Κεφάλαιο 30°

Τι κάνω;
Δεν έχω ιδέα τι κάνω...
Το κορμί μου αντιδράει στην εικόνα του και δεν το ορίζω.
Τι ζήτησα; Δύο μέρες έστω ηρεμίας.
Τι πήρα; Το άρωμα του κορμιού του καρφωμενο στο δικό μου...
Κάποτε μου είχε πει ότι τα κύματα δεν είναι αυτά που φέρνουν ταραχή...
Πως η θάλασσα ήταν αγνή...
Πως για όλα φταίει ο καταραμένος αέρας.
Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο άνεμος που μας πήρε και μας σήκωσε;
Με αγγίζει και απλά παραδίνομαι.
Με έδιωξε κι εγώ σαν χαζό κορίτσι , νιώθω ακόμα... Πως όμως να τον συγχωρέσω; Και τι να συγχωρέσω;
Βλέπω τους ανθρώπους γύρω μου, βλέπω τα παιδιά στο σχολείο, τους γονείς... Κάθε ένας ίσως τραβάει το δικό του μονοπάτι και έχει τα δικά του προβλήματα. Όλοι προχωράνε όμως...
Εγώ όχι.
Βρέθηκα ξανά κολλημένη στο παρελθόν.
Θεουλη μου εκείνα τα χέρια του...
Τόσο δυνατά. Τόσο απίστευτα ζεστά στο άγγιγμα... Χέρια όμως ταλαιπωρημένα. Σκληραγωγημένα.
Δεν ήθελα ποτέ να πονάει...
Μακάρι να σήκωνα εγώ το όπλο εκείνη τη καταραμένη νύχτα. Να μη χρειαζόταν να περάσει λεπτό εκεί μέσα. Να έπαιρνα τη θέση του και να του έδινα ζωή.
Από παιδάκι ήταν τόσο απρόσιτος μερικές φορές. Πλέον βλέπω με πιο καθαρά μάτια.
Πως να μην ήταν; Πως ήταν δυνατόν να περιμενα να γελάει;
Κι όμως... Ο Ορέστης μου, χαμογελούσε... Είχε το τρόπο του...
Το ξέρω πως νοιαζόταν.
Το ξέρω πως αν χρειαζόταν θα ήταν εκεί...
Μα έφυγε στη πιο δύσκολη στιγμή μου ...
Γιατί μάτια μου; Με άφησες μόνη.
Έχασα...
Με ακούς;
Μου έδωσες τη ζωή που ζήτησα κι εγώ δε τη πρόσεξα...
Το σκότωσα μάτια μου ...
Λυπήσου με... Μα δε τα κατάφερα.
Σε βρήκα, σε έχασα, και συνεχίζω να σε χάνω...
Μη με πονάς άλλο. Μη με πληγώνεις.
Άφησε με . Μη με κυνηγάς.
Γιατί με περιτριγυρίζεις;
Τόσο πολύ μοιάζουμε τελικά;
Τι θέλεις; Να μπούμε μαζί σε αυτό το καραβάκι και να κάνουμε ένα ταξίδι για να βρούμε ότι χάσαμε; Γιατί μόνο καταστροφή θα φέρουμε. Μάθαμε να αγαπάμε διαφορετικά. Στις σκιές... Πνιγμενοι μέσα σε σιωπές και τα λευκά πέταλα.
Μια αγάπη δανεική...
Μια ζωή κλεμμένη.
Ξέρεις πόσες φορές νόμιζα πως σε ακούω σε εκείνες τις σιωπές μου;
Δε ξέρεις... Γιατί δεν ήσουν εκεί.
Κι όμως... Σε θύμιζαν τόσο τρομακτικά.
Το στομάχι ετσουζε... Αίμα έβγαινε από τα χείλη. Έφτυνα τη ζωή μου στο νεροχύτη πρωί , κάθε βράδυ και μαζί με αυτή, έφτυνα και κάθε στιγμή μας.
Ξέρεις... Ένα πρωί είδα στο μπαλκόνι μου δυο χελιδόνια. Έφτιαχναν φωλιά...
Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα διανύουν μάτια μου τα χελιδόνια με το ταίρι τους; Πολλά... Περνάνε από τόπους που είναι αφιλόξενοι μέχρι να αισθανθούν ασφάλεια.
Έτσι ένιωσα...
Πως είχα μια φωλιά. Μα αποδείχθηκε πως απλά ζούσα στη ψευδαίσθηση.
Ίσως δεν μάθω ποτέ τι ήταν αυτό που έκανα και τόσο σε πλήγωσε ώστε μου έκλεισε τις πόρτες μα ξέρεις κάτι;
Χθες άνοιξες το παράθυρο...
Ξέρω πως τόλμησα να πετάξω μέσα μα μη με σκοτώσεις ξανά..
Άνοιξε απλά τη πόρτα και θα φύγω. Μη με κρατάς. Με πονάς...

Σε κοιτάζω στα μάτια , σε εκείνα τα τεράστια πράσινα μάτια σου και εκεί που βλέπω λίγη ζωή τη χάνω. Αν μεγάλωσες; Πολύ... Έφυγε η παιδικοτητα που ποτέ στην ουσία δεν είχες και έδωσε τη σκυτάλη, στον ανδρισμό σου.
Μα εγώ βλέπω...
Εκείνο το παιδί με τα χέρια στις τσέπες καταβαθος με κοιτάζει.
Πάντοτε είχες τόσο θλιμμένο βλέμμα. Από μικρή με έκανες να το αγαπήσω. Να θέλω να το φροντίσω. Να το κάνω να μην ουρλιάζει εκείνη τη βουβή βοήθεια που δε ζητούσες από κανένα.
Μα εσύ έτρεχες
Τρέχεις... Φεύγεις ...

Τι έβλεπες άραγε σε μένα;
Τι βλέπεις...;

Δεν μου ανήκει ο εαυτός μου μάτια μου.
Δεν έχω καν δύναμη να χτίσω έναν. Προσπάθησα μα ήρθες και το διαλυσες για δεύτερη φορά.

Θέλεις όμως να μάθεις ένα μυστικό;
Μέσα σε εκείνες τις πιο σκοτεινές μου στιγμές, αγάπησα το τρόπο που με έκανες να σε αγαπήσω...
Μέσα σε κάθε σταγόνα που έβγαινε από μέσα μου, είχε και λίγη αγάπη.
Έλεγα χαλάλι...
Τουλάχιστον θα είμαι ο πρώτος άνθρωπος που πεθαίνει από αγάπη...
Μέχρι που τους άκουσα...
Θυμάμαι είχα πέσει στα γόνατα. Έβγαζα ίσως για τελευταία φορά τα σωθικά μου. Κοιτούσα εκείνο το κόκκινο πάτωμα και ένιωσα κάτι να με σκίζει... Τι άκουσα; Άκουσα εκείνο το μακάβριο ήχος της ψυχής που σβήνει όταν με έπιασε αιμορραγία..
Και ύστερα μπήκε μέσα ένας γιατρός...
"Το έχασε...προσπαθήστε να τη σώσετε"
Ακούς; Το έχασα.. θαρρείς και ήταν κάποιο μικρό κομματάκι από παζλ.
Σαν ένα παιχνίδι...
Τίποτα δεν έχασα...
Μαζί μου το έχω μάτια μου...
Κάθε πρωί. Κάθε μεσημέρι και βράδυ.
Νομίζω θα ήταν κοριτσάκι...
Ορέστη; Σ'αγαπαω...

*****

"Ημερολόγιο γραφεις;" Η φωνή της Ξανθίππης από τη σκάλα, την ανάγκασε να σκουπίσει τα μάτια της και να κλείσει το τετραδιακι βιαστικά

"Μερικές φορές μου αρέσει να κρατάω τις σκέψεις μου...Με συγχωρείς. Με φωναζες ώρα;" μπορεί να έκρυψε τα δάκρυα αλλά η φωνή, έβγαινε σπασμένη

"Λιγάκι... Απλά ανησύχησα. Για αυτό ανέβηκα λίγα σκαλιά. Κλαίς;"

"Όχι. Όχι. Μπήκε λίγη σκόνη από τον αέρα" είπε τη πιο χαζή δικαιολογία με την ελπίδα η Ξανθίππη να δείξει κατανόηση όπως έκανε πάντοτε

Η Εύα μόλις η πόρτα του σπιτιού έκλεισε το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε ιδέα τι να πει στη Ξανθίππη η οποία είχε μια γλυκιά αντίδραση. Μια χαρούμενη σιωπή.
Φέρθηκε με τόση λεπτότητα...
Δε ζήτησε εξηγήσεις για όσα είδε.
Ρώτησε μόνο ένα πράγμα ...
-Τον αγαπάς..;
-Λίγη είναι η αγάπη Ξανθίππη μου...

Αυτό της ήταν αρκετό για να ξαπλώσει μετέπειτα στο καναπέ χωρίς να πει τίποτα παραπάνω..

"Σου αρέσουν τα ημερολόγια; Ξέρεις κρατούσα κι εγώ ένα όταν ημουν μικρή... έγραφα μέσα τα πάντα. Μέχρι φυσικά που ο Κώστας το έκαψε..."

"Κι εγώ είχα... Μα χάθηκε μαζί με όλα μου τα πράγματα..." Η Εύα βρήκε το σθένος και βάζοντας μια ζακέτα στο κορμί της, κατέβηκε κάτω.

"Έχασες; Μα τι είναι βρε Εύα μου τα πράγματα για να τα χάσεις έτσι; Όπως και να έχει, έλα , μας έφτιαξα καφέ"

"Γενικά έχασα τα πάντα" Της είπε τραβώντας μια καρέκλα "Όταν έγινε ότι έγινε στο χαμοσπιτο , με πήραν και εμένα στο τμήμα. Τηλεφώνησαν στους γονείς μου και όταν ήρθαν να με πάρουν και επιστρέψαμε σπίτι το δωμάτιο μου ήταν άδειο... Τίποτα. Μόνο έπιπλα υπήρχαν μέσα Ξανθίππη και μια βαλίτσα... "

"Μα είναι δυνατόν..."

"Κι όμως , ήταν... Θα έφευγα την ίδια μέρα αλλά τελικά δεν είχε εισιτήριο. Μετέπειτα προσπάθησα να έρθω και σε επαφή μαζί τους αλλά δε τα κατάφερα"

"Και γιατί βρε κόρη μου δεν πας να πάρεις τα πράγματα σου; Εννοώ, είναι κομμάτι σου σωστά; Πλέον έχεις ένα σπίτι..."

"Μια φορά τα ζήτησα... Τότε που ήμουν στη Θεσσαλονίκη. Η μάνα μου είπε τα πέταξε όλα..."

"Κατάλαβα. Συγνώμη αλλά, δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις με την Ελένη. Δε θέλω να εκφέρω γνώμη γιατί μόνο αντικειμενική δεν θα ήταν..."

"Κατανοώ.. δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Και λυπάμαι που το λέω γιατί είναι μάνα μου, αλλά δε φέρθηκε όμορφα σε αρκετούς ανθρώπους..."

"Και κυρίως σε σένα έτσι;" της είπε η Ξανθίππη βλέποντας το προσωπάκι της να αλλάζει.

"Ναι.. Όπως και να έχει, είναι Κυριακή. Πως και δε πηγές εκκλησία;"

"Αχ βρε Εύα... Θυμιαζω γιατί η ευωδία με ηρεμεί... Έμεινα στο μοναστήρι γιατί βρήκα γαλήνη. Μα όταν έσβησα εκείνο το καντηλακι σπίτι μου, το έσβησα για τα καλά..."

"Καταλαβαίνω... Ξέρεις, ήθελα να σου μιλήσω για όσα έγιναν χθες και..."

Η Ξανθίππη χαμογέλασε

"Δε το νομίζω. Μάλλον θα προτιμούσες να το αποφύγεις. Όχι πως θέλω και εγώ να μάθω γιατί ο γιος μου σε έτρωγε όρθια" η Εύα κοκκινησε μα η Ξανθίππη της χαμογέλασε πλατιά "Η αγάπη, δεν είναι καντήλι... Δε σβήνει και ανάβει πάλι, Εύα. Να το θυμάσαι..."

Η Ξανθίππη τελείωσε το καφέ και αφήνοντας το φλιτζάνι στο νεροχύτη, έβαλε τα παπούτσια της.

"Θα βγεις;"

"Ναι κόρη μου. Έχω να πάω μέχρι τη Τασία που ήθελε βοήθεια σε κάτι και έρχομαι. Γιατί δε πας και εσύ καμιά βόλτα. Κυριακή είναι. Αύριο θα ξεκινήσεις σχολείο πάλι...Νομίζω λίγος καθαρός αέρας θα σου κάνει καλό"

"Ίσως. Θα δω. Να προσέχεις Ξανθίππη μου"

*******

"Τι κάνεις εκεί!"

"Τι κάνω ρε μαμά; Με τρόμαξες!"

"Συγνώμη. Απλά σε είδα σκυμμένη και νόμιζα κάτι έπαθες..."

"Γράφω!"

"Τι γράφεις;"

Η Εύα σήκωσε ένα πανέμορφο μωβ τετράδιο και της το έδειξε.

"Κοίτα τι πήρα! Θέλω να ξεκινήσω να γράφω το ημερολόγιο μου"

"Από τα δωδεκα και θέλεις ημερολόγιο;"

"Γιατί κακό είναι;"

"Όχι όχι.. αλλά θα μπορούσες να μου μιλάς αφού δεν έχεις φιλες.."

"Προτιμώ να γράψω. Εκφράζομαι καλύτερα . Εκτός αυτού, θα πάρω και μια κλειδαριά. Το είδα σε μια ταινία!"

"Μάλιστα. Καλώς..."

********

"Πάλι γράφεις;"

"Αμάν ρε μάνα! Πως μπαίνεις έτσι μέσα!"

"Ήρθα να σου πω ότι φαγητό είναι έτοιμο και πως ο μπαμπάς θα αργήσει. Δε βαρέθηκες; Αναρωτιέμαι ώρες ώρες τι γράφεις όλη μέρα εκεί μέσα! Ούτε στα μαθήματά σου δείχνεις τόση προσήλωση! Έρχονται εξετάσεις Εύα! Σε λίγο θα δώσεις πανελλήνιες! Έχεις φτάσει κοντά στα δεκαοχτώ! Δεν είναι λίγο παιδικά πια όλα αυτά;"

"Όχι. Και ίσα ίσα... Τελειώνουν οι σελίδες του. Δε θέλω να πάρω καινούριο. Το έχω τόσα χρόνια..."

"Εγώ μιλάω και εσύ τα δικά σου. Τέλος πάντων, κλείστο και έλα να φάμε!"

"Καλα καλά. Τελειώνω και έρχομαι!"

*******

Ένα πετραδάκι...
Ακόμα ένα, δύο τρία τέσσερα....
Πετραδάκια που κατέληγαν μέσα στα νερά. Η θάλασσα σε εκείνο το κολπακι πήρε ξανά εκείνη τη πράσινη απόχρωση. Κάθε φορά που ο ουρανός ήταν ήρεμος , το μπλε γινόταν ένα βαθύ κυπαρισσί.

Τελικά είχε δίκιο η Ξανθίππη. Είχε ανάγκη το καθαρό αέρα.
Πόσες στιγμές χάθηκαν. Κάθε στιγμή που πέρασε με τα αγόρια , κάθε συναίσθημα. Κάθε θυμός αγωνία και χαρά. Όλα χάθηκαν...
Δεν ήταν λίγες οι φορές που εξοργιζοταν με αυτό το γεγονός. Η Ελένη ήξερε πόσο πολύτιμο ήταν για εκείνη εκείνο το τετράδιο και το πέταξε μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα της...
Τόσες μνήμες που είχε και ήταν σίγουρη πως εκεί μέσα θα είχε γραμμένες κι άλλες που θα είχαν απλά ξεφτισει από το μυαλό μεγαλώνοντας.

Άκουσε ένα αμάξι να πλησιάζει και γυρίζοντας είδε το αμάξι του Άρη να παρκάρει. Σηκώθηκε αμέσως μα εκείνος άνοιξε γρήγορα τη πόρτα και έτρεξε.

"Μη φεύγεις!"

"Άρη δε θα λέμε τα ίδια τα και..."
Η φωνή κόπηκε μαχαίρι....

Ο Άρης τη τράβηξε σε μια τεράστια αγκαλιά που τελειωμό δεν είχε και άρχισε να κλαίει. Η Εύα έμεινε έκπληκτη με τα χέρια ανοιχτά ενώ εκείνος της αγκάλιαζε.

"Συγχώρεσε με. Έκανα λάθη. Πολλά μάλιστα.. Απλά..." Τράβηξε το κορμί του και βάζοντας τα χέρια του στα μάγουλα της, τη κοίταξε βαθιά. Δεν τον ενδιέφερε που είχε δάκρυα στα μάτια σχεδόν δύο μέτρα άντρας.
"Ρε μπορώ να επανορθώσω για τίποτα Εύα. Τα έκανα μαντάρα. Άφησε με όμως να σου εξηγήσω το λόγο... Ίσως τότε με νιώσεις. Και εμένα και τον Ορέστη..."

Πρώτη φορά έπειτα από τόσα χρόνια ένιωσε τον Άρη, όπως τότε. Ειλικρινή...
Μα τα δάκρυα της τελείωσαν. Ήταν τόσες οι μνήμες που ζωντάνεψαν από το πρωί που δεν είχε άλλα να ρίξει.
Χαμήλωσε το κεφάλι του και τη φίλησε στο μέτωπο.

"Κάποτε ήμασταν μια γροθιά. Μας διέλυσαν.. Ίσως κάτι δεν ήταν σωστό. Ίσως κάτι πήγε λάθος. Ίσως κάποιος ζήλεψε όσα είχαμε. Μα ακόμα κι αν υπάρχουν απτά στοιχεία, δεν τα πιστεύω πια. Θα βρω την άκρη. Και στο ορκίζομαι θα τα κάνω όλα πουτάνα..."

Η Εύα είχε πάθει σοκ. Πραγματικά προσπάθησε να ανοίξει τα χείλη της και να μιλήσει μα δε τα κατάφερνε. Δεν ήξερε τι να πει. Ή μάλλον, τι ακριβώς να πρωτοπεί...

Ο Άρης άφησε τα μάγουλα της, τα χέρια ταξίδεψαν στους ώμους της και κατεβαίνοντας προς τα κάτω τα ακούμπησε στη κοιλιά της.
Ίσως ήταν η μόνη κίνηση που κατάφερε έως τώρα να κάνει τα βλέφαρα της να τρεμοπαιξουν. Το εσωτερικό των ματιών της γυαλισε σχηματίζοντας αχνά μια υγρασία κι εκείνος σφίχτηκε.

"Ποτέ δεν έπαψα στιγμή να σε αγαπάω... Μίσησα. Έκλαψα. Σκληρυνα. Μα δεν αρνήθηκα το γεγονός πως σε αγαπούσα στον εαυτό μου. Κρυμμένο κάτω από τα δικά μου , δεκάδες γιατί... Κρυμμένο από όλους. Η άρνηση, καμιά φορά φέρνει αντίθετα αποτελέσματα Εύα..."

Ξάφνου ακούστηκαν έντονα παλαμάκια...
Ο Άρης γύρισε και είδε τον Ορέστη να στέκει λίγα μέτρα μακριά, χτυπώντας τα χέρια του χαμογελαστός. Με εκείνο το έντονο πλατύ, πλάγιο χαμόγελο...

"Ώστε για αυτό ήσουν περίεργος το πρωί; Σμιξατε;" είπε και ο Άρης σφίχτηκε. Δεν ήταν όμως φόβος. Περισσότερο οργή γιατί ήξερε πως δε μπορούσε να πει λέξη στον Ορέστη. Το υποσχέθηκε στη μάνα του.

"Δε ξέρεις τι λες. Φύγε και θα τα πούμε σπίτι!"

"Εμένα λες να φύγω;" Το χαμόγελο του Ορέστη έσβησε και ξεκίνησε να κάνει μικρά βήματα προς το μέρος τους. Η Εύα ένιωθε από την άλλη να σπάει. Δεν είχαν βρεθεί μόνοι, και οι τρεις μαζί ενώ ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα, μόνο τρόμο της πρόσφερε.

"Ναι. Μη κάνεις άλλο βήμα Ορέστη. Σε παρακαλώ πήγαινε σπίτι. Θα κάνεις κάτι που θα μετανιώσεις..."

Η Εύα άρχισε να τρέμει πια όταν το βλέμμα της έπεσε στις γροθιές του Ορέστη που ολοένα και έσφιγγαν.

"Τι δουλειά έχεις εδώ! Μαζί της! Με αυτή!" Φώναξε από το πουθενά ο Ορέστης κι εκείνη αναπήδησε στη θέση της τρομαγμένη. Ο άντρας που τη κρατούσε το προηγούμενο βράδυ , είχε εξαφανιστεί... "Καλά κάνεις και φοβάσαι!" είπε κοιτάζοντας την Εύα αυτή τη φορά μα ο Άρης έκανε ένα μεγάλο βήμα και μπήκε μπροστά της.

"Απλά φύγε γαμώτο!" μουγκρησε μέσα από τα δόντια. Εκείνο το ύφος του Ορέστη, ήταν ένα ύφος που ο Άρης είχε δει συχνά στη φυλακή. Το ήξερε πως ο Ορέστης ανά πάσα ώρα και στιγμή, θα μπορούσε να του ορμήσει χωρίς προειδοποίηση. Ένιωσε τη φιλία να σπάει. Είδε την αμφισβήτηση στο βλέμμα. Μα δε μπορούσε να κανει πίσω. Ούτε φυσικά να αφήσει την Εύα.

"Τη προστατεύεις..." Ψέλλισε ο Ορέστης σαν έφτασε πλέον στο ένα μέτρο.

"Ναι. Και ίσως είναι κάτι που θα έπρεπε να κάνεις και εσύ!!" στο, τελείωμα ο Ορέστης πρώτη φορά στα χρονικά, σήκωσε το χέρι να χτυπήσει τον Άρη μα η Εύα μπήκε μπροστά τσιριζοντας.

"Μη! Δε το αντέχω!! Μη!!" Ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη . Πριν γίνει όμως οτιδήποτε, πριν καν ειπωθεί κάποια ακομα λέξη, το κεφάλι της άρχισε να κάνει μικρά κυκλακια, τα μάτια της έκλειναν και άνοιγαν ενώ ακόμα και το σώμα δεν ακολουθούσε το βήμα. Η Εύα άνοιξε τα χείλη μα εγυρε προς τα πίσω το κεφάλι , τα μάτια έκλεισαν εντελώς και λίγο πριν σωριαστεί, τέσσερα χέρια απλώθηκαν στο κορμί της....

******

"Λες; Νομίζω πρέπει να μιλήσουμε επείγοντος με το δικηγόρο. Ίσως αυτό να είναι κάτι που να ανατρέπει τα στοιχεία. Αλλά και πάλι... Δε ξέρω Τασία. Πως είναι δυνατόν να το βρούμε;"

Η Τασία πήγαινε πέρα δώθε.

"Δεν ξέρω. Μα αν καταφέρουμε να το πάρουμε στα χέρια μας ίσως εκεί μέσα υπάρχει η απάντηση. Αν η Εύα έγραφε τα πάντα , τότε σίγουρα θα έγραφε πως κανένας δε τη πείραξε! Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;"

"Λες να μη καταλαβαίνω; Μα ίσως..."

"Τι ίσως Ξανθίππη;"

"Μη ξεχνάς ότι ο δικηγόρος σου είπε πως κατηγορήθηκαν και σαν ύποπτοι για το φόνο των παιδιών εκείνων. Αν..."

"Είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει ειλικρινά! Και δε νομίζω τα παιδιά μας να έκαναν κάτι τέτοιο! Πρέπει να βρούμε το ημερολόγιο της Εύας! Πάση θυσία!"

Η Τασία άρπαξε το πανωφόρι της

"Που πας;"

"Δεν πάω! Πάμε! Ήρθε η ώρα να ανοίξουμε και να κλείσουμε ακόμα ένα λογαριασμό!"

*********

Μέρες είχαν περάσει που ο Σωτήρης δεν έδωσε σημείο ζωής . Εκτός φυσικά από το χαρτί που της ήρθε πρωί πρωί από ένα δικαστικό επιμελητή.
Μια αίτηση διαζυγίου...
Η Ελένη το κρατούσε στα χέρια της και δε το πίστευε. Ύστερα από τόσα χρόνια... Τόσα βάσανα. Τόσες υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρατήσει μια οικογένεια, εκείνη διαλύθηκε.

"Ε όχι! Δε θα σου κάνω τη χάρη!" φώναξε χτυπώντας το έγγραφο στο τραπέζι. "Πάνω απ' το πτώμα μου θα πάρεις διαζύγιο!"

Την οργή της σταμάτησε το κουδούνι που άρχισε να χτυπάει σαν τρελό ασταμάτητα. Μια οργή που σταμάτησε για ελάχιστα δευτερόλεπτα αφού μόλις κοίταξε από το παραθυράκι και είδε τη Τασία και τη Ξανθίππη, γιγαντώθηκε.

"Φύγετε από το σπίτι μου!" ήταν οι πρώτες τις κουβέντες σαν άνοιξε τη πόρτα μα η Τασία , έβαλε μέσα το πόδι και μπήκε χωρίς να περιμενει.

"Μάνα είσαι εσύ;" αποκρίθηκε στάζοντας φαρμάκι . Η Ελένη σήκωσε το χέρι να τη σπρώξει μα η Τασία το έπιασε χωρίς δυσκολία "Άφησες το ίδιο σου το σπλαχνο να τυρανιεται γεμίζοντας το κόσμο γύρω σου με ψέματα! Έκτρωση ε;"
Η Ελένη ένιωσε ένα κρύο ιδρώτα να εμφανίζεται στη σπονδυλική της στήλη

"Έξω από το σπίτι μου! Θα καλέσω την αστυνομία!"

"Κάλεσε την! Να δω τι θα πει αν μάθει πως είχες στοιχεία ότι τα παιδιά μας δε πείραξαν την Εύα και τα εκρυψες!" Πήρε θέση οργισμένη η Ξανθίππη.

"Που είναι το ημερολόγιο της Εύας Ελένη;" η Τασία έσφιξε το χέρι της και η Ελένη πισωπατησε "Σε ρωτάω!" φώναξε δυνατά "Και μη τολμήσεις να πεις ότι πέταξες τα πράγματα του παιδιού! Άκουσες;"

"Εξωωω!!!" Ούρλιαξε η Ελένη τραβώντας το χέρι της "Έπρεπε να σαπίσουν στη φυλακή! Όλοι σας! Καταστρέψατε τη ζωή μου!"

"Μόνη σου τη κατέστρεψες!" η Τασία είχε εξαγριωθεί. Έμοιαζε με θηρίο έτοιμο να της ορμήσει "Λέγε που είναι το ημερολόγιο γιατί ..."

"Γιατί τι; Δε θέλεις να ξέρεις ! Ακούς; Δε θέλεις!"

"Ελένη, έκανα αρκετή υπομονή!"

"Τότε τράβα στο Μέγαρο και ζήτησε το!"

Η Τασία έσμιξε τα φρύδια και μισοεκλεισε τα μάτια

"Τι θες να πεις;"

"Το έκρυψε για να μη το βρω αλλά τι νομίζατε;! Μόλις διάβασα τι της έκαναν... Θεουλη μου... Και τολμάτε να έρχεστε σπίτι μου!!!" η Ελένη αγριεψε "Ποιος μπορεί να βγάλει ψεύτρα το παιδί μου! Το είδα με τα μάτια μου! Ήταν όλα γραμμένα! Σκότωσαν δύο παιδάκια! Έπιναν και έβριζαν! Άγγιξαν το παιδί μου καταραμένοι!!"

"Ελένη τι λες!" Εσκουξε η Ξανθίππη τρομαγμένη και η Ελένη γέλασε ..

"Ο γιος σου τη βίαζε... Και ο άλλος τη κρατούσε... Κατέστρεψαν ένα κοριτσάκι που φοβήθηκε να μιλήσει! Και τώρα ζητάτε και τα ρέστα;"

"Πάψε! Λες; Ψέματα!"

"Αλήθεια; Το δικαστήριο άλλα αποφάσισε πάντως! Και ειλικρινά δε καταλαβαίνω γιατί ακόμα κυκλοφορούν ελεύθεροι δύο εγκληματίες! Να σαπίσουν στη κόλαση!" Η Τασία της αστραψε ένα χαστούκι και η Ελένη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.

"Δεν ξέρω τι έκανες... Μα μέτρα τις μέρες σου! Πάμε Ξανθίππη!"

***********

Κοίταζαν ο ένας τον άλλο χωρίς να λένε λέξη. Ήταν μεγάλος ο θυμός μα για κάποιο λόγο ο Ορέστης επέλεξε πάλι τη σιωπή. Ο ένας καθόταν στη πολυθρόνα. Ο άλλος κάπνιζε όρθιος στη κάσα της πόρτας και η Εύα ήταν ξαπλωμένη στο καναπέ. Μια ώρα πέρασε και ακόμα δεν είχε ξυπνήσει..

Του θύμιζε τόσο τη μάνα του...
Όλες εκείνες τις σκληρές φορές που την έβαζε λιποθυμη να ξαπλώσει σε εκείνο το καταραμένο καναπέ. Μα να που τώρα, η Εύα ήταν σπίτι του, στην ίδια κατάσταση από δική του πράξη...

"Μη... " ψέλλισε αξαφνα και τινάχτηκαν και οι δύο. "Μη Ορέστη... " Η Εύα άρχισε να παραληρεί κουνώντας το κεφάλι της . Ο Άρης έτρεξε από πάνω της μα ο Ορέστης τον είδε και ένιωσε να πονάει...
Τι ήταν αυτό που έκανε τον Άρη να την επιλέξει; Γιατί... Τι άλλαξε... κοιτούσε μα φωνή δεν έβγαζε. "Φύγε..." η Εύα έδειχνε αναστατωμένη . Το σώμα της άρχισε να κουνιέται "Φύγε! Σ'αγαπαω φύγε!!"

Ο Άρης τη κράτησε σταθερή έχοντας το τρόμο στο βλέμμα μα σαν γύρισε προς τα πίσω, ο Ορέστης δεν ήταν πια εκεί...

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top