0006. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΜΥΡΣΙΝΗ
Η μέρα είναι Σάββατο. Κανονικά θα αισθανόμουν χαρά γιατί το Σάββατο για μένα, όπως και για πολλούς άλλους, είναι η αγαπημένη μου μέρα. Αλλά κάτι με κόβει από αυτήν την χαρά. Κάτι με καθίζει ξανά στο κρεβάτι. Κοιτάζομαι κλεφτά στο καθρεφτάκι μου στο κομοδίνο μου. Είμαι στα μαύρα μου τα χάλια. Μαύροι κύκλοι, ανακατεμένα μαλλιά... Δεν μπορώ να πω ότι υπερηφανεύομαι ιδιαίτερα για μένα αυτή τη στιγμή.
Σηκώνομαι μετά βίας. Ζαλίζομαι αρκετά. Με πιάνει ένας σφάχτης στο στομάχι. Το σορτσάκι της πιτζάμας μου έχει κολλήσει πάνω στα λιγνά γυμνά μου πόδια. Πάω στη τουαλέτα.
Μετά πηγαίνω στην κουζίνα. Εκεί βρίσκω την μαμά να πίνει καφέ.
-Μυρσίνη καλημέρα.
-Καλημέρα μαμά. λέω ανόρεχτα.
-Σε μισή ώρα να είσαι έτοιμη. Θα στείλουν κάτι δέματα και πρέπει να κάνουμε και απογραφές.
-Πάλι;
-Ναι Μυρσίνη. Κάνε γρήγορα. λέει η μαμά κοφτά.
Η μαμά έχει ένα μαγαζί με ρούχα. Δυστυχώς όμως το τελευταίο διάστημα δεν πηγαίνει και πολύ καλά. Δεν είναι ό,τι έχουμε φτωχύνει τρελά, αλλά με χρειάζεται να τη βοηθάω. Ως υπάλληλος. Και καμιά φορά και ως υπεύθυνη όταν λείπει η Χρυσάνθη, η επίσημη υπεύθυνη του μαγαζιού. Μου έχει πολλή εμπιστοσύνη και δεν λέω. Δεν έχω παράπονο αν και δυσκολεύομαι λίγο με τη σχολή.
Δεν παραπονιέμαι όμως. Την αγαπώ την μαμά μου. Από τότε όμως που χάσαμε τον μπαμπά, νιώθω λες και έχει φύγει όλη μου η ζωή. Κάποτε, βοηθούσα τον μπαμπά με το δικό του μαγαζί. Είχε ένα μαγαζί με ηλεκτρικά. Αλλά δυστυχώς όταν τον χάσαμε, το έκλεισε. Εδώ και έναν χρόνο δηλαδή. Τώρα που κάθομαι στη κουζίνα, νιώθω λες και ένα κομμάτι του σπιτιού μας, του μικρού μας διαμερίσματος έχει φύγει για πάντα. Έχει τσακιστεί. Έχει γκρεμιστεί. Ο μπαμπάς βέβαια μεν με είχε για βοηθό του αλλά δεν με πλήρωνε παρά κάτι μικροποσά για χαρτζιλίκι. Δεν πειράζει όμως. Πατέρας μου είναι. Έπρεπε να τον βοηθάω. Είχα συνηθίσει να τον βοηθώ. Από τα δώδεκα τον βοήθαγα. Μέχρι που συνέβη αυτό το μοιραίο τροχαίο ατύχημα πριν έναν χρόνο και τώρα το μαγαζί έκλεισε. Βέβαια οι υπεύθυνοι του καταστήματος κατάφεραν να κλείσουν όλους τους ανοιχτούς λογαριασμούς πριν το κλείσουν οριστικά. Ευτυχώς να λες. Παρότι έχω τα τηλέφωνά τους, δεν πολυμιλάμε. Δεν έτυχε έτσι κι αλλιώς. Είχαν τον μπαμπά μου κορόνα στο κεφάλι. Παρόλα αυτά, η μαμά κι εγώ κόψαμε εντελώς επαφή μαζί τους. Δεν είχαμε καμία όρεξη. Τώρα απέμεινα εγώ μόνη μου με την μαμά. Τώρα βοηθάω τη μαμά με το δικό της μαγαζί. Ως πωλήτρια πλήρους απασχόλησης και με πληρώνει με κανονικό μισθό. Με ένσημα, κάρτα, τα πάντα. Μου έχει και αυτή τυφλή εμπιστοσύνη. Αλλά δεν είναι το ίδιο όπως με τον μπαμπά.
Το μαγαζί του μπαμπά πήγαινε καλά. Το μαγαζί της μαμάς όμως τα τελευταία δύο χρόνια όχι και τόσο. Έχουν πέσει οι πωλήσεις. Δεν είναι ότι πεινάμε, αλλά δεν μας τρέχουν και τα λεφτά από τα μπατζάκια. Και καμιά φορά πρέπει να βοηθάω και τα Σαββατοκύριακα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Δεν έχω άλλη επιλογή.
Πήγα μετά το φαγητό πίσω στη τουαλέτα. Έπλυνα το πρόσωπό μου και μετά πήγα στο δωμάτιό μου. Ντύθηκα, χτένισα τα μαύρα ίσια μου μαλλιά, βάφτηκα και μετά παρουσιάστηκα στη μαμά. Φορούσα το αγαπημένο μου τζιν σορτσάκι και την επίσημη χρυσή κοντομάνικη μπλούζα του μαγαζιού.
-Πως είμαι;
-Μια χαρά. Μια κούκλα όπως πάντα. Θέλω όμως σε παρακαλώ να πάρεις το μπουφάν σου. Θα έχει λίγη ψύχρα τώρα το πρωί.
-Ό,τι πεις.
Ήταν αρχές Απριλίου. Και δεν θα έλεγα ότι έκανε τρελό κρύο. Ούτε όμως και τρελή ζέστη. Στο μαγαζί όμως τρελαινόσουνα στη ζέστη ακόμη και τον χειμώνα. Πήγαινα και πάνω κάτω πάνω κάτω για να εξυπηρετώ τους πελάτες, πήγαινα στα δοκιμαστήρια, πήγαινα στα ταμεία... Παντού.
Η μαμά φορούσε ένα μαύρο τζιν παντελόνι και φυσικά την χρυσή μπλούζα του καταστήματός της. Βάζει από πάνω το μαύρο δερμάτινο τζάκετ της και φεύγουμε από το σπίτι. Κλειδώνουμε καλά. Κοιτάζω τον διάδρομο της πολυκατοικίας καλά καλά. Κάποτε ερχόμουν με τον μπαμπά μέσα από αυτόν τον διάδρομο. Βλέπω τις άλλες δύο πόρτες του ορόφου, τα άλλα δύο διαμερίσματα στην πολυκατοικία μας. Μπαίνουμε και οι δυο στο ασανσέρ. Μετά αφού περάσουμε την πηλωτή και ανέβουμε τα σκαλάκια, μπαίνουμε στο αμάξι μας.
Ξεκινάμε για την δουλειά που είναι στη Νίκαια στα σύνορα με Ρέντη που ήταν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Είναι γύρω στα δεκαπέντε λεπτά με το αμάξι το πολύ. Η ώρα είναι εννιά το πρωί. Τα καταστήματα τα Σαββατοκύριακα ανοίγουν στις δέκα. Αλλά εμείς έπρεπε να κάνουμε προετοιμασία.
Μπαίνουμε στον πρώτο όροφο του εμπορικού κέντρου. Όλα τα μαγαζιά άρχισαν σιγά σιγά να ανοίγουν. Το δικό μας μαγαζί όμως ήταν ήδη ανοιχτό. Μπήκαμε μέσα και βρήκαμε την Χρυσάνθη να μας περιμένει.
-Καλημέρα σας! λέει η Χρυσάνθη χαμογελαστά. Φορούσε μια καφέ μακριά παντελόνα και την χρυσή μπλούζα του μαγαζιού.
-Γεια σου Χρυσάνθη.
-Μικρή! τι λέει; με ρωτάει η Χρυσάνθη.
-Μια χαρά. Όσο μπορώ... απαντώ.
-Λοιπόν. Δουλειά τώρα! λέει η μαμά κοφτά. Μυρσίνη, σε παρακαλώ, πήγαινε να εποπτεύσεις τον χώρο. Χρυσάνθη, φέρε μου σε παρακαλώ τα βιβλία του μαγαζιού.
-Μάλιστα! λέει η Χρυσάνθη χαμογελώντας.
Κάνω μία μεγάλη βόλτα σε όλο το μαγαζί, κοιτάζοντας το κάθε ρούχο ξεχωριστά. Η Χρυσάνθη με κοιτούσε χαμογελώντας λυπημένα και παρηγορητικά από το ταμείο. Όχι. Δεν θα κλάψω. Είπαμε. Νέα αρχή. Άσε που με το μακιγιάζ θα γίνω χάλια.
-Κυρία Ρίτσα! Θα κοιτάξουμε μαζί τα βιβλία; ψιλοφωνάζει η Χρυσάνθη.
-Ναι. Να με περιμένεις! Έρχομαι αμέσως. Πάω να πάρω καφέδες. Μυρσίνη; Θέλεις κάτι;
-Ναι. Μια ζεστή σοκολάτα.
-Ωραία. Μέχρι να γυρίσω θέλω τα πάντα έτοιμα!
-Μάλιστα μαμά. λέω υπάκουα.
Φεύγει η μαμά. Κάναμε λίγο ακόμη δουλειά μαζί με την Χρυσάνθη και τελικά είναι όλα έτοιμα. Περιμένουμε πως και πως πελατεία σύντομα. Μέχρι να ανοίξουμε κανονικά τις γρίλιες του μαγαζιού πρέπει να περιμένουμε αρκετή ώρα. Τουλάχιστον μισή ώρα. Παρόλα αυτά, η Χρυσάνθη κι εγώ κάναμε, δείχναμε, λέγαμε...
-Τι γίνεται ρε μικρή; Πάλι μουτρωμένη είσαι;
-Εμ πως να είμαι...
-Έλα βρε μικρό! Κουράγιο! Μια χαρά θα συνεχίσεις! προσπαθεί η Χρυσάνθη να με εμψυχώσει. Λες και είναι κάτι εύκολο!
-Μμμμ... Εύκολο το λες...
-Ο πατέρας σου όπου και να είναι, θέλει να σε δει να χαμογελάς. Όχι να μιζεριάζεις. Είναι κρίμα.
-Ναι αλλά δεν θα ξαναγυρίσει για επίσκεψη...
-Όλοι κάποια στιγμή δεν ξαναγυρνάνε αγάπη μου γλυκιά... Σύμπτωση ήταν.
-Τέλος πάντων... Μη σε μαυρίζω. Πες μου τα δικά σου.
-Τα ίδια περίπου. Η σχολή τα ίδια. Ο Πέρης τα ίδια... Η Ιωάννα τα ίδια. Όλα τα ίδια. Εσύ; Του χρόνου είναι να κάνεις την πτυχιακή σου;
-Ναι. Ελπίζω. Αν δεν με φάει λάχανο η δουλειά.
-Τόσο πολύ πρέπει να δουλέψεις;
-Ναι δυστυχώς. Αλλά δεν μπορώ αλλιώς. Τα χρειάζομαι τα λεφτά.
-Τέλος πάντων. Τι σχεδιάζεις σήμερα μετά τη δουλειά;
-Τίποτα. Σπίτι λέω να κάτσω αυτό το Σαββατοκύριακο...
-Εγώ θα πάω σε ένα πάρτι κατά τις δέκα το βράδυ που κανονίζει ο Πέρης στο μαγαζί του μπαμπά του. Θα γίνει χαμός. Θα ήθελες να έρθεις;
-Δεν μπορεί. λέει η μαμά καθώς έρχεται μέσα στο μαγαζί με τους καφέδες. Όλα καλά και έτοιμα κορίτσια;
-Μια χαρά κυρία Ρίτσα. Γιατί όμως δεν μπορεί η Μυρσίνη να έρθει;
-Ξέχασα να σας το πω. Μετά τις τέσσερις η ώρα θα λείπουμε από τη δουλειά. Χρυσάνθη, θα μπορέσεις να αναλάβεις το μαγαζί μέχρι να κλείσει όσο λείπουμε;
-Ναι βέβαια! Έτσι κι αλλιώς θα έχω την Θεανώ, την Μαριγώ και την Σωτηρία να με βοηθάνε στην εξυπηρέτηση. λέει χαμογελαστά η Χρυσάνθη.
-Πολύ ωραία λοιπόν. Άντε δουλειά! λέει η μαμά.
Ξαφνιάστηκα. Δεν ήξερα καν για αυτό! Λίγο αργότερα, πηγαίνω και ρωτάω τη μαμά:
-Μαμά, τι κανόνισες για απόψε;
-Η θεία μου η Τατιάνα, με κάλεσε να έρθω στα γενέθλια της εγγονής της της Ραφαέλας και η Ραφαέλα ήθελε να έρθεις και εσύ. Εγώ δεν ήθελα να πάμε. Αλλά η θεία Τατιάνα πάντα με κάνει να λυγίζω και να αλλάζω γνώμη...
-Η Ραφαέλα ποιά;
-Η Ραφαέλα Σκανταλάκη.
-Η τραγουδίστρια; Η γνωστή;
-Ναι.
-Πόσο χρονών είναι;
-Νομίζω γίνεται 22 σήμερα.
-Τι γνώμη έχεις για αυτήν; Δεν την θυμάμαι και πολύ καλά.
-Ούτε κι εγώ. Καλή κοπέλα μου φαίνεται αλλά δεν μου βγάζει καλό... πως το λέτε εσείς οι νέοι... βάιμπ. Είναι λίγο περίεργη... Αλλά έτσι είναι οι διάσημοι. Πάντα είναι τόσο εκκεντρικοί και εκδηλωτικοί στο κοινό τους αλλά στην πραγματική τους ζωή... Δεν έχω ιδέα πως φέρονται...
-Και εμείς τι θα κάνουμε εκεί;
-Δεν έχω ιδέα. Έχουμε να τους μιλήσουμε χρόνια. Μόνο με την Τατιάνα μιλάμε και με αυτήν μια φορά την εβδομάδα. Χρυσή με έκανε να δεχτώ να έρθω στο πάρτι της Ραφαέλας. Τελευταία φορά που την είδαμε ήταν γύρω στα δεκατρία.
-Ξέρεις που μένει;
-Νομίζω μένει με τους γονείς της στη Γλυφάδα.
-Μακριά μένει! Την θυμάσαι εμφανισιακά;
-Τότε ήταν παχουλή. Ξανθά ίσια μαλλιά πιασμένα κοτσίδα πίσω. Γκρίζα μάτια και σιδεράκια. Και ήταν πολύ κακομαθημένη τότε. Έκλαιγε και φώναζε πολύ. Ίσως να έχει αλλάξει. Το ελπίζω γιατί...
-Γιατί τι; ρωτώ με περιέργεια. Δεν σκοτωνόμουν να μάθω αλλά παρόλα αυτά ρώτησα.
-Δεν μπορώ να σου το πω. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω. Άστα τώρα αυτά. Πρέπει να φτιάξω τα βιβλία του μαγαζιού με την Χρυσάνθη.
-Καλά. Τότε θα μιλήσουμε μετά τη δουλειά. λέω με κατανόηση και ξεκινάμε να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά.
Σύντομα ευτυχώς μπήκαν πελάτες στο μαγαζί. Εγώ κότσαρα ένα χαμόγελο στα χείλη μου και άρχισα να εξυπηρετώ. Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς.
Το ίδιο πράγμα έκανα σε όλη μου την βάρδια μέχρι που ίδρωσα. Όχι κυριολεκτικά. Γιατί πρέπει να κάνω μπάνιο κάθε φορά μετά τη δουλειά. Αλλά καταλαβαίνετε τέλος πάντων.
Ήρθε τέσσερις η ώρα. Και έβγαλα πέρα την μέρα με κάτι μήλα που είχε για μας η μαμά στη τσάντα της. Κι εγώ είχα πάρει μια μικρή σοκολάτα από χθες το βράδυ για να σπάσω τη μονοτονία των φρούτων. Η Χρυσάνθη μας αποχαιρετεί, η μαμά της δίνει την εμπιστοσύνη και την υπευθυνότητα του μαγαζιού και φεύγουμε μαζί.
Στο αυτοκίνητο για να γυρίσουμε στο σπίτι δεν μίλησε καμιά μας. Δεν είχαμε και όρεξη εξάλλου. Τη στιγμή όμως που σταματούσαμε το αμάξι έξω από την πολυκατοικία μας, η θεία Τατιάνα έστειλε ένα μήνυμα στην μαμά. Και το διάβασε δυνατά.
-Ρίτσα, θα συνιστούσα εσύ και η Μυρσίνη να φορέσετε επίσημα ρούχα.
Μετά αναστενάζει. Έχει γούστο η μαμά να ξέρει ότι ίσως η οικογένεια αυτή να είναι κάποια μεγάλα ψώνια. Οι γονείς της Ραφαέλας από ό,τι ξέρω είναι υψηλόβαθμα στελέχη σε μια πολυεθνική εταιρεία. Και τα κονομάνε τρελά. Και κάνανε και την κόρη τους τραγουδίστρια αφού μπορούν και έχουν τα λεφτά.
Παρόλα αυτά, κατεβήκαμε την πηλωτή, μπήκαμε μέσα στην πολυκατοικία και ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο. Με το που μπήκαμε στο διαμέρισμά μας η μαμά μου λέει:
-Κοίταξε να δεις αγάπη μου. Ίσως να είναι και μια καλή ευκαιρία. Μην το καταδικάζεις από την αρχή. (Ευτυχώς που το σκέφτηκε μιας και ήταν με ένα βλέμμα κατεβασμένο μέχρι κάτω από την αρχή της μέρας. Μάλλον δεν ήξερε πως να μου το σερβίρει...)
-Έχεις κάποια ιδέα για το τι να βάλω στο πάρτι της Ραφαέλας;
-Ναι. Να βάλεις το ριγέ παντελόνι σου το στενό μαζί με την μπλούζα σου την μαύρη με το ιδιαίτερο κόψιμο. Καιρό έχω να σε δω να τα βάζεις.
-Από παπούτσια;
-Τα μπαλαρινάκια σου.
Με κάλυψε η μαμά. Πήγα λοιπόν να κάνω ένα μπάνιο. Στέγνωσα γρήγορα γρήγορα τα μαλλιά μου και μετά μπήκε στο μπάνιο και η μαμά. Πήγα μετά στο δωμάτιό μου για να βάλω τα ρούχα μου. Γδύνομαι εντελώς αφού κλείσω τα στόρια. Το σώμα μου είναι εντελώς επίπεδο και μονοκόμματο. Η μέση μου είναι συμμετρική και όμοια σε φάρδος με το λεπτό μου στέρνο. Όπως και η περιφέρειά μου. Όμως είμαι από φυσικού μου αδύνατη, ευτυχώς να λες. Βάζω από πάνω την μαύρη μακρυμάνικη μπλούζα με το ιδιαίτερο κόψιμο στο ζιβάγκο. Και από κάτω βάζω τα μαύρα μου μπαλαρινάκια. Μπορώ να πω ότι είμαι πολύ καλή. Αλλά πως να παρουσιαστώ στην Ραφαέλα; Σίγουρα θα φοράει ρούχα μάρκας από γνωστούς σχεδιαστές. Θα είναι επιβλητική και εκθαμβωτική. Οι γονείς της; Πως θα ήταν; Ξέρω κι εγώ πως θα ήταν; Τέλος πάντων. Μπορώ να πω ότι νιώθω καλά με τον εαυτό μου αν και ακόμη μια μελαγχολία με κατακλύζει.
Η μαμά χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου. Και με βλέπει και χαμογελάει. Φοράει ένα στενό μακρυμάνικο κοντό μαύρο φόρεμα και μαύρες ψηλές μπότες.
-Κουκλάκι μου εσύ! Είσαι έτοιμη;
-Βέβαια! Πάμε! λέω χαμογελώντας. Η μαμά με ενθάρρυνε πολύ με αυτήν της την έκφραση.
Πήγαμε λοιπόν κάτω στο αμάξι και πάλι. Ήμουνα λίγο κουρασμένη αλλά προσπάθησα να είμαι αισιόδοξη. Ήθελα να περάσω καλά απόψε έστω και λίγο. Πόσο πια θα μαυρίζω την ψυχή μου με τον θάνατο του μπαμπά εξάλλου;
-Κοίταξε να δεις, λέει η μαμά πριν βάλει μπροστά την μηχανή, δεν ξέρουμε καλά τους ανθρώπους. Φαίνονται καλοί άνθρωποι αλλά και πάλι, μην τους κρίνουμε αμέσως από το φαίνεσθαι. Εσύ να είσαι στη συμπεριφορά σου γλυκιά και τρυφερή όπως είσαι πάντα. Να είσαι ο εαυτός σου. Και μετά θα κρίνουμε μαζί το πως είναι, έτσι αγάπη μου;
-Ναι μαμά. λέω χαμογελαστά. Και όρθωσα την πλάτη μου καμαρωτά για να κάνω εξάσκηση, μπας και καταφέρω να κάνω καλή εντύπωση. Εξάλλου δεν είναι όποιοι και όποιοι οι Σκανταλάκηδες!
Η μαμά έβαλε μπρος την μηχανή. Η διαδρομή για μένα αν και μισή ώρα μόνο ήταν ατελείωτη. Μιας και πηγαίναμε από τον Πειραιά στην Γλυφάδα, από τα νοτιότερα και πλουσιότερα προάστια της Αθήνας. Βρήκαμε και αρκετή κίνηση και αργήσαμε τουλάχιστον μισή ώρα στη διαδρομή. Όμως όταν περάσαμε από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης αισθάνθηκα μια περίεργη αγαλλίαση. Έβλεπα και πάλι θάλασσα αν και είχα συνηθίσει την θάλασσα στο Πασαλιμάνι και στην Τρούμπα στον Πειραιά, εδώ την έβλεπα πιο ήρεμη, πιο γαλήνια. Άφησα την δροσιά να με κατακλύζει. Άνοιξα μια μικρή χαραμάδα το παράθυρο και ένιωσα την αλμύρα στα ρουθούνια μου. Μέχρι που η μαμά κάποια στιγμή έστριψε στα μεγάλα κλαμπ της Παραλιακής αριστερά και φτάσαμε στο κέντρο της Γλυφάδας.
Η Γλυφάδα είναι απίστευτα όμορφη περιοχή. Μια ζωγραφιά και ας είναι μακριά από εμάς. Και πολύ ακριβή. Το ξέρω. Θα είναι πολύ τυχερή η Ραφαέλα για να μένει εδώ. Μπορώ να πω ότι ζήλεψα λιγάκι. Αλλά ψυχραιμία Μυρσίνη! Δεν γίνεται όλοι στον κόσμο να είμαστε πλούσιοι!
Φτάσαμε στα προάστια της Γλυφάδας δυο λεπτά με το αμάξι από το κέντρο της. Σε μια ήσυχη περιοχή γεμάτη μονοκατοικίες, μεζονέτες και βίλες. Εδώ μένει η Ραφαέλα; Ουάου! σκέφτηκα.
Η μαμά βρήκε σχεδόν αμέσως θέση να παρκάρει. Βγήκαμε, τεντωθήκαμε και μετά εντοπίσαμε αμέσως το σπίτι της Ραφαέλας.
Περάσαμε τον μεγάλο κήπο περπατώντας αργά. Ήταν απίστευτος. Θα έχουν πολλά πολλά λεφτά. Ουάου! Απλά ουάου! Αλλά ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός Μυρσίνη. Σύνελθε. Λίγο πιο κάτω είδαμε μια μεγάλη εξωτερική πισίνα που έλαμπε στο ηλιοβασίλεμα.
Πήγαμε αμέσως στην εξώπορτα και χτυπήσαμε το κουδούνι. Έκανε έναν επιβλητικό ήχο σαν αυτά τα παλιά ρολόγια με εκκρεμές.
Μας άνοιξε την πόρτα ένας νεαρός με μαύρα μαλλιά καρφάκια και ορθογώνια γυαλιά. Φορούσε ένα απλό μαύρο τζιν και ένα κόκκινο πόλο μπλουζάκι.
-Γεια σας. λέει η μαμά.
-Γεια σας. Εσείς ποιές είστε;
-Είμαι η Ρίτσα. Και η κόρη μου Μυρσίνη. Είμαι η ανιψιά της κυρίας Τατιάνας, της γιαγιάς της Ραφαέλας. Δεν έκανα λάθος ε;
-Όχι καθόλου λάθος! Είμαι ο Ηρακλής! Φίλος της Ραφαέλας! λέει ο Ηρακλής και μας δίνει το χέρι του. Περάστε περάστε! Μισό λεπτό να τις φωνάξω!
Μπαίνουμε μέσα στο χλιδάτο σπίτι με μια αμηχανία στο φουλ.
-Ραφαέλα! Ήρθε η Ρίτσα και η Μυρσίνη! φωνάζει στο σαλόνι.
Και η θεία Τατιάνα μαζί με μια λεπτή κοπέλα με κατάξανθα κυματιστά μαλλιά μας προϋπαντούν στο χολ με ενθουσιασμό. Ήταν μέσα στην καλή χαρά και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί...
___________________________________________
Ήρθε επιτέλους η ώρα! Και νατη και η οπτική γωνία της Μυρσίνης! Ελπίζω να σας άρεσε!
Για να με στηρίξετε, ξέρετε τι να κάνετε. Τα σχόλια είναι ανοιχτά μέρα νύχτα! Ελπίζω να είστε όλοι καλά και μείνετε συντονισμένοι στο ραντεβού μας στο κεφάλαιο 3!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top