Κεφάλαιο 9°
"Πιστεύεις πως όταν μεγαλώσουμε θα αλλάξουμε;"
"Τι ερώτηση είναι τώρα αυτή ρε Εύα;"
"Δεν ξέρω ρε Άρη.. απλά αναρωτιέμαι..."
"Νομίζω πως είμαστε πολύ μικροί για να σκεφτόμαστε αυτό το πράγμα.."
"Εγώ πιστεύω πως θα συνεχίσω να φοράω αυτά τα απαίσια φουστανακια αλλά δε θέλω να γίνω νοικοκυρά!!"
"Αν συνεχίσεις να αφήνεις τη μαμά σου να σε ντύνει ναι. Εγώ πάντως θα γίνω πολεμιστής!"
"Όχι Άρη! Είναι κακοί οι πολεμιστές. Σκοτώνουν! Να γίνεις ψαράς! Όλοι στο χωριό ψαρεύουν"
"Δηλαδή ο ψαράς είναι καλός; Ρώτησες ποτέ τα ψάρια πως αισθάνονται;"
Η Εύα βουρκωσε...
"Δε θα ξαναφάω ψάρι...Έχεις δίκιο. Τα καημένα... Ίσως έχουν μανουλες. Ίσως είναι νινακια..."
"Ακριβώς. Εγώ πάντως όταν μεγαλώσω αν δε γίνω πολεμιστής θα γίνω μαφιόζος!"
"Τι είναι αυτό πάλι;"
"Δεν ξέρω. Το είδα κρυφά σε μια ταινία που έβλεπε η μάνα μου προχθές. Έχουν λεφτά πολλά"
"Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν ο Ορέστης..."
"Οδηγός αγώνων ρε Εύα! Δεν τον βλέπεις πως τρέχει με το ποδήλατο;"
"Όχι! Είναι επικίνδυνο..."
"Γιατί ανοίξαμε αυτή τη κουβέντα αν κάθε σου απάντηση είναι όχι μου λες; Α! Να τος έρχεται! Ρώτησε τον μόνη σου"
"Ορέστη! Ορέστη!"
"Καλημέρα. Τι φωνάζεις έτσι;"
"Ορέστη τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;"
Εκείνος τους κοίταξε σκεπτικός...
"Αν μεγαλώσω, Εύα." της είπε τονίζοντας μακάβρια εκείνο το 'αν' και πλησιάζοντας πιο κοντά κατέβασε τα μανίκια του.
"Τι εννοείς;"
"Τίποτα.."
"Έλα μωρέ Ορέστη, πες κάτι. Έστω μια ιδέα! Ο Άρης για παράδειγμα θέλει να γίνει πολεμιστής.."
"Εσύ τι θέλεις να γίνεις;"
"Εγώ θα σας πω μετά. Πρώτα εσύ!"
"Αμάν ρε Εύα πρωί πρωί. Πρέπει δηλαδή να αποφασίσω από τα έντεκα τι θα γίνω όταν μεγαλώσω;" Εκείνη μουτρωσε "Εντάξει, εγώ θα γίνω ελεύθερος άνθρωπος. Ικανοποιημένη;"
"Αυτό τι είναι τώρα; Δεν είναι επάγγελμα Ορέστη! Όλοι είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι..." του είπε κι εκείνος κράτησε στις χούφτες τα μανίκια του κατεβάζοντας τα πιο πολύ.
"Καλά, καλά... Εγώ θα γίνω πιλότος τότε.." της είπε εν τέλει
"Πιλότος;" Απόρησε εκείνη
"Ναι. Για να φύγω μακριά από αυτό το μέρος και να μη ξαναπατήσω το πόδι μου"
"Τι είναι αυτά που λες... Κι εγώ ; Πως θα φύγεις και θα με αφήσεις εμένα! Μου υποσχέθηκες!"
"Θα σε πάρω μαζί. Ευχαριστημένη;"
Η Εύα έλαμψε ολόκληρη. "Θα πάρω και αυτό το χαζό που θέλει να γίνει πολεμιστής και θα εξαφανιστουμε..."
"Μου αρκεί. Από το τίποτα κάτι είναι και αυτό.."
"Εσύ δε μας είπες τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις Εύα" πετάχτηκε ο Άρης
"Αεροσυνοδος!" τους είπε και ο Άρης άρχισε να τη κοροϊδεύει. "Τι γελάς ρε; Αφού ο Ορέστης είπε θα γίνει πιλότος και θα φύγουμε. Εσύ θα πολεμάς το κακό κι εγώ θα φροντίσω να τρώτε! Πάντα κάποιος πρέπει να φροντίζει για αυτό σωστά;"
"Τελειώσαμε με τα επαγγέλματα; Νομίζω σήμερα θα πάμε να δούμε εκείνο το εγκαταλελειμμένο σπίτι που είδαμε προχθές"
"Λέτε να έχει φαντάσματα;"
"Αμάν ρε Εύα! Αμάν δηλαδή! Ώρες ώρες απορώ!"
"Γιατί φωνάζεις ρε Ορέστη; Εγώ τα είδα στη τηλεόραση είναι αληθινά!"
"Εντάξει. Με καλυψες τώρα..."
"Πάντως ξέρετε τι πιστεύω;"
"Άντε πες κι αυτό και να τελειώνουμε!"
Η Εύα τους χαμογέλασε , στάθηκε ανάμεσα τους και απλώνοντας τα μικρά της χέρια τους αγκάλιασε
"Εγώ πιστεύω πως ότι κι αν γίνουμε, θα είμαστε μαζί. Δε θα γεράσουμε... Θα μείνουμε πάντα έτσι..."
"Εγώ λέω πως στα τριάντα θα έχουμε όλοι άσπρα μαλλιά και θα γίνουμε γέροι!" πετάχτηκε ο Άρης "Δεν βλέπετε το κόσμο που μεγαλώνει; Όλοι ασπρίζουν! Και όχι τίποτα άλλο , είναι και απαίσια! Ούτε μια άσπρη τρίχα δε θέλω στα μαλλιά μου!"
"Άλλος από εκεί ..." σχολιασε ο Ορέστης.
"Θέλω να γίνω άντρας με γοητεία κακό είναι; Κανένας ασπρομαλλης δεν δείχνει ωραίος!"
"Μα είσαι ωραίος!" του είπε η Εύα
"Δε θα αλλάξεις καθόλου θα το δεις..."
†††
Έμεινε να κοιτάζει τη θάλασσα έχοντας καρφιτσωμενο ένα λυπηρό χαμόγελο στα χείλη. Δεν είχε ιδέα τι θα αντικρύσει σαν γυρίσει. Κάθε αντίδραση που έτυχε ποτέ να φανταστεί πως θα έχει σαν τους δει, πήγε στον αγύριστο. Η Εύα ενιωσε τις άμυνες της να πέφτουν και ξέροντας πως πέρασαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, ένιωσε να χάνεται. Έβλεπε τη θάλασσα σαν μια δίνη που ήταν έτοιμη να τη ρουφήξει μέσα. Η τελευταία της συνάντηση με τον Άρη, ήταν άσχημη και ξέροντας πως βρίσκεται πίσω της, τη γέμισε ανάμεικτα συναισθήματα.
Άκουσε την άμμο να διαλύεται στα βήματα του και οι παλμοί της καρδιάς της εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Μα πάλι δε γύρισε. Ένιωθε ανίκανη να γυρίσει και να τον δει. Αντιπροσώπευε το παρελθόν της και μάλιστα ένα παρελθόν που δυσκολεύτηκε να δαμάσει καθώς της ξέσκιζε τα σωθικά μεγαλώνοντας.
Το φυλλοκαρδι της έτρεμε ώσπου ο αέρας που μέχρι πρότινος χτυπούσε τη πλάτη της εξαφανίστηκε.
"Όταν βγήκα, το πρώτο πράγμα που μου είπαν ήταν πως επέστρεψες στο χωριό...Ούτε ένα καλωσόρισες δεν εισέπραξα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, και άκουσα πρώτα το όνομα σου..." η φωνή του είχε αλλάξει πολύ. Έγινε πιο βαριά. Δε θύμιζε εκείνο το παιδάκι μα ούτε και τον έφηβο που γνώρισε. Είχε βαρύνει. Πάραυτα όμως η χροιά, ήταν ίδια και το πρώτο δάκρυ κύλησε.
"Σου είπα να μην ξανάρθεις Εύα..." η καρδιά πόνεσε σαν είπε το όνομα της. Δεν είχε ιδέα πως τη βρήκε, αν την ακολούθησε ή αν ήταν τυχαίο.
"Κοίτα με.." ζήτησε χωρίς να την ακουμπήσει
"Δε θέλω..." μίλησε για πρώτη φορά με φωνή θρυψαλιασμενη. "Α..." άνοιξε τα χείλη της να μιλήσει μα ενιωσε αξαφνα μια απότομη ενόχληση στα μπράτσα. Ο Άρης είχε απλώσει τα χέρια του πάνω της και μάλιστα το κράτημα του, έβγαζε σκληρότητα. Ήταν τόσο δυνατό που έφτανε ως τα κόκαλα...
Η αίσθηση του πόνου που της προκαλούσε έβγαλε προς τα έξω ένα παράπονο, κι εκείνο με τη σειρά του άνοιξε τα ποτάμια που ξεκίνησαν να τρέχουν χωρίς δισταγμό . Ο Άρης τη γύρισε απότομα προς το μέρος του κι εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της κοιτάζοντας τον σοκαρισμένη. Είχε ψηλώσει... Λευκές τρίχες στόλιζαν τους κροτάφους του και το σώμα του είχε αλλάξει. Έγινε πιο μυώδης. Μικρές γραμμές γύρω από τα μάτια φανέρωναν το χρόνο που είχε περάσει ενώ το πάντοτε καθαρό του πρόσωπο, είχε κρυφτεί πίσω από τα μούσια του που αν και δεν ήταν μακριά, έβγαζαν μια αλλιωτικη αγριάδα. Τα μάτια είχαν ζωγραφισμένο ενα πιο σκούρο μπλε. Σαν να ήταν μια παλέτα που επέλεξε με τα χρόνια να σκουρυνει. Ήταν σαν να έχασαν τη λάμψη από μέσα τους και τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα. Κάποτε περνούσε τα δάχτυλα της από μέσα μα πλέον ήταν αδύνατο . Η Εύα έμεινε σαν άγαλμα να τον κοιτάζει αλλά κι εκείνος δε πήγε πίσω.
Η μάνα της πάντοτε της έκοβε τα μαλλιά καρέ, αλλά πλέον εκείνα ήταν μακριά ως τη μέση, το ανοιχτό καστανό έγινε ελαφρώς πιο σκούρο μα εκείνο το βαθύ καφέ των ματιών της, ήταν ίδιο. Ήταν όμορφο παιδί... Όμορφη έφηβη και είχε γίνει μια όμορφη γυναίκα.
Η σιωπή ανάμεσα τους ήταν τρομακτική και το κράτημα του Άρη ολοένα και μεγάλωνε. Η Εύα πονούσε από τη πίεση που της ασκούσε. Τα χείλη του έσφιγγαν , το σαγόνι του ετριζε και το βλέμμα του έμοιαζε χαμένο.
"Πονάω.." Ψέλλισε αδυνατώντας να κρατήθει. Ο Άρης από την άλλη έδειχνε να κοιτάζει τα ασταμάτητα δάκρυα της, αδιάφορα. "Άρη με πονάς..."
"Κι εγώ πόνεσα Εύα!" Ξέσπασε τελικά με δυνατή φωνή μέσα στα μούτρα της και της κόπηκε η ανάσα από την ένταση "Δεκαπέντε χρόνια πονάω! Όσο εσύ ζεις τη ζωουλα σου, εγώ πονάω!" ο Άρης τη ταρακούνησε κι εκείνη έκλεισε τα μάτια από φόβο αλλά και από πόνο
"Πως μπόρεσες..." της είπε εν τέλει πιο ήρεμα "Για σένα ζούσαμε ανάθεμα σε!" ανέβασε ξανά το τόνο μέσα σε ένα δευτερόλεπτο "Για σένα! Για σένα προσπαθούσαμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι! Για σένα κάναμε μαλακίες! Για σένα... Κι εσύ; Εσύ μας πούλησες... Και τολμάς και ερχεσαι πίσω... Σου το αναγνωρίζω. Θέλει θράσος αυτό..." Έβγαζε τόση πίκρα κι εκείνη δεν καταλάβαινε . Από την άλλη πονούσε τόσο πολύ με το τρόπο που τη κρατούσε που ούτε λέξη δε μπορούσε να αρθρώσει.
"Φύγε από μπροστά μου. Φύγε από το νησί. Εξαφανίσου...Σε σιχαίνομαι! Δε θα εκφραστω όπως σου αρμόζει. Αλλά τελικά , ήσουν η μεγαλύτερη από όλες. Κι αν όχι στο σώμα, σίγουρα στη ψυχή..."
Ο Άρης την απελευθέρωσε δίνοντας της ένα γερό τράνταγμα και σαν ένιωσε το κορμί του να απομακρύνεται , άνοιξε τα μάτια της και τον είδε λίγα μέτρα μακριά της. "Φύγε πριν περάσουν αυτές οι μέρες...Θα έπρεπε απλά να βάλω το κεφάλι σου μέσα σε αυτή τη θάλασσα και να σε πνίξω αλλά δε μπορώ... Θυμάσαι όμως τι σου είπα; Εγώ δε σκαρφαλώνω τα δέντρα αλλά εκείνος το κάνει... Έχεις εννιά μέρες για να φύγεις..."
Ο Άρης γύρισε τη πλάτη του και άρχισε να περπατάει μακριά της . Η Εύα πάσχιζε να ουρλιάξει και να του φωνάξει μα φωνή δεν έβγαινε. Ήθελε να μείνει. Ήθελε να ρωτήσει γιατί τη μισεί τόσο. Να ρωτήσει απλά ποιο ήταν το λάθος της... Τα λόγια του για ακόμα μια φορά , σακατεψαν τη ψυχή της. Αν κάποιος έπρεπε να είναι θυμωμένος ήταν εκείνη και όχι αυτοί.
"Δεν ακούω τίποτα Σωτήρη! Η Εύα θα φύγει στη Θεσσαλονίκη όπως συμφωνήσαμε! Δεν είδες; Τι άλλο θες πια για να καταλάβεις! Αυτοι οι αλήτες είπαν πως έκαναν σεξ μαζί της και οι δύο! Πως πήγαιναν σε εκείνο το βρωμοσπιτο και τη πηδούσαν!"
"Σταμάτα Ελένη θα σε ακούσει!!"
"Αυτό θέλω μπας και ανοίξει τα μάτια της επιτέλους! Ήταν το πουτανακι τους! Έτσι κατέθεσαν!!!"
"Μπορούμε να τη κρατήσουμε εδώ!"
"Όχι! Ειναι ικανοί να της ρίξουν και κατηγορίες και απορώ πως δεν το έκαναν! Πουτανακι Σωτήρη... Ακούς; Η κόρη μας ήταν απλά το πουτανακι τους..."
Τα δάκρυα της έρεαν ασταμάτητα και τα γόνατα τη πρόδωσαν. Η Εύα έπεσε στην άμμο . Το κύμα έβρεξε το παντελόνι της, αλλά εκείνη ούτε που το ένιωθε στη κατάσταση της. Βρισκόταν σε ένα συνεχόμενο σοκ που δεν είχε τελειωμό. Τα λόγια του Άρη έσταζαν μίσος και τη πλήγωσαν βαθιά. Μπορεί όντως να πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια αλλά ποτέ δεν περίμενε κάτι τέτοιο.
Το κινητό της άρχισε να χτυπάει μα ακόμα και σε αυτό σημασία δεν έδωσε. Έβαλε τα χέρια της κάτω, και έσφιξε τη βρεγμένη άμμο. Έπειτα κοίταξε τη θάλασσα και έβγαλε μια φωνή συνοδευόμενη από λυγμούς.
Εκείνο το πουτανακι όπως τη χαρακτήρισαν, δεν έκανε τίποτα άλλο τόσα χρόνια παρά μόνο να προσπαθεί να απαντήσει στα χιλιάδες γιατί που της χάρισαν...
***************
"Τι εννοείς σε κάλεσαν στο κέντρο; Υποτίθεται δεν θα την έχανες από τα μάτια σου Δημήτρη! Αυτή ήταν η δουλειά σου από τη στιγμή που κατέβηκες στο νησί!" του φώναξε ο Κοσμάς
"Αυτό έκανα! Νόμιζα πως είχες ενημερώσει στο τμήμα! Έγινε ένα ατύχημα και έπρεπε να πάω αφού δεν υπήρχε κάποιος άλλος εκείνη τη στιγμή. Τώρα βρίσκομαι ήδη στο δρόμο για το σπίτι της"
"Δεν πρέπει να μείνει απροστάτευτη!"
"Το ξέρω αλλά προσπαθώ! Νομίζει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τι άλλο να κάνω πια για να έρθει να ζητήσει τη βοήθεια μου; Μέχρι και στο σπίτι της μπήκα για να δημιουργήσω την εικόνα ότι κινδυνεύει αλλά εκείνη ούτε το ανέφερε! Ρισκάρω τα πάντα εδώ Κοσμά και πιο πολύ τη θέση μου στο σώμα!"
"Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα όσο είμαι από πίσω...Το μόνο που ζητάω είναι να μη πειράξει κανένας ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της..."
"Προσπαθώ. Με αποφεύγει και το νιώθω. Δεν θέλω να τη πιέσω Κοσμά..."
"Το ξέρω. Κράτα πάντως τα μάτια σου ανοιχτά. Ο ένας βγήκε και ο άλλος θα είναι επίσης ελεύθερος σε λίγες μέρες. Δε ρισκάρω τη σωματική αλλά και τη ψυχική της ακεραιότητα για κανένα! Πάσχισα να κάνω αυτό το κορίτσι να χαμογελάσει!"
"Καταλαβαίνω... Υπόσχομαι να μη τη χάσω από τα μάτια μου ξανά" τον διαβεβαίωσε και ο Κοσμάς έκλεισε το τηλέφωνο. Ετριψε το κουτελο του και προσπάθησε να ηρεμήσει.
**************
Φτάνοντας σπίτι, ήταν μια εντελώς διαφορετική γυναίκα από εκείνη που έφυγε. Περπατούσε κατά την επιστροφή σαν ένα φυτό που απλά έκανε μηχανικές κινήσεις. Η Κατερίνα δεν σταμάτησε να τη καλεί μα η Εύα ήταν τόσο καταβεβλημένη που δεν ήθελε ούτε στη ψυχολόγο της να μιλήσει. Μπορεί τα λόγια του να ήταν για ακόμα μια φορά σκληρά, μπορεί όπως είπε να ήταν τελικά μια πουτανα όπως πίστευε μα η ψυχή της λαχταρισε απλά να ανοίξει τα χέρια και να χωθεί στην αγκαλιά του. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν τεράστια και το παρελθόν μαζί τους αρκετό για να σβήσει σε δεκαπέντε χρόνια. Ένιωθε πληγωμένη.
Μα δεν ήταν απλά μια λέξη για να περιγράψει το έρεβος που απλώθηκε στη ψυχή της. Ακόμα και οι πληγές κάποτε έκλειναν.
"Εύα;" Ο Δημήτρης έκανε την εμφάνιση του κι εκείνη τρόμαξε όταν τον είδε να πλησιάζει γρήγορα. Ήταν τόσο απορροφημένη που δεν αντιλήφθηκε πως στεκόταν στο τοίχο λίγα μέτρα μακριά από το σπιτι της. Μόλις τη παρατήρησε και την είδε σε αυτά τα χάλια αμέσως και χωρίς να σκεφτεί έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο της. "Τι συνέβη; Γιατί κλαίς;"
"Πάρε τα χέρια σου!" του φώναξε τινάζοντας τα από πάνω της "Με..με συγχωρείς Δημήτρη..." είπε αμέσως σχεδόν απευθείας σαν αντιλήφθηκε το τρόπο που του μίλησε.
"Δε πειράζει.. "
"Δεν σε περίμενα και τρόμαξα..." Προσπάθησε να δικαιολογήσει το τρόπο της
"Τι έγινε; Γιατί είσαι λερωμενη και μούσκεμα;" ρώτησε ανήσυχα
"Δεν έγινε τίποτα. Πήγα μια βόλτα, έπεσα και άρχισα να κλαίω. Σύνηθες φαινόμενο..." Η Εύα έβγαλε τα κλειδιά του διαμερίσματος αποφεύγοντας να τον κοιτάξει παραπάνω και ξεκλείδωσε "Τι γυρεύεις εδώ;"
"Σίγουρα είσαι καλά;" επέμεινε "Δείχνεις να τρέμεις..."
"Ναι. Όλα καλά... Λοιπόν;"
"Μου έδωσαν ρεπό τη Κυριακη και σκέφτηκα μήπως ήθελες να βγούμε για φαγητό. Μη φανταστείς κάτι περίεργο. Απλά κι εγώ δεν έχω κανένα εδώ και ξέρω πως κι εσύ είσαι μόνη, οπότε..."
"Δευτέρα πρωί έχω μάθημα Δημήτρη"
"Θα γυρίσουμε νωρίς. Ίσα ίσα να χαλαρώσουμε λιγάκι"
"Εντάξει. Αν αλλάξει κάτι θα σου στείλω μήνυμα..." μπήκε στο διαμέρισμα μα πριν κλείσει τη πόρτα εκείνος έβαλε το χέρι του και τη σταμάτησε
"Είσαι σίγουρα εντάξει;" ξαναρωτησε "Μπορείς να μου μιλήσεις ξέρεις...αν έγινε κάτι, αν σε πείραξε κάνεις.."
"Σου είπα είμαι καλά" του απάντησε με ένα ελαφρύ εκνευρισμο στη φωνή κι εκείνος για να μη πιέσει παραπάνω τη κατάσταση, και έχοντας πάρει το πολυπόθητο ναι, την αποχαιρέτησε και έφυγε.
Μόλις βρέθηκε στο προσωπικό της χώρο και εντελώς μόνη, πέταξε τα πράγματα της , έβγαλε τα ρούχα της και έτρεξε κατευθείαν στο μπάνιο. Άνοιξε το νερό και ξέροντας πως θα ήταν χλιαρό, χώθηκε και κάθισε στη ντουζιέρα αφήνοντας το να τρέχει σαν καταρράκτης στο κορμί της.
Και τότε έσπασε εντελώς...
Έβαλε τα κλάματα βγάζοντας πνιχτους μικρούς ήχους, που δεν άργησαν να μεταμορφωθούν σε γοερους λυγμούς.
Τα χέρια της χτυπούσαν το πάτωμα της ντουζιέρας σπαρακτικά κι εκείνη άφηνε το παράπονο να αδειάσει από μέσα της.
Είκοσι λεπτά αργότερα, έμοιαζε σαν ένα βρεγμένο άγαλμα που κοιτούσε το κενό χωρίς έκφραση.
"Το ξέρεις ότι όταν χαμογελάς είσαι άλλος άνθρωπος;"
"Ορέστη δεν έχω όρεξη.."
"Μα όλη την ώρα κλαίς ρε Εύα. Κλαίς γιατί έπεσε το παγωτό, γιατί πήρες 9 στη βιολογία, γιατί σκίστηκε η μπλούζα σου, έκλαψες ακόμα και για τη μύγα που σκότωσε ο Άρης το πρωί!"
"Είμαι κλαψιαρα μάλλον..."
"Δε θέλω να σε βλέπω να κλαίς..."
"Ίσως τελικά είμαι υπερβολικά εύθραυστη. Έτσι δε με λέτε ;"
Τον ειρωνευτηκε λυπημένη
"Ναι αλλά ξέρεις γιατί πραγματικά σε λεμε έτσι;"
"Γιατί κλαίω;"
"Όχι... Σε λεμε έτσι γιατί σε αγαπάμε τόσο πολύ που φοβόμαστε ότι θα σπάσεις κάθε φορά που κλαίς..."
"Το λες αυτό για να με κάνεις να νιώσω καλύτερα..."
"Αλήθεια; Μπορείς ελεύθερα να τον ρωτήσεις κι εκείνον αν δε με πιστεύεις..."
"Μα δε βγάζει νόημα να μη θέλει να κλαίω όταν εκείνος με κάνει και κλαίω!"
"Αμάν μωρέ Εύα. Τι έκανε πια; Άδικο είχε;"
"Έπρεπε να τον δείρει; Κάθε φορά που γίνεται βίαιος φοβάμαι ρε Ορέστη..."
"Ε τώρα γίνεσαι υπερβολική! Ο Σπύρος σε χουφτωσε , τι ήθελες να κάνει δηλαδή; Να καθίσει άπραγος; Και στη τελική μια σφαλιάρα του έδωσε! Θα προτιμούσες να ήμουν εγώ εκεί;" Η Εύα αμέσως καρδιοχτυπησε. Και μόνο στην ιδέα να ήταν εκεί ο Ορέστης, έβαλε στο μυαλό της τα χειρότερα. Αν και κάτι μέσα της, της έλεγε πως η όλη ελαφρώς αδιάφορη συμπεριφορά του, έκρυβε από πίσω έναν ταύρο που κάποια στιγμή θα έβγαινε στην επιφάνεια με άσχημο τρόπο.
Εστρεψε το βλέμμα προς τον Αρη ο οποίος καθόταν έξω από το σπίτι και κάπνιζε σιωπηλός.
"Άντε.. πήγαινε να του μιλήσεις μπας και αλλάξει η διάθεσή σας. Κάθε φορά που μαλώνετε δε θα κάθομαι σαν το μαλάκα να κοιτάω μια τον έναν και μια τον άλλο. Μεγαλώσαμε πια! Φτάνουν τα μούτρα.."
Ο Ορέστης της χαμογέλασε κι εκείνη βγήκε διστακτικά προς τα έξω.
Ο Άρης καθόταν στα σκαλοπάτια. Γύρισε προς τα πίσω έτσι ώστε να δει τον Ορέστη ξανά αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί.
"Ήρθες πάλι να μου κάνεις κήρυγμα;" πέταξε το τσιγάρο μα δε σηκώθηκε.
"Όχι. Ήρθα γιατί δεν μου αρέσει να μαλώνουμε..."
"Από τότε που πάτησες τα δεκαέξι, δεν κάνουμε και τίποτα άλλο ρε Εύα..."
"Με βαρέθηκες;" τον ρώτησε και εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Η Εύα κατέβηκε λίγα σκαλιά και στάθηκε μπροστά του.
"Πολύ..." της απάντησε και πιάνοντας τη από τα μπούτια τη τράβηξε προς το μέρος του , έβαλε το κεφάλι του στη κοιλιά της και την αγκάλιασε. Τα χέρια της ξεκίνησαν να χαϊδεύουν τα μαλλιά του από μόνα τους
"Υπόσχομαι να μην κλάψω ποτέ ξανά. Πως σου φαίνεται;" Του είπε πιάνοντας τις άγριες τούφες των μαλλιών του στα δάχτυλα της. "Μα κι εσύ... Αυτό ρε Άρη δεν ήταν σφαλιάρα! Σαν να έσκασε τοίχος στη μούρη του ήταν!"
"Φταίω;" αρκέστηκε να τη ρωτήσει
"Όχι..."
"Ωραία..." Σήκωσε το κεφάλι του για να τη κοιτάξει κι εκείνη χαμογέλασε "Τώρα είμαι και αστείος;"
"Σε ξεμαλλιασα" του είπε κι εκείνος έτσι όπως τη κρατούσε , γραπωσε τα χέρια του γύρω της και σηκώθηκε παίρνοντας τη κι εκείνη μαζί ψηλά στον ώμο του.
"Άσε με κάτω !" Φώναξε χτυπώντας τον στη πλάτη "Θα πέσουμε ρε Αρη!!!"
Η Εύα φώναζε ώσπου ένιωσε το κορμί της να αιωρείται και βρέθηκε στο στρώμα.
"Θα σταματήσεις να με σηκώνεις έτσι; Μια μέρα θα πέσω και θα το δεις!!!"
"Από τα χέρια μου; Δυσκολακι..."
"Εντάξει; Αγαπηθηκατε πάλι;" Ο Ορέστης μπήκε στο σπίτι από τη μισοσπασμενη μπαλκονόπορτα και αρπάζοντας μια μπύρα καθισε στα τελάρα κοιτάζοντας τους.
"Τι να τη κάνω μου λες;" Τον ρώτησε ο Άρης πλησιάζοντας τον
"Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ αλλά απάντηση δε παίρνω..." το ύφος του Ορέστη ήταν διαφορετικό . Έπινε τη μπύρα και την κοιτούσε τόσο έντονα που η Εύα ενιωσε ότι κάτι δε πάει καλά. Ένιωσε μια ένταση να σκάει πάνω της και σηκώθηκε επάνω αμήχανα
"Νομίζω είναι ώρα να επιστρέψω σπίτι..." τους ανακοίνωσε
"Άρη θα τη πας;"
"Γιατί δε τη πας εσύ;"
"Παιχνίδια θα παίξουμε τώρα; Πήγαινε την σπίτι εγώ έχω δουλειές..."
"Μπορώ και μόνη μου να πάω ξέρετε..."πετάχτηκε η Εύα μόνο και μόνο για να εισπράξει δύο άγριες ματιές.
"Καλα μωρέ δεν είπα και κάτι..."
"Μπες στο αμάξι και έρχομαι" είπε εν τέλει ο Ορέστης και εκείνη μάζεψε τα πράγματά της και βγήκε από το χαμόσπιτο αλλά δε πήγε κατευθείαν στο αμάξι όπως της είπε. Αντί αυτού στάθηκε έξω από την ανοιχτή πόρτα σιωπηλή.
"Την επόμενη φορά που κάποιος από αυτούς θα απλώσει χέρι πάνω της, θα το κόψω!" άκουσε τον Ορέστη να λέει οργισμένος
"Ειλικρινά θα τον σκότωνα το πουστη! Μα όταν τη κοίταξα και με κοιτούσε με εκείνο το φοβισμένο βλέμμα..."
"Το ξέρω. Ο Σπύρος τώρα τελευταία παίζει με την υπομονή μου. Την επόμενη φορά, δε θα έχει έλεος"
"Ελπίζω να μην υπάρξει και να πήρε το μάθημα του. Θα τη πας σπίτι;"
"Καλύτερα πήγαινε την εσύ απόψε... Είμαι πολύ φορτισμένος για να την έχω μαζί μου στο αμάξι"
"Το ξέρω απλά ήθελα..."
"Ήθελες τι; Ώρες ώρες νομίζω πως τη σπρώχνεις πάνω μου ρε μαλάκα... Προτιμώ να τα κόψω από το να κάνω μαλακια στην Εύα"
"Δε τη σπρώχνω Ορέστη... Μόνη της πέφτει. Θυμήσου τα λόγια μου.. αν εσύ είσαι είσαι τυφλός, εγώ δεν είμαι..."
"Ίσως δεν είσαι τυφλός, μα ούτε κι εγώ είμαι..."
"Τι εννοείς..."
"Ξέρεις πολύ καλά.. Πήγαινε την σπίτι.
Η μπέσα και η ξήγα που έχουμε ο ένας για τον άλλο, μάλλον είναι πολύ μεγαλύτερη..."
Ο Άρης δεν μίλησε και η Εύα μπερδεμένη , έτρεξε γρήγορα προς το αυτοκίνητο πριν βγει...
††††
"Θέλω να ανοίξετε τα βιβλία σας στη σελίδα τριάντα. Θα περάσουμε κάποιες σελίδες και πάμε απευθείας σε ένα πολύ όμορφο ποίημα. Δεν έχει συγγραφέα. Ήταν από τα πιο παλιά...."
Ίσως το βράδυ να τη βρήκε στη βεράντα , παρέα με ένα μπουκάλι κρασί μα η Εύα δεν ήταν από τους ανθρώπους που έκλειναν τα μάτια στις ευθύνες . Είχε ξημερώσει Δευτέρα. Έστρωσε τον εαυτό της, φόρεσε το ταγιέρ , μάζεψε τα μαλλιά της και πήγε στο σχολείο μοιράζοντας δεκάδες χαμόγελα σε εκείνα τα παιδιά.
"Κυρία, εγώ δεν καταλαβαίνω ένα στίχο!" Αν και η Φωτεινή ήταν γενικά από τα πιο έξυπνα παιδιά, η Εύα ήταν σίγουρη πως θα είχε ενδιαφέρον να ακούσει τι είχε να της πει
"Ποιο στίχο;"
"Εδώ λέει, πως έκλαψε η αυγή και άνθισε το ρόδο. Πως γίνεται να κλαίει η αυγή; Δεν είναι άνθρωπος."
"Είσαι χαζη; Εσύ όλη την ώρα κλαίς και μια χαρά ανθίζουν τα νεύρα μου!" πετάχτηκε από δίπλα ο Στέλιος που τη πείραζε συνέχεια και η μικρή τον στραβοκοιταξε εχθρικά
"Παιδιά τι λόγια είναι αυτά!" Η Εύα σηκωθηκε μα δε πρόλαβε να τους μαλώσει. Η πόρτα χτύπησε απαλά και ο διευθυντής της έκανε νόημα να βγει έξω "Μέχρι να έρθω, θέλω να είστε ήρεμοι εντάξει;"
"Μάλιστα κυρία!" απάντησαν όλα μαζί και σαν βγήκε έξω από την αίθουσα και επικράτησε ησυχία ο διευθυντής γουρλωσε τα μάτια.
"Έπρεπε ήδη να είχαν αρχίσει να ουρλιάζουν" επισήμανε "Τα πας μια χαρά βλέπω"
"Προσπαθώ κύριε Γρηγορίου. Συνέβη κάτι;"
"Ναι. Όπως σου είχα πει κάλεσα τους γονείς των κοριτσιών που συμμετείχαν στο επεισόδιο που συνέβη τις προάλλες με την Αγγελική. Μετά το μάθημα, θα σε περιμένω στο γραφείο. Η μητέρα της Καλλιόπης θα έρθει σήμερα και επειδή δε μπόρεσαν οι γονείς της Σοφίας , θα έρθουν αύριο"
"Μάλιστα. Θα φροντίσω να είμαι παρόν"
"Εύα; Θα ήθελα απλά να σε προειδοποιήσω πως η συγκεκριμένη γυναίκα δεν είναι εύκολος άνθρωπος"
"Μην ανησυχείτε κύριε Γρηγορίου. Δεν υπάρχει τίποτα που να μη λύνεται με διάλογο" τον διαβεβαίωσε και επέστρεψε στο μάθημα της.
Η Εύα ήταν σωστή επαγγελματίας γιατί πάνω από όλα αγαπούσε τη δουλειά της. Θα μπορούσε κάλλιστα να δηλώσει άρρωστη αφού το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγει από το πρωί αλλά εκείνη ετοιμάστηκε και πήγε στη δουλειά όπως έπρεπε. Δεν θα άφηνε το χθεσινό γεγονός να φέρει ξανά τη κατρακύλα στη ζωή της. Ήταν πλέον μια γυναίκα που είχε ευθύνες τόσο απέναντι σε εκείνα τα παιδιά , όσο και στον εαυτό της.
Κάθισε ως το ξημέρωμα σχεδόν σε εκείνη τη βεράντα προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τη στάση του Άρη αλλά κουράστηκε. Η ψυχή της βαρέθηκε να προσπαθεί να καταλάβει. Έκλαψε πάρα πολύ, είχε στερέψει και μόλις ξύπνησε ένιωσε απλά άδεια.
Σαράντα λεπτά αργότερα το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη αφού παρέδωσε τις εργασίες στα παιδιά, πήρε τα πράγματα της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή. Για κάποιο λόγο της τόνισε πως εκείνη η γυναίκα ήταν περίεργη και η Εύα ήξερε πως έπρεπε να χειριστεί με λεπτότητα τη κατάσταση. Χτύπησε μια φορά τη πόρτα και μόλις πήρε την άδεια να εισέλθει , άνοιξε και μπήκε.
"Ε δε το πιστεύω!!!" η Εύα πρόσεξε στην αρχή ένα ξανθό κεφάλι, έντονο μακιγιάζ και ύστερα εστίασε καλύτερα στη γυναίκα η οποία , σηκώθηκε έξαλλη επάνω. Το ύφος της της φάνηκε γνώριμο
"Χριστίνα;" είπε σιγανα κι εκείνη τη κατακεραυνωσε με το βλέμμα της...
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top