Κεφάλαιο 8°

Η Μάρθα χτύπησε απαλά με τα δάχτυλα της τη πόρτα και έπειτα χωρίς να περιμένει, άνοιξε και μπήκε. Δεν ήταν καποιος χώρος πολυτελείας, μα ο Κοσμάς το είχε βαφτίσει γραφείο όταν δούλευε στο σπίτι. Λίγα συρτάρια, ένα ραδιόφωνο, ο υπολογιστής του που βρισκόταν πάνω σε ένα πλαστικό γραφείο και φυσικά δεκάδες φάκελοι πεταμένοι από δω και από εκεί.

"Δεν θα έρθεις να φας;"

"Δεν πεινάω Μάρθα μου. Πρέπει να τελειώσω λιγάκι εδώ και ύστερα θα έρθω" ο Κοσμάς βούτηξε πάλι με τα μούτρα στη χαρτουρα αλλά βλέποντας πως η Μάρθα δεν φεύγει, κατάλαβε αμέσως πως κάτι ήθελε να του πει. Έβγαλε τα γυαλιά και μόλις τη κοίταξε εκείνη άρχισε να μιλάει

"Με πήρε η Ελένη σήμερα.."

"Και τι ήθελε;"

"Ποτέ δεν τη συμπάθησες..." Η Μάρθα κάθισε σε μια από τις πλαστικές καρέκλες . Φορούσε ακόμα τη ποδιά στη μεση. Είχε μια στέκα καρφιτσωμενη στα αβαφα μαλλιά της, τη πετσέτα της κουζίνας στον ωμο μα πάραυτα για εκείνον, ήταν πανέμορφη. Όλοι ζήλευαν τη σχέση που είχαν καταφέρει να χτίσουν ακόμα και αν δεν έκαναν ποτέ παιδιά. "Η Εύα την επισκέφθηκε..."

"Πως και έτσι; Ήμουν σίγουρος πως δε θα το έκανε ποτέ. Μάλιστα ήμουν και χαρούμενος για αυτό. Νομίζω δε χρειάζεται να σου υπενθυμίσω την άποψη μου..."

"Την ξέρω Κοσμά μου. Ακόμα κι όταν προσπαθούσες να της εξηγήσεις πως ήταν γονείς της, καταβαθος δεν τους συμπάθησες . Δεν έχεις και άδικο..."

"Λοιπόν; Τι σου είπε;"

"Τίποτα. Η Εύα της ξεκαθάρισε ότι δε θέλει παρτίδες. Η Ελένη ανησυχεί για την ασφάλεια της..."

"Μη σε απασχολεί αυτό..."

Ξάφνου το πρόσωπο της Μαρθας φωτίστηκε ολόκληρο. Ο Κοσμάς της χαμογέλασε κι έπειτα κάνοντας λιγάκι πίσω τη καρέκλα του, τη προέτρεψε να πάει να κάτσει στα πόδια του. Μόλις η Μάρθα πήγε , τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.

"Είναι δυνατόν να άφηνα το κορίτσι μας μόνο του;" της είπε χαμογελαστός κι εκείνη πρόσθεσε ένα ακόμα λόγο για να τον αγαπάει περισσότερο. Η Εύα είχε γίνει σαν τη κόρη που δεν είχαν ποτέ.
Ο ερχομός της στη Θεσσαλονίκη αν και τους είχε ταράξει αρχικά εξελίχθηκε σε δώρο. Εκείνο το διάστημα ήταν φρεσκοπαντρεμενοι. Προσπαθούσαν για παιδί και έμαθαν πως η Μάρθα ήταν ανίκανη να τεκνοποιήσει. Ήταν δύσκολα στην αρχή αφού την έβλεπαν καθημερινά να λιώνει από τη θλίψη αλλά με πείσμα και υπομονή, της έδωσαν άλλες αξίες. Στάθηκαν σαν βράχοι και έπειτα την καμαρωναν.

"Έστειλα το Δημήτρη. Μην ανησυχείς. Άσε που ο μικρός πρέπει να είναι και τσιμπημενος μαζί της. Δέχθηκε τη μετάθεση χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν ξέρω Μάρθα μου, αλλά πιστεύω πως ίσως είναι η ευκαιρία της να ευτυχήσει. Αν και μεταξυ μας..."

"Ξέρω Κοσμά μου... Ξέρω..."

                        *********

Έβγαλε τα ρούχα από το πλυντήριο και μόλις η μυρωδιά από το μαλακτικό έσκασε στη μύτη της, έκλεισε τα βλέφαρα και την απόλαυσε. Από παιδί της άρεσε εκείνη η υγρή ευωδία του φρεσκοπλυμμενου. Πριν φύγει μάλιστα για τη Θεσσαλονίκη είχε πάρει ένα άδειο μπουκάλι από καθαριστικό , το έπλυνε και το είχε γεμίσει με μαλακτικό. Σαν βράδιαζε άνοιγε το παράθυρο και ψεκαζε με αυτό τις κουρτίνες για να μυρίζει το δωμάτιο της. Όμορφα χρόνια. Τότε ήταν ευτυχισμένη...

Άπλωσε τα ρούχα στην απλώστρα που είχε βρει στη βεράντα, έβαλε λίγη μουσική για να χαλαρώσει και ξεκίνησε να ετοιμάζεται. Η Κατερίνα της έστειλε μήνυμα πως δυστυχώς ήταν σε ραντεβού όταν την κάλεσε αλλά πάραυτα είχαν κανονίσει να πιούν έναν ιντερνετικό καφέ, όπως τον ονόμασαν. Το πρόβλημα ήταν πως από τη στιγμή που η Εύα δεν είχε σταθερό και ίντερνετ θα έπρεπε να βγει για να φορτίσει το κινητό της με μονάδες και ύστερα να βρει ένα όμορφο μέρος για να καλέσει τη Κατερίνα και να μιλήσουν.

Το βράδυ που πέρασε ήταν εφιαλτικό για εκείνη και μετά βίας έκλεισε μάτι. Ένιωθε συνεχώς πώς κάποιος παραβίασε την ιδιωτικότητα της. Το πρόβλημα ήταν, πως δεν είχε ιδέα ποιος και γιατί. Ήταν σίγουρη πως αν τηλεφωνούσε στο Κοσμά θα της έλεγε πως από τη στιγμή που τη προηγούμενη μέρα ήταν η αποφυλάκιση του Άρη, κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν αυτός. Μα η Εύα ήξερε καλά το γραφικό του χαρακτήρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν εκείνος. Εκτός αυτού, για ακόμα μια φορά δεν έβλεπε το λόγο να μπει σε αυτή τη διαδικασία. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, είχαν ξεκόψει από επιλογή μαζί της και μάλιστα δεν ήθελαν ούτε να τη δουν.
Η Εύα ποτέ δε κατάλαβε γιατί ο Κοσμάς θεωρούσε τόσο επικίνδυνο το γεγονός να επιστρέψει στη Μυτιλήνη. Πίστευαν πως όταν θα έβγαιναν από τη φυλακή, θα έψαχναν να τη βρουν. Μα δεν είχε νόημα μια τέτοια πράξη στα μάτια της.

Τακτοποίησε λιγάκι το σπίτι , σφαλισε τη μπαλκονόπορτα και κάθε παράθυρο και παίρνοντας μαζί τη ζακέτα της βγήκε από το διαμέρισμα. Ο καιρός ήταν πιο ψυχρός από το πρωί αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός και χωρίς σύννεφα. Ήταν αποφασισμένη να πει τα πάντα στη Κατερίνα. Ήθελε να της μιλήσει για τη συνάντηση με τη μάνα της, το σχολείο, τις συναντήσεις που είχε μέχρι στιγμής , αλλά από τη στιγμή που βρήκε εκείνο το σημείωμα, είχε γίνει προτεραιότητα της. Πρώτα αυτό, μετά όλα τα άλλα.

Έκανε μια σταση για να πάρει καφέ, τσιγάρα και μια κάρτα και έπειτα αποφάσισε να πάει προς τη παραλία που συνήθιζε να συχνάζει με τα αγόρια όταν δεν περνούσαν την ώρα τους στο χαμόσπιτο. Ήταν Κυριακή. Σπάνια πατούσε κάποιος το πόδι του εκεί τέτοια μέρα αφού όλοι προτιμούσαν το κέντρο και ήξερε πως θα βρει την ηρεμία που ψάχνει. Το πρόβλημα ήταν, πως για να πάει εκεί ήθελε μεταφορικό μέσο ή αλλιώς έπρεπε να περπατάει για τουλάχιστον μισή ώρα. Σκέφτηκε να νοικιάσει κάποιο ποδήλατο αλλά κατέληξε απλά να περπατάει.
Ήταν όμορφα και στο βουνό αλλά σε εκείνη τη παραλία ξεκίνησαν να ανθίζουν τα συναισθήματα της. Σαν μια κάμπια που γινόταν πεταλούδα.

"Γιατί με έφερες εδώ μέσα στο χειμώνα;"

"Γιατί ήθελα να σε χαρώ λιγάκι..."

"Εύα φαντάρος πάω, δε φεύγω απο την Ελλάδα! Και ο Άρης που είναι;"

"Ο Άρης θα έρθει αργότερα. Είπε ότι είχε δουλειές στο σπίτι.
Δεν ήθελα τελευταία μέρα να πάμε να κλειστουμε σε εκείνα τα χαλάσματα."

"Από την ώρα που ήρθε το γαμω χαρτι κάνεις θαρρείς και πέθανα βρε Εύα μου. Μέσα στη κατάθλιψη είσαι και τα μούτρα..."

"Μα αισθάνομαι τόσο περίεργα. Δεν έχω συνηθίσει μακριά σου... Ξέρω πως σε λίγους μήνες θα φύγει και ο Άρης. Τι θα κάνω μόνη μου;" Παραπονέθηκε

"Μα θα παίρνω άδεια. Δώδεκα μήνες είναι. Θα περάσουν χωρίς να το καταλάβεις. Εκτός αυτού νομίζω πως σου χρειάζεται λίγη αποτοξίνωση"

"Από τι; Από εσένα; Είσαι σοβαρός;"

"Ρε Εύα ούτε η γκόμενα μου δε στεναχωρήθηκε τόσο!"

"Τώρα γιατί με συγκρίνεις με τη Σοφία;"

"Την Έλσα εννοείς..."

"Αυτή, τέλος πάντων. Σήμερα η Έλσα αύριο η Μαρία , μεθαύριο η Φωτεινή. Δεν με νοιάζει για αυτές... Εμένα με νοιάζει που θα φύγεις..."

Ο Ορέστης αναστεναξε και ξεφυσησε μαζί.

"Έλα εδώ..." είπε και πιάνοντας την από τη μέση, άνοιξε τα πόδια του και την έβαλε με τη πλάτη να καθίσει ανάμεσα.
Έκλεισε γύρω της τα χέρια του και άφησε το κεφάλι του να πέσει στον ώμο της. "Βλέπεις εκείνη τη σημαδούρα;" ρώτησε κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της
"Κάθε τρεις μήνες, όταν φουσκώνουν λίγο τα νερά , έρχεται προς τα μέσα"

"Τώρα αυτό που κολλάει;"

"Κολλάει Εύα μου ...Αν σταματήσεις να με διακόπτεις θα δεις πως κολλάει"

"Εντάξει εντάξει. Θα παραμείνω σιωπηλή..." απάντησε βολεύοντας το κεφάλι της καλύτερα στο στήθος του

"Είσαι η θάλασσα ολόκληρη Εύα μου. Απλά τα πράγματα...Κι εγώ η σημαδούρα" ένιωσε πως η έκφραση του προσώπου της άλλαξε και αμέσως ξεκίνησε να της εξηγει. "Μπορεί καμιά φορά να μην είμαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος αλλά πάντα βρίσκω τρόπο να είμαι τριγυρω..."

Η Εύα γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε ανάποδα.

"Είσαι γλυκός όταν το θέλεις..."

"Αρχιδια είμαι αλλά τέλος πάντων... Το θέμα είναι να μη μου στεναχωριέσαι εντάξει;" τη χάιδεψε απαλά στο μέτωπο κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της

"Τα μάτια σου από εδώ φαίνονται πιο πράσινα..."

"Αν δε σε ήξερα τόσο καλά θα έλεγα πως μου τη πέφτεις!" της είπε κοροϊδευτικά αλλά εκείνη κοκκινησε και σταμάτησε να μιλά.

Τη σιωπή που επικράτησε καθώς κοίταζαν ο ένας τον άλλο, έσπασε ένα σακουλάκι που εκτοξεύθηκε προς τον Ορέστη ο οποίος πριν ακουμπήσει την Εύα, σήκωσε το χέρι και το έπιασε.

"Αυτά θα σου χρειαστούν..." Αποκρίθηκε ο Άρης πλησιάζοντας τους. Η Εύα σηκώθηκε και έμεινε να κοιτάζει τη χούφτα του Ορέστη ο οποίος με τη σειρά του αγριοκοιταζε τον Άρη.

"Δεν υπάρχει περίπτωση..."

"Μαλάκα κοφτο γιατί θα πάρω ανάποδες. Δε σηκώνω κουβέντα. Τρεις ώρες από το πρωί κάνω δουλειές στο σπίτι!"

"Εύα; Μας αφήνεις λιγάκι μόνους σε παρακαλώ;" ζήτησε ο Ορέστης μα εκεινη ούτε που κουνήθηκε.

"Είτε φύγει είτε μείνει το ίδιο κάνει..." Ο Άρης κάθισε οκλαδόν στην αμμουδιά, άνοιξε μια μπύρα  και άναψε ένα τσιγάρο. "Απλά βάλτο στη τσέπη σου.. το ίδιο θα έκανες για μένα. Το ίδιο θα κάνεις όταν φύγω αν χρειαστεί και το ξέρω. Και κόψε τη κουβέντα"

Ο Άρης ήξερε πως ο Ορέστης θα έφευγε χωρίς λεφτά. Η μάνα του δεν κατάφερε να κρύψει πολλά από το πατέρα του και δεν έφταναν για να τη βγάλει στο στρατό. Μα εκτός από τη μάνα του , μέσα σε εκείνο το σακουλάκι, είχε κρυφά και κάποια χρήματα που έδωσε η Εύα στον Άρη ξορκίζοντας τον να μη πει λέξη.

"Ορέστη μου; Άσε λιγάκι τη περηφάνια σου στην άκρη..." Πήρε θέση η Εύα "Θέλεις να ανησυχώ; Ξέρω πως εκεί μέσα μάλλον έχει χρήματα. Μακάρι να μπορούσα να δώσω κι εγώ αλλά δεν έχω.." ο Ορέστης τη στραβοκοιταξε εκνευρισμένος. Αν και της είχε ζητήσει να μη του λέει ψέματα, ο τρόπος και μόνο που τη κοίταξε ήταν η απάντηση, στη περίπτωση που μάθαινε πως μέσα σε εκείνο το σακουλάκι έχει και δικά της λεφτά.

"Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον αλλά είμαι εντάξει. Δε θα το ξαναπώ. Κανόνισα..."

"Λες ψέματα..." είπε σιγανα η Εύα.

"Θα είμαι ενταξει καλά; Τέρμα η συζήτηση"

Ο Ορέστης ποτέ δε πήρε εκείνα τα χρήματα. Προτίμησε να μείνει νηστικός , παρά να τα δεχτεί. Αν και στην αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε να δείρει τον Άρη αν δε τα δεχόταν, εκείνος δε το έπραξε. Το βράδυ τους βρήκε ξαπλωμένους στην αμμουδιά να αναπολούν στιγμές που πέρασαν και χάθηκαν. Η Εύα ξάπλωνε στη μέση και εκείνοι τη κρατούσαν από τα χέρια. Γέλια, χαρά και ευτυχία ήταν τα μόνα συναισθήματα που επικράτησαν πριν την επόμενη μέρα. Μια μέρα που έμενε στη ψυχή της χαραγμένη  ως η πρώτη φορά που ένιωσε την απώλεια...


Μόλις μύρισε εκείνη τη διαφορετική μυρωδιά που ανεδυε το μικρό κολπακι, έβγαλε τα παπούτσια της. Μπορεί να είχε ψύχρα αλλά ήθελε να νιώσει ξανά την αμμουδιά. Της είχε λείψει απίστευτα εκείνος ο τόπος. Ένιωθε σαν να έφυγε ταξίδι και ξαναγύρισε. Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια αλλά έμοιαζε σαν χθες...

"Γιατί κλαίς βρε κοριτσάκι μου;"

"Πέρασαν μήνες Άρη..."

"Το ξέρω αλλά..."

"Αλλά; Είπε ότι θα έρθει. Είπε ότι θα πάρει άδεια... Όταν μπήκε στο λεωφορείο μου υποσχέθηκε πως θα έρθει. Τώρα φεύγεις κι εσύ. Τίποτα πια δε θα μείνει πίσω για μένα.."

Ο Άρης άπλωσε τα χέρια και τη τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του. Έπειτα ώθησε τα σώματα τους προς τα κάτω και ξαπλωσαν.

"Είχε κάποια προβλήματα μέσα...Δεν είναι εύκολο Εύα. Εμείς πιο πολύ από όλους πρέπει να τον καταλάβουμε. Δεν είναι εύκολος χαρακτήρας και το ξέρεις. Δέχεται πολλά από το πατέρα του για να τα δεχτεί και από τους ξένους..."

"Κι αν μας χρειάζεται; Αυτό το έχεις σκεφτεί;"

"Πίστεψέ με αν χρειαζόταν πραγματικά κάτι, δε θα ήμουν εδώ..."

"Πριν φύγει του είπα πως μερικές φορές είναι γλυκός... Μα κι εσύ είσαι... Γιατί δείχνετε τόσο σκληροί με όλους αλλά με εμένα..."

"Με εσένα είναι αλλιώς... Κατά κάποιο τρόπο σε έχουμε σαν μικρή αδερφή. Είναι διαφορετικό συναίσθημα. Για αυτό και είμαστε λιγάκι υπερπροστατευτικοι..."

"Άρη; Αυτό σημαίνει πως με αγαπάτε;"

"Φυσικά ρε βλάκα! Ξέρεις πόσες φορές μιλήσαμε για σενα χωρίς να είσαι μπροστά;"

Η Εύα ανασηκώθηκε ενθουσιασμένη

"Αλήθεια; Και τι λέγατε;"

"Πως να σε σπρώξουμε, πως να σε σκοτώσουμε... Τέτοια μωρέ..."
Τον σκουντηξε στον ώμο και ο Άρης τη πήρε ξανά αγκαλιά.
"Σε πειράζω και το ξέρεις..."

"Το ξέρω. Αν πάντως μετράει , θέλω να ξέρεις πως κι εγώ σας αγαπώ... "

"Σ'αγαπαω μαγαπας έχουμε γίνει λίγο φλουφληδες. Άιντε φτάνει με τις χαζομάρες" της είπε και βολεύτηκε καλύτερα

"Άρη;"

"Έλα μου..."

"Πως γνώρισες τον Ορέστη; Ποτέ δεν μου το είπατε..."
Εκείνος εχωσε το χέρι τη τσέπη και έβγαλε ένα τσιγάρο. Το άναψε και φυσησε το καπνό στον αέρα
Ήταν μια κίνηση που έκανε συχνά όταν ήθελε να ξεκινήσει να πει κάποια ιστορία η όταν θα έμενε σιωπηλός.

"Μια μέρα..." ξεκίνησε να λέει σιγανα "Είχα πάει με τη μάνα μου στο φούρνο. Νομίζω ήμουν 3 ή 4... Εκείνη μπήκε να πάρει ψωμί και εγώ έμεινα έξω. Ακόμα θυμάμαι εκείνο τον άντρα να φωνάζει..."

"Ποιον άντρα;"

"Τον πατέρα του..."της είπε και εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά "Φώναζε στη μάνα μου... Βλέπεις ο φούρναρης ήταν φίλος του και από τη στιγμή που δεν ήταν άλλος μεσα εμφάνισε τον πραγματικό εαυτό του. Ειλικρινά είναι κακός άνθρωπος Εύα μου..."

"Γιατί της φώναζε;"

"Γιατί με γέννησε..." Η Εύα απόρησε και σηκώθηκε στους αγκώνες κοιτώντας τον
"Ξέρεις όσα λέγονται για το πατέρα μου έτσι;"

"Ναι... Αν και δε τα πιστεύω..."

"Κακώς. Ο πατέρας μου οντως σκότωσε τον ξαδερφο του πατέρα του Ορέστη. Ύστερα εξαφανίστηκε πριν έρθει η αστυνομία. Κανένας δεν τον είδε έπειτα από εκείνη τη μέρα..."

"Μα ..."

"Δεν έχει μα, Εύα... Ήταν διαφορετικές εποχές. Πείραζαν τη μάνα μου ενώ ήταν έγκυος σε μενα και πάνω σε ένα καυγά στο καφενείο , τον έσπρωξε. Εκείνος χτύπησε το κεφάλι και ο πατέρας μου το έβαλε στα πόδια. Το ξέρεις ότι ακόμα η αστυνομία ρωτάει τη μάνα μου? Πέρασαν τοσα χρόνια και νομίζουν πως ξέρει που βρίσκεται... Αλλά ειλικρινά δεν έχουμε ιδέα."

"Λυπάμαι τόσο πολύ... Μα ήταν ατύχημα. Εννοώ, δεν τον σκότωσε με κάποιο όπλο, απλά τον έσπρωξε.."

"Δεν έχει σημασία" ο Άρης τράβηξε μια βαθιά τζούρα και εχωσε τη γοπα στην άμμο. Έπειτα γύρισε στο πλάι και τη κοίταξε. Ήταν τόσο κοντά... Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το πρόσωπο της απαλά. Η Εύα ποτέ δεν ένιωσε εκείνη την αμηχανία που αισθανόταν με τον Ορέστη. Πάραυτα, ο Άρης είχε ένα απίστευτα γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο.
"Είσαι τόσο όμορφη ..." της είπε και πλησιάζοντας κοντά, τη φίλησε στο κούτελο. Έπειτα πήρε μια ανάσα και απομακρύνθηκε.
"Η μάνα μου που λες, μπήκε να πάρει ψωμί, και εκείνος άρχισε να ουρλιάζει. Ο Ορέστης ήταν μαζί του. Η μάνα μου έβαλε τα κλάματα και σαν σήκωσε το χέρι να τη χτυπήσει , εγώ πάγωσα. Έβαλα τις φωνές και ο Ορέστης ανέβηκε στη καρέκλα, πήρε φόρα και όρμησε στο πατέρα του..."

"Θεουλη μου...." Έβγαλε ένα επιφώνημα η Εύα

"Ακριβώς... Νομίζω δε χρειάζεται να σου πω τα υπόλοιπα. Την επόμενη φορά που είδα εκείνο το παιδάκι, είπαν πως έπεσε από τα βράχια και χτύπησε. Τον πήγε ο πατέρας του βρεγμένο στο κέντρο υγείας..."

"Άρη..."

"Ναι Εύα μου... Τον πήγε στη θάλασσα , τον έσπασε στο ξύλο και έπειτα προσπάθησε να τον πνίξει... Αργότερα ο Ορέστης μου είπε πως τον έσωσαν οι φωνές από ένα ζευγαράκι παραπέρα. Βέβαια, λέξη δεν είπε στο νοσοκομείο..."

"Είναι τόσο ψυχοφθόρο όλο αυτό. Δεν καταλαβαίνω γιατί η μάνα του δε κανει κάτι;"

"Την έχεις δει πολλές φορές έξω;"

"Όχι..."

"Είδες;" Ο Άρης σταμάτησε. Γύρισε ξανά προς το μέρος της και ανασηκώθηκε. Την επιασε από τα μπράτσα και την προέτρεψε να τον κοιτάξει
"Υποσχεσου μου πως δε θα γίνεις ποτέ μια τέτοια γυναίκα Εύα...Πως αν κάποιος πουστης ποτέ τολμήσει και σε αγγίξει θα τον σκοτώσεις. Υποσχεσου μου!"

Η Εύα δακρυσε μα κούνησε το κεφάλι της.

"Στο υπόσχομαι..."

"Και κάτι ακόμα θέλω να μου υποσχεθεις" ζήτησε απλώνοντας τις παλάμες του στα μάγουλα της. Έκλεισε μέσα το πρόσωπο της και έμεινε να τη κοιτάζει σιωπηλός για μια στιγμή

"Πες μου... Ζήτα μου Άρη..." του είπε σιγανα

"Μεγαλώσαμε Εύα. Δεν είμαστε πλέον παιδιά. Αλλάζουμε. Το βλέπεις και μόνη σου..."

"Που θέλεις να καταλήξεις;"

"Αν νιώσεις κάτι περίεργο ανάμεσα μας ή με τον Ορέστη, θέλω να το ξέρω. Δεν είναι κακό. Είναι φυσιολογικό. Απλά θέλω να το ξέρω πριν τον Ορέστη..."

"Δεν καταλαβαίνω..."

"Δεν είμαστε για σένα. Αυτό είναι όλο. Θα πληγωθείς και δε το θέλω. Ξέρω πως τώρα τελευταία προσπαθείς να ανακαλύψεις τη γυναικεία πλευρά σου. Σε έχω δει να κοιτάζεις σε εκείνο το σπασμένο καθρέφτη το κορμί σου... Αλλάζουμε Εύα... Η παιδικοτητα μπορεί να έφυγε από εμένα και τον Ορέστη πριν καν καταλάβουμε τι είναι αλλά εσύ πάντοτε την είχες...Νομίζεις δεν έχω παρατηρήσει πως μας κοιτάζεις όταν ερχόμαστε για μπάνιο; Αλλά και πάλι σου εξηγώ πως το κατανοώ. Αυτό είναι που φοβάμαι μερικές φορές..."

"Άρη είμαστε φίλοι..."

"Τα όρια καμιά φορά, είναι πολύ λεπτά... Σε αγαπάω πολύ, παρά πολύ για την ακρίβεια. Είσαι μια γλυκιά συνήθεια που δε θέλω λεπτό να αποχωριστώ. Αλλά το νιώθω. Η πλάκα καμιά φορά ξεφεύγει. Η καρδιά χτυπάει πιο έντονα και..." Ο Άρης σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα σηκώθηκε και ξεφυσησε. "Θα τον πληγώσεις και θα σε πληγώσει Εύα. Και αυτό είναι κάτι που δεν ξέρω πως θα καταφέρω να διαχειριστώ" της είπε εν τέλει γυρίζοντας προς το μέρος της.

"Δεν ξέρεις τι λες... Υπονοεις ότι..."

"Ακριβώς... Το αισθάνομαι. Το βλέπω. Ίσως τα λόγια κρύβουν πολλά που το βλέμμα μαρτυραει. Ο Ορέστης εκνευρίζεται χωρίς λόγο σε δευτερόλεπτα και μοιάζει με βόμβα! Εσύ κάνεις μούτρα. Μετά κλαίς. Μετά γελάς. Ώρες ώρες χάνω τη μπάλα! Και ειλικρινά..."

"Άρη μου, κάνεις λάθος" Η Εύα τον ακολούθησε και τον αγκάλιασε από πίσω. Έσφιξε τα χέρια της γύρω του και ακούμπησε το κεφάλι της στη πλατη του. Δεν καταλαβαίνε πλήρως τα λεγόμενα του απλά ήθελε με τη παρουσία της να τον κάνει να νιώσει καλά. Να νιώσει πως τίποτα κακό δε θα συμβει.

"Ο Ορέστης είναι αδερφός. Όχι από αίμα γιατί ακόμα και το αίμα είναι λίγο..." ξεκίνησε να λέει πιάνοντας τα χέρια της. "Μου ξηγηθηκε σαν άντρας , από τότε που ήταν παιδάκι. Άπειρες φορές. Δύσκολα κάποιος τον καταλαβαίνει. Το σώμα γιατρεύεται αλλά η ψυχή έχει ακόμα γρατσουνιές, μελανιές και γδαρσίματα Εύα... Αν ποτέ κάτι έμπαινε ανάμεσα μας και έπρεπε να κάνω πίσω, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη..."
Ο Άρης είχε ξεκινήσει έναν περίεργο μονόλογο αλλά η Εύα πρώτη φορά τον άκουγε να μιλάει ετσι και τον άφησε χωρίς να τον διακόψει. Έβλεπε και άκουγε έναν άντρα. Και όχι ένα αγόρι στην εφηβεία. Θέλοντας και μη, θαύμασε την αγάπη που έβγαζε προς το πρόσωπο του Ορέστη. Ήταν πιο πάνω και από αγάπη. Ήταν σεβασμός...
Ο Άρης γύρισε προς το μέρος της και χάζεψε.
"Καμιά φορά μιλάω πολύ έτσι;" της είπε βάζοντας ένα χαμόγελο στα χείλη.

"Μπα..." αρκέστηκε να του πει και χώθηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος έβαλε το κεφάλι του πάνω στο δικό της και αναστεναξε.

"Έλα να σε πάω σπίτι.. έχει αρχίσει να φυσάει και θα κρυώσεις..κι αν κρυώσεις, τότε πράγματι θα δεις τον Ορέστη να έρχεται στο χωριό..." Αστειευτηκε κάπως περίεργα μα εκείνη έμεινε σιωπηλή στην αγκαλιά του.


Έφτασε στην ακρογιαλιά σφίγγοντας δυνατά τη ζακέτα της. Ίσως τελικά ήταν λάθος να επιλέξει εκείνο το μέρος. Ο αέρας στο κολπακι ήταν πιο δυνατός και  πλέον ήταν σίγουρη πως δε θα κατάφερνε να μιλήσει με τη Κατερίνα κάτω από αυτές τις συνθήκες. Κοίταξε την ώρα και βλέποντας πως είχε ακόμα δέκα λεπτά , προχώρησε ως το νερό. Είχε σηκωθεί ένα απαλο κύμα ενώ ο αέρας έφερνε μαζί του μια βαθιά  υγρασία που τρυπούσε τα ρούχα  και μουσκευε το κορμί της από μέσα.

"Θα κρυώσεις..." άκουσε αξαφνα μια φωνή που αν και αλλαγμένη, την αναγνώρισε αμέσως.
Ήταν μια φωνή που τριγύριζε στις λυπημένες της θύμησες λίγα λεπτά πριν...
Ο χρόνος σταμάτησε , ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν, και τη ψυχή να γίνεται κομμάτια.

❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top