Κεφάλαιο 33°
Όταν πια οι ήχοι απο τα σανίδια που ετριζαν σταμάτησαν, σταμάτησε και η καρδιά της. Ο Ορέστης βρισκόταν πίσω της. Με όσα έγιναν τις τελευταίες μέρες αν της έδινε μια να πέσει στο νερό δεν θα της φαινόταν περίεργο. Εκείνος όμως έκανε ένα βήμα αριστερά, κάθισε κάτω και όπως κι εκείνη, έμεινε να κοιτάζει τη θάλασσα που απλώνονταν μπροστά τους.
"Σε λίγο θα βρέξει..." του είπε ήρεμη.
"Τι να πειράξει λίγη βροχή..." οι λέξεις βγήκαν από τα χείλη του και το φυλλοκαρδι της, αναστατώθηκε.
"Γιατί ήρθες;"
"Γιατί σε είδα να περπατάς..."
"Και σκέφτηκες να έρθεις να ρίξουμε ένα καυγά και να φύγεις ήρεμος μετά;"
"Όχι..." Ίσως τα λόγια του Άρη είχαν αντίκτυπο, ίσως και όχι, μα ήταν ήρεμος. Ο τόνος χαμηλός. Έμοιαζε με απόηχο από κελάηδισμα πουλιού. Σιγανός. "Όταν ήσουν πιο μικρή, σε ησυχία δεν με αφηνες. Ορέστη αυτό, Ορέστη εκείνο, Ορέστη το άλλο... Ίσως μέσα σε όλα εκείνα τα μαύρα πρωινά μου, το να σε βλέπω , με έκανε να ξεχνιέμαι. Να σε ακούω να λες τις χαζές σου απορίες, να προσπαθείς να δεις μέσα από τα κατεβασμένα μου μανίκια... Προσπαθούσες ακόμα και να μπεις κάτω από το πετσί μου, για να με κάνεις να γελάσω... Και τα κατάφερες..."
Η Εύα κουνούσε τα πόδια της χωρίς ιδιαίτερη ένταση. Μα τα χέρια που κρατούσαν την άκρη του ξύλου, είχαν σφίξει.
"Ξέρεις πότε αντιλήφθηκα ότι αυτό που αισθάνομαι για σένα δεν ήταν μια απλή φιλική αγάπη;" έκανε να γυρίσει το κεφάλι της μα φοβήθηκε να τον κοιτάξει κατάματα "Ήταν θυμάμαι μια από εκείνες τις πρώτες άσχημες μέρες σου... Ήσουν δεν ήσουν δεκατέσσερα... Σκαρφάλωσα το δέντρο και σε είδα κουλουριασμένη στο κρεβάτι να σφαδαζεις. Πάντα σε αγαπούσα. Από τη μέρα που σε τράβηξα από εκείνο το μικρό γκρεμό, άρχισες να με αλλάζεις. Ή μάλλον, να αλλάζω εγώ όταν ήμουν πλάι σου. Έμαθα να νοιάζομαι για ακόμα έναν άνθρωπο... Να τον προσέχω, να τον αγαπάω... Με το δικό μου, ίσως τρόπο. Άλλοτε όμορφο, άλλοτε άσχημο. Ήταν όμως ένας τρόπος... Εκείνη τη μέρα θυμάμαι άνοιξα, μπήκα στο δωμάτιο σου και κλείδωσα τη πόρτα. Πονουσες τόσο πολύ...Ξάπλωσα δίπλα σου, είχες σταλες από ιδρώτα στο μέτωπο και έτρεμες. Θυμάμαι σε αγκάλιαζα και παρακαλούσα να πάρω το πόνο.
Και κάπου εκεί, αντιλήφθηκα πως όταν ένας άνθρωπος ζητάει το πόνο του άλλου για δικό του, δεν έχει μέτρο η αγάπη... Δεν άντεχα να σε βλέπω δακρυσμένη . Δεν άντεχα να σε βλέπω να λιώνεις και να σπαρταρας...
Μεγαλωνες και απλά καρφωνες την εικόνα σου μέσα μου. Έτσι για να μην με αφήνεις ποτέ σε ησυχία..."
Ο Ορέστης έκανε μια παύση, έβγαλε ένα τσιγάρο και το κοίταξε
"Και τι κατάλαβες που το έβαλες στα χείλη σου;" ρώτησε ανάβοντας το μα κάπου στο βάθος ήξερε πως δε θα έπαιρνε απάντηση "Κάπου στα δεκαέξι, εκείνο το κορίτσι που ήσουν, άρχισε να μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Να τσιγκλαει το μυαλό μου. Να το γεμίζει ερωτηματικά. Με κοιτούσες κάθε φορά με εκείνα τα πελώρια μάτια και νόμιζα οτι αν σε αγγίξω, θα σπάσεις... Ξέρεις πόσες φορές συγκράτησα τον εαυτό μου; Πόσα λάθη έκανα για να μην ακουμπήσω το κορμί σου; Και μετά το ζήτησες...κι απλά πέθανα την ίδια και ώρα και στιγμή που σε έσπρωξα πάνω σε εκείνο το τοίχο... Δεν είχα δοκιμάσει κανένα άλλο ναρκωτικό τόσο τραβηχτικο όπως τα χείλη σου. Ανάθεμα αν είχα μυαλό να σκεφτώ κάτι άλλο μετέπειτα. Μα έκανα πίσω... Ξέρεις γιατί; Γιατί ίσως εγώ σε λάτρευα, μα δεν ήμουν ο μόνος... " Η Εύα έσμιξε τα φρύδια της κι εκείνος αντιλήφθηκε την αλλαγή στο πρόσωπο της "Όπως και να έχει, έκανα λάθη. Όλοι κάναμε. Ίσως όμως φτάσαμε σε μια καμπή της ζωής μας που δεν χωράνε άλλα... Που δε χωράνε ούτε ψέματα. Πείσματα και καυγάδες... Δεν μετάνιωσα τα χρόνια που μπήκα φυλακή. Ίσως έμαθα μέσα από αυτά. Μέσα από αυτά απελευθέρωσα και τη καημένη τη μάνα μου. Ήταν πολλά τα χρόνια Εύα... Ανάθεμα την, άντεχε... Μα εγώ δε τα κατάφερα. Δεν ωφελεί να κατεβάζω τα μανίκια πια. Ούτε να κρύβω τις πληγές. Δεν υπάρχει τίποτα σχεδόν που να μη ξέρεις..."
Η Εύα αναστεναξε . Το χέρι που ακουμπούσε το ξύλο, πήγε λιγάκι πιο αριστερά και το μικρό της δαχτυλακι άγγιξε διστακτικά το δικό του. Δεν τραβήχτηκε. Ο Ορέστης έμεινε ακριβώς στην ίδια στάση.
"Ξέρεις ίσως ποιο ήταν το μόνο πράγμα που μετάνιωσα; Που σε έκανα δική μου... Όχι γιατί σε ένιωσα. Ούτε γιατί μου έδωσες τον εαυτό σου. Μετάνιωσα γιατί στην ουσία τον έκλεψα για να έχω κάτι να πάρω μαζί μου. Κάτι να με κάνει να ελπίζω... Να με κρατάει ζωντανό. Όταν μας έπιασαν έτρεμα στην ιδέα πως ήσουν εκεί. Πώς μας κοιτούσες... Να μας βάζουν χειροπέδες και εσύ να βλέπεις. Όταν ουρλιαξες, πέθανα...Ύστερα όμως ήρθαν τα μαντάτα και δε το πίστευα. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Δεν ήθελα να σε βλέπω. Η ανάγκη που είχα για να παίρνω ζωή από εσένα και δύναμη, έγινε κατάρα...Δε άντεξα εκείνη τη κατηγορία. Έχασα όλο τον κόσμο..."
"Γι'αυτό με έδιωξες; Για μια κατηγορία; Για ένα βιασμό και ένα φόνο που σου φορτώθηκε; Τι φοβήθηκες; Πώς εγώ..."
Ο Ορέστης μέσα σε μια και μόνο στιγμή τσιτωσε ολόκληρος. Άλλαξε άρδην και τραβήχτηκε.
"Πώς μπορείς;" είπε γυρίζοντας προς το μέρος της. "Πώς αντέχεις να μου το πετάς κατάμουτρα; Τι έκανα;"
"Τίποτα δεν έκανες...Το ξέρω"
"Και τότε γιατί ρε Εύα;"
"Τι εννοείς γιατί; Ρωτάς γιατί; Εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό. Κρύφτηκες πίσω από το φόβο της αντιμετώπισης και μου έκλεισες τις πόρτες!"
"Κρύφτηκα; Είσαι σοβαρή; Για να αντιμετωπίσω τι; Το γεγονός πως ο άνθρωπος που λάτρευα, μου έδωσε μια και με έστειλε στα τάρταρα; Και τολμάς να κάνεις σαν να μην έγινε τίποτα;"
"Ποιος άνθρωπος!"
"Ξέρεις κάτι; Γάμησε το..." Ο Ορέστης σηκώθηκε εμφανώς εκνευρισμένος
"Ορέστη!"
"Τελειώσαμε. Ειλικρινά δε ξέρω γιατί ήρθα ο μαλάκας...Ούτε τι ήθελα, ούτε τι ζητούσα. Ένα ακόμα λάθος προστέθηκε στα ήδη υπάρχοντα!"
Ο Ορέστης γύρισε τη πλάτη και έφυγε ενώ την ίδια στιγμή, οι πρώτες ψιχαλες άρχισαν να πέφτουν...
**********
Άρχισε να περπατάει ανήσυχη πάνω κάτω σε όλο το διαμέρισμα. Είχε νυχτώσει. Έξω έβρεχε καταρρακτωδως και η Εύα δεν ήταν πουθενά. Πάνω από τέσσερις ώρες πέρασαν που η Ξανθίππη επέστρεψε σπίτι μα κανένα ίχνος της Εύας. Δεν υπήρχε τίποτα στο νεροχύτη ούτε καν κάποια αλλαγή στο χώρο που να υποδηλωνε ότι είχε επιστρέψει νωρίτερα.
Ξαναπήρε τη Τασία λίγα λεπτά πριν μήπως πέρασε από εκεί αλλά τίποτα.
Ίσως έπρεπε απλά να βγει και να τη ψάξει. Μα η βροχή ήταν τόσο ισχυρή. Δεν είχε ιδέα από πού να ξεκινήσει.
Δίχως να περιμένει άλλο και με την αγωνία στα ύψη φόρεσε το παλτό και μόλις άνοιξε τη πόρτα είδε τον Άρη έτοιμο να χτυπήσει.
"Μόλις με ειδοποίησε η μάνα μου" ήταν τα πρώτα του λόγια. "Ήρθε;"
Η Ξανθίππη ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. "Όχι. Έχω τρελαθεί! Που μπορεί να βρίσκεται με αυτό το καιρό και..." Ο Άρης απομακρύνθηκε "Που πας;!"
"Πάω να τη βρω!" Της φώναξε και άρχισε να τρέχει .
"Βάλε θεέ το χέρι σου να μην έπαθε τίποτα. Και στο ορκίζομαι, θα ανάψω το καντήλι..." ψέλλισε καταβεβλημένη η Ξανθίππη και στη σκέψη και μόνο να έπαθε κάτι η Εύα, άρχισε να κλαίει..
*********
"Δεν είναι όμορφα;"
"Θα κρυώσεις, και θα κρυωσω και εγώ μαζί... Πάμε βρε αγάπη μου σπίτι..."
"Δε θέλω..."
"Καθόμαστε κάτω από τη βροχή. Έχουμε γίνει μούσκεμα! Νομίζεις αυτό θα..."
"Μη το πεις Άρη!"
"Δε μπορώ να μένω συνέχεια σιωπηλος! Δε γίνεται κάθε φορά που μαλώνεις με τον Ορέστη να φεύγεις και να σε ψάχνω! Και στη τελική, καθόμαστε εδώ δύο ώρες ρε Εύα! Παλιότερα τουλάχιστον έκανες μούτρα! Τώρα φεύγεις και με στέλνει να σε βρω κι όλας!"
"Πώς μπόρεσε..."
"Τι έκανε πάλι βρε μάτια μου; Τι έχετε πάθει; Ειλικρινά δεν αντέχω άλλο..."
Η Εύα ξάπλωσε στο μόλο και εκείνος τρελαθηκε "Εγώ σου λέω να φύγουμε κι εσύ ξαπλώνεις και αφήνεις τη βροχή πάνω σου; Τι θέλεις πια να πάθεις πνευμονία και εγώ καρδιά;!" φώναξε μα εκείνη έκλεισε απλά τα μάτια
"Χθες.."ξεκίνησε να λέει "Άπλωσε πρώτη φορά τα χέρια του στο κορμί μου... "
Ο Άρης πήρε μια βαθιά ανάσα. Του έδωσε όλο το ελεύθερο αλλά εκείνος επέμενε στις μαλακίες
"Δε τον βλέπω φιλικά Άρη... Και νομίζω το ξέρει. Με άγγιξε σε σημεία που κανένας δε το έχει κάνει...Νόμιζα πως... Ξέρεις, πως ίσως τελικά κι εκείνος με βλέπει με τον ίδιο τρόπο..."
"Τον αγαπάς..."
"Δεν ξέρω τι είναι. Μα είναι μεγάλο... Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή όταν έρχεται. Μα σήμερα..."
"Γι'αυτό έφυγες;"
"Πώς μπόρεσε; Πώς τόλμησε να φέρει εκείνη την οχιά στο χαμόσπιτο; Χθες με άγγιζε σε εκείνο το στρώμα!!!" Η Εύα άρχισε να κλαιει γοερα κι εκείνος πέφτοντας πλάι της, την τράβηξε αγκαλιά
"Βρίσκεται σε άρνηση. Πιστεύει πως..." Ένα αναστεναγμός έκοψε το λόγο του "Όπως και να έχει, μη κλαίς... Ξέρει και ο ίδιος ότι κάνει μαλακίες. Αμύνεται..."
"Σε τι πράγμα κρατάει άμυνες ρε Άρη!"
"Σε εσένα..."
********
Πάτησε το πόδι στο μόλο και άρχισε να τρέχει μα όλες οι ελπίδες του εξανεμίστηκαν. Είχε μια ελπίδα πως θα ήταν εκεί, μα κι αυτή έσβησε. Κοίταξε δεξιά και αριστερά μήπως και είχε χωθεί κάτω από κανένα υπόστεγο στο παλιό λιμανάκι αλλά δεν ήταν πουθενά.
Τον έπιασε πανικός. Πριν πάει στο σπίτι είχε ήδη ελέγξει το χαμόσπιτο αλλά φυσικά και τη παραλία. Που μπορεί να είχε πάει; Δεν είχαν άλλα μέρη στο νησί όπου της άρεσε να πηγαίνει.
Μπήκε μέσα στο αμάξι και σχεδόν έσταζε ολόκληρος.
Κοίταξε το κινητό στο διπλανό κάθισμα και χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφάσισε να καλέσει τον Ορέστη. Δε ήταν δυνατόν να άνοιξε η γη και να τη κατάπιε. Ίσως... Ίσως απλά να ήταν μαζί. Ίσως την είδε. Ίσως κάτι έγινε...
"Έλα..."
"Είναι μαζί σου η Εύα;"
"Όχι. Γιατί ρωτάς;"
"Δεν μπορώ να τη βρω. Κανένας δεν την έχει δει σχεδόν όλη μέρα. Έχω τρελαθεί!"
"Τρελάθηκες; Μάλιστα..."
"Ορέστη δεν είναι ώρα! Και ειλικρινά μη με ζοριζεις! Αν δε την έχεις δει δεν με βοηθάς!"
"Για την ακρίβεια, την είδα..."
"Που;!"
"Το μεσημέρι στο μόλο"
Ο Άρης χτύπησε το τιμόνι από τα νεύρα
"Και;"
"Και έφυγα. Έχω τελειώσει μαζί της. Νομίζω πως ότι υπήρχε για να ειπωθεί..."
"Παψε επιτέλους! Βαρέθηκα!! Πάλι καμία μαλακια θα έκανες! Το καλό που σου θέλω να μην έχει πάθει τίποτα! Γιατί πίστεψέ με θα το έχεις κρίμα στο λαιμό σου . Ακούς;"
"Μεγάλες κουβέντες λες!" η φωνή του Ορέστη άλλαξε αλλά ο Άρης ήταν τόσο αναστατωμένος που ούτε τον ένοιαξε
"Ξέρεις κάτι; Ώρες ώρες λυπάμαι που δεν αγάπησε εμένα ..."
Τίποτα... Το τηλέφωνο έκλεισε και το μόνο που άκουγε πια ήταν εκείνο το ανατριχιαστικό τουτ-τουτ της αδιαφορίας...
*************
"Ξέρεις τι σκεφτόμουν;"
"Πες μου. Νομίζω σήμερα είμαι αρκετά ήρεμος για να ακούσω ακόμα μία από αυτές τις σκέψεις σου..."
"Ε τώρα γιατί το λες αυτό;"
"Γιατί κάθε φορά που ξεκινάς με εκείνο το ξέρεις τι σκεφτόμουν, ξέρω πως θα εκνευριστω"
"Είσαι τόσο γλυκός. Απορώ που τη βρίσκεις τόση γλυκαδα!"
"Με ειρωνεύεσαι;"
"Εγώ; Πώς θα μπορούσα ρε Άρη!"
"Είπα μήπως... Άντε, λέγε τώρα γιατί θα φύγω"
"Να.. σκεφτόμουν πως όταν παντρευτώ , θέλω να παντρευτώ στο ξωκλήσι του Άη Γιώργη..."
"Ξέρεις πόσα χρόνια έχεις μπροστά σου; Εκτός αυτού, ούτε άντρα βρήκες ακόμα! Γιατί πρέπει πρωί πρωί να αναλύσουμε το μέρος που θα παντρευτείς μωρέ Εύα; Και στη τελική , πότε πηγές εσύ εκεί;"
"Δε πήγα!"
"Ε τότε;"
"Μια μέρα ο Ορέστης μου είπε πως πάνω στο βουνό, κάπου βαθιά χωμένο στα δασάκι, βρίσκεται ένα ξωκλήσι που είναι πανέμορφο. Πηγαίνει εκεί για να ηρεμήσει. Του είπα να με πάει αλλά είπε πως είναι γεμάτο χαράδρες και είμαι τόσο αρτσουμπαλη που είναι σίγουρος πως θα πέσω. Θα με πας;"
"Ξέχασε το. Καταρχήν πρώτη φορά ακούω για αυτό. Δεύτερον, αν είπε ότι είναι επικίνδυνα τότε είναι. Και τρίτον, γιατί δε του λες να σε πάει μια μέρα μπας και ξυπνήσει κι όλας;"
"Ποιος να ξυπνήσει;"
"Κανένας... Τέλος πάντων. Πρέπει να πάω στη μάνα μου. Μη κάνεις καμιά βλακεία! "
"Όχι φυσικά!"
"Αυτό το φυσικά φοβάμαι αλλά τέλος πάντων. Να σε πάω σπίτι;"
"Όχι όχι. Θα μείνω λιγάκι και θα πάω.."
"Όπως αγαπας. Και Εύα; Όταν θα φτάσει η μέρα να παντρευτείς...Πρόσεχε ποιον θα επιλέξεις... Δε θέλω να πάρεις κανένα μαλάκα και να πρέπει μετά να τον δέρνω"
"Μην ανησυχείς. Άσε με να λέω... Στο ράφι θα μείνω στο τέλος..."
"Ε, αν μείνεις στο ράφι, παντρέψου τον Ορέστη! Κι αυτός τα ίδια λέει. Τουλάχιστον...Εύα κοκκινησες;"
"Εγώ; Όχι. Γιατί να κοκκινησω! Τι λες μωρέ Άρη! Άντε πήγαινε θα περιμένει η κυρά Τασία! Άντε άντε!"
*********
Πάρκαρε και κατέβηκε. Φυσικά και ήξερε που ακριβώς ήταν εκείνο το ξωκλήσι. Δε θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ τη πρώτη και τελευταία φορα που πάτησε πόδι εκει.
Τη πρώτη και τελευταία που αναφέρθηκε στο θεό.
Εκεί βρήκε και έχασε τη πίστη του ο Ορέστης...
Μαζί το είχαν ανακαλύψει.
Έκαναν βόλτες μέσα στο βουνό για να αποβάλει ο Ορέστης την ένταση που είχε έπειτα από ένα ακόμα καυγά με το Κώστα , όταν από το πουθενά ξεπρόβαλε εκείνη η μικρή γραφική εκκλησία. Έμοιαζε σαν να είχε καεί στο παρελθόν. Οι λευκοί ασβεστομενοι τοίχοι, είχαν καπνούς σε αρκετά σημεία. Οι λιγοστές εικόνες είχαν μαυρίσει. Το καντηλακι ήταν μόνιμα σβηστό ενώ μερικά από τα παράθυρα, είχαν σπάσει.
Πρώτη φορά είδε τον Ορέστη να προσεύχεται. Έψαχνε για λύτρωση. Την επόμενη μέρα, κι όταν ο Κώστας σχεδόν σκότωσε τη Ξανθίππη στο ξύλο, ο Ορέστης απαρνηθηκε τη πίστη του.
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη.
Κατέβηκε από το αμάξι σκεπτόμενος πως ίσως για κάποιο λόγο η Εύα ήταν εκεί. Πώς ίσως τελικά το είχε ανακαλύψει εκείνο το μέρος και ξέροντας πια πως βρέθηκε με τον Ορέστη, σίγουρα θα αναζητούσε ηρεμία με τη σειρά της. Τον ενοχλούσε απίστευτα πολύ το γεγονός πως δεν μπορούσε να του πει για την εγκυμοσύνη. Γι'αυτό και τον απέφευγε. Η Τασία πίστευε ακράδαντα πως αν μιλήσει θα τα κάνει όλα χειρότερα. Μπορεί να τον ήξερε καλύτερα από τη μάνα του αλλά ο φόβος για την αντίδραση του, ήταν κάτι που και ο ίδιος έτρεμε. Πέρασε πολλά για να αντέξει και το χαμό ένας παιδιού πόσο μάλλον κάτω υπό αυτές τις συνθήκες. Ίσως μάλιστα ήταν λιγότερο τρομακτικό από το γεγονός πως παραλίγο να κοστίσει την ίδια τη ζωή της Εύας... Ήταν πεισματάρης και εγωιστής όμως την αγαπούσε και ο Άρης το ήξερε. Πίσω από εκείνο το προσωπείο της άρνησης, μόνο αγάπη υπήρχε. Αγάπη και παράπονο.
Μπαίνοντας μέσα όμως, δεν υπήρχε κανένας. Δεν είχε δωμάτια για να κρυφτεί κάποιος ούτε ιερό. Τέσσερις τοίχοι γεμάτοι διάσπαρτα εικονίσματα , κάνα δύο καρέκλες και η βάση για τα κεριά.
Ένιωσε τη δόνηση του κινητού και βγάζοντας το, το σήκωσε.
"Είχαμε νέα μάνα;"
"Ευτυχώς ναι. Επέστρεψε σπίτι! Μόλις με πήρε η Ξανθίππη!"
Ο Άρης αρκέστηκε σε ένα βαθύ αναστεναγμό που έφτασε ως την άλλη γραμμή "Ήθελε να μείνει μόνη της λίγο... Έτσι είπε. Βέβαια η Ξανθίππη ήταν ανήσυχη. Μου είπε ότι η Εύα εκτός από βρεγμένη, έδειχνε φοβερά λυπημένη..."
"Βρέθηκε με τον Ορέστη σήμερα. Μην αναρωτιεσαι..."
"Την αγαπάς;" η ερώτηση της Τασίας έστειλε καρφιά στο κορμί του.
"Από παιδί..." Παραδέχθηκε "Σαν αδερφή μου..." ένα λυπημένο γέλιο αντιχησε στα αυτιά του. Πώς να κρυφτεί από τη μάνα του.
"Γιε μου... Μερικές φορές η επιλογή είναι πιο σκληρή από οτιδήποτε άλλο καλουμαστε να κάνουμε... Είμαι περήφανη για σένα. Μη το ξεχάσεις ποτέ... Και τώρα έλα σπίτι... Νομίζω πρέπει να μαθεις κάποια πράγματα. Δεν είχα σκοπό ακομα, αλλά θέλω να είσαι προετοιμασμένος..."
"Προετοιμασμένος;"
"Ίσως είσαι ο μόνος που με την αγάπη που έχεις και στους δύο, πρέπει να ξέρεις τα πάντα..."
Η Τασία έκλεισε.
Ο Άρης κοίταξε την εκκλησία απ' άκρη σ'άκρη.
Όλα αυτά τα χρόνια ήταν τρομερά δύσκολο να κρατάει τις ισορροπίες.
Είτε από τη μια πλευρά, είτε από την άλλη . Μπαίνοντας φυλακή, είχε μονάχα μια να προσέχει...
Μα τώρα όλα πάλι γύρισαν στο απόλυτο μηδέν.
Πώς θα μπορούσε να ανταπεξέλθει;
Ένιωθε πως όσο κι αν προσπαθούσε να προχωρήσει στη ζωή άλλο τόσο εκείνη τον τράβαγε πίσω.
Πάντα ήθελε να κάνει το σωστό κι ας έκανε πολλά πράγματα που μετανιωνε.
Είναι σκληρές οι επιλογές;
Πόσο σκληρό είναι να απαρνηθείς όσα αισθάνεσαι για το καλό ενός άλλου ανθρώπου;
Πόσο κομμάτια μπορεί να αισθάνεσαι πολλές φορές μα να το κρύβεις;
Η αγάπη όμως, η ερωτική αγάπη, δεν ορίζεται...
Ίσως τώρα που μεγάλωσε να έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα μα σαν πιο μικρός έφαγε και ο ίδιος πολλές κατραπακιες μέχρι να μάθει να οπισθοχωρεί. Αυτό όμως που τον τρόμαζε, ήταν πως έκανε πίσω όχι γιατί δεν είχε τη δύναμη να παλέψει και να διεκδικήσει, έκανε πίσω γιατί ήξερε πολύ καλά και ο ίδιος, πως ο Ορέστης δεν αγαπούσε σχεδόν κανένα. Τρία άτομα αγαπούσε στη ζωή του...
Τη μάνα του, εκείνον και την Εύα...
Εκείνο το πάντοτε λυπημένο και θυμωμένο παιδί, άξιζε λίγα ψίχουλα ευτυχίας με κάθε τρόπο...
Κάθισε για λίγο σε εκείνες τις κατεστραμμένες από τη πολυκαιρία καρέκλες και ύστερα από δεκαπέντε χρόνια προσευχήθηκε για ένα θαύμα. Προσευχήθηκε για λίγη δύναμη.
Προσευχήθηκε να τελειώσουν όλα αναίμακτα...
Ίσως αυτό που κανένας δεν ήξερε αλλά ο ίδιος φοβόταν με όλη τη ψυχή του, ήταν πως ο Ορέστης δεν θα άντεχε...
"Όταν βγούμε κομμένες η μαλακίες! Θα βρούμε μια γυναίκα , ένα σπίτι. Θέλω ηρεμία. Κουράστηκα με αυτά τα σκατα"
"Εγώ πάλι όταν βγω, δε θέλω άνθρωπο"
"Όχι Ορέστη. Θα κάνεις οικογένεια και θα αλλάξουμε. Μεγαλώσαμε. Το χρωστάμε στον εαυτό μας!"
"Δε χρωστάω τίποτα σε κανένα. Δε θέλω γυναίκα πόσο μάλλον παιδιά.."
"Εγώ πάλι λέω πως θα βρεις τη κατάλληλη, εκείνη που θα πάρει το παρελθόν και θα το εξαφανίσει και θα της κάνεις και κάνα δυο κουτσουβελα και τέλος..."
"Μην ανοίγεις πληγές. Τι διάολο σε έπιασε σήμερα;"
"Δεν ανοίγω τίποτα. Απλά πλησιάζει η μέρα που θα βγούμε... Θέλω να αλλάξουμε ζωή."
"Θέλεις να σου πω κάτι τρομακτικό; Αλλά άπαξ και σου πω, ούτε θα σχολιάσεις ούτε θα πεις λέξη. Θα το αφήσεις να φύγει..."
"Όταν χαμηλώνεις έτσι και ξεκινάς να λες τέτοια, ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι μπορεί να ακούσω..." Ο Ορέστης έσκασε ένα πλαγιο χαμόγελο
"Εκείνη τη καταραμένη μέρα, όταν έκανα την Εύα δική μου, τελείωσα μέσα της..."
Σιωπή....
"Φαντάζεσαι να βγω και να έχω κανένα παιδί εκεί έξω με τον χειρότερο εχθρό μου; Να έχει βρει και κανένα μαλάκα να τον λέει πατέρα .."
"Τι είναι αυτά που λες ρε!" Ο Άρης ταράχθηκε αλλά ο Ορέστης ήταν ήρεμος
"Νομίζεις δε το σκέφτομαι; Ξέρω πως δεν ήθελα να μιλήσω ποτέ ξανά για αυτό αλλά το τελευταίο μήνα, βλέπω κάτι όνειρα...Ξέρω πως έφταιξα. Μα πλέον μεγάλωσα. Το βλέπω διαφορετικά. Ήθελα απλά να ζήσω μέσα της όλη τη στιγμή μου... Πόσο μαλάκας ήμουν .."
"Ήταν η πρώτη της φορά. Δε γίνεται .. εκτός αυτού, τρομάζω στην ιδέα..."
"Εγώ πάλι όχι."
"Όχι;"
"Την αγάπησα κάποτε... Ίσως εκείνη με κατέστρεψε μα εκείνο το πλάσμα τι θα φταίει; Εγω έφταιγα; Όχι. Η μάνα μου όμως με αγκάλιασε..."
"Ρε Ορέστη. Ειλικρινά νομίζω δεν έχει νόημα να λες τέτοια πράγματα. Είναι απίθανο.. Άντε φτάνει... Σιγά μη το κράτησε εξάλλου και να έγινε κάτι. Τόσο μικρή και..."
Ο Ορέστης γύρισε ολόκληρος προς τον Άρη . Το βλέμμα του λαμπυριζε και τα χείλη του είχαν σφιχτει.
"Αν μία στο εκατομμύριο...." είπε σιγανα αλλά δεν συνέχισε ολόκληρη τη φράση "Θα τη σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Να το θυμάσαι..."
😔😔😔😔
Δυστυχώς το χέρι μου με ταλαιπωρεί αρκετά. Εξού και η αργοπορία .
Να είστε όλοι καλά. Και σας ευχαριστώ και για τα προσωπικά μηνύματα που έλαβα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top