Κεφάλαιο 4°
Βρέθηκε να περπατάει μέσα από τα στενά σοκάκια του χωριού, κρατώντας το χαρτοφύλακα της και έχοντας πια το ταγέρ ανοιχτό και τα μαλλιά της ελεύθερα. Ούτε που κατάλαβε για πότε πέρασαν οι ώρες. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν, εκείνη κατάφερε και τα γνώρισε ένα προς ένα και αφιέρωσε την ημέρα σε ένα διαφορετικό μάθημα. Το ονόμασε μάθημα της ζωής και τους έβαλε να καθίσουν σε ένα κύκλο όλοι μαζί και να γνωριστούν. Να μιλήσουν για τα ενδιαφέροντα τους αλλά και να της παρουσιάσουν τον εαυτό τους το κάθε ένα από αυτά ξεχωριστά.
Ακόμα και χωρίς τους κόκκινους κύκλους θα ήταν σε θέση να καταλάβει ποια ακριβώς παιδιά αντιμετώπιζαν θέματα. Μερικά ήταν από διαλυμένες οικογένειες , πιο κλειστά και μαζεμένα ενώ άλλα είχαν απλά από μικρά έναν ιδιαίτερο παραβατικό χαρακτήρα που άξιζε προσοχής.
Μέσα σε αυτά και σαν να ήθελε η τραγικότητα της ζωής να της υπενθυμίσει ποια ήταν και πώς εξελίχθηκε, γνώρισε και εκείνα τα τρία παιδάκια που της τράβηξαν τη προσοχή εξ αρχής. Ήταν η μικρή Φωτεινή, ο Στέλιος και ο Σωτήρης. Μάλιστα τη κορόιδευαν και τη φώναζαν το άστρο που εδυσε γιατί όπως της είπαν, η φωτεινή έπεφτε συνέχεια κάτω. Κανένα όμως από τα τρία δεν είχε κάποιο θέμα. Κάθε ένα από αυτά ήταν χαρουμενο και μετέπειτα είδε στα χαρτιά πως ποτέ δεν δώσαμε δικαίωμα . Οι γονείς τους μάλιστα ανήκαν και οι τρεις στο σύλλογο και τα παιδιά τους λάτρευαν. Πάντοτε πίστευε πως αν ρωτήσεις ένα παιδί για τους γονείς του , χωρίς να απαντήσει θα καταλάβεις πως αισθάνεται μόνο από τις εκφράσεις του προσώπου του. Αυτή ήταν και η πιο μεγάλη απορία της καθώς μεγάλωνε με τον Ορέστη και το Άρη... Ούτε ένας ενδιαφέρθηκε να κοιτάξει τα πρόσωπα τους όταν αναφερόταν στους γονείς τους. Όλη εκείνη η θλίψη και η πίκρα πήγαινε στα αζητητα.
Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο και ξέροντας πως αν ελέγξει το κινητό της θα βρει αρκετές κλήσεις από τους γονείς της, αποφάσισε απλά να κάνει μια βόλτα. Ίσως ακουγόταν σκληρό, μα δεν τους έβλεπε πια σαν γονείς με την αληθινή σημασία της λέξης. Η θεία της στη Θεσσαλονίκη της στάθηκε πολύ περισσότερο στις δύσκολες στιγμές σε αντίθεση με εκείνους που τα παλαιολιθικά μυαλά τους, τους μεταμόρφωσαν σε ένα τηλεφώνημα τα Χριστούγεννα και ένα το Πάσχα.
Η Εύα ποτέ δεν κατάλαβε τη στάση τους. Αρνήθηκαν να την ακούσουν και μάλιστα την ημέρα της σύλληψης των παιδιών, όταν εκείνη επέστρεψε ταραγμένη στο σπίτι βρήκε το δωμάτιο της άδειο, μια βαλίτσα έτοιμη και ένα εισιτήριο για την επόμενη εβδομάδα να τη περιμένει. Δεν της άφησαν ούτε ένα τόσο δα μικρό προσωπικό αντικείμενο.
Τις έδωσαν εφτά μέρες προθεσμία αφού για κακή τους τύχη δεν είχε πτήση ενώ μέσα σε αυτές τις μέρες, δεν την άφησαν να το κουνήσει από το σπίτι. Όταν έφυγε κρυφά για να πάει να τους δει στη φυλακή και επέστρεψε ήταν και η πρώτη φορά που ο πατέρας της, σήκωσε χέρι και τη χτύπησε.
Και όλα αυτά, γιατί έκανε παρέα με εκείνα τα παιδιά. Δύο φονιάδες. Αυτή ήταν η δικαιολογία τους... Με αυτό την έδιωξαν και δεν κάθισαν να ακούσουν λέξη παραπάνω. Δυστυχώς όμως δεν ήταν αυτό που τη πλήγωσε περισσότερο εκείνη την εποχή μα η στάση του Άρη και του Ορέστη...
"Ορέστη... Ο Άρης με έδιωξε. Δεν κάθισε να ακούσει ούτε λέξη. Γιατί μου το κάνετε αυτό;"
Λέξη... Ο Ορέστης απλά τη κοίταζε μέσα από το διάφανο τζάμι σκεπτικός χωρίς να λέει λέξη. Εκείνα τα πελώρια πράσινα μάτια του δεν έμοιαζαν με τα γαλήνια νερά του κόλπου μα με μια καταιγίδα.
"Μίλησε μου... Πες μόνο μια λέξη! Δεν το αντέχω! Δεν το βλέπεις;"
Σιωπή...
Άπλωσε το χέρι της πάνω στο τζάμι , ικέτεψε για μια του λέξη αλλά εκείνος παρέμενε ψυχρός κοιτάζοντας τη βαθιά μέσα στα μάτια. Ο αστυνομικός πλησίασε και την έπιασε από το μπράτσο για να την απομακρύνει. Εκείνη φωναζε... Χτυπούσε τις γροθιές της στο διάφανο τζάμι αλλά από την απέναντι υπήρχε μόνο ο τοίχος.
Μόλις ο αστυνομικός άσκησε περισσότερη δύναμη και άρχισε να τη τραβάει με τη βία προς τα έξω, εκείνη πάτησε τα κλάματα , του έδωσε μια στο πόδι και όρμησε ξανά με περισσότερη δύναμη αλλά όσο κι αν χτυπιοταν, ο Ορέστης σηκώθηκε αδιάφορα.
"Μίλα μου!!!" τσιριξε πνιγμένη στους λυγμούς κι εκείνος γύρισε τη πλάτη του και έφυγε...
Σταμάτησε σε ένα περίπτερο, πήρε ένα μπουκαλάκι νερό, μια εφημερίδα και συνέχισε. Το στομάχι της γουργουριζε μα εκείνη είχε ήδη κατασταλάξει στον επόμενο προορισμό της. Θα έπαιρνε ένα καφέ και θα έψαχνε για κάποιο μικρό και φτηνό διαμέρισμα. Δεν γινόταν να μείνει στο ξενοδοχείο για πάντα και ήξερε πως δε θα επέστρεφε σπίτι της. Οι γονείς της προσπάθησαν αλλά εκείνη τους έδειχνε την ίδια ακριβώς αδιαφορία που έδειξαν και εκείνοι χρόνια πριν.
"Εύα;" άκουσε μια φωνή καθώς περιμένει έξω από τη καφετέρια να της ετοιμάσουν το καφέ και γυρίζοντας είδε έναν άντρα κοντά στην ηλικία της. Κατάλαβε πως θα ήταν σίγουρα κάποιος από τα παλιά μα δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει. "Ο Διονύσης είμαι! Ο Παρασκευόπουλος!" η Εύα ξαφνιάστηκε.
"Δεν σε αναγνώρισα. Με συγχωρείς" Απολογήθηκε
"Χωρίς τα σιδεράκια και τα γυαλιά δύσκολο να με αναγνώριζες είναι η αλήθεια. Ήταν το σήμα κατατεθέν μου για όλη την εφηβεία! Εσύ πάλι έμεινες σχεδόν η ίδια..."
Εκείνη χαμογέλασε διστακτικά και βάζοντας μια τούφα μαλλιά αμήχανα πίσω από το αυτί της, τον κοίταξε χαμογελαστή. Ο Διονύσης ήταν από εκείνα τα παιδιά που δέχονταν ασταμάτητο πείραγμα. Όχι φυσικά από τον Ορέστη και τον Άρη. Για κάποιο λόγο , δεν τον πείραζαν . Μα τα υπόλοιπα τον κορόιδευαν συνεχώς.
"Πως και στα μέρη μας;"
"Ήρθα σαν δασκάλα στο δημοτικό. Πήρα μετάθεση..."
"Ωωω αυτά είναι υπέροχα νέα! Η Δάφνη θα ξετρελαθει!"
"Η Δάφνη;" απόρησε αμέσως κι εκείνος της έδειξε τη βέρα του. Η Δάφνη ήταν αυτό που αποκαλούσε η κάθε γενιά, η τέλεια γυναίκα. Το τέλειο κορίτσι. Το πιο όμορφο. Έξυπνο. Γενικά ένα αξιοζήλευτο πλάσμα. Ίσως αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει ήταν πως παρά την εξωτερική της εμφάνιση ήταν ένα πράο παιδάκι και μια ευγενικά κοπέλα μετέπειτα.
"Συγχαρητήρια! Δεν είχα ιδέα..." του είπε δίνοντας του μια αγκαλιά κι εκείνος της έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση σε ένα μαγαζάκι με παιχνίδια.
"Βλέπεις εκείνη τη γυναίκα με τα δύο αγοράκια; Αυτή είναι!"
"Απίστευτο.. Ειλικρινά δεν έχω λόγια και χαίρομαι πάρα πολύ!"
"Εσύ; Ήρθες μόνη; Με τον άντρα σου; Παιδιά;" Αυτές ήταν οι ερωτήσεις που πάντοτε δεν ήθελε να ακούει από κανενα κι εκείνος τις έκανε όλες μαζεμένες.
"Δεν... Δεν έτυχε" του είπε και σαν σωτήρας , τη πλησίασε ο σερβιτόρος
"Έτοιμος ο καφές σας δεσποινίς. Μπορείτε να τον παραλάβετε. Πακέτο σωστά;"
" Ναι. Ευχαριστώ. Έρχομαι αμέσως" του είπε και ύστερα στράφηκε προς το Διονύση. "Χάρηκα πολύ που σας είδα! Πρέπει να φύγω δυστυχώς αλλά να δώσεις τα χαιρετίσματα μου στη Δάφνη. Κάποια στιγμή ίσως πιούμε ένα καφέ !"
Η Εύα έκανε πως βιάζεται και τον αποχαιρέτησε.
Στρωμένη ζωή, παιδιά, ευτυχία ζωγραφισμένη...
Χαιρόταν αλλά από την άλλη κάτι μέσα της, την έπνιγε.
Είχε πατήσει τα τριάντα ένα και δεν δεχόταν κανένα στη ζωη της. Ίσως προσχώρησε μα μόνο στον επαγγελματικό τομέα. Κάθε σχέση που προσπάθησε να κάνει έπεφτε στο κενό. Ούτε δύο εβδομάδες δεν άντεχε.
Έχοντας στο χέρι το καφέ αύξησε το βήμα της και αποφάσισε να πάει κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Το μόνο που της έλειπε ήταν ακόμα μια συνάντηση με κάποιον παλιό συμμαθητή της. Βέβαια η έκπληξη που την περίμενε σαν μπήκε μέσα ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Τον είδε να στέκεται στη σάλα και τον αναγνώρισε αμέσως.
"Δημήτρη; Τι κάνεις εσύ εδώ;" αποκρίθηκε πλησιάζοντας τον. "Πως έμαθες που βρίσκομαι; Ο Κοσμάς το ξέρει;"
"Πες και ένα καλησπέρα μωρέ Εύα μου..."
"Άσε τα 'μου' σε παρακαλώ. Ξέρεις πως..."
"Ναι ναι ξέρω. Δεν ήρθα για να σου ζητήσω να γυρίσεις σε μένα μην ανησυχείς. Το έχω ξεπεράσει. Αν και πρώτη φορά μια γυναίκα με παρατάει στο δεύτερο ραντεβού, καταλαβαίνω πως δεν ένιωθες έτοιμη. Βασικά δεν έχει καμία σχέση η άφιξη μου εδώ με τη δική σου."
"Τότε;"
"Με κάλεσαν για ενίσχυση. Πιστεύουν πως θα υπάρξουν κάποια θέματα καθώς αποφυλακίζονται δύο εγκληματίες σε λίγες μέρες και πρέπει να παραμείνουν στο χωριό.
Θα μείνω για όσο χρειαστεί είπαν. Έστειλαν μήνυμα στο τμήμα πως θα χρειαστούν άτομα για κάποιο διάστημα. Δεν θα ερχόμουν αλλά επειδή ένας συνάδελφος έχει τη γυναίκα του έτοιμη για γέννα , προσφέρθηκα εγώ στη θέση του.."
Η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή μόλις κατάλαβε πως πήγε για την υπόθεση του Άρη και του Ορέστη.
"Πως με βρήκες;" τον ρώτησε ευγενικά χωρίς να θέλει να ανοίξει παραπάνω τη κουβέντα. Δεν ήταν κακός. Ίσα ίσα, ίσως ήταν από τους πιο καλούς άντρες που γνώρισε, το θέμα ήταν πως η ίδια δεν ήταν σε θέση να του προσφέρει όσα έψαχνε.
"Αλήθεια τώρα ρωτάς; Αστυνομικός είμαι ρε Εύα... Ρώτησα το Κοσμά αλλά δεν ήξερε. Οπότε έψαξα λιγάκι. Δεν είχα σκοπό αλλά αφού είμαι εδώ ήθελα απλά να σε ενημερώσω πως αν κάτι χρειαστείς, μη διστάσεις. Αυτό είναι όλο"
Όπως πάντα ήταν αρκετά μετρημένος στις κουβέντες του και η Εύα ήξερε πως εκτός από ντόμπρος ήταν και ειλικρινής. Δεν χωρούσε αμφιβολία στα λεγόμενα του.
"Ευχαριστώ. Μα είμαι εντάξει... Ξεκίνησα σήμερα. Ετοιμάζομαι να βρω και ένα διαμέρισμα και πιστεύω θα τα πάω μια χαρά..."
"Χαίρομαι. Δε θα σε ενοχλήσω άλλο. Ίσως αν σήκωνες το κινητό σου, να μην χρειαζόταν να έρθω ως εδώ. Σε έπαιρνα από το πρωί..."
"Με συγχωρείς. Το είχα στο αθόρυβο"
"Δε χρειάζεται να απολογείσαι. Λοιπόν, φεύγω και αν θελήσεις κάτι..."
"Ξέρω Δημήτρη. Δε θα διστάσω" του χαμογέλασε και εκείνος ανταποδίδοντας το χαμόγελο, την αποχαιρέτησε και έφυγε ...
Η Εύα ενιωσε περίεργα.
Όχι ότι ήταν αντικοινωνική μα καταβαθος, ήθελε ηρεμία. Και για τη πρώτη της μέρα, ήδη είχε έρθει σε επαφή με αρκετούς ανθρώπους που δε περίμενε...
Ξεφυσησε και ανέβηκε στο δωμάτιο. Πέταξε τη τσάντα της , άφησε το καφέ και την εφημερίδα πάνω στο κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς τη βαλίτσα.
Την άνοιξε και άρχισε να ψάχνει στα πράγματα της όπου βρήκε αυτό που αναζητούσε...
Άνοιξε το παράθυρο, ξεντυθηκε και παίρνοντας το καφέ και την εφημερίδα κάθισε στο περβάζι. Ήταν από εκείνα τα όμορφα μέρη που σπάνια έβρισκες σε ένα ξενοδοχείο. Ήταν σαν να κάθεσαι και να βλέπεις μπροστά σου μόνο θάλασσα.
Κοίταξε στις χούφτες της, άνοιξε το ταλαιπωρημένο πακέτο και βγάζοντας ένα τσιγάρο το έβαλε στα χείλη της...
"Τι με κοιτάζεις έτσι;" την ρώτησε ο Άρης
"Κακό είναι;"
"Όχι άλλα με κοιτάζεις περίεργα..."
"Γιατί καπνίζεις;"
"Εσύ γιατί ΔΕΝ καπνίζεις;" Της αντιγυρισε την ερωτηση.
"Μυρίζει άσχημα ρε Άρη! Άσε που όταν ξεκινάς με το Ορέστη νομίζω πως θα πεθάνω από τους καπνούς!"
"Ναι αλλά έχει ωραία γεύση!"
"Δύσκολο το κόβω..."
"Γλύψε τη γλώσσα μου και θα καταλάβεις..."
"Είσαι με τα καλά σου;;;; Γίνεσαι αηδιαστικός!"
"Κάνε μου τώρα και τη δύσκολη. Σιγά μωρέ! Πίνουμε από το ίδιο μπουκάλι, από τον ίδιο καφέ, καμία φορά κοιμάσαι το πρωί μέσα στη μούρη μου όταν μας παίρνει ο ύπνος εδώ και σιχαίνεσαι τη γλώσσα μου;"
"Δε σε σιχαίνομαι! Απλά ξέρω τι έκανες χθες με τη Κική! Ευχαριστώ αλλά εγώ τη γλώσσα μου εκεί μέσα δε τη βάζω!"
"Καλά. Αύριο θα τη κρατήσω καθαρή για σένα...Να ξέρεις όμως ότι αυτή η γλώσσα κάνει θαύματα... Μπορώ να σε κάνω να ξεχάσεις μέχρι και το όνομα σου..."
"Άρη;"
"Ξέρω ξέρω... Είμαι μαλάκας σωστά;"
Μέσα σε εκείνο το χαμόσπιτο που είχαν κάνει φωλιά τους, περνούσαν ατελείωτες ώρες. Δεν είχε παράθυρα αλλά είχε κάτι σπασμένα έπιπλα και ήταν ότι πρέπει για να περνάνε την ώρα τους. Εκεί τους έβλεπε να καπνίζουν κάθε μέρα. Και γενικά όσο μεγάλωναν έβλεπε αρκετά...
"Άντε κόψε τις βλακείες και σβηστο τώρα. Δεν μπορώ το καπνό σήμερα..."
"Ωχουυυ μωρέ! Ώρες ώρες είσαι τόσο κολλημένη!"
"Καλά κάνω!"
Ήταν σε άρνηση τότε...
Δεν ήθελε ούτε να το μυρίζει μα να που πλέον, όταν ένιωθε πιεσμένη , άναβε ένα τσιγάρο για να ηρεμήσει.
"Τι είναι αυτό που κρατάς;!"
"Ορέστη μη!!! Δώστο μου ρεεεε!"
"Εύα τσιγάρο είναι αυτό; Που σκατα το βρήκες;"
Εκείνη δεν απάντησε...
"Εύα! Σου έχω πει επανειλημμένες φορές πως όταν..."
"Όταν μου μιλάς να σε ακούω και μπλα μπλα μπλααααα"
Εκείνος χωρίς δεύτερη κουβέντα την άρπαξε και τη σήκωσε
"Άσε με κάτω ρεε!!! Θα πέσω!!! Ρε Ορέστη!!! Ζαλίζομαι γαμωτο!!"
Την πέταξε πάνω στο ξεσκισμενο στρώμα και σκαρφαλώνοντας επάνω της την ακινητοποίησε.
"Αν σε ξαναδώ με αυτές τις μαλακίες δε θα κάνω πλάκα..."
"Άσε με. Αρχίζεις και με πονάς!"
"Σε πονάω; Εντάξει... Θέλεις να καπνίσεις; Έλα εδώ...!"
Την άρπαξε από το καρπό και τη σήκωσε. Έπειτα έβγαλε από το τζακετ του ένα τσιγάρο το άναψε και κάθισε απέναντι της.
"Τι κάνεις ;" Τον ρώτησε μα απάντηση δε πήρε αμέσως. "Ορέστη σου μιλάω! Το ξέρεις πως όταν δε μου απαντάς με εκνευρίζεις!"
"Αν θέλεις να βάλεις αυτό το διάολο μέσα σου, τουλάχιστον θα στον βάλω εγώ. Πάρε ανάσα!" ο Ορέστης τράβηξε μια δυνατή τζούρα και πιάνοντας τη από τα μάγουλα της άνοιξε τα χείλη και εισχώρησε μέσα τους το καπνό. Η Εύα άρχισε να βήχει ακατάπαυστα κι εκείνος γέλασε. "Λοιπόν; Πως σου φάνηκε..."
"Είσαι..." είπε με δυσκολία ενώ εβηχε ασταμάτητα
"Απίστευτος;"
"Μαλάκας!" του είπε κι εκείνος πέταξε το τσιγάρο στο βρώμικο έδαφος και σηκώθηκε. Πήγε ως το τραπεζάκι που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από λίγα τελάρα ενωμένα μεταξυ τους και πήρε ένα μπουκαλάκι νερό.
"Πιες λίγο να καθαρίσει η γλώσσα σου αν και θα έχεις την αίσθηση μέχρι αύριο πάνω της..." είπε και της το πέταξε.
"Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε ο Άρης..."
"Τι εννοείς;"
"Χθες που σε περιμέναμε ... Μου είπε πως αν θέλω να δω πως είναι το τσιγάρο, να γλύψω τη γλώσσα του"
"Καλός μαλάκας κι αυτός..."
"Όντως αλλά τουλάχιστον εκείνος δεν περίμενε εμένα να του το πω! Το παραδέχθηκε μόνος του!" τον κορόιδεψε και ο Ορέστης την αγριοκοιταξε. Έβγαλε ένα καινούριο τσιγάρο, πήρε ένα μισό μπουκάλι βότκας που είχαν στο πάτωμα και έπειτα γύρισε προς το μέρος της ανάβοντας το τσιγάρο του.
"Λοιπόν; Δοκίμασες ;" ρώτησε πλησιάζοντας την. Της έδωσε το μπουκάλι με τη βότκα και εκείνη ήπιε.
"Είσαι τρελός;! Δεν θυμάσαι τι έλεγε ότι έκανε στη Κική;"
"Θυμάμαι..."
"Τα ίδια κανείς και εσύ! Απορώ δηλαδή... Δεν σιχαίνεστε;"
Ο Ορέστης πήγε λιγάκι πιο κοντά, κάθισε στο στρώμα , εγυρε το κορμί του προς το μέρος της και της χαμογέλασε
"Είσαι αβγαλτη εντελώς...Όταν θα νιώσεις πως είναι να σε γλύφουν εκει κατω..."
"Σσς!!! Σταμάτα! Αηδία ..."
"Θέλεις να δεις πως είναι;..." δάγκωσε τα χείλη του κι εκείνη κοκκινησε
"Πας καλά;"
"Γιατί όχι; Αν είναι να στο κάνει κανένας ξενερωτος καλύτερα να στο κάνω εγώ που ξέρω..." πέρασε τη γλώσσα πάνω στα χείλη του κι εκείνη ξεροκαταπιε σοκαρισμένη.
Μόλις ένιωσε το χέρι του στο μπούτι της και άρχισε να αλλάζει χρώμα , ο Ορέστης γέλασε δυνατά
"Έπρεπε να δεις τη φάτσα σου! Γαμωτο! Δεν είναι εδώ και ο Άρης να σε κοροϊδεύει για τον επόμενο μήνα!"
"Ε τώρα τι να σου πω!!!!"
"Τίποτα. Πολλά είπες. Άιντε τράβα σπίτι πριν σε ψάχνει ο μπαμπάς σου..."
"Βλάκα!"
"Μυξοπαρθενα!"
Τόσο όμορφες αλλά και επικίνδυνες αναμνήσεις...
Πλέον έβλεπε όλα εκείνα τα πειράγματα εντελώς διαφορετικά και απορούσε ... Πως ήταν δυνατόν να είχαν φτάσει και να δέθηκαν τόσο μεταξύ τους; Εκείνη που δε σήκωνε αστείο από κανένα...
Κι όμως...
Από τον Άρη και τον Ορέστη τα δεχόταν κι ας ήξερε πως θα εκνευριστει.
Αστεία απλά, σεξουαλικά , αθώα , πολύπλοκα... Είχαν καταντήσει σαν δυο πειραχτηρια με εκείνη σαν επίκεντρο...
Δυστυχώς όμως, η ζωή δεν ήταν πλάκα...
Η Εύα πέταξε το τσιγάρο στο μικρό μπαλκονακι και μπήκε μέσα. Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα έκλεισε τα μάτια , ξάπλωσε στο κρεβάτι και άφησε την γεύση στη γλώσσα της να της υπενθυμίσει πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται τελικά...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top