17. Ακολουθώντας τα βήματά της

Η Κατερίνα άρχισε να περπατάει προς το Σύνταγμα. Δεν ένιωθε καλά. Ο Πόνος στο πλευρό της ήταν οξύς και της δυσκόλευε την αναπνοή. Άρχισε να ζαλίζεται. Σκέφτηκε να πάρει ένα ταξί αλλά οι μικρές σταλαματιές από το αίμα που άφηνε πίσω της ματαίωσαν κάθε σκέψη της. Η ανάσα της δυσκόλευε λεπτό προς λεπτό. Με κόπο αλλά και με όλο εκείνο το αδάμαστο πείσμα που ήταν φυλακισμένο στην καρδιά της περπατούσε. 

Κατάλαβε ! Ένιωσε ότι αυτά τα βήματα απόψε είναι τα τελευταία. Ένιωσε έναν κόμπο να πνίγει το λαιμό της. Μια έντονη θλίψη απλώθηκε στη σκέψη της. Τα φανάρια τα πέρναγε με δυσκολία προσπαθώντας να στέκει όρθια με αξιοπρέπεια. Τότε σκέφτηκε τα ζώα ! Ναι ! Όπως εκείνα, αναζητούν μια απόμερη γωνιά να αποθέσουν το σώμα τους, τη στιγμή που νιώθουν τον θάνατο να τα πλησιάζει, έτσι και εκείνη. Αυτό ακριβώς αναζητούσε. Μια γωνιά. Να μην πέσει έτσι στο δρόμο άψυχο κουφάρι έκθετη στα αδηφάγα μάτια των περαστικών. Ακόμα και στον ύστατο περίπατό της ήθελε να είναι αξιοπρεπής. Πέρασε μπροστά απ'  τη Βουλή με κατεύθυνση τον Εθνικό Κήπο. Εκεί ! Θα μπορούσε να βρει ένα δικό της μέρος για το τέλος. Μόνη ! Όπως ήταν πάντα τα τελευταία χρόνια. Στην αφάνεια, στο σκοτάδι. Μαζί με τα πεθαμένα της όνειρα σαν άνθρωπος και γυναίκα.

Ο Διοφάντους έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο μέγαρο της ΓΑΔΑ στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Κάλεσε στο κινητό τον Ανακριτή για να μπορέσει να περάσει. Σε λίγο ήταν στο γραφείο του αστυνόμου που είχε χρεωθεί την υπόθεση. Εκεί βρήκε τον Μηνιάδη με έναν νεαρό ανθυπαστυνόμο και δύο άλλους με πολιτικά.

"Τι συνέβη ;" τους ρώτησε μετά από τις ελάχιστες τυπικές κουβέντες.

"Πάμε !" του είπε ο ανακριτής.

"Που ;"

"Στην γκαλερί, εκεί που έγινε, ο αστυνόμος είναι ήδη εκεί"

Έφυγαν. Πήραν το αυτοκίνητο του ανακριτή. Στον δρόμο ο Μηνιάδης τον ρώτησε:

"Τι ξέρεις για αυτόν τον Ζέριγκα ; τον ζωγράφο ;"

"Ότι μου έχει πει η θεία της. Είχε μαζί της δεσμό πριν πολλά χρόνια. Την έβγαλε στο κλαρί. Την πάσαρε σε δικούς του. Ήταν ο άνθρωπος που την οδήγησε στην καταστροφή και στην κατάρρευση", συνέχισε να του λέει όσα ακόμα ήξερε.

"Έτσι εξηγείται η αποψινή επίθεση εναντίον του" είπε σκεφτικός ο ανακριτής. Αναστέναξε και συνέχισε: "Ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί Ισίδωρε ! Το καταλαβαίνεις αυτό έτσι ;" είπε και έριξε μια ματιά δίπλα του στον βλοσυρό Ποινικολόγο. Ο Ισίδωρος δεν μπορούσε να βρει την παραμικρή αντίρρηση.

Σε λίγο ήταν στο γραφείο του ζωγράφου, στην γκαλερί στο Κολωνάκι. Ο κόσμος φυσικά είχε αποχωρήσει. Ηρεμία επικρατούσε παντού. Η Αστυνομία είχε αποκλείσει την είσοδο και είχε ξεκινήσει μεθοδικά τις έρευνες. Στο χώρο του γραφείου βρέθηκε ο κάλυκας από το πιστόλι του Ζέριγκα. Στο πάτωμα η αστυνομία μελετούσε τις κηλίδες με το αίμα και η σήμανση είχε ήδη πάρει αποτυπώματα.

Ο Μηνιάδης είχε μια πρώτη σύσκεψη με τον αστυνόμο επικεφαλής και την πρώτη σοβαρή ενημέρωση. Βγήκε απ' το γραφείο και πλησίασε τον φίλο του.

"Ο Ζέριγκας κατέθεσε ότι την βρήκε στο γραφείο του, την αναγνώρισε, την κατήγγειλε επώνυμα. Πάντα κατά την άποψή του, του επιτέθηκε να τον σκοτώσει με ένα στιλέτο, εκείνος λέει αμύνθηκε..."

"Βρέθηκε το στιλέτο ;" τον διέκοψε ο Διοφάντους.

"Ναι ! Το πήρε η αστυνομία για αποτυπώματα"

"Και ;"

"Του κατάφερε ένα επιπόλαιο χτύπημα στον ώμο. Έγινε συμπλοκή. Τράβηξε το όπλο του από το συρτάρι του γραφείου του..."

Ο Διοφάντους ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν, κατάφερε να ψελλίσει.

"Παρακάτω..."

"Ισχυρίζεται ότι, πάνω στην πάλη, το όπλο εκπυρσοκρότησε ! Η Ιατροπούλου έφυγε από την έξοδο κινδύνου. Υπάρχουν ίχνη αίματος στα σκαλιά της εξόδου... είναι ... τραυματισμένη Ισίδωρε"

"Το κτήνος ! Όχι Θεέ μου !" ψέλλισε ο Διοφάντους, "που είναι ; την βρήκαν ;"

"Όχι την αναζητούν..."

Ο ποινικολόγος έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του. Προσπαθούσε να χειριστεί την αγωνία του αλλά δυστυχώς εκείνη θέριευε μέσα του χωρίς όρια. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ένιωθε την απελπισία να τον κυριεύει ξανά. Όπως εκείνη τη μέρα που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος της γυναίκας του. Όλα γυρνούσαν πίσω πάλι στη ζωή του. Για δεύτερη φορά.

"Αυτός είναι επάνω ;"ρώτησε.

"Ο ζωγράφος ;"

"Ναι"

"Όχι, έδωσε κατάθεσή εδώ και ώρα, του έδωσαν άδεια να φύγει, προς το παρόν δεν έχει να προσφέρει κάτι παραπάνω"

Ο Ισίδωρος έκανε μερικά βήματα κουβαλώντας μια διάθεση απόγνωσης. Κινήθηκε προς το σημείο της εξόδου απ'  όπου έφυγε η Κατερίνα. Στο τελευταίο σκαλί λίγο πριν το πεζοδρόμιο τα μάτια του έπεσαν σε μια κηλίδα από αίμα. Η σκέψη του πήγε σε εκείνη τη νύχτα, που την βρήκε στο δρόμο του.

"Ελουαζ"

Ο Σέργιος Ζέριγκας έφτασε αργά στο σπίτι του. Ακόμα δεν μπορούσε να συνέλθει από το αναπάντεχο του γεγονότος. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή, θα ξαναγύριζε σαν άμεση απειλή στη ζωή του.

Πήγε στο σαλόνι, άναψε ένα μικρότερο φως για να νιώσει πιο ήρεμα. Δεν ήθελε κόσμο εκεί. Ήθελε να ηρεμήσει, να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Πήγε στο μπαρ, έβαλε ένα ποτό και έκατσε στον μεγάλο καναπέ απλώνοντας το κορμί του.

Τότε το άκουσε ! Ένα μικρό τρίξιμο κάπου εκεί. Ύστερα ένα δεύτερο. Και μετά μια παράξενη αίσθηση ότι κάτι ήταν στο σπίτι. Ένιωσε έναν αδυσώπητο τρόμο να του σηκώνει την τρίχα. Πάγωσε ολάκερος. Δεν είχε τη δύναμη μήτε να σηκωθεί. Λες και κάτι παράξενο τον κρατούσε μαγνητισμένο.

Νόμιζε πως άκουσε βήματα εκεί κοντά του. Άρχισε να κοιτά πανικόβλητος ολόγυρα. Μια απειλή να κλείνει γύρω σαν θανάσιμη τανάλια.

Και τότε εκεί, στο βάθος του σαλονιού, το είδε ! Ένας σκούρος όγκος, να πλησιάζει ανελέητα στο μέρος του.

"Ποιος είναι εκεί ;" φώναξε, μάταια !

Τα μάτια του άνοιξαν σαν φωτισμένες τρύπες μέσα στη νύχτα.

"Τι είσαι εσύ ; τι θέλεις ;"

"Για εκείνην !" άκουσε μια απαίσια φωνή πνιγμένη, αλλόκοτη, παραμορφωμένη.

Ήταν και οι τελευταίες λέξεις που άκουσε πριν η κάμα του μαχαιριού καρφωθεί στο στήθος του. Και μια δεύτερη ακόμα πιο αποφασιστική. Γεμίζοντας σκοτάδι και θάνατο το βλέμμα του, έμεινε για πάντα ανεξίτηλη τελευταία εικόνα της ζωής του ο όγκος της επιβλητικής σκιάς και τα κόκκινα σαν φωτιά μάτια που τον κοιτούσαν.

Έπεσε νεκρός στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη αίματος, παρασέρνοντας στην πτώση του κάποια γυάλινα αντικείμενα από το μεγάλο τραπέζι.

Ο σκούρος ανθρώπινος όγκος στάθηκε για μια στιγμή από πάνω του ακίνητος. Ένα ζευγάρι μάτια παρατήρησαν τα δικά του που ήδη είχαν γίνει γυάλινα. Και έτσι μέσα στο σκοτάδι γλίστρησε αθόρυβα προς την έξοδο.

https://youtu.be/1owaJlPAnyY

"Αστυνόμε !" ακούστηκε έντονα η φωνή στο ασύρματο υπηρεσιακό του επικεφαλής.

"Λαμβάνω, τι έχεις ;"

"Η γυναίκα εντοπίστηκε !"

Όλων τα μάτια καρφώθηκαν σε αυτά του αστυνόμου εκεί στο ισόγειο της γκαλερί.

"Σ' ακούω που είναι ;"

"Στον Εθνικό κήπο ! Κάποιος διαβάτης είδε μια νεαρή γυναίκα να περπατά με δυσκολία εκεί στην είσοδο από την Αμαλίας", ακούστηκε η φωνή στο τηλέφωνο.

"Μείνετε εκεί στην είσοδο, πες στους άλλους να αποκλείσουν τις εξόδους, ερχόμαστε" απάντησε ο αστυνόμος.

"Αστυνόμε !" ακούστηκε έντονα η φωνή του Διοφάντους πιάνοντάς τον απ'  τον ώμο. Εκείνος του έριξε μια ματιά ενοχλημένος.

"Είναι τραυματισμένη ! Αιμορραγεί !" του υπενθύμισε ο Ισίδωρος.

Ο Αστυνόμος τράβηξε τον ώμο του κινούμενος στο αυτοκίνητο.

"Πάμε !" είπε χωρίς δεύτερη κουβέντα.

"Ας ειδοποιήσει κάποιος ένα ασθενοφόρο" φώναξε ο Διοφάντους σε αυτούς που έμειναν πίσω. Ο Μηνιάδης τον τράβηξε απ'  το μανίκι και τον κατεύθυνε στο αυτοκίνητό του. Σε λίγα λεπτά τα δύο αυτοκίνητα έσπευδαν με ταχύτητα στην λεωφόρο Αμαλίας.

Η Κατερίνα διάβηκε την είσοδο του Εθνικού κήπου σχεδόν τρεκλίζοντας. Ο πόνος είχε φύγει σχεδόν αλλά ένα παγερό ρίγος είχε ήδη αρχίσει να κυριαρχεί σε όλο της το σώμα. Ένας κρύος ιδρώτας κρυστάλλιζε στο πρόσωπό της. Κοντοστάθηκε μια στιγμή στην ερημιά του χώρου. Μάζεψε όλες τις δυνάμεις που ένιωθε να της είχαν απομείνει και τράβηξε σε ένα μικρό δρομάκι στο βάθος. Ύστερα από κάποια μέτρα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Ένα ξύλινο παγκάκι εκεί στο βάθος, στο μισοσκόταδο ήταν το ύστατο καταφύγιό της. Σχεδόν σωριάστηκε εκεί με την πλάτη της ακουμπισμένη στο ξύλο.

Μακριά της έβλεπε φώτα από φακούς και κινητά να λαμπυρίζουν. Χόρευαν μπρος στα μάτια της εκεί στο βάθος δέσμες φωτός που έστηναν τρελό χορό. Και άρχισε να ακούει τις πρώτες φωνές. Εκείνα τα φώτα, που όλο και πλησίαζαν άρχισαν να μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με τους εφιάλτες που είχε σαν παραληρούσε μετά τα ηλεκτροσόκ στην κλινική.

"Όχι Θεέ μου πάλι !" κατάφερε να πει. "Όχι εκεί..." Το βλέμμα της έγινε φοβισμένο προς στιγμή. Λες και γυρνούσαν όλα πίσω ! Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Μάζεψε το κορμί της αμυντικά κουλουριασμένη σαν τη γάτα που μυρίζει τον κίνδυνο, έτοιμη να βγάλει τα νύχια της.

"Δεν θα ξαναγυρίσω εκεί !" είπε πνιχτά μέσα της. Και στο θολωμένο της βλέμμα πλέον οι αναλαμπές του φωτός που έκαναν οι δέσμες από τους φακούς των αστυνομικών έχασαν τη λογική τους στο μυαλό της. Έγιναν τα φώτα των βασανιστών της που έριχναν στα μάτια της τις νύχτες.

"Εδώ είναι στο παγκάκι απέναντι !" άκουσε μια μεταλλική στεγνή φωνή, ενώ οι δέσμες από τους φακούς εμφανίστηκαν και από άλλες μεριές μπροστά της. Και μετά μια φωνή:

"Μείνε ακίνητη !"

Δεν κατάλαβε ! Το μόνο που έβλεπε ήταν ένα έντονο φως που την τύφλωνε. Μαζεύτηκε πιο πολύ γέρνοντας το κορμί της στο παγκάκι ενώ πια τα χέρια της είχαν γεμίσει με αίμα. Και τότε τον άκουσε:

"Κατερίνα ! Ελουάζ !"

Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της να δει.

https://youtu.be/OXi6ZPVE40Y

"Για όνομα του Θεού σταθείτε ! Πάρτε το φως από πάνω της ! Είναι χτυπημένη δεν βλέπετε ;" ακούστηκε η φωνή του Ισίδωρου Διοφάντους, όπου έτρεχε, εκτός εαυτού, προς το μέρος της. Λίγα μέτρα πίσω του στάθηκαν σαν μαγνητισμένοι λες τόσο ο ανακριτής όσο και ο αστυνόμος.

"Κατερίνα !" ακούστηκε, ικετευτικά, η φωνή του Διοφάντους καθώς έφτανε στο παγκάκι. Γονάτισε δίπλα της. Τα χέρια του την άγγιξαν στο πρόσωπο, είχε μουσκέψει στον παγωμένο ιδρώτα. Άνοιξε τα μάτια της. Ένα ήρεμο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της.

"Εσείς ;" ακούστηκε απ' τα βάθη της ψυχής της. Ο Διοφάντους έσκυψε στο πρόσωπό της.

"Εγώ Κατερίνα ! Γιατί ; γιατί κορίτσι μου ; γιατί το έκανες αυτό ; όλα θα τα καταφέρουμε ! Γιατί ;

Τα μάτια της τον κοίταξαν γαλήνια.

"Πάλι εσείς ; όπως τότε, εκείνο το βράδυ...."

"Ναι Ελουάζ... όπως εκείνο το βράδυ, όπως κάθε βράδυ από εδώ και πέρα"

"Με λέτε μ' αυτό το όνομα..." του είπε με τη φωνή της να σβήνει συνεχώς και να γίνεται σταδιακά όλο και πιο ασυνάρτητη, ασύνδετη.

"Έρχεται ασθενοφόρο ! Όλα θα πάνε καλά !" της είπε.

"Είναι αργά πια ! Δεν χρειάζεται ! Τα φώτα σβήνουν, μια ακόμα νύχτα έρχεται. Δεν το βλέπετε ; Και θα είναι η τελευταία"

"Πάψε !" της είπε προσπαθώντας να ελέγξει την πνιγερή του συγκίνηση.

"Δεν έχει νόημα πια, κουράστηκα, η ζωή μου σταμάτησε μέσα σε εκείνο το κολαστήριο... τι νόημα έχει... ποιος θα με πιστέψει..."

"Τι είναι αυτά που λες ; εμείς....σε πιστεύουμε, θα τα καταφέρουμε μαζί Κατερίνα ! "

"Λυπάμαι... μόνο που δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβα να ζήσω... Όλα πέρασαν τόσο γρήγορα, τόσο βιαστικά, μέσα στο σκοτάδι..."

"Πάψε σε παρακαλώ! Προσπάθησε να ηρεμήσεις, μην πιέζεις τον εαυτό σου!"

"Δεν υπήρξα ποτέ... μια παρένθεση ήμουν για όλους...ένα βάρος, ένα σκουπίδι. Που ήρθε η ώρα να απορριφθεί στους κάδους της καθώς πρέπει κοινωνίας..."

"Κατερίνα σταμάτα, δεν είναι έτσι! Μέσα στο σκοτάδι είναι το φως κορίτσι μου! Θα το δεις..."

"Θέλω μια χάρη... μια τελευταία χάρη από σας" του είπε ξεψυχισμένα.

Την κοίταξε στα μάτια ενώ οι άλλοι δίπλα και ολόγυρά του έπλεκαν ένα ντεκόρ νουάρ.

"Τι θέλεις πες μου !" της είπε.

"Θέλω.... Τον πίνακα.... Την Ελουάζ..." κόμπιασε, "θέλω να τον πάρετε από εκεί... απ ' αυτόν... θέλω.... Να... είναι... δικός σας... υποσχεθείτε μου... να τον κρατήσετε για πάντα, να με θυμάστε, θα είναι η ανταμοιβή σας για ότι κάνατε για μένα. Αυτό το πορτραίτο το θέλω στα χέρια σας. Μόνο εκεί..."

"Κατερίνα !" φώναξε κλαίγοντας πια, "Ναι.... Μαζί μου...."

"Μου δίνετε το λόγο σας;" του είπε με φωνή από μακριά.

"Ναι, ναι! Με όλη μου την καρδιά" της αποκρίθηκε.

Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο ανακούφισης. Τα μάτια της έμειναν στα δικά του. Το χέρι της κινήθηκε προς το δικό του ασυναίσθητα σαν μια προσπάθεια να εκφράσει το δικό της ευχαριστώ. Έγειρε το κεφάλι της στα χέρια του, τα δικά της κρέμασαν στο κορμί της, τα μάτια της έμειναν εκεί, ακίνητα, να κοιτούν ίσια ψηλά στον ουρανό την ψυχή της να ταξιδεύει στο μεγάλο ταξίδι....

"Ελουάζ !" ακούστηκε η φωνή του, κραυγή μέσα στην παγωμένη υγρή νύχτα. Την ίδια στιγμή που τα δάκρυά του έγιναν σπονδή στο μάγουλό της.

Το χέρι του ανακριτή Μηνιάδη σφίχτηκε στον ώμο του προστατευτικά και ανθρώπινα. Τον τράβηξε με τρόπο γεμάτο σεβασμό. Ο φίλος του ο ποινικολόγος κ. Ισίδωρος Διοφάντους σπάραζε από το κλάμα, σαν μικρό παιδί. Εκεί στα πόδια του. Στην αγκαλιά εκείνης της γυναίκας.

Ο Διοφάντους σηκώθηκε. Στα υγρά του μάτια που έκαιγαν φωτιές κρατούσε για πάντα την εικόνα της νεαρής εκείνης γυναίκας. Και με τις σκιές να κινούνται ολόγυρά τους, άπλωσε τρυφερά τα χέρια του κλείνοντας τα μάτια της με τα χείλη της να του χαρίζουν το ύστατο χαμόγελό της ακίνητα και παγωμένα.

Ο Μηνιάδης τον τράβηξε αποφασιστικά προς τα πίσω, σχεδόν τον έσυρε,  οι αστυνομικοί συνέχισαν να επιβλέπουν το χώρο, ενώ η σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησίαζε ακούγονταν όλο και πιο δυνατά.

Συνεχίζεται...

Νιώθω ότι δεν μπορώ να σχολιάσω. Νιώθω τη σιωπή να αφεθεί να μιλήσει εκείνη...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top