Έλξη το πρώτο στάδιο

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

Η γέφυρα που ήταν ένας σύνδεσμος μεταξύ της μικρής πόλης και του υπόλοιπου κόσμου, είχε μείνει πίσω πια.

Οι ώμοι μου χαλάρωναν σταδιακά από την ένταση που μου προκαλούσε η πολυκοσμία.

Σαν να ήμουν πιο ασφαλής... ελεύθερη... μόνη.

Το βλέμμα μου στράφηκε στα σύννεφα, που είχαν πια εξαφανιστεί. Τα αστέρια, ένα απέραντο μπερδεμένο σχεδιάγραμμα στον μαύρο ουρανό.

Κατέβαλα ελάχιστη προσπάθεια να βρω τη μικρή και τη μεγάλη άρκτο, τον αστερισμό του σκορπιού, όπως και του καρκίνου. Με τη χρόνια παρατήρηση των άστρων έμαθα να εντοπίζω τους αστερισμούς, με μια ματιά.

Το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο χαμηλά, λίγο πιο πάνω από τη γραμμή που ενώνει γη και ουρανό. Ορίζοντας, κάτι τόσο μακρινό· ένας προορισμός που δε θα φτάσεις ποτέ, καθότι με κάθε βήμα σου, η απόσταση ανάμεσα σε σένα και κείνο μεγαλώνει όλο και πιο πολύ. Πρέπει να έχει πανσέληνο... σίγουρα είναι πανσέληνος.... Μονολογώ από μέσα μου, τι φανταστικό θέαμα.

Στροβιλίστηκα γύρω από τον εαυτό μου, ώσπου τα πάντα γύρω μου γίνανε θολά. Έφερα στο μυαλό μου την εικόνα των μαγισσών, που μια τέτοια νύχτα λέγεται πως κάνουν τα διάφορα κόλπα τους, με φαντάστηκα σαν μια από αυτές.

Παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου. Άλλα όχι, άνοιξα πλατιά τα ποδιά μου, λίγο παραπάνω από την απόσταση των ώμων στηρίζοντας με τα χέρια το κεφάλι μου. Λες και αυτό θα σταματούσε τη ζάλη. Μερικά μόλις δευτερόλεπτα ήταν αρκετά, ώστε να σταθεροποιηθώ, αλλά και το κεφάλι μου να σταματήσει να γυρίζει. Ευτυχώς, δεν με είδε κανείς. Με όλες αυτές τις παιχνιδιάρικες φαντασιώσεις και την αλλόκοτη συμπεριφορά μου, όποιος με έβλεπε θα με περνούσε για τρελή. Χα!

Το πνιχτό γελάκι βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη μου την ώρα που ένα σορό εκπληκτικά όμορφες παραστάσεις μαγισσών διαδραματίζονταν μέσα από το κεφάλι μου.

Συνέχισα να περπατώ, τώρα με πιο αργό ρυθμό. Πιο χαλαρή, με το ίδιο χαζοχαρούμενο ύφος.

Ο χρόνος είχε σταματήσει να μετράει, βρισκόμουν στη δική μου διάσταση, όπου όλα ήταν για πάντα όμορφα, ποτέ δε συνέβαινε τίποτε κακό. Ένας μικρός προσωπικός παράδεισος στην άκρη του μυαλού μου, που ήταν μονάχα δικός μου. Νεράιδες με τα ασημόλευκα φτερά τους σβουρίζανε γύρω μου, μικροσκοπικοί νάνοι πετάγονταν από τους θάμνους παιχνιδιάρικα τραβώντας τα κορδόνια μου. Ένα μικρό ποντικάκι σηκώθηκε στα πίσω πόδια του κλείνοντας μου το μάτι. Ήξερα όμως πως όλα αυτά δεν είναι κάτι παραπάνω από το παιχνίδι του μυαλού μου και σαν επιβεβαίωση μαζί με την επιστροφή του κακού προαισθήματος, όλα τα φανταστικά μικρούλικα πλασματάκια εξαφανίστηκαν μέσα στις κρυψώνες τους.

Πλατς, πλους πατούσα στις μικρές λιμνούλες που είχαν σχηματιστεί από τη βροχή, διασκεδάζοντας με την εικόνα που αλλοιωνόταν από την επαφή των παπουτσιών με τα λασπόνερα. Έλεγχα ξανά και ξανά, μήπως πέσει στην αντίληψή μου κάποια άλλη παρουσία. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, σίγουρα. Αλλά η αίσθηση του "ότι κάποιος με παρακολουθεί" δεν έλεγε να με εγκαταλείψει.

Μου φάνηκε εν τέλει, πως άκουσα βήματα πίσω μου, δεν έδωσα σημασία, καθότι η φαντασία μου δεν έχει σύνορα.

Μέχρι τη στιγμή που τα άκουγα πολύ κοντά μου. Δεν μπορεί να με ξεγελούσαν τόσο πολύ τα αυτιά μου. Όντως κάποιος με ακλουθούσε! Ο ρυθμός των βημάτων συμβάδιζε με τον δικό μου. Επιβράδυνα, αναρωτώμενη, μήπως τελικά να μην ήταν μόνο στο μυαλό μου. Είναι δυνατόν σ' αυτήν την ερημιά; Είναι κάπως απόμερα, οι άνθρωποι σπάνια κάνουν περίπατο εδώ, ακόμη και όταν ο ήλιος είναι αρκετά ψηλά στον ουρανό. Πόσο μάλλον τις βραδινές ώρες, και μάλιστα αφού έχω κοιτάξει τόσες φορές δεξιά, αριστερά, πίσω και μπρός, δεν είδα κανέναν.

Δεν υπάρχει περίπτωση! Μόνο τα αυτοκίνητα στον αυτοκινητόδρομο κινούνταν που και που.

Κοκάλωσα και γύρισα απότομα.

Το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε για μια στιγμή.

Πως είναι δυνατόν, να ακούω βήματα, να γυρνάω, και να μην είναι κανείς;

Το χρώμα υποχώρησε από το πρόσωπό μου

-φαντάστηκα- καθώς αισθάνθηκα έντονο μούδιασμα σε όλο μου το σώμα, πιο έντονα στην ραχοκοκαλιά μου.

«Άρχισα να τρελαίνομαι τώρα;» είπα δυνατά, με μια αίσθηση παράνοιας να με κατακλύζει.

Ταραγμένη συνειδητοποιώ, πως έχω περάσει κάθε όριο με τα 'οράματά' μου.

Η τόσο καλή διάθεση ξαφνικά αντιστράφηκε απογοητευμένη πήρα την απόφαση να γυρίσω σπίτι, πριν με απορροφήσει τελείως το σκοτάδι, οι σκιές της νύχτας και τα σκοτεινά μονοπάτια του εγκεφάλου μου.

* * * *

Δεν κατάλαβα καν πότε έφτασα. Σε όλο το δρόμο άκουγα πάλι εκείνα τα βήματα πίσω μου. Δεν γύριζα όμως, για να μην απογοητευτώ ξανά. Ένιωσα πολύ ηλίθια. Είναι σαν αυτό που λένε, όταν ένα ψέμα το λες συνέχεια, στο τέλος το πιστεύεις κι ο ίδιος. Έτσι και γω, το σκέφτομαι και βγαίνει σαν... σαν αληθινό. Μολονότι με τα μάτια μου δεν είδαν τίποτα, τα βήματα είναι στη φαντασία, σα να το έπλασα εγώ η ίδια.

«Πάει έχω σαλέψει!» είπα χαμηλόφωνα, με την ελπίδα να μη με ακούσει κανείς, ενώ έμπαινα στο σπίτι.

Η μαμά και η sister, μόλις ξαπλώνανε για ύπνο.

«Καλά τώρα το πήρες χαμπάρι, ότι είσαι εντελώς παρανοϊκή;» με τεράστιο ειρωνικό χαμόγελο ξεστόμισε η αδελφή μου. Της έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα, που ήταν αρκετό ώστε να σταματήσει εκεί και να μην ξανά σχολιάσει το παραμίλημά μου.

Πέταξα τα παπούτσια μου μέσα στην παπουτσοθήκη και έτρεξα να απομονωθώ στο δωμάτιό μου. Φόρεσα τις πυτζάμες, πήδηξα στο μαλακό κρεβατάκι μου, κουλουριάστηκα μέσα στην ζεστή κουβερτούλα μου, ενώ η λογική και η φαντασία στοιχηματίζανε στο αληθινό ή μη.

* * * *

Όσο η ώρα περνούσε, ο ύπνος δεν έλεγε να με παρασύρει στα μπερδεμένα μονοπάτια του. Ο αχνός ήχος της μουσικής στο δωμάτιο, ήταν ο μοναδικός θόρυβος που διατάρασσε τη νυχτερινή γαλήνη.

Ξεσκεπάστηκα και τινάχτηκα απότομα όρθια να καταπολεμήσω με άλλον τρόπο την αϋπνία. Ήθελα να ρίξω μια ματιά έξω από το παράθυρο, στην πανσέληνο που φαινόταν ολοκάθαρα από κει. Έφεγγε μέσα στο δωμάτιο σαν λάμπα γραφείου, σα να εστίαζε ακριβώς στην καρδιά του δωματίου μου, σα να ήθελε να κοιτάει μόνο εδώ. Μήπως επηρέαζε η πανσέληνος τη διάθεση μου; Σκέφτηκα...

Την ίδια στιγμή τράβηξα τη μισάνοιχτη κουρτίνα στο τέρμα του κουρτινόξυλου, ρίχνοντας μια περιφερειακή μάτια στη μοναδική θέα από το παράθυρο που ήταν ο τοίχος του διπλανού ακατοίκητου σπιτιού και η τσιμεντένια γκρί σκάλα με δεκαεπτά σκαλοπάτια, είχε κατεύθυνση από και προς την ταράτσα του σπιτιού μας. Την οποία δεν χρησιμοποιούσε κανείς άλλος εκτός από μένα. Δεν υπήρχε λόγος δηλαδή, ήταν το δικό μου μέρος χαλάρωσης.

Μου φάνηκε... πως είδα κάποιον να κάθεται ακριβώς στη μέση, στο ένατο σκαλοπάτι. Μια σκιά, μια ευδιάκριτα μεγάλη ανθρώπινη μορφή. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο, βουτηγμένο μέσα στις παλάμες του με τους αγκώνες να ακουμπάμε τα γόνατά.

Ποιος είναι αυτός στη δικιά μου σκάλα;

Τι γυρεύει εδώ;

Μέσα στην αυλή μου;

Οι σκέψεις αυτές σάρωσαν το μυαλό μου, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Στον χρόνο που χρειάστηκε η κουρτίνα να φτάσει στο τέρμα του κουρτινόξυλου.

Τότε ο άγνωστος γύρισε το κεφάλι του προς έμενα, και υπό το φως του φεγγαριού θαμπώθηκα από την αφύσικη λάμψη στα μάτια του. Δεν πρόλαβα να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου, εξαφανίστηκε, σαν να μην ήταν ποτέ εκεί. Σε μια στιγμή απλά εξαφανίστηκε, στο ένα τέταρτο του δευτερολέπτου είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι. Ο πανικός εμπόδιζε τον αέρα να εισχωρήσει μέσα στα πνευμόνια μου.

Μόνο που δεν ήταν τόσο σκοτεινά, ώστε να μπορούσα να το είχα φανταστεί. Έτσι που έφεγγε το φεγγάρι, δεν ήταν απλά μια σκιά, ήταν εκεί μισό μετρό μακριά... με τα λαμπερά του μάτια, να είναι καρφωμένα πάνω μου.

Αισθάνθηκα μια ζάλη όλα γυρνούσαν γύρω μου, μια δίνη που με τραβούσε κάτω με απίστευτη ταχύτητα, σα να γυρνούσε όλο το δωμάτιο ξανά και ξανά, δε μπορούσα να κουνήσω χέρια... πόδια. Αισθάνθηκα τα βλέφαρα μου να ζυγίζουν τόνους ολόκληρους, όλα μαύρισαν, έχασα την ισορροπία μου ξαφνικά και, παρ' όλο που η πτώση με πόνεσε, δεν κατάφερα να κάνω καμία κίνηση για να σταθώ ξανά στα πόδια μου. Απολύτως αβοήθητη και μικρή. Πρέπει να είχα λιποθυμήσει από τον φόβο, ή από την έλλειψη του οξυγόνου, καθώς για κάποιο χρονικό διάστημα αδυνατούσα να ανασάνω.....

* * * *

Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα, το περίεργο είναι πως ενώ αντιλαμβανόμουν σχεδόν τα πάντα δεν κατάφερνα να κουνηθώ από τη θέση μου. Άκουσα κάποια στιγμή μέσα στη παραζάλη, να ανοίγει το παράθυρο.

Βήματα...

Ένιωσα τη θερμότητα κάποιου άλλου σώματος κοντά στο δικό μου.

Μια παλάμη απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπο και σμίλεψε το μάγουλό μου. Ένα μπράτσο γλίστρησε κάτω από το σβέρκο μου, ένα άλλο κάτω από τις κνήμες μου. Το σώμα δε δέχεται καμία εντολή από το μυαλό. Όλες οι λειτουργίες έχουν παραλύσει. Κάποιος πολύ ανάλαφρα τοποθέτησε το κουφάρι μου στο κρεβάτι. Σαν εγώ να μην ήμουν εγώ, αλλά κάποια άλλη και παρακολουθούσα από μακριά τη σκηνή με κλειστά μάτια. Δεν ξέρω αν γίνεται αυτό, πάντως κάπως έτσι αισθανόμουν. Δεν ήμουν ικανή να ανοίξω τα μάτια. Βυθίστηκα βαθιά μέσα στα σκεπάσματα. Δεν μπορούσα καν να φανταστώ, ποιος άνοιξε το παράθυρο ή ποιος με έβαλε στο κρεβάτι σκεπάζοντάς με και σέρνοντας τα τραχιά δάχτυλά του κατά μήκος του προσώπου μου, ώστε να καταλήγουν στο λαιμό μου. «Κοιμήσου πεντάμορφή μου.. αύριο είναι μία μεγάλη μέρα... εξ αιτίας της βλακείας μου...» Ήταν ψίθυρος; Κομμάτι του ονείρου; Δεν ξέρω...

* * * *

Το φεγγάρι δέσποζε πάνω από το κεφάλι μου σαν κοί­ταξα ψηλά στον ουρανό, καθώς έλουζε με το φως του τα πά­ντα γύρω μου. Μόνο που δεν κατάφερα να το εντοπίσω, μο­λονότι κάποιος στεκόταν μπροστά μου και έκρυβε τη θέα. Μια σπίθα στιγμιαίου τρόμου μέσα στο στήθος μου. Νύχτα.. μόνη μου.. σκέφτηκα και έριξα μια ματιά τριγύρω να βεβαι­ωθώ μήπως αν φώναζα για βοήθεια με άκουγε κανείς. Βέ­βαια αυτό ήταν ένα παράλογο συναίσθημα και μια παράλογη σκέψη, ποτέ δεν φοβάμαι να μείνω μόνη, ακόμη και σε ένα έρημο δάσος. Η ιδέα εξαφανίστηκε στη στιγμή.

Το μεγαλόσωμο αγόρι στεκόταν πολύ κοντά και δε θα προλάβαινε κάνεις να φτάσει αρκετά γρήγορα. Η μόνη ελ­πίδα είναι η φυγή.. θα προλάβω να τρέξω και να του ξεφύγω, αν προσπαθήσει να μου κάνει κακό, ήταν στον προσωπικό μου χώρο και δεν έχει κανένα δικαίωμα να βρίσκεται εδώ. Άρα είναι εχθρικός απέναντί μου.

Το αγόρι έκανε μια απειροελάχιστη κίνηση διστακτικά και ένα ντροπαλό χαμόγελο άλλαξε όλη την έκφρασή του, σε κάτι τόσο όμορφο και ονειρικό.

Δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου άνθρωπο με τόσο έντονη εκφραστικότητα. Μπορούσα να τα δω όλα εκεί. Έκφραση που ζητούσε την εμπιστοσύνη μου, στέλνοντας ένα κύμα θετικής αύρας πάνω μου. Ένιωσα όλη την τρυφερότητα και τη στοργή που μετέδιδε το επίμονο βλέμμα του. Δεν είχα ξα­νακοιτάξει αγόρι στα μάτια για τόση πολύ ώρα ποτέ στη ζωή μου, αλλά και ποτέ δεν περίμενα να έχει τέτοιο αποτέλεσμα. Ο λαιμός μου είχε γεμίσει αγκάθια και δυσκολευόμουν να καταπιώ. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα από ποτέ, πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά στα δεκάξι μου χρόνια. Το αγόρι απέσπασε για μια στιγμή το βλέμμα του, κάτι που εγώ αδυνατούσα να κάνω. Εγώ.. χ... σχεδόν δεν ανέπνεα, για να μην ακούγεται η αναπνοή μου μέσα στην εκκωφαντική σιωπή.

Εξακολουθούσε να χαμογελάει, όταν σήκωσε τα μάτια του από τη γη. Και τότε πρόσεξα πως κάτι πάνω του δεν ήταν απόλυτα φυσιολογικό... τα μάτια του ήταν λίγο περί­εργα. Έστρεψα το κεφάλι μου ελάχιστα για να τον δω από μια άλλη οπτική γωνία και τα μάτια του άστραψαν όπως μιας γάτας ή ενός σκύλου, που αστράφτουν και ιριδίζουν μέσα στο σκοτάδι.

Με μάτια ορθάνοιχτα επέστρεψα στην αρχική μου θέση και είδα το μεγαλόσωμο αγόρι να μετατο­πίζει το βάρος του άβολα. Οπισθοχώρησε, ανεβαίνοντας ένα σκαλί πιο πάνω, σηκώνοντας ταυτόχρονα τις παλάμες των χεριών του στο ύψος του στήθους του. Ήταν πολύ ψηλός έπρεπε να τε­ντώσω τον λαιμό μου για να μπορώ να τον κοιτάζω. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά: "Δε θέλω να σε βλάψω!" έλεγε ολοκάθαρα η έκφρασή του. Μου έκανε εντύπωση, το πόσο εύκολα μπορούσα να τον διαβάσω. Εκείνος πάλι έπρεπε να σκύψει για να βρει τα μάτια μου, δύο σκαλιά πιο κάτω. Είχε μακριά σκούρα μαλλιά, που έγλυφαν τους ώμους του. Η φρά­ντζα του έμπαινε μέσα στα μάτια του κρύβοντας το μισό του πρόσωπο. Ένα πανέμορφο πρόσωπο νεανικής φρεσκάδας, που συνοδεύεται από έντονα ζυγωματικά, ίσια τέλεια μύτη, πυκνά φρύδια που σχημάτιζαν γωνίες και έκαναν τα μεγάλα μάτια του να δείχνουν πιο σχιστά. Τα οποία, όταν δεν λαμπο­κοπούσαν παρατήρησα, τη μαύρη ίριδα πλαισίωνε ένας άλλος κύκλος στον χρώμα... του λεμονιού! Λεμονί, κί­τρινο, να και κάτι ακόμη πρωτόγνωρο για μένα σήμερα. Τι έκπληξη! Με τα μακριά του δάχτυλα χτένισε τα μαλλιά του σπρώχνοντας τη φράντζα του προς τα πίσω. Μια απλή συ­νηθισμένη κίνηση, που όμως είχε τόση χάρη και γοητεία. Έτσι μπόρεσα να διακρίνω τις έντονες γωνίες του σαγονιού του και τον φαρδύ σβέρκο του με όλους τους μυς να φωνά­ζουν κάτω από τη βελούδινη επιδερμίδα. Ο τύπος πρέπει να περνάει αρκετές ώρες στα γυμναστήρια, όλο το σώμα του ήταν σαν τεντωμένο κορδόνι. Εύκολα το συμπεραίνει κανείς, βλέποντας τις φαρδιές πλάτες και τα γραμμωμένα μπράτσα του. Παρόλα αυτά δεν έμοιαζε μεγαλύτερος των είκοσι χρο­νών, και με αυτό το αγγελικό χαμόγελο που εξακολουθούσε να φοράει, σαν δεκαπεντάχρονο.

Η σκηνή διαδραματιζόταν πάνω στα σκαλοπάτια που οδηγούν στο δικό μου ξεχωριστό μέρος χαλάρωσης. Και όλα γύρω μου φώναζαν το όνομά μου. Τα πανέμορφα χείλη του αγοριού άνοιξαν και πριν βγει κάτι από το στόμα του είδα τα τέλεια δόντια του. Με μια πε­ρίεργη διαίσθηση ήξερα πολύ καλά τι θα ακούσω.

Το όνομά μου!

«Μία...» ο ντροπαλός ήχος της απαλής και ήρεμης φω­νής του δεν με εξέπληξε καθώς μου φάνηκε γνωστός, σαν να γνώριζα αυτόν τον ήχο από παλιά. Τόσο γνώριμος και οι­κείος.

Το όνειρο χάθηκε, έβλεπα μόνο σκοτάδι, ήθελα να φωνάξω αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε, εγκλωβίστηκε μέσα στο στήθος, δεν μπορούσε να ανέβει στην επιφάνεια. Σαν ένα βάρος να με πλακώνει από παντού. Δεν μπορούσα να ανοίξω ούτε τα μάτια μου. Πολεμούσα να βγω από το σκοτάδι... μά­ταια.

Δενμπορούσα να κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυ­λάκι. Ένα μαγνητικό πεδίο με περιέβαλε,ακινητοποιώντας με για ένα διάστημα, που φάνηκε πως θα με κρατούσε για πάνταμέσα σε μια μαύρη ασφυκτική φούσκα.


Ορίστε λοιπόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο μέσα από την Έλξη, έτσι για να πάρετε μια γεύση!

Στην πορεία ίσως προσθέσω κάποια ακόμη κομμάτια μέσα από το βιβλίο.

Με αγάπη Καρίνα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top