Κεφάλαιο 31°
"Σσς.. ηρέμησε. Όλα είναι εντάξει" η Εύα άνοιξε τα πλούσια ματόκλαδα της . Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν η μορφή του Άρη ενώ μετέπειτα έριξε ένα βλέφαρο στο χώρο γύρω. Βρισκόταν στο σπίτι του Ορέστη... "Λιποθυμήσες. Κάτσε λιγάκι εδώ. Έρχομαι"
Η Εύα του χάρισε ένα νεύμα. Όχι πως είχε και το σθένος να σηκωθεί. Ένιωθε αδύναμη.
Ο Άρης της έριξε ένα τελευταίο βλέμμα και βγαίνοντας από το σπίτι , είδε τον Ορέστη στο πλατυσκαλο. Ήξερε πως δεν έφυγε. Κανένα αμάξι δεν ακούστηκε.
"Μη τη δικάζεις άλλο. Υπάρχουν πράγματα που δε ξέρεις. Πράγματα που ούτε εγώ ήξερα αλλά δεν είμαι ο αρμόδιος να σου τα πω ή να τα εξηγήσω και πιστεψε με ακόμα και να με σαπίσεις στο ξύλο, λέξη δε θα πάρεις.
Ακόμα σε αγαπάει Ορέστη... Μη γυρίζεις τη πλάτη. Μη κλείνεις τις πόρτες όταν δεν ξέρεις τι πραγματικά κρύβουν από πίσω..."
Σιωπή...
"Θα την πάω σπίτι. Ξέρω πως δεν είσαι σε θέση να μιλήσεις. Αναγνωρίζω ακόμα και το στήσιμο των ώμων σου. Σύντομα όμως, θα δεις και μόνος σου, πως..." Ο Ορέστης σηκώθηκε και ο Άρης σώπασε για μια στιγμή. "Φύγε... Ίσως αυτό ξέρεις να κάνεις καλύτερα για να αποφύγεις τη κατάσταση. Μα λιώνεις. Το βλέπω . Το ακούω στις βαριές σου ανάσες. Ελπίζω μόνο, όταν θα φτάσει η ώρα, να μην είναι αργά..." Ο Ορέστης έβγαλε από τη τσέπη τα κλειδιά του αυτοκινήτου, πέταξε το αναμμένο τσιγάρο και χωρίς να γυρίσει προς τα πίσω, άρχισε να περπατά προς το αμάξι.
"Η Εύα κάποτε πίστευε πως παρά το ταραχώδη τρόπο ζωής σου, θα γινοσουν ένας υπέροχος άντρας..." είπε αξαφνα ο Άρης λίγο πριν μπει στο αυτοκίνητο και ο Ορέστης σταμάτησε με τη πλάτη γυρισμένη "Πίστευε πως θα γινοσουν υπέροχος σύζυγος... Και ακόμη πιο υπέροχος πατέρας...Είναι βαριά τούτη η λέξη Ορέστη. Κράτα τη..." τον είδε να σφίγγει δυνατά τα κλειδιά στη παλάμη μα δε κάθισε να περιμένει να δει καμία αντίδραση. Μπήκε στο σπίτι, και μόλις η πόρτα έκλεισε, άκουσε απ' έξω το αμάξι να μαρσαρει και ύστερα τα λάστιχα να ουρλιάζουν στην άσφαλτο...
*******
"Καθίστε!" έριξε ένα βλέμμα στον Άρη ο οποίος ήταν φοβισμένος. Ήθελε τόσο να ορμήσει σε εκείνο το μαλακά το δικηγορακο. Τους φερόταν θαρρείς και ήταν πιτσιρίκια. Ιδέα δεν είχε πως το κράτος όρισε ένα δικηγόρο υπεράσπισης σαν αυτόν. Έμοιαζε περισσότερο με κατήγορο.
Το βλέμμα του Ορέστη σταθερό.
Του Άρη έτρεμε...
Οι χειροπέδες ήταν τόσο σφιχτές μα εκείνος ούτε που παραπονέθηκε.
"Τελείωνε." είπε σοβαρός καθώς τον έβλεπε να ανοίγει τα χαρτιά του αργοπορημένα.
"Δεν είστε σε θέση να διαταζετε. Είστε ένοχοι για φόνο. Έκανα ότι μπορούσα. Προέκυψε όμως ένα ακόμα στοιχείο. Η αρχική ποινή αυξήθηκε"
"Στοιχείο;" ρώτησε ο Ορέστης "Τι παραπάνω στοιχείο μπορεί να βγει στον ως εκτός από το γεγονός της παραδοχής μας για το φόνο;"
Ο δικηγόρος χαμογέλασε
"Μα δεν επρόκειτο πλέον για ένα φόνο!"
"Τι είπες;" Ο Άρης σηκώθηκε από τη καρέκλα έντρομος.
"Κατσε κάτω!!!"
"Πρόσεχε το τόνο σου..." πήρε θέση ο Ορέστης με εκείνη την ανατριχιαστική ψυχραιμία του. "Έκανα ένα φόνο. Εσύ λες για δύο. Πρόσεχε μην είσαι ο τρίτος..." Ο δικηγόρος στραβοκαταπιε.
"Και τώρα πάρε μια ανάσα και λέγε..."
"Έφτασε στα χέρια της αστυνομίας πριν βγει η υπόθεση ένα ημερολόγιο μέσα στο οποίο, υπάρχουν βάσιμες κατηγορίες τόσο για φόνο όσο και για βιασμό από τη πλευρά σας"
Ο Άρης κοίταξε τον Ορέστη, ο οποίος έδειχνε εντελώς μπερδεμένος.
"Αυτό δεν είναι αλήθεια! Δεν πειραξαμε κανένα άλλο!"
"Άρη πάψε!" πετάχτηκε ο Ορέστης κι εκείνος σώπασε μονομιάς "Κι εσύ! Συνέχισε!" αποκρίθηκε προς το δικηγόρο.
"Γνωρίζετε κάποια δεσποινίς... Εύα Μακρή;"
Το αίμα πάγωσε μέσα στη φλέβα...
"Δικό της είναι. Το κατέθεσε σήμερα. Σας κατηγορεί για...βιασμό και φόνο"
"ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ!" ο Ορέστης έβαλε τα δεμένα του χέρια στο πρόσωπο κρύβοντας τα δάκρυα που έπεσαν. Στο επόμενο δευτερόλεπτο, σηκώθηκε και πιάνοντας τη καρέκλα την εκσφενδονίσε προς το γραφείο του δικηγόρου. Προσπαθούσε να σπάσει τις χειροπέδες με μανία. Σαν ένα αγρίμι. Άφηνε κραυγές και φωνές ώσπου τα χέρια μάτωσαν. Οι καρποί του άρχισαν να αναβλύζουν αιματα κι εκείνα σκορπίστηκαν παντου.
Ο Άρης κοιτούσε εντελώς σοκαρισμένος και τρομαγμένος ώσπου το θηρίο... Πιάστηκε...
Οι μπάτσοι που ήταν απέξω μπουκαραν μέσα στο γραφείο και άρχισαν να τον κλωτσανε ανεξέλεγκτα. Δίχως έλεος.
"Σταματήστε!!!" Φώναξε ο Άρης μα σαν απάντηση, τον γραπωσαν και τον πέταξαν κάτω. Τους γρονθοκόπησαν με τόσο μένος ... Τους έφτυσαν... Τους άφησαν σχεδόν λιποθυμους και αιμόφυρτους στο πάτωμα.
"Μπασταρδακια... Έφτασε η ώρα σας..." άκουσαν ένα μπατσο να λέει και αμέσως μετά, ένας έντονος πόνος σαν αναλαμπή στο πρόσωπο... Και το φως χάθηκε...
**********
"Τι σου είπε λοιπόν;" Η Ξανθίππη κρεμόταν από τα χείλη της Τασίας η οποία μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο.
"Δε το πιστεύω..."
"Τασία λέγε θα πάθω καρδιά!"
"Το αποδεικτικό στοιχείο που κράτησαν κρυφό από το ευρύ κοινό, ήταν το ημερολόγιο της Εύας... " Η Ξανθίππη έπιασε τη καρέκλα για να στηριχθεί πριν πέσει κάτω από το σοκ.
"Παραδόθηκε στις αρχές και μέσα έγραφε πως τη βίασαν στο αυτοκίνητο. Μάλιστα προσπάθησαν να τη πείσουν πως ήταν κάτι φυσιολογικό. Έλεγε επίσης πως τόσο ο Άρης όσο και ο Ορέστης, έσπρωξαν από το γκρεμό το Σπύρο και το Γιάννη εκείνη τη μέρα... "
"Δε... Δε γίνεται... Δε μπορεί. Σωστά; ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ! " φώναξε η Ξανθίππη πιάνοντας το κεφάλι της.
"Ηρέμησε! Τρέμεις ολόκληρη! Σίγουρα κάτι είναι λάθος. Κάτσε κάτω!" Η Τασία τράβηξε τη καρέκλα, την έβαλε να καθίσει και ύστερα της πρόσφερε ένα ποτήρι παγωμένο νερό.
"Ξέραμε πως με κάποιο τρόπο υπήρχαν οι κατηγορίες. Τώρα μάθαμε. Με λίγα λεφτά όλα μαθαίνονται... Σιγά μη μου έλεγε αλλιώς λέξη αυτός ο άχρηστος για δικηγόρος!"
"Πες μου ότι είναι ψέματα Τασία..." η Ξανθίππη βρισκόταν σε μια κατάσταση μεταξύ απάθειας από τη φρίκη και νιρβανας. Με βλέμμα κολλημένο στο απόλυτο κενό να προσπαθεί να βρει ένα μελανό σημείο σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου μα δεν έβρισκε τίποτα.
"Η Εύα αποκλείεται να έκανε κάτι τέτοιο... " Είπε η Τασία
"Το ξέρω..." Η Ξανθίππη σηκώθηκε αξαφνα.
"Που πας;"
"Πάω σπίτι μου..."
"Ξανθίππη τι λες; Ποιο σπίτι; Τρελάθηκες;"
"Ο καταραμένος είχε πάντοτε μια καραμπίνα στην αποθήκη..."
"Ξανθίππη!!!" Η Τασία την έπιασε και τη τράβηξε στην αγκαλιά της. Και τότε η Ξανθίππη εσπασε...
"Το παιδάκι μου... Σίγουρα εκείνη φταίει. Θα τη ΣΚΟΤΩΣΩ!!! ΑΣΕ ΜΕ ΤΑΣΙΑ!!"
"Όχι! Όλα στην ώρα τους..."
*****
"Με συγχωρείς αλλά νομίζω δεν είναι η στιγμή να πούμε κάτι... Χρειάζεσαι ξεκούραση. Δε γινόταν να σε αφήσω στο σπίτι του Ορέστη..." Ο Άρης πάρκαρε δυο στενά πάνω από το σπίτι της Εύας.
Όταν ξύπνησε, δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες. Της είπε απλά πως θα τη πάει σπίτι κι αυτό ήταν.
"Γιατί;" ρώτησε λίγο πριν βγει από το αμάξι
"Αν ρωτάς το γιατί σε έδιωξα τότε, δεν είναι η ώρα. Αν ρωτάς γιατί άλλαξα... Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως είμαι μαλάκας... " Θέλοντας και μη ένα γλυκό χαμόγελο βγήκε στα χείλη της
"Θεέ μου... Πόσα χρόνια έχω να σε δω να μου χαμογελάς..." της είπε κι εκεινο έσβησε αμέσως.
"Πήγαινε σπίτι Εύα... Σου υπόσχομαι όμως να έρθω. Εντάξει;"
Δεν του είπε κάτι. Άνοιξε απλά τη πόρτα της και έφυγε. Ίσως για μια φορά, έπρεπε απλά να αρκεστεί στην υπόσχεση του χωρίς να αναλύσει τίποτα άλλο. Δεν ήταν χαζή. Ήξερε αυτους άντρες πολύ καλά. Και ήξερε πως ο Άρης αφήνοντας τη, θα είχε μια μάχη να δώσει. Μπορεί εκείνος για άγνωστους λόγους να άλλαξε, μα ο Ορέστης όχι..
"Με συγχωρείτε.." στρίβοντας από το στενό , είδε μια γυναίκα με μια βαλίτσα στο χέρι. Φορούσε ένα τεράστιο λευκό ψάθινο καπέλο και είχε στα χέρια κάτι που έμοιαζε με χάρτη.
"Παρακαλώ..."
"Ψάχνω... Ένα σπίτι"
"Σπίτι;"
"Χίλια συγνώμη , εννοώ κάποιον που μου είπαν πως μένει εδώ κοντά..."
"Δε νομίζω να μπορώ να σας βοηθήσω αλλά..."
"Είναι στρατιωτικός. Χρήστος Ντινόπουλος; Σας λέει κάτι;"
Η Εύα ενιωσε ένα αναπάντεχο αίσθημα χαράς. Τι να λέμε τώρα... Η Έλσα πάντα λάτρευε όλα αυτά τα φρουρού και αρώματα. Όχι πως ήταν κακή... Αλλά μια φορά με παντόφλα δεν την είδα. Έστω λιγάκι κατσαρά εκείνα τα ξανθά μαλλιά της. Ούτε καπέλο φορούσε για να μη χαλάσουν .. δεν είμαι έτσι εγώ Εύα...
Χαμήλωσε το βλέμμα στα πόδια. Η γυναίκα φορούσε παντόφλες. Ήταν απλά ντυμένη... Ήταν όλα όσα ο Χρήστος δεν περιεγραψε. Άραγε πόσα πράγματα σε κάνει να αλλάζεις η αγάπη;
"Είσαι η Έλσα;" Πήρε το θάρρος και ρώτησε και εκείνη έβγαλε τα γυαλιά και τη κοίταξε έκπληκτη. "Τριτο σπίτι αριστερά... "
"Μα πως..."
"Νομίζω πως άργησες δύο χρόνια αλλά στην ουσία η πραγματικότητα είναι πως ποτέ δεν είναι αργα.. Καλή τύχη σου εύχομαι..."
Δεν ένιωσε κάποια λύπη.
Ούτε κάποια απογοήτευση. Εξ αρχής ο Χρήστος ήταν απίστευτα γλυκός και τρυφερός άνθρωπος. Κατανοητικος. Ήρεμος. Δεν είχαν βγει πολλές φορές αλλά σίγουρα θα κρατούσε καλά στη μνήμη της και της δύο... Ίσως ήταν από τους ανθρώπους που θα της έμεναν στη καρδιά.
Έτσι είναι...
Κάθε άνθρωπος που συναντάμε στη ζωή, μοιάζει με μια παλέτα.
Κάθε ένας έχει φτιάξει τη δική του όπως του αρέσει.
Όταν όμως ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους, λίγο από εκείνα τα χρώματα μπερδεύονται με τα δικά μας και μένουν πάνω στο χαρτί μας.
Στον βαθύ μας απολογισμό, όταν πια φτάνουμε στο θάνατο, έχουμε στα χέρια ένα καμβά , γεμάτο πιτσιλιες. Άλλες μεγαλες, άλλες μικρές...
Ανθρώπινα στίγματα που είτε είναι αρκετά δυνατά, και κρατάνε έντονο το χρώμα είτε απλά ξεφτιζουν...
"Καλώς την..." Μπαίνοντας είδε τη Ξανθίππη και τη Τασία να κάθονται.
"Καλησπέρα. Νόμιζα πως θα πήγαινες εσύ στη Τασία και βγήκα μια βόλτα τελικά. Μα ήρθε εκείνη εδώ;" Η Εύα έβγαλε τη τσάντα και προχώρησε ως το ψυγείο.
"Χρειάζεται βοήθεια" η Ξανθίππη μπήκε αμέσως στο ψητό.
"Τι έγινε;" Ρώτησε ανήσυχα η Εύα
"Αχ βρε κορίτσι μου μην φουντώνεις κατευθείαν! Το τηλέφωνο του θείου σου ήθελε. Είπες πως ήταν αστυνομικός σωστά;" Η Εύα παραξενεύτηκε
"Σωστά. Μα... Δε καταλαβαίνω..."
"Εχουμε μια υπόνοια πως τα στοιχεία που δόθηκαν στην αστυνομία δεν ήταν αυθεντικά Εύα. Εκείνος θα μπορέσει να μας βοηθήσει!"
"Ποια στοιχεία; Εκτός από το φόνο υπάρχουν κι άλλα;"
"Ναι... " Είπε η Ξανθίππη και η Τασια τη σκουντηξε κάτω από το τραπέζι μα εκείνη της έκανε νόημα ότι ξέρει τι κάνει μόλις η Εύα γύρισε για να φτιάξει καφέ.
"Υπάρχει κάτι που δε ξέρεις Εύα..."
"Με τρομάζετε..." Η Εύα κοιτούσε μια τη Ξανθίππη και μια τη Τασία η οποία είχε κολλήσει το βλεμμα στη πρώτη και τη κοιτούσε έντονα.
"Με απλά λιτά και απέριττα λόγια, κατηγορήθηκαν για βιασμό μιας κοπέλας αλλά και το θάνατο δύο ακόμα παιδιών που βρέθηκαν στο γκρεμό ένα χρόνο πριν σκοτώσουν το Κώστα"
"Θεουλη μου!" Το μπρίκι της έφυγε από τα χέρια και όλος ο καφές χυθηκε στο πάτωμα. "Ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει για κάτι τέτοιο"
Η Ξανθίππη σήκωσε τα φρύδια. Η Εύα έδειξε νευρικότητα. Μάζεψε όπως όπως το καφέ και έπειτα καθάρισε το πάγκο ταραγμένη.
"Έλα ντε..Εσύ ήσουν μαζί τους βρε κόρη μου. Ξέρεις... Πες μου γιατί θα τρελαθώ..."
"Τι να πω Ξανθίππη μου... Δε μπορώ να το πιστέψω... Ίσως γι αυτό με κράτησαν μακριά... Αλλά και πάλι, δε βγάζει νόημα...Μήπως... Μήπως νόμιζαν ότι θα τους κρίνω; Γιατί..." Η Εύα άρχισε ένα μονόλογο που τελειωμό δεν είχε. "Πώς ήταν δυνατόν όμως να σκεφτούν, πως εγώ θα πιστευα ποτέ, τέτοιες κατηγορίες! Ναι, δε λέω... Μάλωσαν με το Γιάννη και το Σπύρο αλλά ως εκεί... Και ο βιασμός; Ποιος βιασμός; Είχαν οποία κοπέλα ήθελαν... Δεν καταλαβαίνω... Και συγνώμη αλλά..." Η Εύα έβγαλε ένα τσιγάρο και ανάβοντας το , έβαλε στο φλιτζάνι τον υπόλοιπο καφέ και καθισε. "Συγνώμη αλλά δε μπορώ να το δεχτώ αυτό. Θα πάρω αμέσως το Κοσμά!"
"Όχι!" Πετάχτηκε η Τασία "Σε παρακαλώ. Θέλω να του μιλήσω εγώ"
Η Εύα αναστεναξε.
"Ξέρω πως έγιναν πολλά... Μα πλέον δεν είμαι κοριτσάκι Τασία μου. Θεωρώ προσωπικά πως τέτοια κατηγορία είναι ανεκδιηγητη... Γιατί ποτέ κανένας δε με κάλεσε να καταθέσω; Εγώ, πρώτη θα μπορούσα να πω την αλήθεια... Αλλά, βέβαια! Με έδιωξαν!" Η Εύα έδειξε να θυμώνει ακούγοντας τον εαυτό της.
"Μην εκνευρίζεσαι κόρη μου"
"Έχετε δίκιο. Απλά είναι όλα μαζί... Βρέθηκα και με τον Άρη..."
Η Εύα ξεκίνησε πιο ήρεμη αυτή τη φορά να τους εξηγεί όσα έγιναν. Όχι μόνο γιατί ήταν οι μαμάδες τους, μα γιατί ένιωθε και η ίδια την ανάγκη να τα βγάλει από μέσα της. Είπε για τη παραλία, για την εξομολόγηση εν μέρη του Άρη αφού δεν της είπε τίποτα για το παρελθόν, και ανοίχτηκε τόσο όσο έτσι ώστε και η ίδια να νιώσει πιο ανάλαφρη.
Δε μπήκε σε πιο προσωπικές λεπτομέρειες . Δεν υπήρχε λόγος.
Λίγη ώρα μετά, τους έδωσε το πολυπόθητο νούμερο του Κοσμά, και ανέβηκε να ξαπλώσει..
"Ποιος λες να ήταν ικανός να κάνει τέτοιο πράγμα Ξανθίππη; Λες η Ελένη;" Ψιθύρισε η Τασία "Εξ αρχής νόμιζα πως είχε βάλει το χεράκι της. Αν όμως όντως αυτό το ημερολόγιο είναι της Εύας, και αν πράγματι γράφει αυτά μέσα, μιλάμε ίσως για κάτι πιο βαθύ..."
"Σκέφτηκες αυτό που σκέφτομαι;"
"Με τρομάζει και μόνο η ιδέα Ξανθίππη"
"Εμένα πλέον με τρομαζει και η ίδια η Εύα...Ούτε θέλω να φαντάζομαι ..."
"Σσς. Πιο σιγά θα μας ακούσει.."
"Νομίζω πως πρέπει να φύγω. Να τον πάρω τηλέφωνο και θα σε ενημερώσω αργότερα. Δε θέλω να χάσουμε άλλο χρονο Ξανθίππη"
"Ούτε εγώ θέλω. Άντε στο καλό να πας Τασία"
*********
"Ορέστη;"
"Μόνο γκρίνια δε θέλω Εύα. Δε μπορώ. Έχω πονοκέφαλο σήμερα"
"Θέλω να σου πω κάτι..."
"Τι είναι βρε κορίτσι μου..."
"Σας άκουσα με τον Άρη να μιλάτε για... Ξέρεις..."
"Και που μας άκουσες;"
"Αυτό είναι τώρα το θέμα;"
"Ωραία, και το έπρεπε να ακούμε δηλαδή; Να κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια;"
"Όχι απλά.. φοβήθηκα"
"Τίποτα μη φοβάσαι..Μακάρι να τους σκότωνα αλλά που να με αφήσει ο Άρης..."
"Μη λες τέτοια λόγια!"
"Θα δεις... Δε θα σε πειράξει ποτέ ξανά κανένας..."
"Ορέστη!!!" Ο Άρης μπήκε μέσα στο χαμόσπιτο έντρομος "Βρήκαν το Γιάννη και το Σπύρο στο γκρεμό! Νεκρούς..."
"Τι πράγμα;" Η Εύα σηκώθηκε προβληματισμένη και κοίταξε τον Ορέστη
"Τι με κοιτάζεις! Μη τολμήσεις να με κατηγορήσεις ...!"
"Όχι όχι! Ποτέ δε θα το έκανα αυτό... Μα... Μα αν σας είδε κάποιος μαζί τους χθες; Θεουλη μου!"
"Δεν έπρεπε να τους αφήσουμε έτσι! Στο είπα γαμωτο! Ήταν τέρμα μεθυσμένοι! Πάω στοίχημα πως θα κατρακύλησαν και θα έπεσαν κάτω!" ο Άρης είχε τρελαθεί εντελως "Θα δούνε και τα σημάδια στο κορμί τους από το καυγά! Ανάθεμα!!!"
"Μη φωνάζεις ρε!" ο Ορέστης ήταν ακόμα ψύχραιμος.
"Τι θα κάνουμε...."
"Τι να κάνουμε! Εμείς φταίμε; Κάθε ένας μπορεί να μπλεξει σε καυγά και στη τελική καλά να πάθουν! Στα αρχιδια μου! Ότι δεν με άφησες να κάνω το έκανε η μοίρα για αυτούς!"
"Ορέστη!" Πήρε θέση η Εύα
"Δεν έχει Ορέστη! Κόντεψαν να σε βιάσουν! Το διανοείται το μυαλό σου; Ποιος άντρας απλώνει χέρι έτσι σε μια γυναίκα; Πουστηδες ανανδροι και καριοληδες! Αυτό είναι. Και τέρμα η κουβέντα! Δεν μας αφορά! Πάντα όλοι παίρνουν αυτό που τους αξίζει!"
"Ίσως έχεις δίκιο... Δεν ξέρω γιατί αναστατώθηκα τοσο. Μα δε θα άντεχα να με κατηγορήσει κανένας σαν δολοφόνο..." Ο Άρης χαμήλωσε το κεφάλι. Πάντα έλεγαν πως όπως και ο πατέρας του έτσι και εκείνος θα κατέληγε φονιάς. "Πόσο μάλλον για αυτά τα δύο κολοπαιδα..."
"Πάντα έχω δίκιο... Και όχι. Δεν είσαι και δε θα σε αφήσω ποτέ να γίνεις φονιάς..."
Η Εύα είχε συγκινηθεί από το τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους και απλά καθόταν και άκουγε...
********
"Που ήσουν; Έφαγα το τόπο να σε βρω.." ο Άρης πέταξε τα κλειδιά στο τραπεζάκι . "Ήπιες..." είπε αμέσως μόλις πλησίασε αρκετά ώστε να μυρίζει.
Μόλις άφησε την Εύα, τον έψαξε παντού μα δεν τον βρήκε ώσπου επιστρέφοντας ήταν ήδη εκεί. Καθόταν στα σκοτάδια με τα παντζούρια κλειστά στο καναπέ.
"Και που ήπια; Πρώτη φορά θα είναι;"
Ο Άρης άνοιξε το φως και κάθισε απέναντι του.
"Σε ψάχνω δύο ώρες! Πήγα στο χαμόσπιτο, στη παραλία, ακόμα και στο κέντρο! Ξαναπέρασα και έξω από το σπίτι της Εύας μήπως ... Δε ξέρω. Πουθενά"
"Μερικές φορές, η απομόνωση κάνει καλό"
"Ορέστη νομίζω πως πρέπει να μιλήσεις μαζί της..."
Γύρισε με ένα απαθεστατο βλέμμα και αφήνοντας τη μπύρα στο τραπέζι, έβαλε τους αγώνες στα πόδια και έπιασε το κεφάλι του.
"Και τι να πω; Τι να κάνω... Είπε ότι τη βίασα! Πως μπόρεσες να συγχωρέσεις;"
"Πλέον δε πιστεύω πως εκείνη το έκανε..."
"Τι πράγμα;"
"Αυτό που άκουσες! Γιατί να το κάνει! Βρες μου ένα λόγο! Τόσα σκατα είδαμε στη στενή! Το ενδεχόμενο κάποιος να παραποίησε ..."
"Φτάνει!"
"Όχι δε φτάνει! Πονάει έτσι; Η σκέψη πως μπορεί να τη δικασαμε για το τίποτα πονάει! Έτσι πονάω δύο μέρες τώρα!"
"Πάψε!"
"Ούτε θα πάψω! Τράβα πλύνε το πρόσωπο σου και συνελθε! Πρέπει να φύγω . Θα πάω στη Κική σήμερα... Μα ένα θα σου πω! Αν έστω υπάρχει μια πιθανότητα να μην έφταιγε σε τίποτα... Να δω τι θα κάνεις..."
Ο Άρης ήξερε πως τον πιέζει. Ίσως αυτό να ήθελε καταβαθος. Να βγάλει ένα αλλιωτικο νεύρο.
"Κι αν έφταιγε;"
Ο Άρης σταμάτησε πριν φύγει και τον κοίταξε
"Αν πράγματι έφταιγε... Αν πράγματι τόλμησε να πει ψεμα για...." σταμάτησε πριν ξεστομίσει τις επόμενες λέξεις
"Για;" Ρώτησε ο Ορέστης
"Για όλα... Αν είπε ψέματα, εγώ ο ίδιος θα φάω άλλα δεκαπέντε . Να το θυμάσαι..."
🤍🤍🤍🤍🤍🤍🤍🤍
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top