία

Όταν η Οφηλία αποφάσισε να επαναστατήσει και να μην ακολουθήσει τα χνάρια της οικογενειακής παράδοσης, να μην ασχοληθεί τελικά με τον ιατρικό ή φαρμακευτικό τομέα, όλοι έπεσαν να την φάνε. Αχάριστη την ανέβαζαν, άμυαλη την κατέβαζαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι τα όνειρα της Οφηλίας έβλεπαν και ευελπιστούσαν σε ένα μέλλον πέρα από τα χρήματα και τις ανέσεις, πέρα από τα ακριβά κοσμήματα και τα πολύωρα ταξίδια. Δεν ήταν αχάριστη, μήτε φαντασμένη. Στην πραγματικότητα ήταν ευγνώμων που δεν προέρχονταν από τις φαβέλες, ήταν τυχερή που οι γονείς της είχαν αρκετά χρήματα ώστε να φροντίσουν να μην της λείψει τίποτα, ώστε να τις προσφέρουν τα βασικά και ακόμα περισσότερα.

Γνώριζε καλά πως ο αληθινός κυβερνήτης του κόσμου ήταν το χρήμα, πως αυτό όριζε ποιος έχει δύναμη και ποιος όχι. Ήταν το παν, όριζε τις ζωές όλων. Ορίζει ακόμα και τη δική της. Θυμάται τον δεκαοχτάχρονο εαυτό της να βρίσκεται σε απόγνωση έπειτα από την εισαγωγή της στο τμήμα της Κοινωνικής Εργασίας, οι γονείς της και κυρίως ο πατέρας της, δεν χάρηκαν καθόλου για αυτήν της την απόφαση. Δεν την στήριξαν καθόλου, ούτε οικονομικά ούτε συναισθηματικά. Για την ακρίβεια, ο πατέρας της της έδωσε δύο επιλογές: "Ή θα δώσεις εξετάσεις για την ιατρική σχολή είτε θα φύγεις από το σπίτι μου! Η δική μου η κόρη δεν θα δουλεύει με όλους εκείνους του τελειωμένους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα!"

Και όπως δεν ήταν φυσικό και αναμενόμενο, η Οφηλία έφυγε. Νοίκιασε ένα μικρό και άχαρο, όπως το χαρακτήριζε ο αδελφός της, διαμέρισμα και έπιασε μία τίμια δουλειά σε ένα μικρό καφέ. Δούλεψε και δουλεύει σκληρά για τις υποτροφίες και το πτυχίο της γιατί, η αλήθεια είναι, πως δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της κάνοντας κάποιοι άλλο επάγγελμα. Ναι, το επάγγελμα της ήταν δύσκολο. Ναι, θα ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους ιδιαίτερους που ενδεχομένως έχασαν τον δρόμο τους και τώρα αδυνατούν να τον βρούνε μόνοι τους. Ναι, θα έκανε όλη την βρώμικη δουλειά, θα ανεχόταν ξεσπάσματα, πολλά. Ναι, θα έτρεχε συνεχώς στους δρόμους μαζί με τους απευθυνόμενους της. Ναι, πολλές θα νιώσει άχρηστη, πως όλα είναι μάταια, πως ο κόσμος αυτός είναι πολύ σκληρός. Πως δεν θα τα καταφέρει. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα είχε σημασία γιατί θα ήταν η ελπίδα κάθε αλκοολικού, ναρκομανή, θύματος, ανθρώπου με ψυχολογικά προβλήματα ή με κινητικά για ένα καλύτερο αύριο, για μία καλύτερη ζωή. Θα τους δίνει ελπίδα όταν στη ψυχή τους δεν θα υπάρχει ούτε μία στάλα. Θα πέφτουν και θα ξανά σηκώνονται μαζί.

Αυτά προσπαθεί να σκέφτεται καθώς κοιτάζει για εκατοστή φορά τις σημειώσεις που είχε κρατήσει στο μάθημα της ψυχοπαθολογίας σχετικά με την ψυχική νόσο της διπολικής διαταραχής. Ήταν εύκολο να αποστηθίσει ακόμα και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια αλλά, όταν έφτανε η ώρα να αντιμετωπίσει τον Ντιέγκο Κάμερον, πάγωνε. Κάτι στο καφετί χρώμα του βλέμματος του την καθήλωνε και την μαγνήτιζε, την έκανε να μην μπορεί να βάλει σε μία σειρά τις σκέψεις της. Είχε τον τρόπο του να την μπερδεύει, να την απομακρύνει και να την αιχμαλωτίζει. Ήθελε να τον βοηθήσει, αλήθεια. Μόνο όμως στην σκέψη ότι προσπαθεί να την παραπλανήσει παίζοντας το θύμα, την κάνει να θέλει να παραιτηθεί ή να αποκτήσει με έναν μαγικό τρόπο την ικανότητα να διαβάσει τις σκέψεις του.

Ήταν φανερό πως δεν ήθελε την βοήθεια της και η Οφήλια ήξερε ότι δεν μπορείς να σώσεις κάποιον που δεν θέλει να σωθεί. Ο Ντιέγκο όμως δεν ήταν ότι δεν ήθελε να σωθεί. Από τις λίγες συναντήσεις που είχε κάνει μαζί του, είχε καταλάβει πως ένιωθε ότι δεν αξίζει να σωθεί. Δεν μπορούσε ακόμη η Οφηλία να καταλάβει τον λόγο, αλλά το ένιωθε. Αυτό που της είχε εντείνει την περιέργεια ήταν πως ήταν πρόθυμος να θυσιάσει την δική του ελευθερία αν αυτό σήμαινε πως η αδελφή του θα ήταν καλά, ήταν θαρρείς και την προέτρεπε να τον παρατήσει να βοηθήσει την Χέιζελ, την αδελφή του.

Από τι όμως να την βοηθήσει; Ήταν με τον πατέρα της...

Η κατάσταση ήταν τόσο περίπλοκη, ο Ντιέγκο τόσο κλειστός και απόμακρος. Και εκείνη διέθετε τόσες λίγες πληροφορίες...

" Οφηλία, τρώμε!" Ακούει από την τραπεζαρία την αυταρχική φωνή της μητέρας της. Ναι, έπειτα από τρία χρόνια η οικογένεια της -η μητέρα της δηλαδή- αποφάσισε να την καλέσει για να περάσουν μαζί το σαββατοκύριακο. Ο πατέρας της ακόμη δεν ήθελε να την βλέπει ούτε ζωγραφιστεί, αλλά πλέον ανεχόταν τουλάχιστον την παρουσία της στον ίδιο χώρο. Ήταν και αυτό μια αρχή. Αναστενάζει, μαζεύει τα ξανθά μακριά της μαλλιά σε ένα σφιχτό κότσο και έπειτα αρχίζει να βαδίζει με βήματα βαριεστημένα έως την τραπεζαρία όπου η κυρία Μαρί, η μαγείρισσα, σερβίρει το φαγητό θαρρείς και δεν έχουν χέρια να σερβιριστούν μόνοι τους!

Κάθεται στη θέση της και χαμογελάει γεμάτη σεβασμό και ευγένεια στην κυρία Μαρί καθώς της γεμίζει το πιάτο με γαλοπούλα και ζεστές, τραγανές πατάτες.

Παίρνει το πιρούνι στα χέρια της και κοιτάζει το φαγητό στο πιάτο αδειανή, είχε ξεχάσει αυτή την άβολη σιωπή που επικροτούσε σε κάθε τους γεύμα. Ο μόνος ήχος που μαρτυρά ότι κατοικούν όντως ζωντανοί οργανισμοί σε αυτό το σπίτι ήταν ο ήχος από τα πιρούνια καθώς έρχονταν σε επαφή με τα τα πιάτα. Μέχρι που ο Γκάμπριελ, ο αδελφός της, ρίχνει με φόρα την εφημερίδα που τόση ώρα διάβαζε επάνω στο τραπέζι.

" Ακόμα να τον χώσουν στη φυλακή! Σκότωσε την μάνα του, είναι ένας ψυχάκιας και ακόμα να τον καταδικάσουν, τι πάει λάθος με αυτό το σύστημα!" Η Οφηλία δεν χρειάζονταν να ακούσει το όνομα του κατηγορούμενου για να καταλάβει σε ποιον ακριβώς ο Γκάμπριελ αναφέρεται. Αρπάζει λίγο ψωμί και σκέφτεται πόσα πράγματα δεν ξέρουν οι γονείς για αυτή. Δεν τους είχε αποκαλύψει πως είχε αναλάβει την υπόθεση του Ντιέγκο Κάμερον και η αλήθεια ήταν πως δεν σκόπευε να το κάνει, ειδικά μετά από αυτό το ξέσπασμα.

" Από τις φαβέλες δεν κατάγεται; Προφανώς και θα έκανε κάποιο φόνο!" Απαντάει ο πατέρας της αδιάφορος, παίζει με την υπομονή της. Η Οφηλία πίνει λίγο νερό και στρέφει την προσοχή της στον αδελφό της.

" Δημοκρατία λέγεται αυτό, Γκάμπριελ! Μήπως θες να γυρίσουμε ξανά στον μεσαίωνα;" Σαν κοινωνικός λειτουργός ήξερε πως οι ηθικές της αξίες και το καθήκον του επαγγέλματος θα έρθουν πολλές φορές σε σύγκρουση. Η ίδια η Οφηλία δεν είχε πρόβλημα να δουλέψει με όλες τις αδύναμες- καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες. Αλλά το να βοηθήσει έναν δολοφόνο, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε εύκολα να διαχειριστεί! Κι όμως, η ζωή ήταν θαρρείς και τη δοκίμαζε. Ήθελε να πιστεύει ότι ο Ντιέγκο δεν είναι δολοφόνος αλλιώς θα έχει καταπατήσει όλες τις αρχές της βοηθώντας τον.

" Και το ότι μερικά παιδιά μεγάλωσαν με κάποιες στερήσεις δεν τους καθιστά δολοφόνους, πατέρα." Ο πατέρας της δεν της απαντάει, της χαρίζει απλά ένα λοξό εκνευρισμένο βλέμμα και έπειτα αφοσιώνεται στο φαγητό του.

" Όπως και έχει, πρέπει να φύγω! Η κυρία Λόρενς με περιμένει." Σκουπίζει το στόμα του με μια πετσέτα και έπειτα σηκώνεται όρθιος, στρώνει το πουκάμισο του και φοράει το σακάκι του. Ο Γκάμπριελ δεν είχε απογοητεύσει τον πατέρα, είχε σπουδάσει φαρμακευτική και προσφάτως είχε τελειώσει και ένα ένα μεταπτυχιακό με θέμα το μάρκετινγκ. Θα πήγαινε έως το σπίτι της κυρίας Λόρενς για να κλείσει μια συμφωνία που θα εκτόξευε την εταιρεία του πατέρας της.

" Α! Έμαθα πως η Λόρενς θα παντρευτεί..." Το λέει με ενθουσιασμό.

" Δεν μας νοιάζουν αυτά, Γκάμπριελ!" Αναφωνεί ο πατέρας του. Η Οφηλία ρολάρει τα μάτια, θέλει απλά να φύγει όσο πιο γρήγορα από εδώ μέσα και να γυρίσει στο μικρό και άχαρο διαμέρισμα της.

" Ναι αλλά δεν θέλετε να μάθετε με ποιόν; Με τον πατέρα αυτού του Κάμερον! Τι σύμπτωση, ε;" Τα μάτια της Οφηλίας γουρλώνουν, ξαφνικά η συζήτηση αποκτά ενδιαφέρον!

" Τι καημένη τη γυναίκα! Πως θα τα βγάλει πέρα με αυτό το ψυχάκια..." Μονολογεί η μητέρα της και η Οφήλια καταπνίγει την επιθυμία της να υπερασπιστεί τον Ντιέγκο, έπρεπε να προβάλει τον αδελφό της.

" Εγώ πρέπει να φύγω!" Αρπάζει γρήγορα το μαύρο της παλτό και χωρίς να χαιρετήσει κανένας τους, τρέχει πίσω από τον αδελφό της.

" Γκάμπριελ!!" Ο Γκάμπριελ σταματάει το βήμα του, την κοιτάζει με απορία.

" Θα έρθω και εγώ στην κυρία Λόρενς!"

" Τι; Γιατί;" Σμίγει τα φρύδια του.

" Θυμάσαι πως αυτόν τον καιρό εξασκώ την πρακτική μου;"

" Ναι Οφηλία. Λεγε γρήγορα, με καθυστερείς!"

" Έχω αναλάβει την υπόθεση του Κάμερον!" Παρατηρεί τον αδελφός της να σαστίζει, να αλλάζει πενήντα χρώματα έως ότου να επιστρέψει στο κανονικό του.

" Σε έβαλαν να δουλέψεις με έναν ψυχάκια! Κινδυνεύεις! Θα κάνω παράπονα...θα το πω στον μπαμπά. Όχι! Θα καλέσω την αστυνομία...είσαι άπειρη και σε έβαλαν με αυτόν; Αν σε σκοτώσει και εσένα; Θεέ μου!" Μονολογεί, λύνει την γραβάτα του και είναι έτοιμος αλήθεια να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Η Οφηλία του αρπάζει το κινητό από τα χέρια.

" Πρώτον, τα άτομα που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες είναι πιο πιθανό να κάνουν κακό στον εαυτό τους πάρα στους γύρω τους! Και δεύτερον, πρέπει να έρθω! "

" Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα πάω μόνος και εσύ θα πας να παραιτηθείς από τη σχολή ή να απαιτήσεις νέα υπόθεση." Η Οφηλία κουνάει το κεφάλι της.

" Είναι η μόνη μου ευκαιρία να πάρω το πτυχίο και ίσως κάποια υποτροφία και το μεταπτυχιακό μου! Σε παρακαλώ Γκάμπριελ, ειναι σημαντικό για εμένα!" Προσποιείται ότι είναι έτοιμη να κλάψει γιατί ξέρει ότι μόνο έτσι ο αδελφός της θα υποκύψει και τα καταφέρνει. Ο Γκάμπριελ αναστενάζει με αγανάκτηση, υποχωρεί. Η Οφηλία τον αγκαλιάζει και του αφήνει ένα δυνατό φιλί το μάγουλο.

Ο Γκάμπριελ σκουπίζει τα ίχνη λιποζάν που σίγουρα είχαν απομείνει στο μάγουλο του από τα χείλη της αδελφής του και τώρα την κοιτάζει αυστηρά. " Δεν θα κάνεις καμιά ανοησία όμως, η συμφωνία αυτή είναι σημαντική." Η Οφηλία γνέφει και μπαίνει στο αυτοκίνητο. Εννοείται πως θα έκανε κάποια ανοησία, ο πατέρας της θα είχε και άλλες ευκαιρίες να κλείσει συμφωνίες. Εκείνη όμως δεν θα είχε άλλη ευκαιρία για να συναντήσει την περιβόητη αδελφή του Ντιέγκο Κάμερον, την μικρή Χέιζελ.
~
Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του, οι αναμνήσεις άρχιζαν να παίζουν στο μυαλό του θαρρείς και παρακολουθούσε κάποια ασπρόμαυρη ταινία στο κινηματογράφο. Αναμνήσεις που ,καθώς οι μέρες περνούσαν, χειροτέρευαν, γινόντουσαν ολοένα και πιο αληθινές.Ολοένα και πιο δυσβάσταχτες να τις διαχειριστεί. Στην αρχή αλήθεια πίστευε ότι επρόκειτο για όνειρα, ότι το μυαλό του προσπαθεί να του παίξει κάποιο ύπουλο παιχνίδι πάλι από εκείνα που λάτρευε να του παίζει. Ίσως εξαιτίας του μέρους όπου βρισκόταν, ίσως από το άγχος του για της Χέιζελ. Ή ίσως επειδή ο ίδιος είχε διακόψει τη φαρμακευτική του αγωγή, με δική του πρωτοβουλία, φυσικά.

Ο πόνος, η οδύνη και η αδιαφορία ήταν κάτι που είχε συνηθίσει. Τα φάρμακα αυτά απλά έβαζαν όλες εκείνες τις άσχημες και αποτρόπαιες σκέψεις περί αυτοκτονίας και αυτοκαταστροφής σε μια λήθη. Τα φάρμακα δεν τον άφηναν να σκεφτεί καθαρά, του προκαλούσαν μια διαρκής υπνηλία, μια ζάλη και μια ατονία. Όταν τα σταμάτησε, λίγες μέρες πριν την πυρκαγιά, ένιωθε πως επιτέλους μπορούσε να σκεφτεί και να δει τον κόσμο καθαρά. Ένιωθε καλύτερα, πιο ορεξάτος. Ένιωθε ο εαυτός του.

Τώρα όμως, καθώς προσπαθεί να κοιμηθεί, εύχεται να μην είχε σταματήσει την αγωγή. Εύχεται να είχε τα χάπια του εδώ, να τον βάλουν ξανά σε εκείνη τη κατάσταση αναστολής. Καθώς οι εικόνες αυτές τρυπώνουν στο μυαλό του, εύχεται να μην είχε σταματήσει ποτέ. Και αυτό που τον ανησυχεί περισσότερο είναι πως οι αναμνήσεις πάντα βρίσκουν το τρόπο να ξεφύγουν από το ασυνείδητο και να εμφανίζονται ως όνειρα. Ή στη δική του περίπτωση, εφιάλτες.

Παρατηρεί τον εαυτό του, εκείνο το ενεργητικό και ζωηρό αγόρι που αντικρίζει σπανίως, να κρατάει ένα μαχαίρι. Ένα μαχαίρι που είναι ήδη βαμμένο κόκκινο, θέλει να ελπίζει από το δικό του μαχαίρι ,αλλά δεν υπάρχει κάποιο κόψιμο στο σώμα του για να τον καθησυχάσει. Βρίσκεται στο σπίτι της μητέρας του, από μακριά μπορεί να ακούσει τη φωνούλα της αδελφή του να παρακαλεί. Να παρακαλεί άραγε εκείνον; Κάποιον άλλον; Για ποιον λόγο παρακαλεί; Ο Ντιέγκο δεν γνωρίζει.

Το μυαλό του καθενός έχει έναν περίεργο τρόπο λειτουργίας, έναν τρόπο προστασίας. Κάθε άσχημη ανάμνηση αυτομάτως περνάει από το συνειδητό, στο ασυνείδητο για να σε προστατέψει από κάποια φριχτή αλήθεια που αν την μάθεις, θα διαλυθείς και ίσως να μην μπορείς να ενώσεις ξανά τα κομμάτια σου. Έτσι και το δικό του μυαλό, δεν του επιτρέπει να αντικρίσει τον άνθρωπο από τον οποίο προέρχεται το αίμα. Το μυαλό όμως είναι πιο έξυπνο από κάθε λειτουργία προστασίας. Το μυαλό ξέρει την αλήθεια, ξέρει πως, σε όποιον βαθμό και αν παραποιήσεις την αλήθεια, αυτή είναι εκεί. Καταβάθος ξέρεις τι έχεις κάνει, δεν υπάρχει σωτηρία.

Ο Ντιέγκο αγαπούσε τη μητέρα του. Ο Ντιέγκο θα έδινε και την ίδια του τη ζωή για την Χέιζελ. Ο Ντιέγκο λέει πως είναι αθώος. Τώρα όμως, αρχίζει να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό. Και σιχαίνεται τον εαυτό του και μόνο στην σκέψη ότι προκάλεσε ένα τέτοιο τραύμα στην αδελφή του.

Με το πιρούνι που κατάφερε να κλέψει από το μεσημεριανό του, προσπαθεί να χαράξει για άλλη μια φορά τους καρπούς του. Δεν θα είναι κάτι δύσκολο, θα πονέσει μονάχα στην αρχή. Το κόλπο για έναν πιο γρήγορα θάνατο θα ήταν να χαράξει δύο κάθετες γραμμές, όχι ορίζοντες. Θα είναι πιο εύκολο, πιο ακαριαίο. Το πιρούνι αγγίζει το δέρμα του, βάζει όση δύναμη διαθέτει και αντικρίζει με ικανοποίηση μια σταγόνα αίματος να τρέχει διστακτικά.

Χαμογελάει με το κατόρθωμα του μα όταν ακούει βήματα, ρουφάει το αίμα για να το εξαφανίσει και κρύβει το πιρούνι κάτω από το στρώμα του.

" Έχεις επίσκεψη." Του περνάει χειροπέδες και ο Ντιέγκο, χωρίς να γνωρίζει ούτε ο ίδιος τον λόγο, αρχίζει να ξεσπά σε γέλια. Η έλλειψη αγωγής μείωνε την ανάγκη για ύπνο αλλά, έτσι κι αλλιώς, όταν προσπαθούσε να κοιμηθεί, στον ύπνο του έβλεπε την ίδια και την ίδια σκηνή. Ήταν θαρρείς και όλες οι θεωρίες του πατέρα του ήταν εκεί για να επιβεβαιωθούν, ήταν πράγματι ένα τέρας.

Γελάει, νιώθει μια ακατανίκητη όρεξη και ενέργεια. Θέλει να βγει έξω από το αστυνομικό τμήμα, να τρέξει. Όταν όμως την αντικρίζει να κάθεται στην καρέκλα και να τον περιμένει, η όρεξη του κόβεται. Σοβαρεύει, προειδοποιεί τον εαυτό του πως δεν πρέπει η δεσποινίς Μίλλερ να καταλάβει ότι δεν παίρνει την αγωγή του εδώ και πολύ καιρό. Δεν πρέπει να καταλάβει, πρέπει να μείνει με μυαλό καθαρό μέχρι το τέλος.

Αυτή τη φορά δεν υπάρχει κάποιο τζάμι για να την προστατεύει από την παρουσία του, τον έχουν μεταφέρει σε μια αίθουσα διαφορετική. Μπορεί να διακρίνει πεντακάθαρα τα χαρακτηριστικά της, τον κοιτάζει με περιέργεια και άγχος. Μπορεί να το διαπιστώσει από την καμπύλη που εμφανίζεται στο μέτωπο της καθώς σμίγει τα φρύδια της.

Η Οφηλία τον εξετάζει με το βλέμμα της. Τοποθετεί τα χέρια του επάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζίου, οι χειροπέδες κάνουν έναν εκκωφαντικό κρότο. Δεν την κοιτάζει στα μάτια, αποφεύγει το βλέμμα της ενώ το σώμα του είναι στραμμένο προς την πόρτα, σημάδι ότι δεν θέλει να βρίσκεται εδώ. Νιώθει το δεξί του πόδι να κουνιέται νευρικά, νιώθει αμήχανα. Άβολα και σε καμία περίπτωση δεν της δείχνει εμπιστοσύνη.

Η Οφηλία στρέφεται προς τον φύλακα." Βγάλε του τις χειροπέδες, δεν θα μου κάνει κακό! Και για όνομα του Θεού, έχετε ακουστά της λέξης εχεμύθεια; Θα ήθελα προσωπικό χρόνο με τον θεραπευόμενό μου!" Ο αστυνόμος την κοιτάζει σαστισμένος.

" Δεσποινίς Μίλλερ δεν επιτρέπεται να-"

" Όλοι είναι αθώοι μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Για αυτό, κάντε αυτό που σας είπα! Εκτός και αν θες να μιλήσω με τον ανώτερο σου." Ο φύλακας ασπρίζει από το άγχος του, σπεύδει να του βγάλει τις χειροπέδες και έπειτα φεύγει. Η Οφηλία χαμογελάει νικητήρια.

" Άγρια, μου αρέσει αυτό!" Σφυρίζει και έπειτα αναφωνεί με κέφι. Η στάση του σώματος του χαλαρώνει, πλέον κρατάει πιο εύκολα την οπτική του επαφή μαζί της, ακόμα θέλει να φύγει, το διακρίνει στο βλέμμα του. Αλλά τουλάχιστον τώρα ίσως κέρδισε λίγη από την συμπάθεια του.

" Πως νιώθεις σήμερα, Ντιέγκο;" Προσπερνάει το σχόλιο του. Ο Ντιέγκο χαμογελάει.

" Α, τέλεια! Έχω να δω το φως του ήλιου εδώ και πόσο, δύο εβδομάδες; Το σώμα μου έχει πιαστεί από το άθλιο στρώμα, το φαγητό δεν τρώγεται και θέλω να κάνω επειγόντως σεξ!"

Σιωπή. Εκκωφαντική και άβολη σιωπή κατά την οποία η Οφηλία έχει γουρλώσει τα μάτια της σαν κουκουβάγια. Δεν περίμενε να της απαντήσει κάτι άλλο πέρα από το συνηθισμένο και βαριεστημένο καλά.

Ο Ντιέγκο βρίζει τον εαυτό του, δεν πρέπει να μιλάει τόσο. Φλυαρία, έντονη σεξουαλική διάθεση. Αλλά δύο συμπτώματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος όταν δεν παίρνει την αγωγή του.

Ο Ντιέγκο ξεροβήχει. " Εννοώ...καλά." Προσπαθεί να το παίξει χαλαρός, βαριεστημένος. Προσπαθεί να μην σκέφτεται το ποσό θα ήθελε να είναι εκείνη που θα υλοποιήσει όλες εκείνες τις φαντασιώσεις του. Η Οφηλία δείχνει να συνέρχεται, τον κοιτάζει σοβαρή πλέον.

" Χαίρομαι. Δηλαδή, χαίρομαι που μοιράστηκες τις δυσκολίες σου μαζί μου. Δυστυχώς δεν μπορώ να βοηθήσω με όλα...αυτά." Παύση ξανά. Ο Ντιέγκο προσπαθεί να μην γελάσει με την αμηχανία της.

" Αλλά έμαθα πως σου βρήκαν δικηγόρο." Ο Ντιέγκο σκάει ένα σαρκαστικό χαμόγελο. Τραβάει την καρέκλα του πιο κοντά στο τραπέζι και περιεργάζεται για άλλη μια φορά τους καρπούς του πριν αφήσει τα χέρια του ξανά ελεύθερα επάνω στο τραπέζι.

" Δεν πρόκειται να κάνουν ουσιαστική δουλειά, θα το δούνε σαν αγκαρία. Είμαι τελειωμένος." Σχηματίζει την τελευταία πρόταση σιγανά χωρίς να την κοιτάζει. Η Οφηλία πλησιάζει κοντά του.

" Αυτό δεν είναι αλήθεια. Και αν δεν είναι πρόθυμος να σε βοηθήσει, θα σου βρούμε άλλον!"

" Δεν έχω λεφτά να πληρώσω δικηγόρο, δεσποινίς Μίλλερ."

" Δεν θα χρειαστεί, θα πληρώσω εγώ!" Και το εννοούσε. Θα έκλεβε από τους γονείς αν χρειάζονταν για να τον βοηθήσει και παράλληλα να βοηθήσει και τον εαυτό της να υλοποιήσει το όνειρο μιας πιθανής υποτροφίας.

" Μαλακίες." Της λέει με σαρκαστικό τόνο και η Οφήλια αποπειράται να πράξει κάτι που καταλήγει να τον ταράξει. Απλώνει το χέρι της και πιάνει το δικό του, το βλέμμα του αμέσως στρέφεται επάνω της αστραπιαία και τραβάει απότομα τα χέρια του κάτω από το τραπέζι. Και η Οφήλια καταλαβαίνει τον λόγο που ταράχτηκε, ο Ντιέγκο δεν ήθελε η Οφηλία να ανακαλύψει τις ουλές του. Τις ουλές που απόκτησε από εκείνη την απόπειρα αυτοκτονίας που είχε διαπράξει δύο χρόνια πριν και που ακόμα μετανιώνει που δεν πέτυχε.

Η Οφηλία τραβάει τα χέρια της, δεν σχολιάζει τίποτα από όλα όσο μόλις συνέβησαν αλλά νιώθει ότι τον χάνει ξανά, ότι ορθώνει ξανά τις άμυνες του γύρω του αφήνοντας την απέξω.

" Δεν πρόκειται να σε παρατήσω έτσι απλά, Ντιέγκο. Όχι χωρίς μάχη." Μα ο Ντιέγκο είχα βαρεθεί να παλεύει. Η ζωή του αποτελούταν από μια ατελείωτη μάχη με τον μεγαλύτερο αντίπαλο του να είναι το ίδιο του το μυαλό.

" Μίλησα με την αδελφή σου σήμερα." Το σώμα του τραντάζεται, τώρα φαίνεται αφοσιωμένος μόνο σε εκείνη. Κρέμεται από τα χείλη της αλλά η Οφήλια δεν ξέρει τι να του πει. Η μικρή έχει υποστεί ένα ισχυρό σοκ, είναι η μόνη μάρτυρας και είναι ανήλικη. Μόλις δέκα ετών και είδε τόσα πολλά. Η Οφηλία δεν μπορεί να ξεχάσει το άδειο βλέμμα της, είναι θαρρείς και δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Της μιλούσε, μα εκείνη δεν άκουγε, δεν έδειχνε κανένα ίχνος ανταπόκρισης μέχρι που την άγγιξε απαλά στο χέρι. Τότε η Χέιζελ άρχισε να ουρλιάζει.

" Και; Είναι καλά; Ρώτησε για εμένα;" Θα είμαι η ελπίδα τους τις στιγμές που δεν τους έχει απομείνει καμία, παίρνει μια βαθιά ανάσα.

" Όχι, δεν μπορεί να μιλήσει. Υπέστει ένα ισχυρό σοκ, ο ψυχολόγος με τον οποίο μίλησα υποστηρίζει πως περνάει ένα είδους μετατραυματικού σοκ." Ο Ντιέγκο σαστίζει, η Οφηλία βλέπει τον θυμό να συσσωρεύεται στα βλέμμα του. Νιώθει ένταση στο κορμί του.

" Τι;" Καταφέρνει να πει μόνο.

"Είναι μια κατάσταση στην οποία μπαίνει το μυαλό όταν έχουμε βιώσει κατι-"

" Ξέρω τι είναι!" Φωνάζει και σηκώνεται όρθιος. Πετάει την καρέκλα και τραβάει με μανία τα μαλλιά του. Κλαίει, λέει ασυναρτησίες. Το πρόσωπο του έχει κοκκίνησει, από το στόμα του τρέχουν σάλια. Η Οφηλία σπεύδει να τον ηρεμήσει αλλά, άθελά του, την σπρώχνει. Πέφτει στο πάτωμα αλλά δεν την βοήθεια. Την δείχνει με το δάχτυλο και την κατηγορεί.

" Σου είπα να την πάρεις από εκείνον τον μαλάκα, εκείνο το κάθαρμα φταίει για όλα! Τι σόι κοινωνικός λειτουργός είσαι, μου λες?! Δεν μπορείς ούτε ένα παιδί να προστατέψεις, ανίκανη!" Φωνάζει και βαδίζει τριγύρω, τρέμει.

" Είσαι ξεχωριστός, εκείνη σε αγαπάει....είσαι ξεχωριστός, εκείνη σε αγαπάει. Είσαι ξεχωριστός, εκείνη σε αγαπάει." Μονολογεί, η Οφηλία δεν καταλαβαίνει σε τι αναφέρεται. Ο φύλακας με άλλους δύο εισέρχονται στο δωμάτιο. Πάνε προς το μέρος του, τον τραβάνε μα εκείνος αντιστέκεται.

" Με αγαπάει!! Είμαι ξεχωριστός...με αγαπάει!" Δεν μπορεί να ηρεμήσει και η Οφήλια τώρα καταλαβαίνει, κάνει τη σύνδεση. Παθαίνει κρίση, αναρωτιέται πόσο καιρό έχει να πάρει τα φάρμακα του. Οι φυλακές τον ακηνητοποιούν στο έδαφος, του παίρνανε ξανά τις χειροπέδες. Ο Ντιέγκο με το κεφάλι του δίνει μια γενναιόδωρη κουτουλιά σε έναν, ο φύλακας πισωπατά.

Το μόνο που νιώθει ο Ντιέγκο έπειτα από αυτό είναι έναν οξύ πόνο στο κεφάλι του.

Ακούει τη φωνή της Οφηλίας να τους φωνάζει να μην του κάνουν κακό, να μην το πειράξουν. Εκείνος όμως θέλει απλός να ανοίξει τα χείλη του και να παρακαλέσει να τον χτυπήσουν, να του κάνουν κακό. Θέλει να ικετεύσει να του πάρουν τη ζωή γιατί ο ίδιος είναι τόσο δειλός και αδύναμος για να το πράξει.
~
Οι σημαντικοί Άλλοι είναι όλος ο κοινωνικός περίγυρος του απευθυνόμενου που ένας κοινωνικός λειτουργός είναι υποχρεωμένος να ελέγξει. Οι σημαντικοί Άλλοι είναι σημαντικοί επειδή ακριβώς δείχνουν υποστηρικτή και μη επικριτική στάση προς τον άνθρωπο που χρειάζεται την στήριξη ενός κοινωνικού λειτουργού ή ενός ψυχολόγου. Είναι οι άνθρωποι που σε αγαπάνε, σε στηρίζουν, σε αποδέχονται. Θέλουν να σε βοηθήσουν, θέλουν την ψυχική και σωματική σου ευημερία. Είναι αυτοί που στέκονται δίπλα σου σαν βράχος, εκείνοι που όταν πέσεις, θα σε σηκώσουν όσες φορές και αν χρειαστεί. Είναι αυτοί που επικροτουν τα μικρά αλλά σταθερά βήματα που πράττεις προς την προσωπική σου βελτίωση.

Οι σημαντικοί Άλλοι είναι αυτοί που σε βοηθάνε να επουλώσεις και να αντιμετωπίσεις το τραύμα σου.

Για τον Ντιέγκο Κάμερον, εκτός από την Χέιζελ και τη μητέρα του, ο σημαντικός Άλλος είναι ο Άντονι Τέρανς. Το μόνο που ξέρει η Οφηλία για αυτόν είναι πως αποτελεί τον καλύτερο φίλο του Ντιέγκο εδώ και δέκα χρόνια, τον ξέρει καλύτερα από όλους.

Ερχόμενη στις φαβέλες νόμιζε ότι όντως όλες οι φοβίες και οι προκατάληψεις του πατέρα της θα επιβεβαιωθούν. Η Οφηλία όμως δεν είδε πουθενά άνδρες να κυκλοφορούν με μαχαίρια έτοιμοι να σε ληστέψουν, μήτε αλκοολικούς και πρεζάκια. Ήταν απλά απέραντες γειτονιές γεμάτες με παιδικές αθώες φωνούλες που έπαιζαν ανέμελα.

Η Οφηλία κοιτάζει ξανά την διεύθυνση που της δόθηκε και, αφού επιβεβαιωθεί ότι βρίσκεται στη σωστή οδό, χτυπάει με αποφασιστικότητα την πόρτα. Ένας νεαρός, γυμνός από το μέση και πάνω, γύρω στην ηλικία του Ντιέγκο της ανοίγει την πόρτα και την κοιτάζει καχύποπτα.

" Είστε ο Άντονι Τέρανς;"

" Ναι...;" Ρωτάει αβέβαιος.

" Ονομάζομαι Οφηλία Μίλλερ. Θα ήθελα να μιλήσουμε για-"

" Είσαι μπάτσος;" Την διακόπτει.

" Ορίστε; Όχι! Είμαι κοινωνική λειτουργός!" Απαντάει με περηφάνια.

" Κοίτα, δεν ξέρω τι σου είπαν για τα ναρκωτικά αλλά είναι ψέματα! Και τώρα, φύγε!" Είναι έτοιμος να της κλείσει τη πόρτα στα μούτρα μα η Οφηλία τελευταία στιγμή τον σταματάει.

" Πρόκειται για τον Ντιέγκο Κάμερον!" Και ο Τόνι παγώνει στη θέση του.

~~~~~~~~

Ποίοι είναι οι δικοί σας σημαντικοί Άλλοι;

Ο Ντιέγκο τα έχει παίξει, θεωρεί ότι εκείνος σκότωσε τη μητέρα του. Ή μήπως δεν τα έχει παίξει;;

Η Οφηλία δεν έχει κερδίσει πλήρως την εμπιστοσύνη του...

Καλή ανάγνωση!❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top