0003. Πρόλογος

Η δεκαετία των 20 χρόνων θα έπρεπε λογικά να είναι η καλύτερη δεκαετία της ζωής του ανθρώπου. Αλλά για μένα δυστυχώς αυτό δεν ισχύει. Αυτή τη στιγμή, μαζεύω τα πράγματά μου σαν τρελή. Είναι για την ώρα πέντε βαλίτσες τεράστιες. Παίρνω όλα όσα μπορώ να πάρω. Ρούχα, παπούτσια, βιβλία, τετράδια, σεντόνια, εσώρουχα, σχολικά είδη, τον υπολογιστή μου... Όλα όλα... Ή μάλλον τα περισσότερα που μπορώ γιατί εκεί που πηγαίνω δεν μπορώ να δικαιούμαι και πολλά...

Πέφτω πάνω σε μια φωτογραφία των γονιών μου που είναι στο κομοδίνο. Έμεινα εκεί για τουλάχιστον πέντε δευτερόλεπτα αλλά σύνηλθα γρήγορα. Συνέχισα τη δουλειά μου γιατί έτσι έπρεπε. Έπρεπε να φύγω μακριά τους. Ήθελα να φύγω μακριά τους.

Παίρνω επιτέλους τα τελευταία πράγματα, βγάζω τα πράγματα από την εξώπορτα του διαμερίσματός μας και την έκλεισα χωρίς να πω κουβέντα. Σε κανέναν. Δεν ήθελα άλλωστε. Κανέναν δεν αφορούσε που πήγαινα και τι θα έκανα πλέον έτσι κι αλλιώς.

Κάτω από την πολυκατοικία μας με περίμενε ένα ταξί. Με βοήθησε ο οδηγός να βάλω στο πορτ μπαγκάζ τις βαλίτσες μου και μπήκα μέσα φουριόζα. Μετά του είπα τη διεύθυνση της γκαρσονιέρας που βρήκα στο Παγκράτι για να μείνω μόνη μου.

Ναι. Μετακομίζω. Φεύγω για πάντα, μακριά από τους γονείς μου. Δεν θέλω να τους θυμάμαι. Δεν θέλω να τους σκέφτομαι. Δεν θέλω τίποτα από αυτούς πια. Βρήκα έτσι κι αλλιώς μια δουλειά, έτσι ώστε να βγάζω μόνη μου τα έξοδά μου και έτσι πλέον, θα μπορώ να μένω μόνη μου.

Το ταξί πέρασε από το κέντρο του Ηρακλείου που θυμάμαι ως τη μόνη γειτονιά που είχα για σπίτι μου ποτέ στη ζωή μου. Μετά όμως, στη διαδρομή εναλλάσσονταν διάφορα τοπία. Πρώτη φορά πήγαινα στο κέντρο και φοβόμουν τη σκιά μου. Έβλεπα τις παλιές κολλητές πολυκατοικίες και φοβόμουν και σκεφτόμουν αν είναι σωστό ή άξιο αυτό που πήγαινα και έκανα. Η διαδρομή κάποτε με συνάρπαζε αλλά τώρα όχι. Η ελευθερία κάποτε επίσης με συνάρπαζε και υποτίθεται πως πλέον την έχω, αλλά δεν το αισθάνομαι έτσι. Αισθάνομαι ακόμη πιο φυλακισμένη.

Ήρθε η ώρα επιτέλους που θα κατέβω από το ταξί. Δίνω δεκαπέντε ευρώ στον οδηγό και είμαι ακριβώς μπροστά από την επταόροφη πολυκατοικία που θα μένω από εδώ και πέρα. Είναι δυο λεπτά από την πλατεία Πλαστήρα και η περιοχή έχει αρκετή ζωή, αλλά δεν πτοούμαι εγώ. Δεν δίνω σημασία. Πρέπει να πάω στο διαμέρισμα για να τακτοποιηθώ. Δεν θα έχω χρόνο για αυτά.

Μπαίνω λοιπόν στο διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο. Είναι επιπλωμένο λιτά όπως ακριβώς το ήθελα. Και είναι και σχετικά καθαρό. Μου αρέσει. Είναι μια μικρή γκαρσονιέρα. Έτσι κι αλλιώς, μόνη μου θα μένω.

Αφήνω τις βαλίτσες στο σαλόνι που είναι ενιαίο με κουζίνα και βγαίνω στο μπαλκόνι. Βλέπω όλη την Αθήνα. Και την Ακρόπολη προφανώς. Αλλά κοιτούσα πέρα από τον μισογκρεμισμένο μαρμάρινο ναό που ακόμη στέκεται όρθιος μέσα στους αιώνες. Κοιτάζω πέρα μακριά το άπειρο. Το κενό. Και συγκεντρώνομαι σε αυτό για αρκετή ώρα. Αυτό το κάνω για να ξεχνιέμαι από κάτι σοβαρό ή περίεργο. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ κάποιον άλλον τρόπο.

Βέβαια θα μου πεις, δεν σκέφτηκες κάποιον άλλον έξτρα τρόπο για να ζήσεις καλύτερα τη ζωή σου ρε Μιράντα αλλά τι να κάνουμε. Δεν γίνεται να τα σκεφτόμαστε και όλα! Παρόλα αυτά, κάτι μέσα μου, με έκανε να νιώσω έτοιμη για μια νέα σελίδα στη ζωή μου, ένα νέο κεφάλαιο. Μακριά από τους γονείς μου, μακριά από περιττή καταπίεση και φυσικά, μακριά από φόβο, μιζέρια και δυστυχία...

___________________________________________
Καλημέρα σας! Ελπίζω να είστε όλοι καλά!

Αυτό το βιβλίο ήταν μέσα στο κεφάλι μου εδώ και μήνες και επιτέλους το κάνω πράξη! Και το καλύτερο; Λαμβάνει μέρος στον διαγωνισμό της WonderWomanForEver και είμαι πολύ περήφανη για αυτό!

Σύντομα, έρχονται και τα υπόλοιπα κεφάλαια! Να προσέχετε όλοι σας και να σκέφτεστε όσο πιο θετικά μπορείτε!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top