Κεφάλαιο 35°
Το δέρμα, φτάνει σε σημείο να σκίζεται. Το κοιτάζεις και το βλέπεις να αραιώνει. Είναι εκείνο που κρατάει ιστούς μύες και κόκαλα... Μα το δικό μου, ουκ ολίγες φορές έγινε κομμάτια. Θυμάμαι να τρέχω από μικρό παιδί . Πάντοτε έτρεχα... Δεν ήξερα γιατί έτρεχα μερικές φορές. Ακόμα και όταν κατάφερνα να κοιμηθώ σε εκείνο το ζαχαροσπιτο, ένιωθα πως η κακιά μάγισσα θα ανοίξει τη πορτα και θα με φάει. Κι έτσι έτρεχα. Σιωπηλός. Να προλάβω πριν με σκοτώσει.
Κάποτε πίστευα πως οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να ακούν όσα η σιωπή λέει. Πώς είναι έξυπνα όντα και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος.
Άνοιγα διάπλατα τα μάτια μου, προσπαθούσα να τους μιλήσω στα βουβά για να μη με ακούσει εκείνο το τέρας, εκλιπαροντας για βοήθεια , μα εκείνοι γύριζαν τη πλατη.
Θυμάμαι μια μέρα, ήμουν δεν ήμουν επτά... Άκουσα μια τσιριδα και άρχισε να τρέμει το κορμί. Έτρεξα. Τόσο γρήγορα. Έφτασα στην άκρη και την είδα.
Φορούσε ένα φορεματακι το οποίο είχε σκιστεί. Τα γόνατα της ήταν ματωμένα και κρατιόταν από μερικά σπασμένα κλαδιά. Προσπαθούσε να σκαρφαλώσει και όλο έπεφτε. Και βούτηξα...
Που; Σε μια μικρή χαράδρα δέκα μέτρων. Δεν σκέφτηκα. Τι να σκεφτώ; Μήπως πονέσω; Τα πόδια μου κάτω από εκείνη τη φόρμα ήταν ήδη γεμάτα γδαρσίματα. Έφαγα τόσο ξύλο εκείνο το πρωινό... Ήταν Κυριακή. Η μάνα μου επέμενε να πάω μαζί της εκκλησία αλλά δεν έβλεπα το λόγο. Για μένα από μικρό παιδί ο θεός ήταν ένα καλοστημένο παραμύθι. Μια κομπίνα έτσι ώστε οι άνθρωποι να πιστεύουν σε κάτι πριν γίνουν χώμα. Δεν είμαστε τίποτα. Ερχόμαστε και φεύγουμε και τίποτα δεν έχει ουσία. Μέχρι εκείνη τη Κυριακή....
Η μέρα που κατάλαβα πως εκείνο το κοριτσάκι, θα με καταστρέψει σαν μεγαλώσει. Και ναι... Το ήξερα από μικρός αυτό. Τόσο επίμονο πλάσμα. Προσπαθούσε να δει και να βρει τις πληγές μου. Με μαλωνε που έπεφτα.
Μια μέρα με πήρε ο ύπνος στο παγκάκι καθώς παίζαμε και όταν ξύπνησα την είδα από πάνω μου σαν νοσοκόμα. Είχε κάνει τις κορδέλες της κομπρεσες, και με ένα χαρτομάντιλο προσπαθούσε να καθαρίσει το μάτι μου.
Έπεσα άσχημα εκείνη τη μέρα... Ένας θεός ξέρει πως κατάφερα να έχω ακόμα όραση από το αριστερό μάτι.
Ύστερα συνήθισα...
Ήταν πάντα εκεί και όταν δεν ήταν με έπιανε ένα άγχος. Σκαρφάλωνα στο δωματίο της μόνο και μόνο για να τη δω.
Και μετά το κοριτσάκι άρχισε να μεγαλώνει. Να προσπαθεί να μάθει τον εαυτό της. Να χτίσει προσωπικότητα δίπλα σε ένα ρεμαλι σαν εμένα... Έκλεβα, μιλούσα άσχημα, έπινα από τα δεκατρία... Κάπνιζα από τα δώδεκα.
Έκλεβα γιατί πεινούσα. Γιατί κάθε μέρα η μάνα μου μαγείρευε μα εκείνος σαν το σκυλί, με άφηνε με ένα κομμάτι από το ψωμί της προηγούμενης μέρας. Γιατί κατάφερνε και έβρισκε το φαγητό που έκρυβε η μάνα μου. Τότε δεν καταλάβαινα. Μα τώρα ξέρω. Ήμουν το αποτέλεσμα της πιο χυδαίας πράξης και πάραυτα η μάνα μου με αγάπησε.
Έπινα και κάπνιζα για να απαλύνω το πόνο. Πάντοτε όμως είχα το κοντρόλ καθώς και την ευθύνη των πράξεών μου. Ας πούμε πως μεγάλωσα απότομα...
Ένας τύπος μια μέρα στο νοσοκομείο της φυλακής μου είπε κάτι που σημαντικό...
Για να είσαι παιδί, πρέπει κάποιος γύρω σου, να σου συμπεριφέρεται σαν παιδί...
Δεν είχε άδικο...
Δεν μεγάλωσα σαν παιδί.
Μα λαχταρούσα ένα για να του δώσω όσα εγώ ποτέ δε πήρα... Ίσως να του δώσω το πιο σημαντικό από όλα...
Ασφάλεια...
Προστασία...
Αγάπη...
Δίχως όρους.
Δίχως εκείνο το
Χάσου ρε μαλακισμενο να μη σε βλέπω...
Θα σε σκοτώσω.
Μπασταρδο...
Να ψοφήσεις...
Καταραμένο να είσαι...
Άχρηστο...
Σιχαμα...
Πουστρακι...
Τόσες λέξεις... Τόσες πράξεις...
Πόνος που το κορμάκι ενός παιδιού δεν αντέχει , πόσο μάλλον η ψυχή μα άντεξα..
Κι έτσι έμαθα να τρέχω...
Δυνατά. Γρήγορα. Να αντιδρώ και να προσπαθώ να σώσω ότι μπορούσα.
Σκηνές περνάνε μπρος από τα μάτια μου και τώρα που μεγάλωσα , πονάνε ακόμα.
Είμαι πράγματι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος; Δεν έχω ιδέα...
Μα θέλω να ανοίξω τα χείλη μου, και φωνή δε βγαίνει. Θέλω να κουνηθώ και το σώμα μου δε δίνει εντολές...
Με κοιτάζει...
Μου μιλάει;
Τι θέλει;
Τι θες ρε μάνα;
Άσε με...
Λίγο θάνατο ψάχνω....
Να ακουμπήσω και να τελειώνω πια...
"Ορέστη! Για το Θεό μίλησε μου!" Η Ξανθίππη πλησίασε αλλά εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν τόλμησε να τον ακουμπήσει. Το κορμί του έτρεμε ολόκληρο και εκείνα τα ανοιχτά του μάτια ήταν απόδειξη πως το μυαλό είχε χάσει τη μάχη.
"Παιδί μου, να χαρείς. Μη με τρομάζεις. Όλα θα περάσουν!" τα χέρια της απλώθηκαν στο πρόσωπο του μα εκείνος τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
Και τότε έστρεψε το βλέμμα του...
Κίνησε τα βλέφαρα και τη κοίταξε.
"Φύγε μάνα" αποκρίθηκε σοβαρός. Σαν να άφησε τη τρέλα να βγει σε δύο μόνο λέξεις.
"Όχι παιδί μου! Σε ικετεύω ! Μπορ.."
"ΦΥΓΕ!" Κραύγαζε τόσο δυνατά που η Ξανθίππη θα ορκιζόταν ότι οι τοίχοι ετριξαν. Την έπιασε από το μπράτσο και με.δυο μεγάλες δρασκελιες την ευβγακε έξω από εκείνο το σπίτι. Έκλεισε τη πόρτα και ήταν τέτοια η δύναμη που εκείνη κοπανηθηκε και άνοιξε ξανά.
Γυαλιά... Φωνές. Κραυγές. Η Ξανθίππη έπεσε κάτω πιάνοντας τα αυτιά της κι εκείνος έκανε το σπίτι λαμπογυαλο. Ούρλιαζε χωρίς σταματημό ώσπου από το φόβο της, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει.... Έπρεπε να πάει. Να προλάβει. Να μιλήσει στην Εύα. Δεν υπήρχε χρόνος. Δεν είχε ιδέα σε τι μπορούσε να μεταμορφωθεί εκείνος ο θυμός.
Ούτε ο Κώστας στα χειρότερα του δεν είχε εκείνο το βλέμμα. Εκείνη την οργή. Και ειλικρινά τον έτρεμε το Κώστα...
Έτρεχε ακούγοντας πράγματα να σπάνε με τη καρδιά της έτοιμη να σταματήσει...
*********
Μπήκε σαν τη τρελή μέσα στο δωμάτιο
"Άρη!!! Σήκω! Γρήγορα!!!"
Εκείνος πετάχτηκε έντρομος
"Τι έγινε μάνα; Γιατί τρέμεις;"
"Γρήγορα!!! Τρέχα στου Ορέστη! Έμαθε! Μιλούσα με τη Ξανθίππη και ήταν εκεί...και... Θεουλη μου νιωθω πως φοβάμαι Άρη.... Τρέχα!!!!" Η Τασία έβγαλε μια τσιριδα μα ο Άρης ήταν ήδη στις σκάλες...
********
Σηκώθηκε ...
Κοίταξε γύρω της μα όλα έμοιαζαν μαύρα...
Το μυαλό δεν ακολουθούσε .
"Εύα μου, κάτσε κάτω... Τρέμεις ολόκληρη κόρη μου σε παρακαλώ"
"Τρέμω;" ψέλλισε ρίχνοντας του ένα βλέμμα "ΤΡΕΜΩ;" Η Εύα φώναξε με όλη της τη δύναμη και ο Κοσμάς άπλωσε στον αέρα τις δύο του παλάμες θέλοντας να της δείξει πως δεν είναι εχθρός... Μα πως να το κανει; Το έβλεπε στο τρόπο που κοιτούσε. Της έπεσε ο ουρανός σφοντηλι. Ίσως έπρεπε να περιμένει μα δε το έκανε ...
Λίγη ώρα πριν
"Κοσμά;"
"Με συγχωρείς που ήρθα απροειδοποίητα κορίτσι μου"
"Δεν.. δε πειράζει. Απλά τρόμαξα. Τι έγινε;"
"Πρέπει να μιλήσουμε."
"Ήρθες από τη Θεσσαλονίκη νυχτιατικα για να μιλήσουμε; Έπαθε κάτι η θεία;" Η Εύα πανικοβλήθηκε
"Όχι. Όχι!! Είναι εντάξει"
Μόλις είδε το χρώμα να επιστρέφει στα μάγουλα της , ηρέμησε.
"Δεν καταλαβαίνω. Δε βλέπω το λόγο να... Δε το πιστεύω...." Η Εύα έχασε τη μιλιά της όταν ο Κοσμάς έβγαλε από τη πλάτη κάτι, που εκείνη αναγνώρισε αμέσως.
"Νομίζω σου ανήκει..."
"Που το βρήκες; Θεέ μου!" Η Εύα χαμογέλασε και τον αγκάλιασε. Ο Κοσμάς ήξερε όμως πως εκείνο το γέλιο θα έφευγε από τα χείλη της.
"Η μαμά είπε πως το πέταξε! Απίστευτο!" Μόλις της το έδωσε εκείνη άνοιξε τη πρώτη σελίδα και χαμογέλασε γλυκά "Δεν φαντάζεσαι πόσο ευτυχισμένη με έκανες. Το ηθελα σαν τρελή! Που το βρήκες; Βασικά, έλα κάθισε...!"
Τόσο ενθουσιασμένη... Σαν μικρό παιδί.
"Ήταν στη Θεσσαλονίκη" της είπε Κοσμάς ενώ εκείνη αρχισε να ξεφυλλιζει
"Στη Θεσσαλονίκη;" Απόρησε
Ο Κοσμάς άπλωσε τα χέρια του στα δικά της αποτρέποντας τη να γυρίσει κι άλλες σελίδες.
"Εύα; Σε αγαπάω σαν παιδί μου το ξέρεις;"
"Τι έγινε Κοσμά μου; Με τρομάζεις... Συμβαίνει κάτι ;"
"Το ξέρω πως με αγαπάς. Και εμένα και τη θεία σου..."
"Φυσικά και το κάνω" απάντησε γλυκά "Μου σταθήκατε περισσότερο κι από γονείς..."
"Θέλω να σου εξηγήσω κάποια πράγματα πριν συνεχίσω..."
"Τι πράγματα; Βασικά, να σου φτιάξω ένα καφεδάκι; Βαλίτσα δεν έχεις; Μόνο για αυτό ήρθες;"
Η Εύα άρχισε να παραξενεύεται.
"Δεν ξέρω πως να στο πω..."
"Να μου πεις τι;"
"Έχεις μεγαλώσει. Περάσαμε αρκετά μαζί. Έγιναν όμως κάποια πράγματα που πλέον είναι εμφανές ότι δε γνωρίζεις.."
"Στο είπα και πριν... Με τρομάζεις.."
Ο Κοσμάς ξεροκαταπιε. Πώς διάβολο να μιλήσει; Έφτασε ως εκεί αλλά κατάλαβε πως τελικά ήταν ακόμα πιο δύσκολο.
"Πήγαινε στη τελευταία σελίδα του ημερολογίου σου Εύα..." της είπε ξέροντας πως έπρεπε απλά να της δείξει χωρίς περιστροφές. Εκείνη έσμιξε τα φρύδια απορημένη. Μα όπως της είπε, έτσι και έκανε...
*********
"Άφησε με να σου εξηγήσω..."
"Μη με αγγίζεις!" τσιριξε κοιτάζοντας τον γεμάτη δυσπιστία. Ήταν εκείνο το βλέμμα που τον έκοψε στα δύο.
"Τι είναι αυτό; Αυτό δεν είναι δικό μου Κοσμά! ΜΙΛΑ!!!!" Η Εύα είχε βγει εκτός εαυτού .
"Με αυτό το ημερολόγιο, καταδικάστηκαν για το φόνο δύο ακόμα ανθρώπων καθώς και για βιασμό... Το δικό σου.."
Τα μάτια της θόλωσαν. Ένιωσε μια ζάλη. Ο Κοσμάς πλησίασε μα εκείνη του έκανε νόημα να μείνει μακρια και βάζοντας τα χέρια της στη καρέκλα κρατήθηκε .
Ξέροντας πως δεν υπήρχε γυρισμος και βλέποντας τη σε αυτή τη κατάσταση άνοιξε εντελώς τα χαρτιά ενώ την ίδια στιγμή, η πόρτα άνοιξε και η Ξανθίππη μπήκε μέσα λαχανιασμενη
"Ποιος..." Είδε την Εύα, το ημερολόγιο και αντιλήφθηκε αμέσως τι είχε συμβεί. Έκανε να τρέξει μα ο Κοσμάς άπλωσε το χέρι προς την άγνωστη γυναίκα και τη σταμάτησε.
"Κατατέθηκε μια ημέρα μετά από τη σύλληψη τους. Δεν είχα πρόσβαση ως τώρα γιατί δεν θέλησα. Βλέπεις όμως... Κάποιες γυναίκες επέμεναν πως είναι όλα λάθος. Μόλις το κοίταξα κατάλαβα πως..."
"Ο Ορέστης..." ήταν τα μόνα της λόγια.
Βγήκαν ξεπνοα. Έδειχνε αλλιωτικα ταραγμένη. "Ο Ορέστης..." Η Εύα έτρεξε και προσπερνώντας τους, βγήκε έντρομη από το σπίτι μα ένιωσε ένα τράβηγμα στο χερι
"Δεν είσαι σε θέση! Σταμάτα!!" Της είπε ο Κοσμάς
"Σε ικετεύω κόρη μου! Έλα μέσα. Ο Ορέστης.. Δεν... "
"Αφήστε με!!!" Η Εύα απελευθέρωσε το χέρι έχοντας στο βλέμμα μίσος. Πόνο και απόγνωση.
"Δε ρισκάρω να πας πουθενά στη κατάσταση σου!" ο Κοσμάς επέμενε κι εκείνη αγριεψε
"Δεν έχετε δικαίωμα! Κανένας σας!" τους δήλωσε σθεναρά και χωρίς να υπολογίζει κανένα και τίποτα , έφυγε τρέχοντας
**********
Το αμάξι δεν ήταν εκεί μα η πόρτα του σπιτιού ήταν ορθανοιχτη. Τράβηξε χειρόφρενο και βγαίνοντας άρχισε να τρέχει .
Στο πρώτο βήμα, ένιωσε γυαλιά να κολλάνε στα παπούτσια του. Θραύσματα υπήρχαν πεταμένα ολόγυρα από κάθε λογής αντικείμενο. Τραπεζάκια, καθρέφτες, κορνίζες, τασάκια..
"Ορέστη;" Ο Άρης κοίταξε στο σαλόνι μα δεν ήταν πουθενά. "Γαμωτο!" ανέβηκε πάνω , ύστερα κατέβηκε ακόμα και στο υπόγειο. Τίποτα. Μονο σπασμένα αντικείμενα κι εκείνος αφαντος...
"Μάνα;" Αποκρίθηκε μόλις η Τασία απάντησε τη κλήση. "Δεν είναι εδώ! Θα τρελαθώ! Πάω στην Εύα! "
"Κι εγώ τώρα βγαίνω! Δε μπορώ να κάθομαι έτσι! Η Ξανθίππη δεν απαντάει!"
"Νομίζω πως το τηλέφωνο της είναι εδώ. Σπασμένο"
"Τρέχα! Πήγαινε στο σπίτι τους και έρχομαι. Ελπίζω ο Ορέστης να μη κάνει καμία τρέλα!"
"Τι έμαθε μάνα;"
"Ίσως αυτό που δεν έπρεπε να μάθει τώρα γιε μου... Πώς θα γινόταν πατέρας..."
Ένιωσε μια θέρμη να ανεβαίνει από τη σπονδυλική στήλη στη πίσω πλευρά του λαιμού και έπειτα ένα ρίγος να διαπερνάει το ίδιο σημείο.
Αν τον άφηναν να του μιλήσει νωρίτερα θα ήξερε πώς να του το φέρει. Μα εκείνες επέμεναν και ιδού τα αποτελέσματα. Ο Άρης είχε εξοργιστεί.
"Έτσι όπως τα κάνατε.. " γρυλισε στο ακουστικό. "Πήγαινε στην Εύα! Θα πάω να τον βρω!"
************
Δεκαπέντε χρόνια πριν...
"Ελένη; Ξέρω πως είναι βαρύ αλλά πρέπει να έρθει ο Σωτήρης να τη πάρει"
"Είσαι σίγουρος πως μιλάμε για το παιδί μου Φώτη; Είσαι σίγουρος πως ήταν εκεί μαζί με..."
"Λυπάμαι. Ευτυχώς είμαι εγώ στη βάρδια. Απλά ελάτε να τη πάρετε. Βρίσκεται σε κατάσταση σοκ..."
"Μάλιστα. Ερχόμαστε. Κράτησε τη κάπου μη την δουν σε παρακαλώ"
"Το έχω ήδη φροντίσει Ελένη..."
Το τηλέφωνο εκλεισε κι εκείνη ένιωσε την οργή να ανεβαίνει από τα δάχτυλα ως το κεφάλι. Η κόρη της ήταν μαζί με δύο δολοφόνους;;; Η Ελένη έχασε το κόσμο ολο. Ο Σωτήρης έλειπε στη δουλειά και μέσα στα νευρα της ανέβηκε στο δωμάτιο.
"Ως εδώ!! Θα φύγει από το σπίτι!" Φώναξε και ανοίγοντας το πάπλωμα άρχισε να εκτίσει μέσα πράγματα ώσπου στα χέρια της έπεσε εκείνο το μωβ τετραδιακι...
Η Ελένη προσπάθησε να ανοίξει τη κλειδαριά και τα κατάφερε εύκολα. Ήταν τόσο ψεύτικη..
Σήμερα με έκανε δική του...
Είμαι τόσο ευτυχισμένη. Νομίζω πως από δω και πέρα θα αλλάξουν όλα..
Με κρατούσε στην αγκαλιά του και έλιωνα. Εγώ, εκείνος, το αμάξι κ;ιντο ξημερωμα. Γυμνοί να νιώθουμε ο ένας τον άλλο ως το τέρμα..
Ακόμα δε το πιστεύω...
Μα δεν μετανιώνω...
Ποτέ δε θα μετανιώσω που τον άφησα να με αγγίξει. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι ότι γεννήθηκα για εκείνον... Για να παίρνω το πόνο και να τον κάνω να βλέπει την αγάπη...
Τον αγαπάω τόσο πολύ....
"Καταραμένε!!!" Η Ελένη δε πίστευε στα μάτια της. Κοίταξε δεξιά και αριστερά ώσπου το μάτι της έπεσε στη κασετίνα της Εύας. "Θα φροντίσω προσωπικά να καείς στην ίδια τη φωτιά σου! Κι εσύ και η μάνα σου!" αποκρίθηκε γεμάτη μίσος . Έσκισε τις τελευταίες σελίδες και δίχως καμία δυσκολία , ξεκίνησε να γράφει μιμούμενη το γραφικό χαρακτήρας της Εύας στο έπακρο. Εκείνη της έμαθε στη τελικά να γράφει όμορφα από παιδί. Την πίεζε με τη προοπτική ότι μια όμορφη γραφή, σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Πιο έξυπνο.
Μόλις τελείωσε θαύμασε το αριστούργημα της και γέλασε
"Κανένας δε θα χαντακωσει το παιδί μου! Κανένας!!! Ήρθε η ώρα να πάρουν όλοι ότι τους αξίζει!!! Με ένα φονιά... Η κόρη μου πήγε με ένα φονιά! Με εκείνο το σιχαμα που βγήκε από τα σπλάχνα της Ξανθίππης!!! Ποιός; Η ίδια μου η κόρη!!!" Η Ελένη πέταξε όσα πράγματα είχαν μείνει στο δωμάτιο σε εκείνο το πάπλωμα, το έκλεισε και κρατώντας το, το μετέφερε στο υπόγειο. Ύστερα πήρε το ημερολόγιο, λεφτά, μπήκε στο αμάξι και ηξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει...
*******
Μόλις άκουσε το πρώτο χτύπο στη πόρτα , άναψε έντρομη το φως το από το πορτατίφ και κοίταξε το ρολόι. "Ποιος είναι τέτοια ώρα;" Αναρωτήθηκε κατεβάζοντας τα πόδια της.
Ο Σωτήρης είχε ήδη μαζέψει τη προηγούμενη τα πράγματα του, είχαν πατήσει ακόμα ένα τεράστιο καυγά και με την ελπίδα πως ίσως το μετάνιωσε και επέστρεψε για να τη βρει, έβαλε φτερά στα πόδια και κατέβηκε.
Άναψε το φως από το χολ και φωτίζοντας με ένα χαμόγελο το πρόσωπο της , άνοιξε τη πόρτα.
Το τσούξιμο όμως που ένιωσε στο μάγουλο της δεν είχε προηγούμενο...
"Εσύ το έκανες έτσι; Θα αναγνώριζα τα γράμματα σου παντού! Δε ντρέπεσαι;"
Μια αλαφιασμενη Μαρθα, εντελώς εκτός εαυτού στεκόταν στη πόρτα . Η Ελένη κρατουσε το μάγουλο της παγωμένη. "Το είπα στο Κοσμά! Ήξερα πως ήσουν εσύ! Μάνα είσαι ;" Η Μάρθα σήκωσε και το άλλο χέρι και της έδωσε ακόμα μια πιο δυνατή. Η Ελένη παραπάτησε και πιάστηκε από τη σκάλα. "Το παιδί σου πέθαινε! Έχασες το εγγόνι σου καταραμένη γυναίκα! Γιατι; Για ένα μίσος; " Η Μάρθα τη πλησίασε. Κούνησε το δάχτυλο μέσα στη μούρη της και τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω "Ο Κοσμάς πήγε να τη βρει. Αν πάθει κάτι το παιδί, στο ορκίζομαι δε θα βγεις ζωντανή από τα χέρια μου! Και μη διανοηθεις να κουνήσεις βήμα από το σπίτι!!! Δεν ήρθα απροετοίμαστη Ελένη... Μόλις ο Κοσμάς έφερε το ημερολόγιο σπίτι, κατάλαβα... Σε σιχαθηκα. Έχω ήδη ενημερώσει τον ανώτερο του. Ένα τηλέφωνο περιμένουν για ένταλμα σύλληψης με τη κατηγορία της πλαστογραφίας κατάλαβες; Ειλικρινά... Περίμενα περισσότερα από εσένα... Δεν με αξίωσε ο Θεός να γίνω μάνα μα τελικά κι αυτές που γίνονται, δεν το αξίζουν"
Η Ελένη είχε παγώσει. Στην αρχή δεν κατάλαβε αλλά πλέον, ήξερε πολύ καλά το λόγο της επίσκεψης της Μάρθας. Τον ένιωθε ακόμα στο πετσί της.
Αν και ήθελε να αντιδράσει, δε το έκανε. Είχε χάσει τα πάντα πια.
"Δε το μετανιώνω..." Είπε αξαφνα "Κι εκείνο το μωρό , δεν έπρεπε να γεννηθεί. Γιατί τους μισώ; Δε θα με ρωτήσεις;"
"Σε λυπάμαι... Δε θέλω να μάθω ούτε να ακούσω λέξη. Απλά σε λυπάμαι για τη κατάντια σου..."
"Αγάπησα !!!" Τσιριξε η Ελένη "Παντρεύτηκα έκανα παιδί κι εκείνος ποτέ δεν με αγάπησε! Ούτε όταν ο Κώστας βίασε τη Ξανθίππη με αγάπησε! Από μικρή ήμουν ερωτευμένη μαζί του! Μα εκείνος μάτια για άλλη δεν είχε εκτός από εκείνη τη καταραμένη! Δεν μετανιώνω τίποτα! Ακούς; ΤΙΠΟΤΑ!!! Έβλεπα πως γλυκοκοιταζε ο Κώστας την Ξανθίππη... Λίγο σπρώξιμο ήθελε!!!"
Η Μάρθα αν και δεν καταλάβαινε αρκετά από οσα η Ελένη έλεγε αφού δεν είχε γνώση για το παρελθόν πέρα από τα βασικά, κατάλαβε ένα πράγμα... Ίσως το πιο σημαντικό. Σήκωσε το χέρι μα δε το κατέβασε ξανά.
"Ακόμα και να σε χτυπήσω σιχαίνομαι! Εύχομαι μέσα από τη ψυχή μου, να μην ήσουν αίμα μου!"
Η Ελένη γέλασε...
Η Μάρθα όμως έκανε μεταβολή και της γύρισε τη πλάτη.
"Μείνε με το μίσος και τη μοναξιά σου. Αυτά σου αξίζουν!" της δήλωσε αηδιασμένη και έφυγε...
😔😔😔😔😔
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top