Κεφάλαιο 5°

Οι μικρές λευκές κορδέλες που στόλιζαν τα ξύλα της βεράντας του δωματίου άρχισαν να ανεμίζουν σαν έπιασε ο αέρας. Ο καιρός στο νησί ήταν πάντοτε αλλοπρόσαλος. Από παιδί θυμόταν πως καμία φορά ο ήλιος ήταν ψηλά και έκαιγε ενώ την επόμενη ώρα μπορεί να έπιανε καταιγίδα. Πάραυτα είχε ανοίξει διάπλατα τη μπαλκονόπορτα.
Εκείνη η μυρωδιά βουνού και θάλασσας της είχε λείψει. Το αεράκι κουνούσε ελαφρά τις κουρτίνες και ξέροντας πως δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα, άνοιξε τη βαλίτσα της. Δεν είχε πάρει και πάρα πολλά πράγματα μαζί της. Κάποια μικρά προσωπικά αντικείμενα , τα ρούχα για τη δουλειά και μερικά πιο απλά έτσι ώστε να κυκλοφορεί με άνεση. Έβγαλε από μέσα ένα τζιν, ένα κοντομανικο και μια μακριά ζακέτα.
Είχε ξεκουραστεί αρκετά για να καθίσει άπραγη από τη στιγμή που υπήρχαν πάνω από έξι κόκκινοι κύκλοι στην εφημερίδα.
Τα σπίτια που βρήκε δεν ήταν τόσο ακριβά ενώ μερικά από αυτά ήταν επιπλωμένα. Έχοντας μαζί ένα καλό κομποδεμα , θα μπορούσε άνετα να κλείσει κάποιο από αυτά αν της έκανε και να μετακομίσει χωρίς να περάσει κι άλλες μέρες στο ξενοδοχείο.

Δυστυχώς δεν εργάστηκε αρκετό καιρό σαν δασκάλα στη Θεσσαλονίκη για να μαζέψει χρήματα και η αλήθεια ήταν πως ο μισθός ήταν πενιχρος. Πάραυτα το πρωί πήγαινε στο σχολείο και το βράδυ σέρβιρε στο μαγαζί μιας φίλης της. Ήταν ένα από εκείνα τα μικρά ρακόμελα που υπήρχαν στο κέντρο της πόλης. Δεν μάζευε κόσμο όπως τα υπόλοιπα φοιτητομαγαζα αλλά είχε μια σταθερή πελατεία ετών που μέσα της έκλεινε και οικογενειάρχες. Ήταν ήρεμα και τη βόλεψε. Κατάφερε και συγκέντρωσε αρκετά χρήματα. Αν και τα έβαζε στην άκρη για να πάρει αυτοκίνητο , η μετάθεση ήρθε και όλα άλλαξαν... Εκείνος ο μικρός μαύρος σκαραβαίος που τόσο της άρεσε , μπήκε στο συρτάρι για κάποια άλλη στιγμή.


"Νομίζω πως ήρθε η ώρα να μάθω και εγώ να οδηγώ.. τι λέτε;"

"Όχι!" Απάντησε ο Άρης αμέσως

"Μα γιατί ρε Άρη; Εσείς έχετε μηχανάκια αυτοκίνητο , εγώ έχω εκείνο το παλιό ποδήλατο! Έχω δύο άντρες πλάι μου και δεν ξέρω να οδηγώ. Το βρίσκεις λογικό; Μέχρι και στη Κική έκανες μαθήματα προχθές!"

"Εύα σταμάτα τη γκρίνια..."
ο Ορέστης καθόταν ακριβώς απέναντι τους σιωπηλός και τους έβλεπε να μαλώνουν. Ήταν το πιο συχνό φαινόμενο καθώς μεγάλωναν. Όταν δεν μάλωνε εκείνος μαζί της, θα μάλωνε ο Άρης.

"Βέβαια. Η Εύα γκρινιάζει. Η Εύα σας εκνευρίζει. Η Εύα φταίει. Η Εύα η Εύα η Εύααα! Ωραία. Αφού δεν θέλει κανένας να μου μάθει θα πάω να πάρω το αμάξι της μάνας μου και θα μάθω μόνη μου!"

"Καλή τύχη!" της φώναξε ο Άρης κι εκείνη σηκώθηκε μέσα στα νευρα από το στρώμα.

"Κάτσε κάτω!" η δυνατή φωνή του Ορέστη που αποφάσισε να πάρει θέση, αντήχησε στο ερημόσπιτο.

"Εκτός από διαταγές ξέρεις να κάνεις και τίποτα άλλο εσύ;"  Η Εύα μάζεψε τα πράγματά της εκνευρισμένη ώσπου ένιωσε κάτι βαρύ να τη χτυπάει στο κεφάλι. Ύστερα άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν τα κλειδια και αντιλήφθηκε πως ο Ορέστης της τα πέταξε στο κεφάλι.

"Πολλά λες... Πάρτα και περίμενε με στο αμάξι..."

Η Εύα ξέχασε και το χτύπημα μα και το καυγά. Άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της

"Ελααα φτάνει. Τυχερή είσαι που είναι μάλλον στις καλές του. Άιντε αδειαστε μου τη γωνία μπας και φέρω τη Κική απόψε!" Ο Άρης σηκώθηκε και άρχισε να συμμαζέυει ενώ η Εύα έμεινε στατική έχοντας ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη να κοιτάζει τον Ορέστη που μάζευε κι εκείνος τα πράγματα του. Δεν ήταν πολλά... Ένα σκισμένο τζιν μπουφάν, το πακέτο με τα τσιγάρα και ο αναπτήρας του...

Άφησε πίσω τις θύμησες που ξεπετάχτηκαν, ντύθηκε και έκλεισε τα παράθυρα. Πήρε την εφημερίδα , τη πέταξε στη τσάντα μαζί με το κινητό της και κατέβηκε στη ρεσεψιόν. Ενημέρωσε πως θα λείπει για το check in που γινόταν κάθε βράδυ και πως ίσως αργήσει να επιστρέψει και τους παρέδωσε τη κάρτα του δωματίου.
Κάτι που απέκτησε με τα χρόνια ίσως, ήταν ο τρόπος που άλλαζε η συμπεριφορά της ανάλογα με τη περίσταση. Κάθε πρωί σαν φορούσε το ταγιέρ για να πάει στη δουλειά, είχε ένα πιο διαφορετικό ύφος. Περπατούσε διαφορετικά. Μιλούσε διαφορετικά...
Όταν όμως γινόταν ο εαυτός της, έμοιαζε με μια εντελώς διαφορετική γυναίκα. Μάλιστα αν και στα 31, έδειχνε με 25 ετών κορίτσι. Φαρδιά τζιν, φαρδιά μπλουζάκια ή αμανικα τοπ, μαλλιά ελεύθερα να ανεμίζουν και φυσικά αθλητικά παπούτσια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γονείς από μαθητές της στη Θεσσαλονίκη έτυχε να την δουν και να μην την αναγνωρίσουν στο δρόμο. Ίσως γι αυτό επέλεξε να ντύνεται και τόσο συντηρητικά στη δουλειά. Για να μεγαλοδειχνει. Όταν πρώτο ξεκίνησε , φορούσε τα αγαπημένα της ρούχα μα τα λόγια της τότε διευθύντριας τη σημάδεψαν...

"Δεν είναι ροκ συναυλία εδώ δεσποινίς Μακρή! Φαίνεστε σαν παιδάκι! Πως θα εμπιστευθεί ένας γονιός το παιδί του σε ένα άλλο; Θα σας παρακαλούσα να προσέχετε το ντύσιμο σας..."

"Μα τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο. Μπορείτε να ρωτήσετε τα ίδια τα παιδιά κατά πόσο μαθαίνουν ή όχι στο μάθημα. Επίσης θεωρώ πως είναι εντελώς λάθος πρότυπο να κατατάσσουμε κάποιον σε κάποια κατηγορία γιατί δεν πληρεί τις εκάστοτε στυλιστικές επιλογές της εργασίας του. Το μυαλό κυρία Φωτίου, δεν προέρχεται από την εξωτερική εμφάνιση..."

"Τελειώσατε δεσποινίς Μακρή; Και τώρα σας παρακαλώ, από αύριο να έρχεστε στην αίθουσα προσεγμένη..."

Η Εύα πάντοτε την απεχθανόταν εκείνη τη γυναίκα. Μέσα στους επόμενους μήνες είχε αλλάξει την εμφάνιση της ριζικά μόνο και μόνο γιατί δεν υπήρχε κανένα άλλο ελεύθερο σχολείο να διδάξει και τη χρειαζόταν τη δουλειά. Τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και για ψυχολογικούς.

Είχε ήδη μιλήσει με τρεις από τους ιδιοκτήτες και έκλεισε ραντεβού. Σταμάτησε να πάρει έναν ακόμα καφέ στα γρήγορα και έπειτα πήγε ως τη στάση. Το πρώτο σπίτι που θα έβλεπε, ήταν κάπως κοντά στο σχολείο.  Τη βόλευε και δεν χρειαζόταν να ξυπνάει πιο νωρίς. Είχε σκεφτεί φυσικά να πάρει ένα ποδήλατο αλλά δεν ήταν ακόμα η ώρα. Ίσως κάποια στιγμή και ανάλογα το σπίτι που θα έβρισκε να αγοραζε κάποιο μικρό οικονομικό αμάξι.

Κάθισε σε μια από τις άδειες θέσεις του αστικού όταν εκείνο ήρθε και έχοντας τη τσάντα στα πόδια της, το βλέμμα της περιπλανήθηκε στα σοκάκια της πόλης. Τα είχε γυρίσει όλα ... Σαν πάτησε τα δεκαπέντε την έπαιρναν παντού μαζί τους. Αν και η μητέρα της , της απαγόρευσε να πηγαίνει στο κέντρο , εκείνη δεν άκουγε κανένα.

Μια κυρία καθόταν μόνη της πιο πέρα , ένα ζευγαράκι έτρωγε αχόρταγα ο ένας τον άλλο στα πίσω καθίσματα ενώ κάτι αλλά πιτσιρίκια σχεδίαζαν την αυριανή κοπάνα τους. Τελικά σε κάθε μέρος και πόλη, το αστικό γέμιζε με τα ίδια ήδη ανθρώπων, σκέφτηκε αφήνοντας ένα  χαμόγελο να ζωγραφιστεί στα χείλη της.

Ο οδηγός ανήγγειλε την επόμενη στάση και εκείνη σηκώθηκε. Κρατήθηκε από τις μπάρες και κοίταξε τη γειτονιά γύρω της. Ήταν πολύ όμορφα τα σπίτια. Γραφικά και έμοιαζαν σαν μικρά μανιτάρια. Ένα καλό που είχε εκείνος ο τοπος ήταν η γραφικοτητα τόσο των σπιτιών σε ορισμένες περιοχές όσο και η νησιώτικη αύρα που σε ταξιδευε ακόμα κι αν ήσουν γέννημα θρέμμα νησιώτης.

Το λεωφορείο σταμάτησε κι εκείνη κατέβηκε. Κάλεσε τον ιδιοκτήτη και έδωσαν ραντεβού έξω από το σπίτι.
Ήλπιζε να της έκανε και να ήταν καλό εσωτερικά. Η αγγελία έγραφε πως ήταν επιπλωμένο και μάλιστα ήταν από εκείνες που της άρεσαν πιο πολύ από τις άλλες. Ανηφόρισε και φτάνοντας είδε μια κοντή γυναίκα να τη περιμένει.

"Είστε η κυρία Μακρή;" ρώτησε σαν πλησίασε

"Μάλιστα. Είχα μιλήσει με έναν κύριο..."

"Με τον άντρα μου μιλήσατε αλλά δεν έχει σημασία. Είμαστε το ίδιο. Καλώς ήρθατε"

"Σας παρακαλώ μη μου μιλάτε στο πληθυντικό. Αισθάνομαι άσχημα"

"Όπως αγαπας κορίτσι μου. Λέγομαι Άννα. Είσαι έτοιμη;"

"Χάρηκα" Αντάλλαξαν μια χειραψία και η γυναίκα άρχισε να της εξηγεί τις λεπτομερείες. Το σπίτι ήταν διόροφο κάτι που δεν το έγραφε η αγγελία. Δεν ήταν μεγάλο. Ίσα ίσα 70 τετραγωνικά . Ήταν όμως όμορφα χωρισμένο. Στο κάτω όροφο υπήρχε η κουζίνα και το σαλόνι, και μέσω μιας μικρής σκάλας πήγαινες στον επάνω όροφο που έβγαζε στη κρεβατοκάμαρα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί εκτός από το μπάνιο και το κρεβάτι. Στην ουσία είχαν μετατρέψει τη σοφίτα σε ένα δωμάτιο το οποίο όμως είχε μια τεράστια μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στη ταράτσα. Οι προηγούμενοι ένοικοι δεν την αξιοποίησαν αλλά μόλις η Εύα την είδε η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Πως ήταν δυνατόν να είχες τη δυνατότητα να ξυπνάς και να βγαίνεις σε μια βεράντα άδεια; Είχε θέα τη θάλασσα οπότε άνετα κάποιος θα μπορούσε να βάλει ακόμα και καναπέ έξω. Το σπίτι ήταν υπερβολικά όμορφο και τέλειο. Η Εύα άρχισε να ανησυχεί πως κάποιο λάκκο θα είχε η φάβα.

"Λοιπόν; Πως σου φάνηκε;"

"Ειναι πανέμορφο. Και ομολογώ πως δεν περίμενα να αντικρύσω ένα τέτοιο σπίτι όταν σημείωσα την αγγελία"

"Δεν θα το νοικιαζαμε ξανά. Αλλά τελικά η κόρη μας αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο εξωτερικό οπότε ήταν κρίμα να κάτσει. Όπως είδες έχει αρκετό χώρο για ένα άτομο ακόμα και για δύο. Δυστυχώς δεν ενδείκνυται για οικογένεια εξού και η χαμηλή τιμή του"

Το σπίτι είχε όλα τα απαραίτητα έπιπλα και η Εύα δίχως δεύτερη σκέψη , και χωρίς να μπει στη διαδικασία να δει κάποιο άλλο, το έκλεισε.
Η γυναίκα της εξήγησε πως δυστυχώς δεν τον είχαν δηλωμένο και δεν μπορούσαν να κάνουν συμβόλαιο αλλά δεν την πείραξε. Το μόνο που έβλεπε ήταν η προοπτική να το κάνει ένα μικρό παράδεισο... Ήταν μακριά από τη βαθουρα της πόλης , έβλεπε θάλασσα και βουνό και ήταν απλά τέλειο. Υπέγραψαν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ τους, η Εύα είχε μαζί της τα χρήματα τα οποία και της τα έδωσε και αφού μίλησαν λιγάκι για κάποια θεματακια της έδωσε τα κλειδιά και έφυγε.

Ήταν τόσο περίεργη η αίσθηση να βρίσκεται σε ένα μέρος που θα αποκαλούσε από την επόμενη σπίτι..
Άφησε τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή για να αεριστει καλά, σημείωσε στα γρήγορα κάποια πράγματα που έπρεπε να αγοράσει , όπως σεντόνια , αναλώσιμα ,  καθαριστικά και ύστερα κλείδωσε και έφυγε.

Ο αέρας είχε αλλάξει. Μα το ίδιο και εκείνη. Με άλλες σκέψεις κατέβηκε από το λεωφορείο και με άλλες ξεκίνησε να περπατά προς το ξενοδοχείο. Επέλεξε να μην πάρει το αστικό. Ένιωθε τόσο γεμάτη ενέργεια που τα πόδια πήραν μόνα τους την απόφαση.

"Δεν το πιστεύω... Εύα;" σαν να έπαιξε η ίδια κασέτα από το πρωί , γύρισε προς τη φωνή και είδε μια γυναίκα με ένα κοριτσάκι στο χέρι να τη κοιτάζει. Της έμοιαζε γνώριμη ... Η γυναίκα πέρασε το δρόμο και όσο πλησίαζε , η Εύα ενιωσε να τη καρδιά της να σφυροκοπά στο στήθος.

"Κική...;" ψέλλισε και η γυναίκα της χαμογέλασε. Δεν έμοιαζε όμως τόσο εγκάρδιο εκείνο το χαμόγελο της... Έβγαζε μια πικρία.

"Καλώς ήρθες..." της είπε όταν πια δεν υπήρχε άλλη απόσταση μεταξύ τους. "Δεν πίστευα ποτέ πως θα ερχόσουν πίσω..."

Η Εύα αναστεναξε.

"Ξεκίνησα σαν δασκάλα στο σχολείο... Ήμουν Θεσσαλονίκη αλλά πήρα μετάθεση. Κόρη σου είναι αυτός ο μικρός άγγελος;" ρώτησε θέλοντας να αλλάξει κουβέντα

"Ανιψιά μου... Εγώ ακόμα δεν έκανα παιδιά. Δεν κάνω για αυτά εγώ.... Εδώ μένεις;"

"Βασικά μόλις έκλεισα σπίτι εδώ κοντά. Έμενα στο ξενοδοχείο."

"Ωωω, επέστρεψες στα παλιά λημέρια λοιπόν για τα καλά! Πως και δεν πήγες προς το κέντρο; Όλοι εκεί πάνε .. η περιοχή εδώ έχει ερημώσει σχεδόν"

"Γενικά δεν ήθελα πολυκοσμία. Θέλω ηρεμία..."

Υπήρχε μια άβουλη περίεργη αμηχανία μεταξύ τους. Η Εύα είχε γίνει αιτία καυγάδων ουκ ολίγες φορές ανάμεσα στη Κική και στον Άρη. Μπορεί να είχαν αρκετές γκόμενες αλλά εκείνη θεωρούσε τον εαυτό της σαν τη "πρώτη" . Δεν ενέκρινε τη φιλία του Άρη με την Εύα και γενικά δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις.

"Αστείο έτσι;" πήρε το λόγο εκείνη σπάζοντας τη σιωπή. "Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα αισθάνομαι περίεργα να σε κοιτώ..." είπε εν τέλει "Πόσες χαζομάρες κάναμε σαν ήμασταν παιδιά..." Συνέχισε ελαφρώς απογοητευμένη.

"Αλλάζουν τα χρόνια και οι άνθρωποι..." Της απάντησε  η Εύα

"Δεν έχεις και άδικο... Έμαθες πως σε δύο ημέρες βγαίνει ο Άρης;"

"Κάτι άκουσα..."

"Ύστερα από εκείνη τη μέρα έφυγες και δεν ακούσαμε ξανά νέα σου... Τώρα επέστρεψες το καιρό που βγαίνουν και είναι κάπως περίεργο. Πως νιώθεις;"

"Δεν καταλαβαίνω πως πρέπει να νιώθω ..."

"Δεν θα πας να τον δεις; Άκουσα πως μόλις βγει θα επιστρέψει στο πατρικό του. Πέντε λεπτά δρόμος είναι από εδώ..."

"Κόψαμε επαφές όταν έφυγα. Οπότε όχι. Δε θα πάω" της εξήγησε απέξω απέξω

"Μάλιστα. Ήσουν κι εσύ μια από αυτούς που πίστεψαν όλες αυτές τις κατηγορίες έτσι; Κρίμα γιατί νόμιζα πως ο δεσμός σας δεν ήταν τέτοιος. Ξέρεις πόσες φορές μάλωσα μαζί του γιατί νόμιζα πως ήταν ερωτευμένος μαζί σου; Κι εσύ λεπτό δεν εφευγες από εκεί .."

"Κική, σε παρακαλώ. Καταρχήν δεν ξέρεις τι λες και..."

"Άστο ρε Εύα. Σου εύχομαι καλή αρχή. Ίσως τα ξαναπούμε κάποια στιγμή."

Η Κική δίχως να της αφήσει περιθώριο για εξηγήσεις, πήρε τη μικρή και πέρασε το δρόμο. Έκρινε τόσο γρήγορα... Όπως και όλοι, φυσικά.
Η Εύα έμεινε να αναρωτιέται...
Τελικά αλλάζουν οι άνθρωποι;
Κι αν αλλάζουν , πόσο διαρκεί αυτή η αλλαγή μέχρι να βγουν τα κρυμμένα απωθημένα τους στην επιφάνεια;

"Γιατί γελάς;"

"Γιατί σήμερα με υπερασπίστηκες..."

"Πρώτη φορά θα είναι μωρέ Εύα;"

"Όχι ρε Άρη αλλά... Ξέρεις... Δεν το περίμενα και... Και απλά αισθάνομαι περίεργα."

"Έλα μωρέ θα της περάσει... Θαρρείς και δε τη ξέρεις τη Κική."

"Ναι αλλά και πάλι δε θέλω να είμαι η αιτία να μαλώνεις μαζί της.. αισθάνομαι άσχημα. Χθες μάλωσε και ο Ορέστης με τη Χριστίνα. Ώρες ώρες ..."

"Ώρες ώρες είσαι βλάκας... Όλες αυτές πρέπει να καταλάβουν πόσο σημαντική είσαι για μένα και τον Ορέστη. Πρέπει να καταλάβουν πόσο διαφορετική είναι η σχέση μας μαζί σου. Αν δε το κάνουν τώρα, δε θα το κάνουν ποτέ Εύα... Να το θυμάσαι..."



                                 ††††

"Εύα φέρε μου λιγάκι το κλειδί για τη ρόδα..."

"Ποιο από όλα;"

"Εκείνο που γράφει 8 απ' έξω"

"Ορέστη; Δε βγαίνεις κάτω από το αμάξι σε παρακαλώ γιατι σε βλέπω και με πιάνει ένα σφίξιμο;"

"Αν μου φέρεις το κλειδί θα βγω"

Η Εύα έψαξε στα γρήγορα και έπειτα του πήγε το εργαλείο. Την ώρα όμως που πλησίασε, ο Ορέστης βγήκε κάτω από το αμάξι με αποτέλεσμα εκείνη να σκονταψει στα πόδια του και να πέσει πάνω του.

"Αουτς!" τσιριξε λυπημένη

"Αμάν ρε Εύα! Αμάν! Ειλικρινά ώρες ώρες..." ο Ορέστης άρχισε το κήρυγμα μα σαν την είδε καλά καλά σταμάτησε και πήγε κοντά της.
"Χτύπησες πολύ; Άσε με να δω..."
Επεξεργάστηκε τη πληγή στο γόνατο της μα εκεινη συννεφιασε ξαφνικά.

"Είμαι εντάξει ευχαριστώ. Δεν είναι τίποτα..."

"Εύα; Μη με δαιμονιζεις! Έλα να σε πάω μέχρι πάνω γιατί σίγουρα αν σηκωθείς θα φας τα μουτρα σου!"

"Ορέστη δε θέλω!"

"Νομίζεις έχεις επιλογές; Το έχει η μοίρα μου μάλλον να σε παίρνω αγκαλιά! Στο τέλος μέση δε θα μου μείνει!"

"Ορέστη άσε με κάτω σε παρακαλώ..."

"Πριν δύο εβδομάδες την είχες αγκαλιά  γιατί έπεσε από το ποδήλατο. Προχθές την είχες αγκαλιά γιατί παίζατε υποτίθεται. Σήμερα γιατί την έχεις πάλι αγκαλιά;" ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή και ο Ορέστης κατάλαβε αμέσως γιατί η Εύα άλλαξε συμπεριφορά και συννεφιασε

"Δε θα σου δώσω και λογαριασμό. Τι θες εδώ Χριστίνα;" της είπε αφήνοντας την Εύα απαλά κάτω.

"Δεν ήρθες. Σε περίμενα μια ολόκληρη ώρα. Ξέρω πως έχετε κάνει αυτό το αχουρι σπίτι σας οπότε ήρθα μόνη μου! Αλλά από ότι βλέπω μια χαρά το διασκεδάζεις!"

"Δεν ξέρεις τι λες! Και έχω βαρεθεί τη γκρίνια σου!"

"Μάλλον σου έκατσε τελικά! Καλό πουτανακι είναι κι αυτή. Μαρεσει που μου έλεγε ότι είστε μόνο φίλοι!"

Ο Ορέστης έριξε ένα βλέμμα στην Εύα η οποία χαμήλωσε το κεφάλι και παρέμεινε σιωπηλή...

"Χωρίζουμε Ορέστη! Βαρέθηκα! Αναρωτιέμαι άραγε αν τη μοιράζεστε με τον Άρη όπως όλα τα υπόλοιπα! Δεν θα μου έκανε εντύπωση με όσα λέει η Κική!"

Ο Ορέστης με ένα μεγάλο βήμα σήκωσε το χέρι και τη χαστούκισε.

"Ορέστη τι έκανες!" Τσιριξε η Εύα αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία . Άρπαξε τη Χριστίνα  η οποία άρχισε να κλαίει γοερα , από το μπράτσο και την έσπρωξε παραπέρα

"Φύγε!" της είπε με εκείνη τη χαρακτηριστική μπάσα φωνή που είχε από παιδί όταν νευρίαζε πραγματικά κι εκείνη κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά άρχισε να τρέχει. Ύστερα γύρισε προς την Εύα και τη πλησίασε σοβαρός

"Γιατί δε μου είπες πως μίλησες μαζί της;" της φώναξε έξαλλος "Δε σου έχω πει πως αυτές οι πουτανες δεν έχουν μπεσα;"

"Μη φωνάζεις..."

"Θα φωνάζω όσο θέλω! Σου έχω πει άπειρες φορές πως δε γουστάρω μυστικά μεταξύ μας. Και ξέρω πολύ καλά, το ποιόν της Χριστίνας. Λέγε τώρα τι έγινε πριν πάρω ανάποδες!"

"Μπορείς να μη φωνάζεις σε παρακαλώ...;" 

Ο Ορέστης αναστεναξε , ανοιγοκλεισε τα μάτια και έβγαλε από το πακέτο  ένα τσιγάρο. Το άναψε και στηρίζοντας το κορμί του στο αμάξι , την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με εκείνο το βλέμμα που δεν μπορούσε εύκολα κάποιος να μεταφράσει..

"Συγνώμη που φώναξα..." της είπε εν τέλει

"Ορέστη τη χτύπησες... Γιατί τη χτύπησες... Δεν είναι σωστό ότι κι αν έκανε. Ότι κι είπε... Τουλάχιστον είχε τα κοτσια και το έκανε μπροστά μου... Ξέρεις πόσες λένε τα ίδια και ίδια πίσω από τη πλάτη μου; Κάθε εβδομάδα αλλάζετε γκόμενα και όλες την ίδια κατάληξη έχουν... Τι κάνω λάθος πια;"

Η Εύα στηριζόταν στο ένα πόδι δακρυσμένη.

"Τίποτα δεν κάνεις λάθος Εύα μου... Αυτές δεν καταλαβαίνουν το πιο απλό..."

"Και ποιο είναι αυτό;"

"Τη σχέση που έχουμε μεταξύ μας... Και οι τρεις... Και τώρα έλα να σε πάω επάνω για να φτιάξω επιτέλους κι αυτο το αμάξι"

"Όταν παντρευτείς, να ξέρεις πως..."

"Εύα κλείστο!"

"Αμάν ρε Ορέστη! Άσε με να ολοκληρώσω!"

"Όχι!"

"Μα γιατί δεν με αφήνεις!"

"Γιατί πάλι μαλακια θα πεις..."


Έχοντας δεκάδες αναμνήσεις στο μυαλό , έφτασε στο ξενοδοχείο. Ήταν τόσο ευτυχισμένη σαν έφυγε από το σπίτι και μέσα σε μια στιγμή όλα άλλαξαν.
Τελικά ίσως είχε δίκιο ο Άρης...
Ποτέ καμία από αυτές δεν θα καταλάβαινε τη φιλία τους.
Δεν ήξερε αν ήταν ζήλια η κάτι παραπάνω μα όλες αυτές κάθε φορά που την έβλεπαν μόνη, ξεκινούσαν  φασαρίες και η Εύα ποτέ δεν έλεγε λέξη στα αγόρια.. Ίσως ήταν η ηλικία... Στα δεκαεπτά κρίνεις πολύ εύκολα. Βέβαια η στάση της Κικης λίγα λεπτά πριν, απέδειξε πως τελικά , οι άνθρωποι όντως δεν αλλάζουν...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top