Κεφάλαιο 34°
Μπήκε μέσα και άναψε το φως. Η συγκεκριμένη αίθουσα ήταν πάντοτε σκοτεινή. Σαν να ήθελαν να αφήσουν τα πειστήρια από όλους τους φόνους να βρουν την ηρεμία τους. Δύο ώρες του πήρε έτσι ώστε να πάρει το πολυπόθητο ναι και την άδεια ώστε να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στο αρχείο της υπόθεσης.
11Β220
Διάβασε το χαρτάκι και βάζοντας τα γυαλιά κατευθύνθηκε προς τον εντεκατο στη σειρά διάδρομο. Ένα υπό φως άναψε αυτόματα και ύστερα έψαξε τη Β κατηγορία και το 220 αρχείο. Πόσοι φόνοι είχαν τελεστεί τελικά εκείνο το διάστημα. Κάθε φορά που έμπαινε μέσα σε εκείνο το μέρος ένιωθε περίεργα. Κουτιά γεμάτα απομεινάρια από τόπους εγκλημάτων. Μερικά ήταν προσωπικα αντικείμενα, άλλα πάλι περιείχαν τα αντικείμενα με τα οποία διαπράχθηκε το εκάστοτε έγκλημα ενώ μερικά, ήταν κενά. Ναι.. δυστυχώς υπήρχαν κι εκείνα που ήταν κενά μα έπρεπε να υπάρχουν. Ήταν όλα εκείνα τα κουτιά που περιείχαν το απόλυτο τίποτα ενός άλυτου εγκλήματος.
"Εδώ είσαι..." ο Κοσμάς τράβηξε τη κούτα. Έλεγξε το νούμερο ξανά και έπειτα πιάνοντας την από τις ειδικές εσοχές, τη μετέφερε σε ένα από τα κοντινότερα γραφεία που υπήρχαν διάσπαρτα στην αίθουσα.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε σαν το άνοιξε ήταν ένα όπλο beretta εννέα χιλιοστών. Ήταν βαλμενο μέσα σε ένα σακουλάκι αεροστεγώς κλεισμένο και σφραγισμένο.
Ο Κοσμάς το έβγαλε και το άφησε παραδίπλα. Για εκείνον τα όπλα, τα μαχαίρια και κάθε είδους εγκληματικό "εργαλείο" με το οποίο διαπράχθηκε φόνος, του περνούσε αδιάφορο ύστερα από το χρόνια στο σώμα.
Η Ελένη είχε πει πως ο Κώστας, ήταν ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος στη κοινωνία. Η Εύα δεν είχε πει ποτέ λέξη για αυτόν οπότε όλα όσα ήξερε, ήταν γραμμένα σε εκείνα τα χαρτιά.
Τέρμα κάτω στο κουτί, υπήρχε ακριβώς αυτό που έψαχνε. Το ημερολόγιο.
Ο Κοσμάς έπιασε τη διαφάνεια, έσπασε ελαφρά το κερί και ύστερα την άνοιξε.
Το συγκεκριμένο πειστήριο ήρθε απευθείας μαζί με το όπλο από το νησί στα κεντρικά αλλά από τη στιγμή που είχαν αναλάβει οι τοπικές αρχές και η υπόθεση είχε κλείσει, μπήκε απευθείας στο αρχείο.
Ήταν μωβ... Μάλιστα οι σελίδες , έδειχναν τόσο πολύ αγγιγμενες. Σαν ξεφτισμενες από το χρόνο. Από τότε που ήρθαν τα στοιχεία στη Θεσσαλονίκη, δεν τα είχε δει. Θεωρούσε πως δεν υπήρχε λόγος και νόημα.
Άνοιξε τις πρώτες σελίδες ...
"Ίσως τελικά εσύ γίνεις ο τρίτος καλύτερος φίλος μου... Πράγματα που δε μπορώ να λέω στα αγόρια. Πράγματα που ίσως δε πρέπει ή πράγματα που φοβάμαι να τους πω... Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Από τη μέχρι τώρα ζωή μου; Ή μήπως να μπω απλά κατευθείαν σε όσα αισθάνομαι; Ίσως δε χρειάζεται να συστηθω. Θα με μάθεις... Νομίζω όμως πως πρέπει να σου συστήσω τα αγόρια μου..."
Τα αγόρια της... Σκέφτηκε αναστεναζοντας ο Κοσμάς. Έτσι τα χαρακτήριζε...
"Σήμερα μάλωσα με τον Ορέστη. Απορώ δηλαδή γιατί δεν καταλαβαίνει! Μπορώ να τον βοηθήσω στα μαθήματα! Εκείνος επιμένει πως δεν έχει νόημα. Προχθές κρυφακουσα να λέει στον Άρη πως είναι τελειωμένη υπόθεση... Τι εννοούσε άραγε;"
"Ήρθε, έπλυνε το πρόσωπο μου, με αγκάλιασε και ύστερα δεν με άφησε μέχρι που σταμάτησα να κλαίω. Πρόσεχα. Αλλά μάλλον τελικά έχουν δίκιο που λένε ότι είμαι αρτσουμπαλη... Με σήκωσε όμως τόσο εύκολα! Σαν να ήμουν πούπουλο. Τόσο που η καρδιά μου πεταρισε! Σαν να ήμουν σε τρενάκι. Έπεσα και η ταχύτητα που έσκυψε υπερβαίνει το ανθρώπινο σώμα ..."
"Ο Άρης σήμερα είχε μούτρα όλη μέρα. Υποθέτω μάλωσε με τη Κική. Ο Ορέστης του έλεγε πως δεν αξίζει. Βέβαια και εκείνος δεν ήταν στα καλά του. Έκρυβε πάλι τα χέρια του..."
"Θεουλη μου και μόνο που το γράφω γίνομαι κόκκινη! Σήμερα πήγαμε για μπάνιο... Τι ήταν αυτό που ένιωσα; Δεν έμοιαζε με τις άλλες φορές... Έβαλε τα χέρια του στη μέση μου και απλά χάρηκα ολόκληρη... Τόσο αλλόκοτη χαρά. Ένιωσα να φλεγομαι από μέσα... Κι αυτά τα μάτια του. Κάθε φορά που έμπαινε στο νερό και έβγαινε ήταν όλο και πιο πράσινα... Ο Άρης έφερε και τη Κική μετά. Περίεργο που δεν μου επιτέθηκε ως συνήθως"
"Τελικά είχα δίκιο. Η Κική με έπιασε και μου ζήτησε στα κρυφά συγγνώμη. Βέβαια δεν ξέρω πως να αντιδράσω. Απλά τη δέχτηκα. Δε θα τους πω όμως τίποτα. Αν χρειαστεί και πρέπει να την υπερασπίστω για κάτι θα το κάνω!"
"Δεν είμαι καλά σήμερα... Αισθάνομαι λυπημένη. Θέλω να βγω κι ας είναι δώδεκα τα μεσάνυχτα. Δεν ήρθε σήμερα... Ο Άρης ήξερε πως περίμενα. Κοιτούσα εκείνη τη πόρτα ώσπου με έφερε σπίτι... Πονάει. Κι εγώ βρίσκομαι στο ζεστό μου κρεβάτι. Ανάθεμα!!!"
Όσο ο Κοσμάς περνούσε τις σελίδες, έβλεπε πτυχές από τη ζωή τους που αν τις έβλεπε νωρίτερα , θα τον έκαναν να αναρωτηθεί όπως τώρα...
"Η ψυχή μου πονάει... Συγχώρεσε με Ορέστη μου... Συγχώρεσε με μα δεν αντέχω. Γιατί μου είπες ψέματα πως δε θα βρεθούμε σήμερα; Εγώ ήρθα... Σας είδα... Ήσουν τόσο ματωμένος... Πες μου ψυχή μου, γιατί δε με αφήνεις; Λίγο να απαλύνω το πόνο... Να πάρω τη μοναξιά. Να γεμίσω την άδεια αγκαλιά... Μίλησε μου. Άσε με ..."
"Σε έξι μήνες φεύγει. Σε εννιά θα φύγει και ο Άρης... Τι θα κάνω; Ξέρουν ότι φοβάμαι. Μα... Όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα ανάμεσα μας. Πιάνω τα βλέμματα του Άρη και η καρδιά μου φτερουγίζει. Τόσο περίεργα. Ύστερα τον αισθάνομαι να κοιτάζει τον Ορέστη. Και φεύγει... Έχουν αλλάξει πάνω που τους χρειάζομαι..."
"Σήμερα θα της έβαλε το χέρι του στο μάγουλο μου. Με κοίταζε τόσο έντονα... Αν δε τον ήξερα καλά θα ορκίζομουν πως ... Δε ξέρω... Με τρομάζει αυτό το ενδεχόμενο. Δεν θέλω να το σκέφτομαι.
Τον λατρεύω... Τον αγαπάω... Αλλά... Νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο, παραλογιζομαι. Εκτός αυτού, είναι ο Άρης μου. Σωστά;"
"Τόσο μόνο... Μια στιγμή. Σαν αναλαμπή φωτός... Έλαμψε και χάθηκε. Ήρθε, γέλασα... Έκλαψα... Άλλαξε. Αλλάζει... Τι συμβαίνει; Γιατί με κοιτάζουν έτσι; Τι κάνω λάθος;"
Ένιωσε ένα τσίμπημα. Ο Κοσμάς άναψε ένα τσιγάρο και σκεπτόμενος διάφορα πράγματα συνέχισε...
"Φεύγει σήμερα... Φεύγει με ένα πρησμένο μάτι, κουτσαίνει, κρατάει ένα σχεδόν άδειο σάκο και ... Δε μπορώ. Δεν μπορώ να γράψω άλλο. Νιώθω πως δεν αναπνέω σήμερα... Τελείωσα..."
"Ούτε να ρωτήσει για μένα; Πόσοι μήνες... Γέλιο δεν έχω στα χείλη μου..."
"Έχω μέρες να γράψω. Μα δεν είχα όρεξη. Τελικά αυτός ο άνθρωπος έχει τρομερό αντίκτυπο στη ζωή μου. Τόση επιρροή ακόμα και στη ψυχή μου..."
"Η μάνα μου σήμερα, έφτασε στο απροχώρητο. Ώρες ώρες τη μισώ... Όχι γι αυτό που είναι, μα για όσα λένε τα χείλη της... Πώς κρίνεις χωρίς πρώτα να ξέρεις; Την άκουσα να βρίζει τη μητέρα του Ορέστη. Ο μπαμπάς εκνευρίστηκε. Της είπε να σκάσει. Εκείνη του πέταξε ένα τασάκι... Τρεις ώρες έχουν να μιλήσουν... Ντρέπομαι που το λέω, μα καλά της έκανε..."
"Σήμερα ο Άρης κατάφερε και μου έφτιαξε τη διάθεση. Μου μιλούσε για τον Ορέστη. Για το μέλλον. Για όνειρα που πρέπει να κάνω... Μακάρι να τελειώσω με επιτυχία. Θα γίνω μια δασκάλα... Θα βοηθήσω κάθε οαιδιεκει έξω που έχει οικογενειακά προβλήματα και φοβάται να μιλήσει..."
"ΔΕ ΜΠΟΡΩ!!!! Δε αντέχω!!!! Θέλω να ουρλιαξω!!!! Ήρθε πληγωμένος... Ο Άρης πήρε τη θέση του Ορέστη; Γιατί πήγε γαμώτο; Θεουλη μου... Μου είπε να μη πω λέξη στον Ορέστη. Με έβαλε να ορκιστώ. Πήγε να ελέγξει τη κυρία Ξανθίππη... Θεέ μου... Δύο ώρες του καθάριζα τα αίματα! Ανάθεμα!!!! Γιατί υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι! Να πεθάνουν όλοι! ΟΛΟΙ!!!!"
"Με χαστούκισε... Δε.. δεν ξέρω... Δεν ξέρω τι να κάνω. Φοβάμαι μην έρθει ο Άρης. Φοβάμαι μη το πει στον Ορέστη...
Ο Άρης πάντα λέει πως ο Ορέστης μου έχει μια περίεργη αδυναμία ακόμα κι αν δεν ήρθε να με δει από τη μέρα που μπήκε στρατό. Μα... Μα σήμερα... Δεν ήθελα κάτι... Να βοηθήσω τη κυρία Ξανθίππη με τις σακούλες. Μα... Εκείνη μπήκε μπροστά και ... Και ύστερα χτύπησε εκείνη. Του όρμησε. Κι όλα αυτά γιατί αριξα τη σακούλα με τις μπύρες καταλάθος επειδή τρόμαξα... Δεν πρέπει να το μάθει ο Ορέστης. Αν... Ω θεέ μου! Ο Άρης! Σκαρφαλώνει;;; Πρέπει να κρύψω τη μελανιά!!!"
"Γυρίζει σήμερα... Τα λόγια είναι περιττά. Ζω...."
Ζει; Αναρωτήθηκε ο Κοσμάς. Τίποτα μεμπτό δεν υπήρχε στο ημερολόγιο ως τώρα. Ίσα ίσα... Πώς ήταν δυνατόν να τους έδωσαν δέκα χρόνια; Εκείνος θα τους αθωωνε... Ίσως τραβούσε το όπλο. Σιχαίνοταν τη βία... Είδε ακούσει βέβαια κάποια πράγματα μα... Διάβαζε και διάβαζε ώσπου αηδιασε η ψυχή του..
Πώς γίνεται ένας άνθρωπος τόσο βίαιος να κυκλοφορουσε ελεύθερος.. δε το βασταγε το μυαλό του.
"Σήμερα τον ερωτεύτηκα... Ή ίσως κατάλαβα πως είμαι ερωτευμένη. Πόσο ντρέπομαι. Μα είναι ντροπή η αγάπη; Ήρθαμε τόσο κοντά. Λίγο ήθελε... Η καρδιά μου σταμάτησε. Μόνο εκείνος υπήρχε. Ούτε τα δέντρα. Ούτε το σπίτι. Ούτε καν τα πουλιά που είχαν τρελαθεί. Μα όπως πάντα, έφυγε..."
"Ο Άρης σήμερα έπεσε από το καταραμένο το μηχανάκι! Και του το είπα! Τι τον ήθελε εκείνο το διάολο; Τρελάθηκα! Ακόμα δε μπορώ να ηρεμήσω! Θέλω να πάω και να το κάνω κομμάτια!!!"
"Με ξάπλωσε τόσο απαλά στο στρώμα... Ή τουλάχιστον εγώ το είδα απαλά... Πρώτη φορά ένιωσα πως επιτέλους με βλέπει σαν γυναίκα... Κάθε του άγγιγμα με έκαιγε. Κατέβασε τα χέρια του στο κορμί μου, κι εκείνο μουδιασε... Ήταν τόσο φυσικό. Θαρρείς κι τα χέρια του φτιάχτηκαν για να με αγγίζουν..."
Ο Κοσμάς θεώρησε λίγο απρεπές να συνεχίσει. Ένιωσε άβολα. Πέρασε λίγες σελίδες, είδε μερικά ακόμα κομμάτια που του τράβηξαν τη προσοχή ώσπου φτάνοντας σε ένα σημείο, ένιωσε πως κάτι ... Κάτι απλά δεν έβγαινε σωστά...
"Ο Άρης είπε πως ήταν μεθυσμένοι... Πώς ο Ορέστης κλώτσησε με απίστευτη δύναμη τον Σπύρο. Έφτασε στην άκρη του γκρεμού. Νομίζω πως τους σκότωσαν!"
Μετά από εκείνο το κομμάτι υπήρχαν λιγότερες περιγραφές. Λιγότερες στιγμές...
Δέκα σελίδες μετά, έφτασε στη προτελευταία
"Είπαν πως έτσι πρέπει. Με έβαλαν στο αμάξι και... Και με πήγαν ψηλά σε εκείνο μέρος. Με εγδυσαν. Ντρεπόμουν. Μα συνέχισαν. Είπαν πως είναι φυσιολογικό να κάνουν όλα αυτά πάνω μου. Ύστερα ο Άρης με κράτησε. Ο Ορέστης με έπιασε από το λαιμό και μπήκε μέσα μου. Ουρλιαζα... Πονάω. Έχω αίματα. Με έφεραν σπίτι και με απείλησαν. Ούτε που ενδιαφέρθηκαν. Τους σιχαίνομαι!!!!"
Εκείνο το σίγμα του μπήκε στο μάτι και τον ενοχλούσε. Είχε διαφορετική γραμμή.. Ήταν κάπως περίεργο. Είχαν περάσει σχεδόν σαράντα λεπτά κοιτάζοντας τη γραφή της. Το Άλφα στο όνομα του Άρη είχε πιο μακριά γραμμή επίσης ενώ το όμικρον στον Ορέστη ήταν πιο παχύ...
Εκτός αυτού, τρεις σελίδες έλειπαν πριν από αυτό το κομμάτι.
Ο Κοσμάς γύρισε ξανά προς την αρχή. Προσπάθησε να βρει κάθε κείμενο στο οποίο ήταν ταραγμένη όταν έγραφε. Βρήκε αρκετά... Δεν ήταν δύσκολο. Σχεδόν στα μισά , μιλούσε για τον Ορέστη και το ξύλο που έτρωγε.
Έπειτα γύρισε πάλι στη τελευταία.
"Σπύρος... Σ'..." γύρισε στο σημείο που έλεγε πως τους σκότωσαν. Τα γράμματα είχαν διαφορές και εδώ. Μα πως δεν το είχε προσέξει κανένας; Αναρωτήθηκε. Έπρεπε να δει πραγματογνώμονας το ημερολόγιο. Δεν ήταν δυνατόν να βασίστηκαν απλά σε αυτό. Σωστά; Η Ελένη είπε πως όλα έγιναν νόμιμα. Μα... Μα αυτό δεν ήταν σωστό. Ίσως είχε αρκετά έμπειρο μάτι, μα πίστευε πως ακόμα και ένας καινούριος στο τομέα της πλαστογραφίας και αναγνώρισης γραφικού χαρακτήρα θα το καταλάβαινε...
Έκλεισε το ημερολόγιο. Το έβαλε στο φάκελο και το άφησε στο τραπέζι. Έριξε ένα βλέφαρο στο όπλο και για μια στιγμή , νόμιζε πως άκουσε το κρότο. Ήξερε καλά το συγκεκριμένο μα και τους ήχους του. Ήταν από τα αγαπημένα του.
Επέστρεψε το κουτί στη θέση του χωρίς το ημερολόγιο το οποίο και πήρε μαζί. Είχε άλλωστε την άδεια. Μόλις βγήκε από το κτήριο έβγαλε το κινητό και κάλεσε τη Μάρθα. Δεν θα περίμενε άλλες 24 ώρες... Ο Κοσμάς είχε βγει εκτός εαυτού... Ήθελε ένα αεροπλάνο, άμεσα.
**********
Είχε βραδιάσει για τα καλά. Ο κόσμος άρχισε να χώνεται στις φωλιές του αφού ο αέρας δεν επέτρεπε ούτε περπάτημα στο κέντρο. Είχε αγριεψει ο καιρός.
Η Εύα καθόταν σκεπτική στο καναπέ ενώ η Ξανθίππη, της είπε ότι θα πεταχτεί στη Τασία. Λέξη δε κατάφερε να της πάρει από τη στιγμή που επέστρεψε. Μα και τι να έλεγε;, Πώς περιπλανιόταν από δω και από εκεί ώσπου έπιασε η βροχή και κάθισε στη στάση; Τόσες ώρες... Να κοιτάζει απλά τους περαστικούς στη τελευταία στάση που κάνει το λεωφορείο πριν πάει σε άλλη περιοχή. Παρατηρούσε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Έψαχνε να βρει τα δικά τους προβλήματα. Πόνους. Ελπίδες. Να διαβάσει κάποιο συναίσθημα για να ξεχάσει τα δικά της.
Πάλι έφυγε. Πάλι την άφησε χωρίς εξηγήσεις. Τι ήταν τόσο κακό σε όσα του είπε ώστε να θυμώσει; Πάραυτα όμως, η Εύα κράτησε τα πρώτα του λόγια. Μάλιστα με αυτά πορεύτηκε σε όλη τη βόλτα της. Τα έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό της. Πόσο χρόνο είχαν χασει τελικά και πόσο φοβήθηκαν σαν άνθρωποι να μιλήσουν για τα συναισθήματα τους.
Ξάφνου τινάχτηκε όρθια. Ίσως τελικά αυτό ήταν το κλειδί... Ίσως έπρεπε απλά να ανοίξει τη πορτα και να πάει να τον βρει. Πάντα είχε το τρόπο να τον κάνει να μαλακώσει. Ίσως αν άφηναν τα πείσματα στην άκρη όλα να ήταν διαφορετικά... Ίσως απλά κι εκείνος να φοβόταν. Πήγε άλλωστε... Η Εύα τον ήξερε αρκετά καλά σαν παιδί. Μπορεί πίσω από εκείνο το χαοτικό του βλέμμα, να το έκρυβε ακόμα..
Τι ήθελε; Ούτε και η ίδια ήξερε. Ίσως ήθελε απλά να κλείσει το κύκλο. Να βρούνε γαλήνη... Από την άλλη, τον άφησε να τη κάνει δική του όταν βγήκε. Τη τρόμαζε τόσο αυτό το γεγονός.. Μα πιο πολύ από την ίδια τη πράξη, τη τρόμαζε πως ερωτεύθηκε και τον άντρα που έγινε... Έφτανε τελικά μια στιγμή; Ήταν αρκετή για να σβήσει δεκαπέντε χρόνια; Να γεννήσει τόσο δυνατά συναισθήματα; Δεν ήταν λίγα... Εκείνη άλλαξε, όλοι άλλαξαν... Μα ίσως τελικά, η αγάπη να μη κοιτάζει ηλικία.. όταν βγάλει ρίζα απλά μένει. Τρώει από τα συναισθήματα...
Η Εύα άρπαξε το παλτό της. Αν εκείνος ήταν πεισματάρης, εκείνη ήταν περισσότερο.
Τέρμα τα ψέματα. Ένιωθε μια εσωτερική χαρά να γεμίζει το κορμί για αυτή της την απόφαση μα ανοίγοντας τη πόρτα , το γέλιο πάγωσε στα χείλη της.
"Κοσμά;!"
*******
"Αύριο θα έρθει και όλα θα τελειώσουν. Είμαι σίγουρη Ξανθίππη..."
"Μακάρι Τασία. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη βοήθεια σου. Ειλικρινά..."
"Δεν βοήθησα εμάς , μα τα παιδιά μας... Εσύ γιατί δεν επέστρεψες ακόμα σπίτι; Είπες θα με πάρεις όταν φτάσεις. Κι εσύ κατέληξες..."
Η Ξανθίππη αναστεναξε σποτ ην άλλη πλευρά της γραμμής
"Ήθελα απλά να έρθω. Το αμάξι λείπει. Αλλιώς δε θα εμπαινα. Δεν είναι έτοιμος να αναλάβει ούτε τις ευθύνες αλλά ούτε τις αλήθειες. Έχει πληγωθεί πολύ Τασία.. απορώ πως μένει ακόμα εδώ... Μόλις άνοιξα τη πόρτα με έπιασε μια ανατριχιλα... "
"Φυσιολογικό. Γι αυτό σε ρώτησα το λόγο που επέστρεψες..."
"Όταν λιποθύμησα και με έφεραν εδώ, ένιωσα να τρελαίνομαι σαν είδα το χώρο. Μα νομίζω, πως έφτασε η ώρα να κάνω τον απολογισμό μου εδώ μέσα Τασία... Ήρθε η ώρα να διώξω τα φαντάσματα. Να ανοίξω εκείνη τη πόρτα από το κελάρι και..."
"Ταραζεσαι..."
"Καλά είμαι. Που τριγυρίζει τέτοια ώρα; Η Εύα κλείστηκε στον εαυτό της. Αυτός εξαφανίζεται. Ο Άρης ;"
"Ήρθε πριν λίγο. Πήγε επάνω. Σιωπηλός..."
"Φοβάμαι αλλά και χαίρομαι Τασία.. Χαίρομαι γιατί επιτέλους ο γιος μου θα καταλάβει πως η Εύα δεν έφτιαξε. Το ξέρω... Ο Κοσμάς θα δεις ότι φέρει την αλήθεια. Μα από την άλλη τρέμω... Πώς θα το πάρει ; Τι θα κάνουμε; Ποιος θα του το πει; Ο Άρης το πήρε καλύτερα από όσο νόμιζα μα ο Ορέστης; Είναι δύσκολος άνθρωπος. Πληγωμένος. Το ξέρεις καλά..."
"Δε θα σου πω ψέματα Ξανθίππη... Ανακουφιστικα όταν ο Άρης έμαθε. Είδα την αντίδραση του. Λογική... Πάντα έβαζε τη λογική. Ο Ορέστης..."
"Ο Ορέστης έμαθε να σιωπά... Από τοσο δα μικρό παιδάκι... Ίσως αυτό φοβάμαι. Δε νομίζω να αντέξει την αλήθεια. Ακόμα κι αν υποψιάζεται κάτι σίγουρα δεν υποψιάζεται το πιο σοβαρό από όλα... Δεν θέλω να τον χάσω. Να τον βοηθήσω θέλω Τασία μου... Ίσως αν μάθει πως η Εύα τελικά δεν έχει σχέση, να νιώσει οργή. Δεν είναι άνθρωπος που θα άφηνε έτσι τόσα χρόνια. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;"
"Ξέρω Ξανθίππη μου... Γι αυτό θα είμαστε όλοι εδώ..."
"Δε θέλω να πάει ξανά το παιδί μου φυλακή Τασία... Όποιος κι αν το έκανε. Όποιος κι αν πείραξε το ημερολόγιο της, ο Ορέστης θα τον κυνηγήσει. Όχι γιατί έφαγε πέντε χρόνια παραπάνω μα γιατί του στέρησαν εκείνη από το πλάι του... Γιατί γέννησαν ένα μίσος που ο γιος μου δεν ήξερε να νιώθει και να διαχειρίζεται... Τον κατέστρεψε... Όσο για το... Θεέ μου, ούτε να το λέω μπορώ μερικές φορές..."
"Φτάνει Ξανθίππη μου. Δεν ωφελεί..."
"Θα γινομουν γιαγιά Τασία... Κι εκείνος πατέρας... Μα κάποιος αποφάσισε να παίξει το δικαστή... Πώς θα του το...ΘΕΕ ΜΟΥ!!!"
"Ξανθίππη;;;; Ξανθίππη!!!"
Το φως από το σαλόνι άναψε...
Το τηλέφωνο της έφυγε από το χέρι και ο Ορέστης έστεκε σαν φάντασμα κοιτάζοντας την από τη γωνία...
Είχε ένα βλέμμα που όμοιο του, η Ξανθίππη δεν είδε ποτέ στα μάτια του...
Ήταν τέρμα ανοιχτά. Έτρεμαν. Το κορμί του έμοιαζε παγωμένο ενώ το στήθος κενό. Σαν να μην έμπαινε αέρας μέσα...
"Τι... Τι έκανες... Τι έκανες μέσα στα σκο..σκοτάδια.." τραυλισε μα εκείνος δεν έδειχνε να ακούει....
🤍🥺🤍🥺🤍🥺🤍
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top