Κεφάλαιο 7°

"Νομίζω πως κάποια μέρα , θα ξυπνήσω και εκεί έξω θα υπάρχει ένας καλύτερος κόσμος για εμάς..."

"Για εμάς;"

"Ναι Εύα... Για όλους εμάς τους δήθεν περιθωριακούς που μας βάζουν ταμπέλες. Όχι ότι με ενδιαφέρει. Εμείς μάθαμε να αντέχουμε... Πόσοι όμως θα μεγαλώσουν και θα είναι αδύναμοι να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις ταμπέλες; Ζητιάνοι, δολοφόνοι, κλέφτες..."

"Αν δε σε ήξερα καλά θα έλεγα πως είσαι πιωμενος αλλά δεν είσαι... Με τρομάζεις ώρες ώρες Άρη.."

"Λέω απλά την αλήθεια. Κοίτα εμένα. Όλοι λένε πως είμαι γιος φονιά και όταν μεγαλώσω θα γίνω και εγώ ένας. Έγινα; Έφτασα είκοσι σχεδόν και το παλεύω. Τον Ορέστη; Όλοι τον λένε κλέφτη...Τουρκοσπορο... Αναρωτήθηκε κανένας από αυτούς πως μεγαλώνει; Ο πατέρας του τον χτυπάει καθημερινά και για το χατίρι της μάνας του ο Ορέστης κάνει πίσω. Έχει φτάσει τα εικοσιένα και τρωει ξύλο... Και δε νομίζω να χρειάζεται να σου δώσω λεπτομέρειες. Τον βλέπεις...Έκλεβε από παιδί γιατί τον άφηνε νηστικό... Κατά τα άλλα είναι ένας πουστης , άξιος πολίτης της κοινωνίας ..."

"Ναι... Από μικρή το μόνο που θυμάμαι είναι μελανιές. Πόση θλίψη μου προκαλούσε..."

"Κι όμως... Αυτό το παιδί μεγάλωσε χωρίς να σηκώσει χέρι σε κανένα. Εκτός φυσικά από το χαστούκι στη Χριστίνα που το άξιζε η σκρόφα. Νομίζεις δεν ήξερε πως κάτι είχες όταν ήρθε να σε βρει; Ή μήπως νομίζεις εγώ σε πίστεψα; Σε ξέρω από τόσο δα μικρό κοριτσάκι Εύα. Δεν μπορείς να μου κρυφτείς... Ούτε σε εμένα ούτε σε εκείνον. Απλά ο Ορέστης έμαθε να αντιδράει διαφορετικά. Εκείνος σκαρφάλωσε το δέντρο και εγώ όχι"

"Έχεις κάτι σήμερα; Είσαι λιγάκι διαφορετικός... Πρώτη φορά δε λες χαζομάρες και μιλάς...δεν ξέρω. Διαφορετικά...."

"Καμιά φορά είναι απαραίτητο δε νομίζεις; Ωραίος ο χαβαλες αλλά μεγαλώνουμε..."

"Το ξέρω Άρη. Και με φοβίζει ..."

"Τι σε φοβίζει;" ο Ορέστης μπήκε στο χαμόσπιτο κρατώντας στα χέρια μια εξάδα μπύρες "Σε πείραξε κανένας;" ρώτησε και ο Άρης έριξε μια ματιά στην Εύα δείχνοντας της με τη σιωπή του, όσα της έλεγε πριν σχετικά με το χαρακτήρα τους. Ο ένας ήταν ικανός να γκρεμίσει βουνά και ο άλλος θα πήγαινε μαζί του ακόμα και τη κόλαση.

"Τίποτα. Γενικά μιλούσαμε για τη ζωή..."

"Δεν υπάρχει ζωή..."

"Έλα μωρέ Ορέστη... Εσύ δηλαδή δεν κανεις όνειρα;"

"Εύα δεν έχω διάθεση να αναλύσω τα όνειρα μου. Ή μάλλον καλύτερα , τα ανύπαρκτα όνειρα μου..."

Ο Ορέστης άναψε ένα τσιγάρο, πέταξε έπειτα το πακέτο στον Άρη και κάθισε σε εκείνο το στρώμα που είχαν κάνει σαλόνι τα τελευταία χρόνια. Ένα ακατοίκητο σπίτι σχεδόν στη μέση του βουνού. Το πιο τέλειο μέρος ηρεμίας.

"Έλα εδώ..." είπε ξάφνου στην Εύα που ήταν καθισμένη στο τελάρο κι εκείνη σηκώθηκε και τον πλησίασε. Πρόσεξε κάποιες μικρές γρατσουνιές στα χέρια του και αναστεναξε. Κάθισε πλάι του κι εκείνος τη τράβηξε στην αγκαλιά του. "Ορίστε τα όνειρα μου.. να χαλαρώνω με τους φίλους μου και να νιώθω καλά... Χρειάζομαι περισσότερα;"

"Δε νομίζω... Κι εγώ αυτό ακριβώς επιθυμώ..." Ο Άρης σηκώθηκε και ξάπλωσε πλάι τους. Ο Ορέστης τράβηξε μια τζούρα , πέταξε το τσιγάρο και έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι. Για αυτούς ήταν μια συνηθισμένη κίνηση αλλά αν τους έβλεπε κάποιος τρίτος , εύκολα θα έκρινε το γεγονός πως δυο άντρες έχουν στη μέση μια γυναίκα και την αγκαλιάζουν . Μα για εκείνους τους τρεις, μια τέτοια αγκαλιά ήταν διαφορετική. Ήταν κάτι που έδινε δύναμη σε όλους. Τους έδινε το κουράγιο να αντέξουν τόσο τα προβλήματα της ζωής αλλά και γενικά κάθε στραβό που παρουσιάζονταν.

"Ο Άλκης χθες..." Ξεκίνησε να λέει η Εύα θέλοντας να ελαφρύνει το κλίμα

"Όχι!" είπαν και οι δύο με μια φωνή.

"Μα δεν είναι κακό παιδί και..."

"Όχι...."

"Μα πότε θα γνωρίσω κι εγώ τον κατάλληλο! Ο ένας σας ξυνιζει, ο άλλος σας βρωμάει..."

"Όταν μεγαλώσεις..."

"Άρη είσαι ηλίθιος; Φτάνω τα δεκαοχτώ σε λίγους μήνες!!"

"Και τι θα καταλάβεις αν γνωρίσεις τον ένα και μοναδικό;" Πετάχτηκε ο Ορέστης

"Εσύ τι καταλαβαίνεις από όλες αυτές τις μοναδικές σου γκόμενες ρε Ορέστη;"

"Τίποτα. Είδες; Στα λόγια μου έρχεσαι..."

"Μα..."

"Όχι Εύα. Όταν μου βρεις έναν αξιόλογο μέσα σε αυτό το χάλι, τότε θα σου πω το μεγάλο ναι!"

"Γιατί έχετε αφήσει και κανένα;"

"Αφού όλοι μαλακες είναι!" πήρε θέση ο Άρης και σηκώθηκε. "Λοιπόν εγώ τη κάνω γιατί υποσχέθηκα στη μάνα μου να τη βοηθήσω. Θα σας δω αργότερα... Και που 'σαι μικρή; Άκου τους μεγαλύτερους!"

Η Εύα τον στραβοκοιταξε κι εκείνος γέλασε. Πήρε το τζακετ και τα τσιγάρα που του πέταξε ο Ορέστης και έφυγε.

"Το ξέρεις ότι ώρες ώρες με εκνευρίζετε έτσι;" η Εύα γύρισε ενοχλημένη προς τον Ορέστη ο οποίος είχε παραμείνει ξαπλωμένος στην ίδια στάση και ξάπλωσε μπρούμυτα αυτή τη φορά για να τον κοιτάζει.

"Αχ μη με ζαλίζεις μόνο. Απορώ τόση φλυαρία που τη βρίσκεις! Και να πω ότι μοιάζεις με τις άλλες γυναίκες πάει στο διάολο!"

"Δε μοιάζω;" η Εύα σήκωσε ελαφρώς τα πίσω της πόδια στον αέρα και άρχισε να τα κουνάει  πέρα δώθε.

"Όχι..."

"Γιατί δε μοιάζω;"

"Αμαν ρε Εύα! Λίγα λεπτά ηρεμίας θέλω..."

"Απάντησε μου και θα σκάσω στο υπόσχομαι!"

"Ωραία. Δε μοιάζεις γιατί στα μάτια μου δεν είσαι γυναίκα . Ευχαριστημένη;"
Η Εύα άλλη απάντηση περίμενε και άλλη πήρε.. το πρόσωπο της συννεφιασε, τα χείλη της ενώθηκαν μεταξύ τους και τα μάτια της μίκρυναν κοιτάζοντας τον.
"Μη με κοιτάζεις έτσι. Και τώρα άντε χαλάρωσε..."

"Βασικά θα σου αδειάσω τη γωνιά για να ηρεμήσεις όπως γουστάρεις!" Κάθισε στα γόνατα για να φύγει μα πριν σηκωθεί ολόκληρη, ο Ορέστης άπλωσε το χέρι και τη τράβηξε ξανά στο στρώμα. Η Εύα έπεσε τόσο ατσαλα που κατέληξε σχεδόν πάνω του.
"Ορέστη δεν έχω όρεξη... Νομίζω κουράστηκα και θέλω να γυρίσω σπίτι..."

"Τώρα γιατί θυμώνεις..."

"Δε θυμώνω!" σηκώθηκε για δεύτερη φορά εκνευρισμένη μα εκείνος τη γραπωσε ξανά. Τη ξάπλωσε στο κρεβάτι, σκαρφάλωσε πάνω της και πιάνοντας την από τους καρπούς, τη κράτησε σταθερή από κάτω του. Χαμήλωσε το κεφάλι στο δικό της και ένα στραβό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.

"Θέλεις να σε δω και να σε κρίνω σαν γυναίκα;" της είπε χαμηλά... Τόσο όσο έφτανε για να βγει σαν βαρύς ψίθυρος η φωνή από τα σωθικά του. Η Εύα ενιωσε μια πίεση χαμηλά στη περιοχή της και σαν αντιλήφθηκε πως είχε βάλει το γόνατο του ανάμεσα στα πόδια της και τη πίεζε ελαφρά , κοκκινησε.
"Δε νομίζω να θέλεις να περάσεις στην άλλη πλευρά Εύα..."

"Ορέστη φύγε από πάνω μου..."

"Γιατί; Για να έχω γνώμη και άποψη έτσι ώστε να σου δώσω μια απάντηση , πρέπει να δοκιμάσω. Σωστά;"

"Με τρομάζεις... Σήκω απ.." Ο Ορέστης έσκυψε υπερβολικά χαμηλά, η ανάσα του έσκασε στο πρόσωπο της και εκείνη πάγωσε. Ένιωθε όπως ένα χρόνο πριν όταν δοκίμασε για πρώτη φορά βότκα. Υπήρχε μια έντονη αίσθηση μέθης, συνδυασμένη με μια θέρμη που κατέκλυσε ολόκληρο το κορμι της.
Το στήθος της ακουμπούσε άψογα πάνω στο δικό του ενώ κάθε φορά που η γρήγορη ανάσα της το έστελνε ψηλά , οι ρώγες της σκληραιναν.
Ήταν τέτοια η στιγμή που αν και ξέροντας βαθιά μέσα της,  ότι είναι μια ακόμα από τις ηλίθιες πλάκες του η Εύα αποφάσισε να του τη φέρει πρώτη.
Σήκωσε το κεφάλι της τόσο όσο, και αφού εκείνος κρατούσε σφιχτά τα χέρια και δε μπορούσε να τον αρπάξει, έδωσε ώθηση στον εαυτό της και ακούμπησε τα χείλη του.

"Τρελάθηκες γαμωτο;" Ο Ορέστης τινάχτηκε από πάνω της σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ναι, πάντα της έκαναν πλάκες . Τόσο ο ίδιος όσο και ο Άρης αλλά δεν περίμενε ποτέ από εκείνη κάποια αντίδραση. Είχαν συνηθίσει άλλωστε να ασπρίζει και έπειτα να κοκκινίζει και απλά όλα είχαν γίνει συνήθεια.

"Μόνο εσείς θα μου κάνετε πλάκες;"

"Αυτό δεν είναι πλάκα ρε Εύα..."

"Α ναι; Ούτε το πόδι σου ανάμεσα στα μπούτια μου είναι πλάκα! Ωραίο είναι;"

"Δε θα το ξανακάνω εντάξει; Υποσχεσου ότι δε θα ξανακάνεις κι εσύ κάτι παρόμοιο και τελείωσε εδώ το θέμα..."

Η Εύα τον πλησίασε , σηκώθηκε ελαφρά στις μύτες των ποδιών της και βάζοντας το χέρι της στο κούτελο σαν στρατιωτάκι, του υποσχέθηκε.

"Έπρεπε όμως να δεις τη φάτσα σου..." του είπε για πρώτη φορά εκείνη στα τόσα χρόνια. "Μπορώ να πω με το χερι στη καρδιά πως όταν το πω στον Άρη θα γελάει μήνες!"

"Δεν χωράει αμφιβολία..." ο Ορέστης είδε ένα αφημένο τσιγάρο πάνω στο τελάρο και το άναψε.

"Γιατί με κοιτάζεις έτσι; Δε πιστεύω να θυμωσες..." Αναρωτήθηκε η Εύα σαν τον είδε να κοιτάζει σκεπτικός.

"Έχεις φιλήσει ποτέ κανένα;" τη ρώτησε κι εκείνη έσμιξε τα φρύδια της.

"Νομίζω θα το ήξερες..."

"Αυτό σκεφτόμουν και εγώ...."

"Δηλαδή;"

"Δηλαδή είμαι γαμάτος! Άγγιξα τα χείλη σου πρώτος! Το σκέφτηκες αυτό;"

"Ε όχι! Άλλο αυτό και άλλο το φιλί. Δε μπορείς να τα συγκρίνεις!"

"Φυσικά και μπορώ!"

"Όχι Ορέστη. Ήταν ένα πεταχτό άγγιγμα. Ούτε καν φιλί!"

"Και τι σε ενοχλεί και σκουζεις;"

"Δεν... Δεν με ενοχλεί... Απλά...Είναι περίεργο. Ώρες ώρες σκέφτομαι πως ποτέ δε θα φιλήσω κανένα..."

"Χαζομάρες. Αύριο μεθαύριο θα έρθει ένας μαλάκας, που φυσικά θα τον περάσω από κόσκινο και θα σε κλέψει... Τότε θα δώσεις και το φιλί και το κορμί σου..." Η Εύα κοκκινησε.

"Δε φτάνει να κοκκινίζεις;"

"Ορέστη θα μου μάθεις να φιλάω;" Του είπε και  κόντεψε να πνίγει με το καπνό.
"Σιγα παιδί μου! Πάρε μια ανάσα!" Η Εύα άρχισε να τον χτυπάει στη πλάτη κι εκείνος με το ζόρι έπαιρνε αέρα.

"Έχεις χαζεψει ρε;" της είπε σαν συνήλθε

"Όχι! Καθόλου! Δες το διαφορετικά... Είμαι φίλη σου και θέλω βοήθεια. Θυμάσαι τότε που φοβόμουν να ανέβω στο δέντρο; Με βοήθησες. Τότε που δεν κατάφερα να κολυμπήσω; Πάλι με βοήθησες. Τότε στο δάσος; Στις κερκίδες; Όταν έπαθα δηλητηρίαση από τη χαλασμένη πίτσα; Όταν έπεσα με το ποδήλατο; Όταν πήρα χάλια βαθμούς;"

"Φτάνει φτάνει το κατάλαβα!!"

"Ωραία. Είδες ότι σε όλα ήσουν εκεί;"

"Ναι αλλά αυτό είναι διαφορετικό ρε Εύα μου..."

"Αμάν μωρέ Ορέστη... "

"Είμαι κάθετος!"

"Πολύ καλά! Θα το ζητήσω από τον Άρη!"

"Κάνε όνειρα! Θέλω να είμαι απλά παρόν όταν θα του το πεις!"

"Μη σκας! Αύριο κι όλας που θα βρεθούμε θα του το πω! Εκείνος δε θα αρνηθεί. Μετά εμένα λες ξενερωτη!! Πως να μην είμαι όταν έφτασα 18 και είμαι παρθένα! Αλλά τι ζήτησα; Μια χάρη ζήτησα! Από την άλλη με τόσες που φιλάς και όλα αυτά που κάνεις καλύτερα! Να μου λείπει το βύσσινο!" Η Εύα έμοιαζε σαν να είχε πάθει κρίση υστερίας και Ορέστης θέλοντας να την ηρεμήσει , τη κράτησε από τα μπράτσα."Άσε με! Ένας βλάκας είσαι που μόνο να με εκνευρίζεις ξέρεις! Εσύ πατάς τα όρια αλλά εγώ δε μπορώ! Κι αν ζητήσω κάτι παίρνω σαν απάντηση ένα ξερό, ξέχασε το! Αλλά βέβαια..!!! Εγώ δεν είμαι γυναίκα ! Εγώ είμαι...."

Ο Ορέστης της έδωσε μια σπρωξια και πετώντας τη στα χαλάσματα όρμησε και συνθλιψε τα χείλη της με τα δικά του. Η Εύα μουγκρησε μα εκείνος επιασε τα μάγουλα της με τη παλάμη του, τα πίεσε και μόλις τα χείλη της άνοιξαν , έβαλε μέσα τη γλώσσα του χαρίζοντας της ένα βαθύ φιλί ενώ την ίδια στιγμή, πίεζε ολοένα και περισσότερο το κορμί της στο τοίχο. Τα χέρια του κατεβηκαν στους γλουτούς της , την έσφιξε δυνατά και τη σήκωσε κόντρα στο τοίχο.

Η Εύα ανταποκρίθηκε στις γυναικείες ορμόνες της , κρατήθηκε από πάνω του και ακολούθησε το ρυθμο του φιλιού το οποίο σταδιακά έγινε πιο ήπιο και ερωτικό. Ο Ορέστης κρατώντας το κορμί της μόνο με τον κορμό του, έπιασε τα χέρια της και τα ανέβασε ψηλά στο τοίχο φυλακίζοντας τα σφιχτά  στα δικά του. Ο τρόπος που άνοιγε τα πλούσια χείλη του και εχωνε μέσα της τη γλώσσα του , ήταν αργός ενώ κάθε του κίνηση ούρλιαζε πάθος. Το κεφάλι του πίεζε το δικό της σε τέτοιο βαθμό που έμοιαζε , σαν να ήθελε να τη λιώσει πάνω σε εκείνο το τοίχο.
Ξάφνου σταμάτησε και τη κοίταξε λαχανιασμενος. Τα χείλη της ηταν κατακόκκινα από την επαφή με τα ολίγων ημερών γένια του, το πρόσωπο της είχε μια αναψοκοκκινισμενη απόχρωση και το στήθος της ανεβοκατεβαινε σαν τρελό. Το βλέμμα του από την άλλη ήταν τόσο διαφορετικό. Τα μάτια της ακολουθούσαν τα δικά του που πήγαιναν σαν τρελά πέρα δώθε και ίσως ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν μπορούσε να τον διαβάσει. Η όψη του είχε αλλάξει. Έδειχνε μπερδεμένος. Την κρατούσε και οι παλάμες του έτρεμαν μέσα στις δικές της.

"Ευχαριστήθηκες;" τη ρώτησε ύστερα από δύο λεπτά εκκωφαντικης σιωπής κι εκείνη ασυναίσθητα δάγκωσε τα χείλη της "Ωραία. Τώρα που έμαθες και να φιλάς , μην σε ακούσω να γκρινιάζεις ξανά..."
Ο Ορέστης άφησε τα χέρια της και πιάνοντας τη ξανά από τους γλουτούς την κατέβασε  απαλά κάτω και απομακρύνθηκε από κοντά της.

"Ορέστη...;" Αποκρίθηκε διστακτικά αλλά εκείνος είχε  ήδη γυρίσει τη πλάτη και μάζευε τα πράγματα του. "Σου μιλάω!"

"Τι θες ρε Εύα!" απάντησε εν τέλει εμφανώς εκνευρισμένος ανεβάζοντας το τόνο του.

"Τώρα γιατί φεύγεις;" από το τρόπο και μόνο που του μιλούσε ήταν εμφανές πως ένιωθε αμηχανία αλλά κι εκείνος δε πήγαινε πίσω. Ήταν τσατισμενος και φαινόταν από τις ατσαλες κινήσεις του.

"Γιατί έτσι. Πήγαινε κι εσύ σπίτι. Νυχτώνει ..."

                                 †††

Πετάχτηκε καταιδρωμενη και έπιασε το στήθος της.
"Φύγε... Φύγε να χαρείς..." ψέλλισε λυπημένη και ύστερα κοίταξε έξω. Είχε χαράξει η μέρα. Μήνες είχε να ταλαιπωρηθεί έτσι στα όνειρα της. Μα ήταν τόσο ζωντανό... Όπως ακριβώς είχε συμβεί και τότε. Μόνο που τούτη τη φορά, τα συναισθήματα που της προκάλεσε ήταν διαφορετικά..
Κοίταξε γύρω της και βλαστημησε όταν αντιλήφθηκε ότι τη πήρε ο ύπνος με τη πετσέτα. Τα μαλλιά της είχαν στεγνώσει και πετώντας τη στην άκρη , σηκώθηκε και ντύθηκε.

Έβγαλε τα τσιγάρα που είχε ξεχάσει μέσα στη βαλίτσα, κατέβηκε στη κουζίνα και παίρνοντας το μπρίκι , έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ. Πάντοτε όταν ήταν σπίτι και δεν έπαιρνε καφέ απ' έξω προτιμούσε τον ελληνικό ενώ κάθε φορά που έψηνε έναν, άφηνε λίγους κόκκους να πέσουν στο μάτι της κουζίνας απολαμβάνοντας τη μυρωδιά τους καθώς καίγονταν. Αν και δεν της άρεσε να καπνίζει μέσα στο σπίτι, κάθισε στο καναπέ , ήπιε μια γουλια καφέ και άναψε ένα τσιγάρο.
Τράβηξε μια βαθιά τζούρα που έκαψε μέχρι μέσα τα πνευμόνια της χαρίζοντας της παράλληλα μια γλυκιά πρωινή ζάλη και ακούμπησε προς τα πίσω.
Από την ώρα που επέστρεψε στο νησί το μυαλό της τριγύριζε στο παρελθόν και πλέον εκείνο έκανε την εμφάνιση του και στα όνειρα της.
"Στο χέρι σου είναι να το διαχειριστείς Εύα. Η θα το αφήνεις να σε τρώει, η θα το φας εσύ!" Της είχε πει η Κατερίνα σε μια από τις συνεδρίες τους όταν πια είχανε αρχίσει να μιλάνε.

Έσβησε βιαστικά το τσιγάρο στο τασάκι, άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας για να αεριστει το σπίτι και ανέβηκε στο δωμάτιο. Είχε φτάσει η ώρα να τελειώνει και με τη τελευταία της εκκρεμότητα στο νησί..

Επέλεξε ένα από τα αγαπημενα της τζιν για να αισθάνεται άνετα , μια φαρδιά μπλούζα και τα σταρακια της. Αν και δεν είχε σκοπό να τρέξει κάτι μέσα της, ήξερε πως θα το κάνει στο τέλος.
Κλείδωσε το σπίτι και ξεκίνησε να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση του σχολείου. Χώθηκε μέσα από τα στενά και όσο πλησίαζε άλλο τόσο ένιωθε ένα άγχος να τη καταβάλει.
Ώσπου έφτασε...

Το σπίτι ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν και όπως το είχε αφήσει. Διόροφο νεοκλασικό, μεγάλες κολώνες απ' έξω και φυσικά μια τεράστια ελληνική σημαία να κυματίζει. Ένιωσε σαν να μην είχε περάσει μια μέρα.
Αναγνώρισε το αυτοκίνητο του πατέρα της αν και έδειχνε σχεδόν παρατημένο εξωτερικά και πείθοντας τον εαυτό της πως όλα θα πάνε καλά, πλησίασε και χτύπησε το κουδούνι.
Άκουσε βήματα...
Και η πόρτα άνοιξε...

"Εύα..." η μάνα της είχε γεράσει και ο χρόνος άφησε έντονα τα σημάδια του στο πρόσωπο της. Εκείνη η γυναίκα που ήταν πάντοτε στη πένα είχε εξαφανιστεί ενώ τα μισά από τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει. 

"Καλησπέρα..." αρκέστηκε να της πει ψυχρά.

"Μη στέκεσαι έξω. Έλα μέσα κόρη μου..." Η Ελένη άνοιξε διάπλατα τη πορτα αφήνοντας τη να περάσει και μόλις η Εύα πάτησε πόδι στο σπίτι, ένιωσε να πνίγεται.


"Αυτά τα καταραμένα διαολοπαιδα θα είναι η καταστροφή σου! Κλάψε! Κλάψε όσο θες και ακόμα πιο δυνατά! Φεύγεις στη Θεσσαλονίκη και είναι γεγονός! Καλύτερα να το χωνέψεις!"

"Μαμά σε παρακαλώ! Σε ικετεύω!"

"Πάψε παλιοθηλυκο!" Η Ελένη τη χαστούκισε κι εκείνη έπεσε κάτω από τη δύναμη "Έκανες παρέα με δύο δολοφόνους! Χρόνια τώρα σε παρακαλαω να μη τους ξαναδείς! Δεν έχω αμφιβολία πως ήξερες και τους καλυπτες! Ως εδώ! Φεύγεις πριν καταλήξεις κι εσύ στη φυλακή!"

"Πως μπορεσες..." της απάντησε σοκαρισμένη από το χαστούκι "Δεν ξέρεις τι λες!"

"Μια χαρά ξέρω! Ήσουν μαζί τους έτσι; Τώρα που τους συνέλαβε η αστυνομία ήσουν εκεί! Το βλέπω στο πρόσωπο σου!  Τι σκατα έχεις μέσα στο κεφάλι σου; Για αυτό σε μεγάλωνα; Για να γίνεις μια πόρνη; Μια γυναίκα που την εκμεταλλεύονται δύο άντρες; Ούτε να σε βλέπω θέλω!!!"

"Μάνα άκουσε με..."

"Πάψε! Δεν είμαι μάνα σου πια..."

Δεν χωρούσε αμφιβολία πως τελικά , κάτι που παρέμενε ίδιο , ήταν η απογοήτευση που ένιωσε από τους γονείς της. Η αρνητική τους στάση αλλά και η απαξίωση που έδειξαν στο ίδιο τους το σπλαχνο με τις πράξεις τους.ποσο πολύ σιχαίνοταν όλους εκείνους τους ανθρώπους που έβγαζαν βιαστικά συμπεράσματα και έκριναν τους άλλους. Μεγαλώνοντας με τα αγόρια έμαθε όχι μόνο να δίνει ευκαιρίες αλλά και να κάνει απίστευτη υπομονή.

"Δε θα μείνω πολύ..." η Εύα κράτησε τη τσάντα της, και παρέμεινε όρθια. "Ηρθα γιατί είδα τις κλήσεις σας αυτές τις μέρες και ήξερα πως.."

"Μεγάλωσες..." η Ελένη παραμέρισε τα λόγια της και τη κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω δακρυσμένη "Έγινες ολόκληρη γυναίκα..." μόλις η Εύα είδε το δάκρυ στα μάτια της, ένιωσε ένα σφίξιμο και ένα θυμό να ανεβαίνει προς τα πάνω. "Κάθισε σε παρακαλώ..."

"Όχι ευχαριστώ. Ήρθα να σε ενημερώσω πως έχω φτάσει. Όπως ήδη ξέρεις θα εργαστώ εδώ. Πάραυτα , δε νομίζω να έχουμε κάτι να πούμε οπότε θα σας παρακαλούσα να σταματήσετε να με παίρνετε τηλέφωνο. Ότι είχαμε να πούμε το είπαμε χρόνια πριν .."

"Μωρό μου σε παρακαλώ. Δεν το καταλαβαίνεις; Για το καλό σου το κάναμε..."προσπάθησε να της εξηγήσει αλλά η Εύα ήταν αμετάκλητη.

"Όχι μαμά.. Αν θέλατε το καλό μου, θα καθοσασταν απλά να με ακούσετε.."

"Γιατί δεν με αφήνεις να σου εξηγήσω; Φοβήθηκα. Και εγώ και ο πατέρας σου. Ήσουν κάθε μέρα μαζί τους και έπειτα καταδικάστηκαν για φόνο.. Μόνο άμα γίνεις μάνα θα καταλαβεις.."

"Βέβαια...Αν δε γίνω μάνα δε μπορώ να έχω καλή κρίση. Το μυαλό μου δεν λειτουργεί όπως το δικό σου. Λοιπόν.. νομίζω πως τζάμπα ήρθα."

"Μη φεύγεις! Κάτσε λιγάκι να σε δει ο πατέρας σου κόρη μου, σε παρακαλώ"την ικέτευσε αλλά η Εύα προχώρησε ως τη πόρτα σοβαρή . Έπιασε το χερούλι και έπειτα γύρισε και κοίταξε τη μητέρα της σκεπτική

"Ξέρεις... Πίστευα πως ίσως οι άνθρωποι να αλλάζουν. Πως ίσως μετά από τόσα χρόνια που είχες να με δεις, μια συγγνώμη θα ήταν αρκετή. Έκανα λάθος...Ήρθα για να μιλήσω με ένα τοίχο. Ειλικρινά δεν ξέρω τι σκεφτόμουν σαν αποφάσισα να έρθω." Η Εύα άνοιξε τη πόρτα και η Ελένη άρχισε να κλαίει σιγανα
"Ίσως κάποια στιγμή τα ξαναπούμε.. Προς το παρόν όμως, νομίζω τα είπαμε όλα..." της είπε τελεσίδικα και βολεύονται καλύτερα τη τσάντα στον ώμο της, άρχισε να περπατά. Με την ασφάλεια της γυρισμενης της πλάτης, άφησε και τα δικά της να πέσουν ώσπου βήμα στο βήμα άρχισε να τρέχει κλαίγοντας.

Όταν απομακρύνθηκε αρκετά, βρήκε ένα παγκάκι και σταμάτησε.
Με όραση θολή, πλημμυρισμένη από δεκάδες ανάμεικτα συναισθήματα όπως λύπη και απογοήτευση , ανασηκωσε τα πόδια της  και τα αγκάλιασε.
Μπορεί να έγιναν όλα αυτά, αλλά η Εύα καταβαθος ήταν ακόμα εκείνο το μικρό παιδί. Ένα παιδί που ήθελε την αγκαλιά και τη κατανόηση  της μάνας . Ήθελε να δει την αναγνώριση του λάθους ακόμα κι αν δε ζητούσε συγνώμη.

Αν και ήξερε πως είναι λάθος, άνοιξε το φερμουάρ από τη τσέπη της τσάντας και έβγαλε τα τσιγάρα της. Ήταν το έβδομο που έκανε από την ώρα που επέστρεψε μέσα σε λίγες μέρες.
Η επιθυμία να μιλήσει με τη Κατερίνα έγινε ανάγκη . Έβγαλε το κινητό μα όσες φορές κι αν τη κάλεσε δεν κατάφερε να πιάσει κλήση.
Ήρεμη πια και βλέποντας μερικά σύννεφα να μαζεύονται, αποφάσισε να φύγει από εκείνη τη γειτονιά πριν τη πιάσει η βροχή. Το καλό με εκείνο το σπίτι που βρήκε ήταν πως κατά κάποιο τρόπο ήταν ακριβώς στη μέση από όλα. Τόσο από το κέντρο όσο και από το σχολείο αλλά και τις παλιές της γειτονιές. Ήθελε δέκα λεπτά περπάτημα και θα έφτανε.

"Με συγχωρείς, μήπως έχεις ώρα;"
Ένα άντρας γύρω στο 1.80 ψηλός , αδύνατος , ντυμένος στα χακί και έχοντας ένα στρατιωτικό σάκο στον ώμο, τη σταμάτησε λίγο πριν βάλει το κλειδι στη πόρτα για να μπει στο σπίτι.

"Εμ.. Ναι. Έξι παρά τέταρτο" τον ενημέρωσε ευγενικά κοιτάζοντας τον από πάνω μέχρι κάτω.

"Εδώ μένεις;" ρώτησε κι εκείνη ένιωσε περίεργα "Συγνώμη που ρωτάω αλλά μόλις ήρθα στο νησί και κάτι κυρίες που ρώτησα μου είπαν ότι ενοικιάζεται..." έσπευσε να την ενημερώσει "Ήρθα σαν μόνιμος στη βάση της Μυτιλήνης"

"Εδώ; Όχι όχι..."

"Α.. Σε είδα να βγάζεις τα κλειδιά σου οπότε υπέθεσα πως ενοικιαστηκε"

"Μόλις μετακόμισα και εγώ. Μπερδεύτηκα..." Η Εύα πέταξε τα κλειδιά πάλι στη τσάντα και την έκλεισε βιαστικά. "Με συγχωρείτε πρέπει να πηγαίνω"

"Συγγνώμη και πάλι για την ενόχληση" της είπε κοιτάζοντας τη με εκείνο το βλέμμα που για κάποιο λόγο της προκάλεσε ανατριχιλα

"Δεν τίθεται θέμα. Καλό απόγευμα"  η Εύα άρχισε να περπατάει χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ήταν σίγουρη πως αν γυρίσει θα τον πιάσει να τη κοιτάζει. Ίσως ήταν ιδέα της αλλά κάτι επάνω του δεν ήταν σωστό. Φορούσε ένα πανάκριβο ρολόι στο χέρι μα πάραυτα τη ρώτησε την ώρα. Χωρίς να έχει ιδέα που πηγαίνει, συνέχισε να περπατα  και δέκα λεπτά μετά, επέστρεψε προσεκτικά σπίτι. Αφού σιγουρευτηκε πως δεν υπήρχε κανένας τριγύρω, έβγαλε γρήγορα τα κλειδιά της, μπήκε και κλείδωσε. Έβαλε μέχρι και το σύρτη.

Δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο που φοβήθηκε έτσι. Ίσως απλά να είχε σταματήσει το ρολόι του. Ίσως όντως να ρώτησε για το σπίτι και απλά να έψαχνε για μία δικαιολογία έτσι ώστε να μάθει αν ενοικιαστηκε.

"Παραλογιζεσαι ρε Εύα..." μονολογησε αφήνοντας τα πράγματα της στο τραπεζάκι. Έβγαλε τα παπούτσια της και άναψε τα φώτα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Με αυτά και με εκείνα ξέχασε να κάνει αίτηση για ίντερνετ αλλά ακόμα κι αν έβγαινε δε θα προλάβαινε. Πάνω στο τραπέζι είχε τοποθετήσει τα αγαπημένα της  τετράγωνα χαρτάκια που σημείωνε όσα ήθελε για να μη τα ξεχνάει. Κάθισε στο καναπέ για να γράψει, μα σαν πήρε στα χέρια τη στοίβα με τα χαρτιά , της κόπηκε το αίμα.

"Καλώς ήρθες σπίτι ..."
Υπήρχε γραμμένο πάνω πάνω  και τρομοκρατημένη , άρχισε να κοιτάζει γύρω της  το χώρο. Η ασφάλεια που ένιωθε μέχρι πρότινος, είχε γίνει στάχτη.  Εξαφανίστηκε σε μια και μόνο στιγμή...

❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top