16. Το παρόν συναντά το παρελθόν


Σε όλη τη διαδρομή με το ταξί για το κέντρο της Αθήνας ήταν σιωπηρή. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Οι εικόνες της φωτισμένης πόλης έπαιζαν στο ακίνητο βλέμμα της σαν γρήγορη ταινία. Ο οδηγός προσπάθησε λίγο να πιάσει κουβέντα μαζί της αλλά μάταια. Που και που της έριχνε μια ματιά απ τον καθρέφτη του. Τον τρόμαζε λίγο η σκληρή και παγωμένη έκφραση που έβλεπε μέσα στα φώτα της πόλης.

Η Κατερίνα άνοιξε διακριτικά την τσάντα της. Το χέρι της βυθίστηκε στο εσωτερικό της αργά. Σαν ένιωσε την παγωμένη μεταλλική λαβή του στιλέτου στο δέρμα των δαχτύλων της, ένιωσε πιο σίγουρη. Τράβηξε το χέρι της έξω από την τσάντα, την έκλεισε και σταύρωσε πάλι τα χέρια της.

"Φτάσαμε Κυρία", την διέκοψε η φωνή του οδηγού. Σταμάτησαν στη γωνία του δρόμου. Πλήρωσε το ταξί και βγήκε. Εκείνος της έριξε μια τελευταία ματιά με μια γκριμάτσα που φανέρωνε το αίσθημα του παράξενου και χάθηκε στο δρόμο.

Η Κατερίνα κοίταξε το ρολόι της. Ήταν εννέα ακριβώς. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει μαζί με τον άνεμο. Άνοιξε την ομπρέλα της και έγινε ένα με τους διαβάτες της κεντρικής οδού. Σάββατο βράδυ και η περιοχή ξεκίναγε τη δική της ζωή με το κοσμοπολίτικο στυλ της. Σε λίγο βρισκόταν στην Οδό Βουκουρεστίου. Η Γκαλερί ήταν περίπου στο μέσο προς την πλατεία στο Κολωνάκι. Είδε τα φώτα από μακριά αλλά και κόσμο να στέκει στην είσοδο. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, άναρχα. Πόσα χρόνια είχε να τον δει. Πως θα ήταν ; η απόσταση από την είσοδο μειώνονταν συνεχώς και τα συναισθήματά της άρχισαν να στήνουν μέσα της έναν έντονο χορό. Μαζί με τις εικόνες. Παρά τη βροχή αρκετός κόσμος συνωστίζονταν στην είσοδο για να μπει. Καλοντυμένοι ώριμοι "κύριοι" με τα κοστούμια και τα παλτά τους. Με χαμόγελα ψεύτικα, πλαστικά. Τα ήξερε καλά αυτά τα χαμόγελα. Τα είχε βιώσει αυτά τα πέτρινα πρόσωπα. Όταν βυσσοδομούσαν στο γυμνό νεανικό της κορμί πριν χρόνια. Όταν την χρησιμοποιούσαν σαν "πράμα" για να ικανοποιήσουν τις άρρωστες ορμές τους. Δίπλα τους, απαστράπτουσες κυρίες του καλού κόσμου, μαζί με τους επιφανείς συζύγους τους. Και κάποιες φιγούρες με καλλιτεχνική εμφάνιση, προφανώς συνάδελφοι του φτασμένου ζωγράφου κυρίου Σέργιου Ζέριγκα.

Έφτασε μπροστά στην πόρτα. Ήρεμη εξωτερικά μα βουλιαγμένη στην τρικυμία από μέσα της ετοιμάστηκε να μπει στο εσωτερικό. Κάποια ζευγάρια μάτια ήδη ένιωθε να την διαπερνούν με το βλέμμα τους. Δεν ήξερε αν αυτός ο πόνος που ένιωθε ψυχολογικά ήταν δημιούργημα του μυαλού της από τα βλέμματά τους ή έτσι ήταν πραγματικά.

Χωρίς πολλές διατυπώσεις μπήκε στην γκαλερί. Ένα εξαίρετο νεοκλασικό κτίριο της παλιάς Αθήνας. Ένας διάδρομος με σκαλιά, ντυμένος με ένα κόκκινο χαλί οδηγούσε στο ισόγειο, στη μεγάλη σάλα. Τον ανέβαινε αργά-αργά, βήμα το βήμα. Δεξιά και αριστερά της οι αναμμένες απλίκες έλαμπαν στο χώρο υποβλητικά. Ο νους της πήγε πολλά χρόνια πίσω. "Είδε" τον εαυτό της στην αγκαλιά του, ευτυχισμένη, με ένα ερωτικό φως στα μάτια της. Τον "είδε" να την κοιτά έντονα και διερευνητικά την στιγμή που το πινέλο του έδινε χρώμα στο πορτραίτο της.

  Η "Ελουάζ"...

"Παρακαλώ από εδώ !...."

Την διέκοψε απότομα η φωνή μιας νεαρής κοπέλας. Την κοίταξε σαν χαμένη.

"Από εδώ Κυρία, εδώ στην κεντρική σάλα, περάστε..." της είπε η κοπέλα και η Κατερίνα συμμορφώθηκε. Στην κεντρική σάλα του ισογείου, πολύς κόσμος. Ένα μελίσσι από επισκέπτες, μουσική διακριτική και ολόγυρα παντού οι πίνακές του. Θαλασσογραφίες, νεκρή φύση, γυμνά, αστικά τοπία, καλλιτεχνικές δημιουργίες. Γυρόφερνε τα βήματά της και έψαχνε. Έψαχνε παντού. Εκείνον. Τα σχόλια από τους επισκέπτες για τους πίνακες, τα επιφωνήματα θαυμασμού, οι κριτικές, έφταναν στα αυτιά της σαν απόκοσμο βουητό από κάπου μακριά.

Προχώρησε προς το πίσω μέρος της μεγάλης σάλας. Και τότε εκεί, λίγο πιο μπροστά από το μεγάλο παράθυρο το είδε.

Η καρδιά της μάζεψε απότομα όπως με τα ηλεκτροσόκ του Αρμάγου που έκαιγαν το κορμί της. Ο μεγάλος πίνακας έστεκε εκεί, μέσα σε μια βαρύτιμη χρυσή κορνίζα. Τα μάτια της περιεργάστηκαν το πορτραίτο σε κάθε του εκατοστό. Έκατσε αντίκρυ του ακίνητη, παγωμένη, σαν ένα άγαλμα.

Τα μάτια της έπεσαν στην μεταλλική χρυσή ετικέτα κάτω στο τρίποδο.

"Ελουάζ"

Ένιωσε κάποια ζευγάρια μάτια ολόγυρά της να μένουν στο πρόσωπό της αλλά και σε αυτό του μεγάλου πίνακα με απορία και θαυμασμό. Αμήχανα έβγαλε από την τσάντα της ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά και τα φόρεσε αταίριαστα μέσα στον φωτεινό χώρο. Ήθελε να κρύψει τη συγκίνηση που άρχισε να την πλημμυρίζει καθώς και τα ίχνη από το δάκρυ που προσπαθούσε να βγει. Έκανε τεράστια προσπάθεια να συγκρατήσει τα συναισθήματα και τη συγκίνησή της.

Η Ελουάζ ! Μπροστά της, ολοζώντανη, αναλλοίωτη μέσα στα χρόνια. Άπλωσε λίγο το χέρι της αργά και άγγιξε την κορνίζα και το ταμπλό. Σαν να γύρευε πάνω στον καμβά τα ίχνη της ζωής της. Σαν όλη της η νιότη να φυλακίστηκε για πάντα σε αυτό το πορτραίτο και να αφυδάτωσε κάθε ίχνος από το κορμί της.

Άκουσε πίσω της ένα σούσουρο και δυνατές ομιλίες.

"Ο Ζωγράφος έρχεται....", "Ο Ζέριγκας κατεβαίνει...."

Σαν να την χτύπησε ένα ηλεκτρικό ρεύμα αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά της αίθουσας προσπαθώντας να κρυφτεί όσο γίνονταν πιο καλά ανάμεσα στους επισκέπτες. Δυνατά χειροκροτήματα γέμισαν τη μεγάλη σάλα. Όλων τα μάτια έμειναν στην μεγάλη μαρμάρινη σκάλα που κατέβαινε από τον πάνω όροφο. Πολλά φλας από κινητά τηλέφωνα και κάμερες δημοσιογράφων έκαναν τη σάλα να μοιάζει με ουρανό σε καταιγίδα.

Και τότε ήταν που τον είδε !

Επιβλητικός, στα σαράντα του πλέον, με ένα ύφος πλούσιου εμπόρου της τέχνης να κατεβαίνει κομπάζοντας προς τη μεγάλη σάλα. Οι παλμοί της καρδιάς της την έκαναν να ζαλιστεί. Το πρόσωπο που αντίκριζε στα μάτια του Σέργιου Ζέριγκα, την βεβαίωσε ότι ήταν απείρως χειρότερο σε ύφος από αυτό των τελευταίων χρόνων μαζί του. Άρχισε να μοιράζει ψεύτικα πλαστικά χαμόγελα δεξιά και αριστερά, να κάνει δηλώσεις, να σχολιάζει.

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Με το χέρι της τακτοποίησε λίγο τα μαλλιά της. Κρύφτηκε διακριτικά σε μια γωνία πίσω από τις πλάτες πολλών επισκεπτών.

Κατάφερε να μείνει στην αφάνεια περνώντας από πίσω του σε χώρο που δεν μπορούσε να την φτάσει με το βλέμμα του.

Η Κατερίνα αποφασιστικά ξεκίνησε προς τις σκάλες ανεβαίνοντας προς τον επάνω όροφο. Τα φώτα εκεί ήταν πολύ πιο διακριτικά. Το κόκκινο χαλί στις σκάλες σταμάτησε και ένας διάδρομος ξεκινούσε προς το βάθος. Ένας νεαρός την ρώτησε:

"Παρακαλώ που πηγαίνετε ;"

"Θα ήθελα παρακαλώ να δω προσωπικά τον κύριο Ζέριγκα", του είπε ήρεμα.

"Σας περιμένει ;" την ρώτησε ο νεαρός.

"Όχι, θα ήθελα να του κάνω μια μικρή έκπληξη", απάντησε.

Ο Νεαρός της έκανε νόημα να προχωρήσει συνοδεύοντάς την σε μια μεγάλη πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Στη διαδρομή πρόσεξε την φωτεινή επιγραφή με τη σήμανση "Έξοδος κινδύνου".

"Περάστε και περιμένετε παρακαλώ"

Έριξε μια ματιά στο εντυπωσιακά διακοσμημένο και πλούσιο εσωτερικό του γραφείου. Πίνακες δικοί του κοσμούσαν το χώρο, προσεκτικός φωτισμός και ξύλινα έπιπλα έδεναν σε ένα αρμονικό σύνολο με το ξύλινο πάτωμα και το χαλί. Πλούτος ! Η σκέψη της πήγε πάλι σε εκείνα τα νεανικά της χρόνια. Τότε στο πρώτο του φτωχικό στούντιο στο παλιό σπίτι. Εκεί που η αγάπη τους, ζέσταινε τον λιτό χώρο και το κρύο το χειμώνα. Σταμάτησε να παλινδρομεί με τις αναμνήσεις της. Άνοιξε την τσάντα της. Με χέρι που έτρεμε λίγο τράβηξε από μέσα το μικρό κοφτερό στιλέτο και το έκρυψε στην πλαϊνή τσέπη του παλτού της. Κάθισε προσεκτικά στην μεγάλη πολυθρόνα.

Ύστερα από λίγα λεπτά άκουσε κουβέντες στο διάδρομο, όλο της το είναι μπήκε σε συναγερμό.

"Κύριε Ζέριγκα, μια Κυρία σας περιμένει", ήταν η φωνή προφανώς του νεαρού που την συνόδεψε πριν. Ακούστηκε η φωνή του καθώς πλησίαζε:

"Κυρία ; άφησε όνομα ;"

"Όχι, είπε σας ήθελε προσωπικά, μια έκπληξη..."

"Εντάξει Νίκο, πήγαινε, ας δούμε λοιπόν ποια είναι αυτή η έκπληξη" είπε ακριβώς τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα του γραφείου του.

Μπήκε, είδε την Κατερίνα στην πολυθρόνα με τα μαύρα γυαλιά. Ένα αίσθημα απορίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

"Καλησπέρα, με ζητήσατε ;" είπε καθώς στάθηκε λίγα μέτρα απέναντί της.

Η Κατερίνα σηκώθηκε αργά. Έβγαλε αργά τα μαύρα γυαλιά της και τα έβαλε στην τσέπη του παλτού της. Για μια στιγμή τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

"Καλησπέρα σας κύριε Σέργιε Ζέριγκα !" ακούστηκε.

Εκείνος έμεινε σιωπηρός. Τα μάτια του έψαχναν αδηφάγα στο πρόσωπο και στη μορφή της γυναίκας που έστεκε απέναντί του. Κάποια στιγμή άρχισε να συσπάται έντονα.

"Μία έκπληξη λοιπόν αγαπητέ κύριε", του είπε.

Ο Ζωγράφος απέναντί του δυσκολεύτηκε...

"Μα...."

"Τι συμβαίνει κύριε Ζέριγκα ; τι ακριβώς είναι αυτό που σας προκαλεί εντύπωση ; μήπως η μνήμη σας ;"

Τότε ο ζωγράφος άρχισε να συνειδητοποιεί αργά αλλά σταθερά ποια ήταν η γυναίκα που έστεκε ακίνητη απέναντί του. Τα μάτια του απέκτησαν μια αίσθηση που δίνει το απρόβλεπτο, το σοκαριστικό και ήδη μια ανατριχίλα άρχισε να κυριεύει κάθε εκατοστό από το κορμί του.

"Εσύ ; εδώ ; πως ; θέλω να πω, που ήσουνα ;"

Η Κατερίνα έκανε ένα βήμα προς τα δεξιά της χωρίς να τον χάσει απ'  τα μάτια της.

"Αναρωτιέσαι λοιπόν ; αν η γυναίκα που βλέπεις μπροστά σου είναι το φάντασμα εκείνης που πέταξες εσύ και οι φίλοι σου εκείνη τη νύχτα σαν σκουπίδι στο δρόμο !", του είπε σκληρά αλλά ήρεμα.

"Που ήσουνα ; όλον αυτόν τον καιρό.."

"Όλον αυτόν τον καιρό τι ; μη μου πεις ότι η απουσία μου σου προκάλεσε κάποιο είδος ενόχλησης ;", του είπε ειρωνικά.

Κινήθηκε και εκείνος

"Προσπάθησα να σε βοηθήσω, το ξέρεις, αλλά η ...κατάστασή σου..."

Τον διέκοψε με ένα φαρμακερό βλέμμα. Η φωνή της ακούστηκε σφυριχτή.

"Προσπάθησες ; τι ακριβώς ; να απαλλαγείς απ'  το βάρος μιας καταθλιπτικής αφού πρώτα την έκανες πόρνη, ένα πουτανάκι πολυτελείας στις αυλές των εκλεκτών σου, βορά τις ορέξεις τους..."

"Δεν είναι έτσι....παλεύαμε τότε...."

"Παλεύαμε ; πληθυντικός κύριε Ζέριγκα ; παλεύαμε ποιοι ; εσύ πάλευες να αναρριχηθείς με κάθε τρόπο βγάζοντας δόλωμα στην αγορά την γυναίκα που σ' αγάπησε και σου έδωσε όλη τη ζωή της. Αυτό πάλευες ! Για να φτάσεις σήμερα εδώ ! Στην πολυτελή αυτή γκαλερί, τρόπαιο της διαδρομής σου"

"Δεν πήγαινε άλλο τότε, εκείνο το βράδυ....."

Πήγε πιο κοντά του. Ο θυμός της ερχόταν όλο και πιο άναρχος μέσα της.

"Εκείνο το βράδυ με πέταξες σαν απόβλητο. Αφού ξεζούμισες ότι υπήρχε μέσα μου. Αναρωτήθηκες ποτέ τι έγινε μετά ;"

Προσπάθησε να την γαληνέψει αλλά ήταν εμφανώς ανήσυχος.

"Φυσικά ! Ενδιαφέρθηκα. Έμαθα ότι τελικά μπήκες σε μια καλή κλινική ψυχολογικής αποκατάστασης. Μάλιστα στην αρχή μίλαγα με τον καθηγητή τότε που την είχε...."

"Έτυχε ποτέ να μάθεις κύριε Ζέριγκα, τι κρυβόταν πίσω απ'  την καλή κλινική που αναφέρεις ; έμαθες ποιο κολαστήριο κρυβόταν πίσω απ'  την όμορφη βιτρίνα της ; δεν γίνεται να μην έμαθες ! Τόσο θόρυβος έγινε εδώ και χρόνια. Δεν ήξερες και εσύ τίποτα για βασανιστήρια ; για ψυχοφάρμακα ; για βιασμούς, για εξόντωση, για θανάτους ; για εμπόριο οργάνων σώματος ;"

"Εγώ σε παρέδωσα στα χέρια του. Για αυτά που μου λες γιατί να έχω ευθύνη εγώ ε ; τι θέλεις ; ζήτησες να με δεις"

"Αυτό είναι μια καλή ερώτηση !" του είπε ρίχνοντας ένα βλέμμα ολόγυρα συνεχίζοντας "τι θέλω από σένα λοιπόν ;" έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς το μέρος του. Εκείνος πήγε προς το γραφείο του από πίσω.

"Θέλω τη ζωή μου πίσω Ζέριγκα ! Θέλω να διεκδικήσω τα κομμάτια που μου σκύλεψες ! Θέλω τα όνειρά μου ! Τις στιγμές μου ! Αναζητώ την αξιοπρέπεια μου ! Γυρεύω όλα εκείνα που έκανες κομμάτια στο κορμί και την καρδιά μου ! Θέλω να πάρω πίσω τις στιγμές που μου προσέφερες ανοίγοντας τη πόρτα της κόλασης ! Κοίτα με !" τα μάτια της άγρια πέταγαν φωτιές στα δικά του.

"Κοίτα με ! Αν ήμουν γυμνή ίσως έβλεπες τις ουλές από το ξύλο, τις πληγές και τα εγκαύματα από τα ηλεκτροσόκ, ίσως έβλεπες τα ράμματα στο κορμί μου..."

Ο Ζέριγκας άρχισε να νιώθει όλο και πιο έντονα τον πανικό να τον κυριεύει. Κάποιες σταλαματιές ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του.

"Κατερίνα, δεν είναι λογικά πράγματα αυτά που λες..."

"Κατερίνα !.... θυμήθηκες το όνομα μου ε ; θυμάσαι τότε ; πως με βάφτισες ; Ελουάζ ! Το πορτραίτο ! Εκεί που έκλεισες όλα μας τα όνειρα"

"Φυσικά και τα θυμάμαι..." της απάντησε κομπιάζοντας.

"Μόνο που τα δικά σου όνειρα ήταν άλλα ! Ποια ήταν η αλήθεια σου Ζέριγκα ; ποιο ήταν το πραγματικό σου πρόσωπο ; αυτό στην αρχή ή αυτό στη συνέχεια ;"

"Κατερίνα...ξέρεις..."

"Ξέρω ! Βρήκες μια γυναίκα που ήξερες ότι πάνω στο κορμί της είχε ήδη βυσσοδομήσει κάποιος άλλος, που στο είχε πει για να βρει στην αγκαλιά σου ένα λιμάνι, όμως..."

"Kατερίνα..." της είπε κάθιδρος "για όλα υπάρχει αποκατάσταση αν το θέλουμε πραγματικά. Χρήματα; Ναι... χρήματα. Να σε βοηθήσω, ότι θες..." 

Είπε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Το χέρι του άρχισε να ψηλαφίζει το συρτάρι του γραφείου τρέμοντας από την αγωνία του ενώ με το άλλο του χειρονομούσε προς το μέρος της. Η Κατερίνα τον ζύγωνε με μάτια όλο φωτιά.

"Ήρθε η ώρα σου Ζέριγκα ! Ήρθε ή ώρα να πληρώσεις το λογαριασμό. Νόμιζες ότι όλα τούτα που έχτισες πάνω στην καπηλεία και την βρωμιά σου θα μείνουν αλώβητα ; γελάστηκες παλιέ μου αγαπημένε ! Έμεινε μόνο η Ελουάζ κάτω ! Το πορτραίτο μου ! Η ψυχή μου φυλακισμένη μέσα στον χρυσοποίκιλτο καμβά της ! Τα όνειρά μου παγωμένα όπως το λάδι των χρωμάτων της ! Η Ελουάζ, με το χαμόγελό της που το πήρε για πάντα κοντά της. Πως δεν ντράπηκες για αυτό ! Πως, μετά από όσα έκανες, το κράτησες εκεί ;"

"Να μια απόδειξη της σκέψης μου για σένα..." έκανε να της πει πανικόβλητος καθώς άνοιγε επιτέλους το συρτάρι του.

"Η Ελουάζ είναι η ψυχή μου κτήνος ! Μου ανήκει ! Ήρθε η ώρα να την πάρω πίσω Ζέριγκα !"

Το χέρι της κινήθηκε αποφασιστικά στην τσέπη της. Τα έντρομα μάτια του ζωγράφου είδαν τη κάμα του στιλέτου να λαμπυρίζει στο χέρι της καθώς εκείνο έπαιρνε ήδη τη θέση επίθεσης κινούμενη κατά πάνω του. Με το ένα του χέρι προσπάθησε να την αποκρούσει. Ένιωσε το στιλέτο να σκίζει το μανίκι ψηλά στον ώμο του και να τον διαπερνά. Φώναξε απ'  τον πόνο. Έκανε ένα απεγνωσμένο βήμα πίσω τη στιγμή που το χέρι της Κατερίνας με το στιλέτο υψωμένο κατέβαινε προς το στήθος του. Την ύστατη στιγμή το άλλο του χέρι είχε τραβήξει το πιστόλι απ'  το συρτάρι του.

Ο κρότος του πυροβολισμού ακούστηκε σαν βόμβα σε ολάκερο το κτίριο σκορπώντας τον πανικό και την ανησυχία στους επισκέπτες. Η φωνή του Ζέριγκα εκλιπαρούσε για βοήθεια. Ήδη κάποιοι υπάλληλοι της γκαλερί ανέβαιναν τρέχοντας τα σκαλιά.

Η Κατερίνα άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και κινήθηκε προς την κατεύθυνση που η πινακίδα στον όροφο έδειχνε "έξοδος κινδύνου".

Η Έξοδος Κινδύνου την οδήγησε σε μια μικρή πόρτα αρκετά μέτρα πιο κάτω από την κεντρική είσοδο σε μια στοά. Όλα εκεί ήταν στο σκοτάδι. Πονούσε πολύ. Η Ανάσα της έδειχνε να χάνει το ρυθμό της. Στήριξε λίγο το κορμί της στον τοίχο. Άπλωσε το χέρι της στο σημείο του πόνου κάτω απ'  το παλτό της. Ένιωσε την υφή του αίματος στα δάχτυλά της. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Με κάποια δυσκολία κινήθηκε προς την έξοδο της στοάς. Στάθηκε λίγο ακίνητη. Η βροχή είχε σταματήσει. Στα δεξιά της προς την γκαλερί έβλεπε έντονη κινητικότητα. Κόσμος έμπαινε και έβγαινε εμφανώς σαν κάτι να συνέβαινε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στο γραφείο του Ζέριγκα επικρατούσε αναστάτωση. Οι συνεργάτες του προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έγινε. Ο νεαρός υπάλληλός του έδενε το επιπόλαιο τραύμα στον ώμο, που είχε επιφέρει το στιλέτο της Κατερίνας.

"Ήθελε να με σκοτώσει ! Ήταν τρελή !" φώναζε εκείνος και απειλούσε.

"Ποιος πυροβόλησε ;" τον ρώτησε ο νεαρός.

"Κάλεσε την αστυνομία ! Πες τους πως έφυγε, δεν ξέρω, δεν είδα από που, φύγε ψάξε τι με κοιτάς ;" του φώναξε οργισμένος. Ο νεαρός έφυγε. Ο Ζέριγκας σηκώθηκε. Είδε κάτω στο πάτωμα μπροστά και γύρω στο γραφείο του μικρές κηλίδες με αίμα. Σε λίγο επέστρεψε ο νεαρός μαζί με κάποιους άλλους.

"Να καλέσω ασθενοφόρο ;" τον ρώτησε.

"Περίμενε δυό λεπτά, να τηλεφωνήσω στο δικηγόρο μου. Σας παρακαλώ κατεβείτε κάτω στον κόσμο. Πρέπει να τους καθησυχάσετε. Αφήστε με μόνο, είμαι καλύτερα"

Ο Ζέριγκας ήθελε να μιλήσει στον δικηγόρο του. Τα όσα είχε να συζητήσει μαζί του δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να γίνουν γνωστά στον οποιοδήποτε. Όχι πριν οργανώσουν τη στάση και την τακτική που έπρεπε να κρατήσει.

Υπάκουσαν στις οδηγίες του. Έμεινε μόνος και έκλεισε τη πόρτα του γραφείου ξανά. Κάθισε απέναντι από το γραφείο του για να μην πειράξει το οτιδήποτε. Σε λίγα λεπτά μιλούσε με τον δικηγόρο του. Οι οδηγίες που πήρε ήταν σαφείς. Σε λίγα λεπτά ο χώρος του θα ήταν γεμάτος αστυνομικούς και έπρεπε να είναι ενημερωμένος και κατατοπισμένος τι ακριβώς θα τους πει.

Ο Ισίδωρος Διοφάντους πάντα έμενε ως αργά στο γραφείο του σπιτιού του. Από τότε που η κόρη του είχε φύγει για σπουδές στο Παρίσι έμενε μόνος. Του άρεσε πριν κοιμηθεί πάντα να διαβάζει τα βιβλία της επιλογής του.

Η κλήση στο κινητό του τηλέφωνο τον έβγαλε από την περισυλλογή του. Το όνομα του ανακριτή Μηνιάδη στην οθόνη ήταν κάτι που τον ανησύχησε έντονα.

"Γεράσιμε ;"

Η φωνή του Ανακριτή ακούστηκε σοβαρή και λίγο ταραγμένη.

"Που βρίσκεσαι ;"

"Στο σπίτι είμαι, τι συμβαίνει ;"

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο βαριά.

"Άκου ! Με ειδοποίησαν από την ασφάλεια. Η Ιατροπούλου πυροβόλησε έναν ζωγράφο στο Κολωνάκι. Έναν ...Σέργιο Ζέριγκα..."

Ο Διοφάντους ένιωσε να πνίγεται.

"Τι είπες ; πότε ; πως ;"

"Άκου... δεν μπορώ να στα πω απ' το τηλέφωνο δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα, πηγαίνω στη ΓΑΔΑ, θα σε περιμένω εκεί στο γραφείο του Αστυνόμου της υπόθεσης, μόλις φτάσεις πάρε με να σου πω... μπορείς ;"

"Φυσικά και μπορώ ! Η Κατερίνα... θέλω να πω η Ιατροπούλου που είναι ;"

"Διέφυγε, την αναζητούν..."

"Εντάξει Γεράσιμε , έρχομαι αμέσως"

Έκλεισε το τηλέφωνο. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ένιωσε έναν πανικό να τον κυριεύει. Ήταν ότι χειρότερο περίμενε. Γιατί ; τι έγινε ; τι ήταν αυτό που οδήγησε την Κατερίνα εκεί ; Η θεία της η Ουρανία, της είχε μιλήσει για τον ζωγράφο που σημάδεψε τη ζωή της. Τον άνθρωπο που την έσπρωξε στον εφιάλτη. Κάθε του ελπίδα ότι θα μπορούσαν να διαχειριστούν τη δίωξή της, όπως το είχε στο νου του, κατέρρευσε μέσα στα δευτερόλεπτα του χρόνου. Η σκέψη του πήγε κοντά της. Ντύθηκε όσο πιο σύντομα γινόταν και βγήκε από το σπίτι του με κατεύθυνση στο αυτοκίνητό του. Τα λόγια του Γεράσιμου Μηνιάδη ήρθαν στον νου του:

"Μην ξεχνάς Ισίδωρε ότι η κοπέλα είναι ένα αγριεμένο και τρομαγμένο πλάσμα. Πολύ πιθανόν ικανή για όλα..."

(Συνεχίζεται...)

Ο Ποινικολόγος νιώθει να ανατρέπονται τα πάντα. Η Κατερίνα πυροβόλησε τον Ζέριγκα. Εκείνη έφυγε μέσα στη νύχτα. Πληγωμένη... Η Νύχτα θα είναι μεγάλη. Όλα αλλάζουν τραγικά και οι ώρες τρέχουν. Αγαπημένοι μου, είμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο της πλοκής.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top