Κεφάλαιο 39°
Κάθε ένας έριξε δάκρυα που είχαν πια στερέψει και στεγνώσει. Έτσι και εκείνη... Πέρασε όλη νύχτα σχεδόν καθισμένη στα σκαλιά να προσπαθεί να βρει το λάθος μέσα σε μια θάλασσα γεμάτη από δαυτα. Ίσως έψαχνε να βρει εκείνη τη καμπή της ζωής της που την ώθησε σε κάθε της πράξη. Ήταν αργά. Το ήξερε. Γι αυτό και δεν κούνησε ρούπι από το σπίτι.
Αναρωτήθηκε πολλές φορές αν η κακία ήταν κάτι με την οποία γεννιοσουν ή απλά σου έβγαινε στη πορεία.
Ήξερε πως οι συγγνώμες δεν διορθώνουν. Δε γυρίζουν το χρόνο και προπαντός δεν της άρεσαν.
Μόλις ξημέρωσε, πήρε τηλέφωνο στο Σωτήρη . Του ζήτησε να βρεθούν μα εκείνος αρνήθηκε. Τα νέα ταξίδεψαν στα αυτιά του μέσω της Τασίας η οποία δε λειτούργησε σαν τη Ξανθίππη. Ήθελε να ξεμπροστιασει την Ελένη με κάθε τρόπο.
Τι είναι όμως αυτό που πραγματικά γεννάει ένα μίσος; Είναι η αγάπη από μόνη της αρκετή για να φέρει ένα χάος δίχως τελειωμό; Μπορεί από ένα τόσο όμορφο συναίσθημα να καταλήξει σε εφιάλτη;
Κι όμως μπορεί...
Ήταν τόσο μικρά...
Τόσο διαφορετικά χρόνια...
Η απερισκεψία οδηγούσε σε λάθος μονοπάτια και η διαφορετικότητα σε ωθούσε στην άμυνα. Ένα κακό τρόπο άμυνας σε όσα συμβαίνουν γύρω σου. Μερικοί άνθρωποι ήταν ικανοί να το διαχειριστούν ομαλά ενώ άλλοι, μετέτρεπαν τους εαυτούς τους στα τέρατα που ζούσαν κάτω από το κρεβάτι. Μίσος στο μίσος, κεντησαν μια απόγνωση που έφερε καταστροφικά αποτελέσματα. Τόσο για τους ίδιους όσο και για τους ανθρώπους γύρω τους.
Όντας μικρός καμιά φορά δεν αντιλαμβάνεσαι στο έπακρο τις επιπτώσεις τόσο των δικών σου πράξεων όσο και το αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στις ζωές των άλλων...
Μυτιλήνη, έτος 1964
"Αουτς!" Παραπονέθηκε με μια λέξη από το ατσαλο χτένισμα των μαλλιών που της χάριζε η μάνα της. Η χτένα κατέβαινε μέσα από τους δεκάδες κόμπους, το χέρι κρατούσε κόντρα το κεφάλι και όσο εκείνη παραπονιόταν άλλο τόσο η μάνα της, επέμενε.
Συνήθως δεν την πονούσε τόσο. Ήξερε το τρόπο για να χτενίζει μαλακά τα μαλλιά μα εκείνο το πρωινό, ήταν διαφορετική. Σιωπηλή. Μπήκε στο δωμάτιο με τις πιτζάμες και όχι ντυμένη στη πένα όπως συνήθιζε.
"Ο άχρηστος! Τους έδωσα τόσα χρόνια υπηρεσία και με έδιωξαν!" μονολογούσε πιέζοντας τη χτένα ακόμα περισσότερο στο τριχωτό της κεφαλής της. "Ούτε αποζημίωση δεν μου έδωσαν! Αλλά βέβαια! Τι να περιμένει κανένας από αυτούς! Δεν ενδιαφέρονται για τίποτα παρά μόνο να κερδίζουν! Τους σιχαίνομαι!"
"Αουτς..." Παραπονέθηκε η μικρή ξανά.
"Ελένη πάψε! Δεν σε πονάω!"
"Μα με πονάς μαμά..." διαμαρτυρήθηκε
Την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε έτσι ώστε η μικρή να κοιτάζει
"Άκουσε με καλά! Σε αυτό το κόσμο θα πατάς επί πτωμάτων για να πάρεις αυτό που θέλεις κατάλαβες; Δεν θα υπολογίσεις τίποτα και κανένα! Κανένας δεν αξίζει την ελεημοσύνη σου! Δε θα δείχνεις έλεος. Δε θα κάνεις χάρες. Δεν θα αφήσεις κανένα μα κανένα να σε εκμεταλλευτει! "
"Μανούλα τι επαθες;"
"Έμεινα χωρίς δουλειά. Αυτό έπαθα! Αυτοί η καταραμένοι ύστερα από τόσα χρόνια με έδιωξαν! Μη σε ξαναδώ να πλησιάζεις τη κόρη τους ακούς;"
"Μα.. μα παίζουμε τουβλάκια με τη Ξανθίππη...η δασκάλα μας έβαλε να καθίσουμε μαζί"
"Τέρμα η Ξανθίππη! Αυτό το πλάσμα είναι ένα μικρό φίδι σαν τους γονείς της! Μη σε ξαναδώ ούτε να της μιλάς! Κατανοητό;;"
"Μα μαμά..."
"Είπα κατανοητό;!"
"Μάλιστα μαμα..."
"Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια δούλευα και με πέταξαν σαν το σκυλί! Ήξεραν πως ο πατέρας σου παραιτηθηκε από τη δουλειά του και είμαι σίγουρη πως το έκαναν επίτηδες! Τι θα τρώμε Ελένη; Τα τουβλάκια;; Πόσο εύκολο είναι νομίζεις να σταθεί ξανά στα πόδια του; Θα βρεις ένα πλούσιο άντρα να παντρευτείς όταν μεγαλώσεις! Δε θα αφήσεις τίποτα και κανένα να μπει εμπόδιο κατάλαβες; Ατομιστές! Άχρηστα σκουπίδια που έχουν λίγα χρήματα και νομίζουν ότι κάποιοι είναι! Αλλά θα έρθει ο καιρός που θα πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα!"
"Μαμά; Η Ξανθίππη όμως ήταν το πρώτο κοριτσάκι μου με πλησίασε μόλις άρχισα το νηπιαγωγείο... ένα χρόνο καθόμαστε μαζί στο θραν..." Ένα απότομο τράβηγμα έκανε την Ελένη να κλάψει
"Αυτό το κοριτσάκι θα το μισείς πιο πολύ από όλους! Τέλος! Δεν σηκώνω κουβέντα! Η οικογένεια της φταίει! Δε θα κάνεις παρέα με τον εχθρό! Ένα χρόνο τη ξέρεις και εγώ σε γέννησα!"
"Εντάξει.. μη με πονάς όμως.."
Τελικά , ένα ακραίο βίωμα από τα παιδικά μας χρόνια ήταν αρκετό.
Ότι σπέρνεις θερίζεις... Και πάνω ακριβώς στο άνθος της, η μάνα της Ελένης φρόντισε να σπείρει ένα μίσος τόσο βαθύ που κατέστρεψε τους ανθρώπους γύρω της. Το έχτιζε μέχρι που έκλεισε τα μάτια της. Με αυτό πέθανε...
Η Ελένη αν και έκανε τον απολογισμό της ήταν ήδη αργά. Η κακία είχε σφηνωθεί στη ψυχή της. Δεν ήταν τόσο η αγάπη που έτρεφε στο Σωτήρη όσο το γεγονός πως ένιωσε ότι τα λόγια της μάνας της έβγαιναν αληθινά. Η Ξανθίππη έβγαινε πρώτη στους βαθμούς. Είχε φίλες. Ήταν ευγενική. Η Ελένη σαν παιδάκι και δασκαλεμενη από τη μάνα της έπρεπε να το αλλάξει.
Τρυφερές ηλικίες που άνετα πλάθονται με λάθος πρότυπα και τρόπο.
Άκουσε ένα αυτοκίνητο να σταματάει έξω από το σπίτι και σηκώθηκε. Περπάτησε αργά προς το παράθυρο και τραβώντας τη κουρτίνα , είδε ένα περιπολικό.
Το ήξερε καταβαθος. Ίσως η Ξανθίππη δεν ήταν ικανή μα άπαξ και κατέβηκε ο Κοσμάς και η Μάρθα , δεν θα υπήρχε έλεος.
Άνοιξε τη πόρτα. Έστρωσε τα μαλλιά της. Σήκωσε το κεφάλι και βγήκε στη βεράντα. Από το αυτοκίνητο κατέβηκε ο διοικητής του τοπικού τμήματος. Νεοφερμένος αλλά όλοι έλεγαν πως έκανε καλά τη δουλειά του. Ο Κοσμάς ακολούθησε και έπειτα ένας ακόμα αστυφύλακας.
"Κυρία Μακρή. Συλλαμβάνεστε για πλαστογραφία και παραποίηση στοιχείων κατά της αρχής με ηθελημένο τρόπο. Αν θέλετε μπορ.."
"Μη συνεχίζετε. Ξέρω" Αποκρίθηκε κόβοντας το λόγο του διοικητή και κοίταξε το Κοσμά. Άπλωσε τα χέρια, ο αστυφύλακας της πέρασε χειροπέδες και δακρυσε.
"Τελικά Κοσμά, υπάρχουν και παιδιά που δεν έχουν πρόσφορο έδαφος για σπαρτά..." είπε εννοώντας τη κόρη της που πάσχιζε να τη κάνει να μισησει μα πέτυχε το αντίθετο.
"Ντρέπομαι για σένα Ελένη. Ειλικρινά ντρέπομαι"
"Να ντρέπεσαι για τους ανθρώπους. Όλους. Κρίματα κάναμε πολλά. Μα όπως είπα, εκτός από τα ασπαρτα υπάρχουν κι εκείνα που έχουν έδαφος έτοιμο... Εκείνα που έχουν αδύναμο χαρακτήρα. Εκείνα που θα θερίσεις, ότι ακριβώς σπέρνεις και το ξέρεις. Αντίο Κοσμά..."
Ο αστυφύλακας την οδήγησε στο περιπολικό και ο Κοσμάς αναστεναξε.
Η νύχτα που πέρασαν στο σπίτι τους βρήκε άγρυπνους ώσπου το πρωί έλαβαν ένα μήνυμα από το γιο της Τασίας πως όλα ήταν καλά... Μόνο αυτό έφτανε .
Σαν ξημέρωσε , πήγαν στο τμήμα και κατέθεσαν μήνυση. Έψαξαν φυσικά για το Κοσμά και βλέποντας την ιδιότητα του πίσω στη Θεσσαλονίκη, καθώς και τα στοιχεία και τη κατάθεση όλων πλην της Ξανθίππης , εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης.
Η Ξανθίππη αρνήθηκε να καταθέσει...
Πόνεσε. Βίωσε τη φρίκη. Μα αρνήθηκε... Ίσως από εκείνη πήρε το περίεργο χαρακτήρα του και ο γιος της... Έτσι το είδαν όλοι.
Μόλις το περιπολικό ξεκίνησε και έμεινε μόνος, έστειλε ένα μήνυμα της Μάρθας πως όλα είχαν τελειώσει...
*******
Είχε πάει δώδεκα. Πάνω από τρεις ώρες ήταν καθισμένοι σε εκείνο το σπίτι.
Και ναι, ήπιαν το καφέ τους, έφαγαν, μίλησαν. Γύρισαν το χρόνο και αναβίωσαν στιγμές που έμεναν αναλλοίωτες στις μνήμες τους.
Υπήρχε μια όμορφη γλυκιά ηρεμία στην ατμόσφαιρα. Η νηνεμία που ήταν αποτέλεσμα από πολλές καταιγίδες μαζί. Μα πλέον τίποτα δεν έμεινε να μαυρίζει τον ουρανό τους. Σαν παιδιά έζησαν αρκετά, μεγαλώνοντας έχασαν ο ένας τον άλλο, μα τελικά τα θεμέλια ήταν πολύ γερά για να τους κάνουν να ξεχάσουν την αίσθηση σαν βρίσκονταν και οι τρεις μαζί.
Ήξεραν πως έφτασαν σε ένα σημείο της ζωής τους που είτε θα προχωρούσαν μπροστά είτε θα ζούσαν με το παρελθόν. Εκείνοι επέλεξαν να κρατήσουν κάθε όμορφη στιγμή και να προσπαθήσουν να χτίσουν ένα διαφορετικό κόσμο.
Ήξεραν πως δεν θα ωφελούσε να έμπαιναν σε βαθιές λεπτομέρειες για εκείνα τα δεκαπέντε χρόνια μα αρκέστηκαν σε όσα τους γέμιζαν χαρά. Ο Άρης μάλιστα τους ανακοίνωσε πως σκέφτεται να προχωρήσει με τη Κική σοβαρά. Κάτι που φυσικά , τους προκάλεσε έκπληξη.
Ένα πράγμα μόνο τη πλήγωσε βαθιά την Εύα.
Όταν κάθισαν ο Άρης θέλησε να μιλήσει και να τους ενημερώσει για την Ελένη έτσι ώστε να μην έρθει κι άλλη κατραπακια στα κεφάλια τους. Πίστεψε πως ήταν η ιδανική στιγμή για να μάθουν και οι δύο τον υπαίτιο αλλά και να το διαχειριστούν μαζί. Δεν ήθελε να Εύα να επιστρέψει πίσω και να μάθει τα νέα για τη πράξη της μάνας της από κάποιον άλλο.
Δεν ήθελε να είναι μόνη της σε μια τέτοια στιγμή. Ήταν βαρύ , μα θα το αντιμετώπιζαν όλοι μαζί. Σαν ενήλικες και σαν τη γροθιά που πάντοτε ήταν από μικρά.
Ο Ορέστης αν και δε το πήρε τόσο καλά , παρέμεινε ήρεμος σε αντίθεση με εκείνη που δυσκολεύτηκε. Ναι μεν γνώριζε το χαρακτήρα της μάνας της μα δεν την είχε ικανή για κάτι τόσο άσχημο. Ήθελε να βρεθεί μαζι της και να ζητήσει το λόγο μα καταβαθος ήξερε πως η απάντηση δε θα τη γεμισει. Κατέστρεψε ένα τόσο προσωπικό της αντικείμενο ,όπως το ημερολόγιο για να σπείρει μίσος. Πάντα μισούσε εκείνα τα παιδιά αλλά πήγε ένα επίπεδο παραπέρα το μίσος της. Και πλέον η Εύα δεν ήταν παιδάκι. Το θεώρησε ανεπίτρεπτο. Πίστεψε ίσως η μητέρα της αντιμετώπιζε κάποια ψυχολογικά προβλήματα. Ντράπηκε για τη πράξη της αυτή.
Πλέον όμως, η γροθιά έσφιξε ξανά.
Και τίποτα δεν ήταν ικανό να τη διαλύσει. Η αλήθεια όταν αυτή ακούγεται και λέγεται χωρίς φόβο, προσφέρει αγαλλίαση. Ίσως ένιωθαν λιγάκι περίεργα στην αρχή μα τους πήρε λίγα λεπτά μόνο για να ενωθούν ξανά. Όλα έβγαιναν φυσικά. Σαν να μην είχε περάσει μέρα. Ο Άρης της είπε πως κάποια πράγματα συμβαίνουν χωρίς να μπορούμε να τα εξηγήσουμε. Έτσι ίσως έγινε και με την Ελένη και την αποστροφή που τους έδειχνε χρόνια τώρα.
"Θέλεις να..."
"Όχι μάτια μου. Είμαι σίγουρος πως η μάνα μου θα είναι εκεί μέσα να σε περιμένει. Τη ξέρω καλά..." ο Ορέστης είχε σταματήσει το αμάξι ένα στενό πιο πάνω από το σπίτι της. "Πήγαινε. Θα πεταχτω στο σπίτι εγώ να το αδειάσω , να μαζέψω και εκείνο το χάλι και ύστερα θα έρθω να σε πάρω.."
"Να με πάρεις;" απόρησε χαρούμενη. Είχαν αποφασίσει λίγο πριν φύγουν από το χαμόσπιτο να βρεθούν αργά το βράδυ για φαγητό μαζί και με τη Κική οπότε της φάνηκε περίεργο.
"Εννοείται. Θα δεχτώ τη προσφορά . Θα το πουλήσω το σπίτι. Θέλω όμως να σου δείξω το επόμενο..."
"Ποιο επόμενο;" ρώτησε ακόμα πιο περίεργα κι εκείνος χαμογέλασε.
"Θα δεις... Και τώρα άντε. Πήγαινε . Ξέρω πως θέλεις να μιλήσεις και με το σχολείο. Με τη μάνα μου. Με τη δική σου... Πρέπει να κλείσει κι αυτό Εύα μου.
Ένα ένα πρέπει να τα βάλουμε όλα σε μια σειρά..."
"Ορέστη;" Η Εύα έπιασε το χερούλι μα πριν βγει γύρισε και τον κοίταξε . "Ακόμα δεν πιστεύω το τρόπο που έφυγα χθες και τη κατάσταση στην οποία γυρίζω σήμερα..."
"Αν ξέραμε τις καταστάσεις μάτια μου, ίσως δεν φτάναμε ως εδώ εξ αρχής..." η Εύα χαμογέλασε χαρούμενη .
"Έχεις δικιο. Μην αργήσεις. Νιώθω πως..."
"Δεν φτάνουν οι στιγμές;" τη συμπλήρωσε κι εκείνη αναστεναξε
"Ακριβώς..." Τον φίλησε απαλά και ανοίγοντας τη πόρτα ο Ορέστης τη τράβηξε προς τα μέσα απότομα. Τη κοίταξε βαθιά , ίσως πιο βαθιά από ποτέ και εκείνο το χαμόγελο δεν υπήρχε στα χείλη του. Είχε σοβαρεψει.
"Παντρέψου με..." ζήτησε αξαφνα κι εκείνη έπεσε από τα σύννεφα...
Τόσο απλά. Τόσο ωμά
Τόσο απότομα.
Τόσο γρήγορα.
Χωρίς δισταγμό. Χωρίς προειδοποίηση.
Πέταξε τις λέξεις σαν να ήταν ένας χείμαρρος και η Εύα κλήθηκε να κολυμπήσει. Κλήθηκε να μάθει επιτέλους να κουνάει χέρια και πόδια...
Μέσα σε ούτε δώδεκα ώρες άλλαξε ολόκληρη η κοσμοθεωρία που είχε χρόνια τώρα και χτίστηκε πάνω στα ψέματα. Εκείνο το κοριτσάκι αν και γυναίκα πια , ένιωθε την ευτυχία να της χτυπάει της πόρτα. Και ήταν τόσο όμορφη η μετάβαση...
Τόσο αφύσικα φυσιολογική...
Καμιά φορά, ίσως μέσα από τις κακουχίες, τη βαναυσότητα και τη κακία του κόσμου, προκύπτουν και όμορφα πράγματα. Χρειάζεται μόχθος. Εσωτερικός διάλογος. Ξεσπάσματα. Μα προκύπτουν... Και στη τελική....
Τι ήταν;
Δύο ερωτευμένα πλάσματα από πιτσιρίκια ήταν...
Μα τίποτα δε μένει κρυφό τελικά.
Τίποτα...
Ούτε το μίσος. Ούτε η αγάπη...
💋💋💋💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top