Κεφάλαιο 29°
"Τι ήταν πια τόσο σημαντικό που δε μπορούσε να περιμένει βρε Ξανθίππη μου ως το μεσημέρι;" Η Τασία περπάτησε στο παλιό λιμανάκι και κάθισε πλάι της στο παγκάκι.
"Αγαπιούνται Τασια.. το είδα με τα μάτια μου" της είπε χωρίς να γυρίσει και αφήνοντας το βλέμμα στο νευριασμένο πέλαγος "Χθες βράδυ... Έπρεπε να ήσουν εκεί να το δεις για να καταλάβεις. Ωραία τα λόγια, οι εικασίες και οι σκέψεις μα το είδα..."
"Τι είδες;"
"Κοιμόμουν και άρχισα να ακούω κάτι γδουπους έξω από το σπίτι. Νόμιζα ήταν κλέφτης και σηκώθηκα τρομαγμένη. Μόλις όμως άνοιξα τη πόρτα... Θεέ μου ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω... Φιλιοντουσαν Τασια! Ο Ορέστης και η Εύα φιλιοντουσαν με τόσο πάθος..." Η Τασία έμεινε άφωνη
"Πίστεψέ με και νομίζω πως μπορώ να έχω άποψη, μια γυναίκα που την έχουν αγγίξει με βίαιο τρόπο, δε θα έκανε ποτέ έτσι. Μέχρι και ο γιος μου κατακόκκινος έγινε! Πέταξε ένα ξερό μάνα και το έβαλε στα πόδια!!! Η Εύα από την άλλη ούτε στα μάτια με κοιτούσε από τη ντροπή. Αυτό είναι έρωτας Τασία! Όχι βιασμός!"
Ένας βαθύς αναστεναγμός κατέληξε στον αέρα, ύστερα στο κύμα και χάθηκε...
"Νομίζω πως ήρθε η ώρα να χαρίσουμε μια επίσκεψη της Ελένης..." είπε ήρεμη και η Ξανθίππη γύρισε επιτέλους και τη κοίταξε
"Και τι πιστεύεις πως θα βγει από τα χείλη αυτής της οχιάς! Σου είπα πως μου φέρθηκε!"
"Άλλο μόνη σου, άλλο μαζί... Ίσως ήρθε η ώρα επιτέλους να ανοίξει τη στόμα της. Κι αν κάτι ξέρει και δε το κάνει... Μάρτυς μου ο θεός, θα τη πνίξω!"
"Μη λες τέτοια λόγια. Ούτε ο πνιγμός δε της αξίζει... Πρέπει να μάθουμε. Λες μετά από τόσα χρόνια ο δικηγόρος σου να μπορούσε να μας βοηθήσει;"
"Ο δικηγόρος;" ρώτησε η Τασία περίεργα
Η Ξανθίππη έμεινε σκεπτική...
"Έχω μια υποψία αλλά αν ισχύει..."
"Μίλα μου Ξανθίππη! Διακυβεύονται πολλά εδώ!"
"Είπες πως η αστυνομία είχε ένα αποδεικτικό στοιχείο με βάση το οποίο, έφαγαν πέντε ακόμα χρόνια... "
"Ναι αλλά..."
"Θέλω αυτό το στοιχείο στα χέρια μου Τασία!"
"Δεν ξέρω αν έχει αυτή τη δύναμη ο δικηγόρος... Αυτό είναι απόρρητο.."
"Τότε πρέπει να βρούμε κάποιον...." Η Ξανθίππη έκανε μια παύση... "Η Εύα! Μου είπε πως έμενε με τη θεία και τον θείο της που ήταν αστυνομικός! Και μάλιστα μεγάλο κεφάλι!"
"Πιστεύεις πως θα δεχθεί να κάνει κάτι τέτοιο;"
"Γιατί όχι; Η Εύα από όσο μου είπε τη λάτρευε και αυτός και η θεία της. Ίσως αν καταφέρω να βρω το τηλέφωνο του... Δεν ξέρω... Όλα είναι τόσο μπερδεμένα..."
"Ξανθίππη;"
"Τι είναι βρε Τασία... "
"Νομίζω πως, πρέπει να φύγω..."
"Μα γιατί το λες έτσι και..." Μόλις η Ξανθίππη γύρισε, πάγωσε. Στην άκρη του μολου, είδε μια φιγούρα που έκανε τη καρδιά της να χτυπήσει ύστερα από πολλά χρόνια. "Μη φύγεις Τασία..." της είπε πιάνοντας το χέρι της.
"Νομίζω πως ήρθε η ώρα να κλείσει ένας ακόμα λογαριασμός ... Θα είσαι εντάξει. Το ξέρω..." Η Τασία σηκώθηκε, τη κοίταξε και της χαμογέλασε "Θα βρούμε την άκρη Ξανθίππη. Δε θα το αφήσουμε έτσι. Όλα θα γίνουν..." της είπε χαρίζοντας της ένα άγγιγμα στον ώμο, και γυρίζοντας ο Σωτήρης είχε ήδη πλησιάσει. Δε του είπε λέξη. Ούτε αναρωτήθηκε τι δουλειά είχε εκεί. Μπορεί η Ξανθίππη να έλειπε, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που τον έβλεπε να περνάει έξω από το σπίτι και να κατηφορίζει στο παλιό λιμανάκι...
*********
"Αν και συνήθως εσύ είσαι αυτός που με ρωτάει, γιατί είσαι σιωπηλός; Ήρθα και λέξη δεν είπες. Ούτε καν με ρώτησες που πήγα χθες...Γιατί γύρισα αργά. Τι έγινε...Ξέρεις, όλες αυτές οι μαλακίες που λες και με ζαλίζεις..." Ο Ορέστης είχε λίγα λεπτά που ξύπνησε μα σαν κατέβηκε στη κουζίνα βρήκε τον Άρη αμίλητο. Ακόμα και η καλημέρα που βγήκε από τα χείλη του, ήταν με το ζόρι.
"Άρη! Ρε μαλάκα! Σου μιλάω !"
"Έλα, τι έγινε!" Ο Ορέστης κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω
"Εμένα ρωτάς; Τι έχεις πάθει; Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι"
"Τίποτα. Νομίζω πρέπει να πάω στη Κική"
"Νομίζεις;"
"Δε νομίζω. Πρέπει εννοώ..." Ο Άρης σηκώθηκε όπως όπως μα ο Ορέστης μπήκε μπροστά
"Αποφεύγεις κάτι;"
"Εγώ; Όχι. Γιατί; Πως σου πέρασε από το μυαλό; Είσαι με τα καλά σου; Ποιος ο λόγος;"
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα πίσω έκπληκτος. Έσμιξε τα φρύδια του και έμεινε να προσπαθεί να διαβάσει στο απεγνωσμένο βλέμμα του Άρη, τι διάολο μπορεί να είχε γίνει. Και μονο η απάντηση που του έδωσε ήταν αρκετή.
"Πρέπει να φύγω" ο Άρης βγήκε από τη κουζίνα χωρίς να κάτσει δευτερόλεπτο παραπάνω. Ήξερε καλά εκείνο το βλέμμα δυσπιστίας στα μάτια του Ορέστη μα από την άλλη, δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Πως να το πει; Τι να πει...
Ότι κι αν έκανε αν ο Ορέστης μάθαινε τη δεδομένη στιγμή, θα μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα για όλους...
"Τρέξε όσο θες... Μέχρι το βράδυ, δε θα αντέξεις..." ψέλλισε ο Ορέστης βλέποντας τον να ετοιμάζεται στο σαλόνι. Ήταν σίγουρος πλέον πως ο Άρης κάτι έμαθε και προσπαθούσε να του το κρατήσει κρυφό. Μα τον ήξερε αρκετά καλά... Αν εκείνος νόμιζε πως θα μπορούσε να το αποφύγει, ήταν γελασμενος. Και μόνο στην ιδέα πως θα κρατούσε μυστικό από τον Ορέστη, δε θα άντεχε.
Μόλις έφυγε από το σπίτι έφτιαξε ένα καφέ. Τελικά το τσίπουρο τον βαρεσε για τα καλά το προηγούμενο βράδυ. Έβγαλε στο φως τις αδυναμίες του. Ίσως τη μια αδυναμία... Εκείνη.
Θυμήθηκε το βλέμμα της μάνας του και ένιωσε μαλάκας. Έφυγε σαν το κλέφτη. Σαν να ήταν ένα σχολιαροπαιδο που το έκαναν τσακωτο. Ακόμα είχε όμως την αίσθηση της στο κορμί του. Τη μέση της, εκείνα τα οπίσθια που ήθελε απλά να χαϊδεύει με τις ώρες. Τα κουνήματα της.
Σαν κοπέλα κατάφερε και τον έκανε να λιώσει, μα σαν γυναίκα, είχε καταφέρει να τον κάνει να χάσει πάσα ιδέα για την αυτοσυγκράτηση του.
"Συνελθε Ορέστη..." προσπάθησε να συμβουλέψει τον εαυτό του. "Μη ξεχνάς... "
*********
Παρά τα όσα της είπε η Τασία, μόλις ο Σωτήρης πλησίασε η Ξανθίππη έσφιξε τη τσάντα της και σηκώθηκε.
"Μη φεύγεις..." ζήτησε πιάνοντας το χέρι της. Κάποτε ήταν τόσο νέοι.. έκαναν τόσο διαφορετικά όνειρα μαζί.
Πλέον ήταν δύο άνθρωποι γεμάτοι ρυτίδες. Λευκά μαλλιά . Κατεστραμμένα όνειρα και ελπίδες που έπεσαν στο κενό. Πληγές που είχαν μείνει ανοιχτές και απλά ζαλιζαν τη ψυχή τους.
"Αν μάθει η Ελένη..."
"Χωρίζω..." ήταν η απάντηση στα λόγια της και η Ξανθίππη άνοιξε έκπληκτη το στόμα της. "Κάτσε κάτω σε παρακαλώ. Δέκα λεπτακια μόνο... Όχι για εμάς. Άσε μας εμάς... Μα για τα παιδιά μας. Ξέρω πως ο γιος σου διέπραξε έγκλημα . Μα... Μα όσο μίσος και να είχα για εκείνον, το είχα γιατί ήταν ο λόγος που με έδιωξες..."
"Μη τον πιάσεις στο στόμα σου για κατηγορίες που δεν ισχύουν. Μόνο αυτό θα ζητήσω..."
"Πως ξέρεις τι ισχύει πια και τι οχι Ξανθίππη; Έχω αρχίσει και το χάνω... Ακόμα αναρωτιέμαι ξέρεις..."
"Δε το έκανε Σωτήρη! Τρίχα της δε πείραξε κι αυτό στο υπογράφω! Αν ήρθες να με προσβάλεις τότε..."
Ο Σωτήρης έπιασε απαλά το χέρι της και η Ξανθίππη το τράβηξε αμέσως
"Θα μας δει κανένα μάτι είσαι τρελός;"
"Ε και; Λίγο το χέρι σου άγγιξα..."
"Τι θέλεις Σωτήρη; Γιατί ήρθες;"
"Γιατί το είδα στο βλέμμα της κόρης μου... Εγώ τη πήγα στο αεροδρόμιο. Εκείνα τα δάκρυα... Εκείνη η απόγνωση. Όταν το έσκασε για να πάει στη φυλακή. Όλα... Κάτι λείπει από όλα. Και ναι... Το παραδέχομαι. Πότιζα τη ψυχή μου με μίσος χρόνια τώρα. Ίσως μόνο έτσι κατάφερα να επιβιώσω. Να τρέφω μίσος για το παιδί του Κώστα. Για ένα παιδί που.."
"Πάψε! Λέξη μη πεις άλλη για το γιο μου! Τα παιδιά αγαπιούνται Σωτήρη! Σήμερα! Όχι χθες! Τώρα! Όχι στο παρελθόν! "
Η Ξανθίππη σηκώθηκε
"Απαρνηθηκα τη ζωή μου και τα νιάτα μου για εκείνο το παιδί. Ζήτησα από εσένα ίσως την υπέρτατη θυσία. Μα μη μου το κατακρίνεις... Βγάλε το μίσος που έχει ριζώσει εκεί μέσα Σωτήρη. Και ίσως τότε δεις καθαρά...."
Η Ξανθίππη χωρίς άλλη κουβέντα, τον άφησε πίσω και έφυγε...
Ίσως έπρεπε να γίνει ένα ξεκαθάρισμα μα δεν έγινε. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορέσει να αναιρέσει το παρελθόν. Και ήξερε καλά, πως ακόμα ένα λεπτό να καθόταν, θα είχαν άσχημη κατάληξη..
Μπορεί ο Σωτήρης να παραδέχτηκε πως ίσως είδε στο βλέμμα της κόρης του την αλήθεια, μα στην ουσία τι έκανε για αυτό; Τίποτα .. κι αυτό ήταν που τη πληγώνει τη Ξανθίππη... Η παραδοχή ενός συμφέροντος που μόνο πόνο έφερε.
*********
"Ήλπιζα να έχω τη τιμητική! Ποιος δε θα ήθελε να βγάλει το παιδί του Άρη;"
"Εγώ δε θα κάνω παιδιά! Αν έκανα πολύ ευχαρίστως!"
"Όλο βλακείες λες..." Τη μάλωσε ήρεμα
"Γιατί; Κακό είναι; Δε θέλω να κάνω παιδιά..." Ξαναειπε εκείνη
Ο Άρης ήταν ξαπλωμένος στο στρώμα , η Εύα ήταν πλάι του και κοιτούσαν μαζί το ταβάνι
"Όλοι κάνουν..."
"Ναι αλλά δε θα βρω ποτέ κάποιον που να με κάνει να το νιώσω. Το ξέρω Άρη..."
"Εγώ λέω πως έχεις μπροστά σου χρόνια. Που ξες; Ίσως αύριο γνωρίσεις το τέλειο..."
Η Εύα βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά του
"Δεν υπάρχει τέλειος... Μα κι αν υπάρχει, σίγουρα δεν με βλέπει με αυτό το τρόπο..."
"Τι πράγμα; Ποιος είναι;" ρώτησε περίεργα.
"Κανένας... Απλά λέω μωρέ..."
"Ε πως κανένας ρε Εύα! Πρώτη φορά σε ακούω να μιλάς για κάποιον. Βέβαια όλες στην ηλικία σου είναι αλλοπαρμενες. Το βλέπω κάθε μερα. Λοιπόν; Σου αρέσει; Τον ξέρω;"
Η Εύα ξεφυσησε.
"Ε τώρα γιατί με κάνεις έτσι; Ντρέπομαι και εκτός αυτού, εκείνος δε με θέλει. Στο είπα... Δεν έχει καν νόημα να το συζητάω. Με αποφεύγει. Μαλώνουμε. Ούτε με πλησιάζει ..Μιλάει απότομα.."
"Μα ποιος μαλάκας θα σε απέφευγε;"
"Ακόμα ξαπλωμένοι είστε ρε;" ο Ορέστης μπήκε μέσα, η Εύα ξεροκαταπιε και ο Άρης κοίταζε μια τον έναν μια τον άλλο, παίρνοντας επιτέλους την επιβεβαίωση...
********
"Εύα;"
"Μμμ"
"Πιστεύεις πως κάποια μέρα, θα γίνω καλός μπαμπάς;"
"Τώρα τι ερωτήσεις είναι αυτές..."
"Να... Βλέπω κάθε μέρα τον Ορέστη και απλά αναρωτιέμαι. Λένε πως ένα παιδί που μερικές φορές βιώνει έντονες καταστάσεις, ξεσπάει... Όχι φυσικά ο Ορέστης, εκείνος θα γίνει υπέροχος πατέρας μια μέρα .."
"Το πιστεύεις αυτό;" Η Εύα γύρισε στο πλάι, στήριξε το κεφάλι στο χέρι και τον κοίταξε
"Με το χέρι στη καρδιά το πιστεύω..."
"Ναι αλλά... " Η Εύα έβγαλε ένα δισταγμό "Δεν θέλω να καταλήξει με τη Χριστίνα. Ακόμα τριγυρίζει μαζί της..."
Ο Άρης χαμογέλασε
"Πίστεψέ με, πως η Χριστίνα δεν υπήρχε ποτέ στις σκέψεις του για αυτό... Μα είναι τόσο χαζός που καμιά φορά με εκνευρίζει"
"Τι εννοείς;"
"Τίποτα. Πάντως να είσαι σίγουρη πως θα γίνει ένας υπέροχος πατέρας..."
"Νομίζω το νιώθω... Κάθε φορά που πάμε στο κέντρο και βλέπει παιδάκια ευτυχισμένα, τα κοιτάζει και νομίζω πως από τη μια πονάει, από την άλλη τα χαίρεται. Αν έκανα ποτέ παιδιά, θα θελα να είχαν ένα πατέρα σαν εκείνον..."
"Ώστε το παραδέχεσαι επιτέλους!"
"Τι πράγμα μωρέ Άρη;"
"Ότι θέλεις τον Ορέστη για πατέρα των παιδιών σου!" Τη κοροϊδεψε
"Ε είσαι βλάκας!"
"Σας φαντάζομαι μαζί... Να κάθεστε σε αυτή τη παραλία με ένα μικρό ζιζάνιο να τρέχει πέρα δώθε και να μου σπάει τα νεύρα!"
"Ααα... Εσύ το πηγές πολύ μακριά!"
"Εννοείται! Γίνεται να μην υπάρχω εγώ; Έτσι όπως το κόβω, θα πετάξω και κανένα παιδί στη Κική, θα τη στρώσω χαρακτήρα και έτοιμος!"
"Δεν είναι κακιά η Κική... Ξέρω πως έγιναν πολλά μα δεν είναι... Μη της φέρεσαι άσχημα. Καταβαθος φοβάται τη Χριστίνα. Μπορεί να με χτύπησε, μπορεί να μιλήσει άσχημα, αλλά ήταν δασκαλεμενη... Έχει καλή ψυχή και σε λατρεύει... Απλά να το θυμάσαι..."
"Έλα έλα φτάνει... Κάνουμε θαρρείς και φτάσαμε τριάντα και πρέπει να παντρευτούμε"
"Σιγά... Εμένα μαρεσει όταν ανοίγουμε τέτοιες κουβέντες. Με τον Ορέστη δε μπορώ να συζητήσω καν για αυτό..."
"Ξέρεις γιατί..."
"Ναι και με πονάει... Πιστεύει πως δε θα καταφέρει να περάσει τα εικοσιένα..."
"Πονάω Εύα... Τον βλέπω έτσι και δε το αντέχω πια. Και όσο ξέρω ότι σ'αγαπ.."
"Τι είπες;"
"Τι είπα;"
"Γιατί σταμάτησες;"
"Δε σταμάτησα!"
"Αφού σταμάτησες ρε Άρη!!!"
"Τώρα γιατί μου βγάζεις τις φωνές μου λες;!"
"Δε φωνάζω!!!"
"Ρε είσαι με τα καλά σου;"
Η Εύα αναστεναξε.
"Φώναζα;"
"Ξέρω γω ..."
"Με συγχωρείς..."
"Ώρες ώρες είστε τόσο ίδιοι..."
"Ποιοί;"
"Βλέπεις; Ίδιοι. Βλαμενοι μέχρι τελικής!"
"Άρη!"
"Τι Άρη μωρέ Εύα! Υπάρχουν στιγμές που νομίζω κάθομαι με τον Ορέστη! Τέτοιες εναλλαγές διάθεσης , μόνο εκείνος. Τουλάχιστον ως τώρα... Επιδημία έπεσε;"
Η Εύα ανασηκωσε τους ώμους.
"Πάντως δε νομίζω να έχουμε ίδια αρρώστια..." Του είπε και σηκώθηκε
"Καλά μη παίρνεις κι όρκο..."
"Τι είπες;"
"Τίποτα τίποτα! Πάμε λέω γιατί νύχτωσε!"
*******
Ένα παιδί... Του Ορέστη..
Να μεγαλώνει στα σπλάχνα της Εύας...
Ο Άρης φύσαγε και ξεφύσαγε τρελαμενος. Πόσο πουτανα ήταν η ζωή για να παίξει ένα τέτοιο παιχνίδι.
Ο Ορέστης δεν θα άντεχε.
Δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξει ότι το δικό παιδί, ένας καρπός δικός του και της Εύας, πέθανε... Χάθηκε.
Σε ποιον να ρίξει ευθύνες;
Ποιος θα πλήρωνε τα σπασμένα;
Πλέον ήταν σίγουρος πως εκείνη τη καταραμένη μέρα που μπήκε ο δικηγόρος και τους ανακοίνωσε τα νέα, κάτι άλλο παίχτηκε.
Η αλήθεια της Εύας δεν συμβαδίζε με τη δική τους. Κι αν ο Ορέστης ήταν τυφλός, ο Άρης όπως πάντα θα φρόντιζε να του ανοίξει τα μάτια.
Έπρεπε απλά να βρει την άκρη...
Να τη πιάσει, και να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι.
Άναψε ένα τσιγάρο και βουρκωσε.
Η Εύα θα πρέπει να ένιωσε τόσο μόνη...
Θύμωνε με τον εαυτό του πια.
Για όποιο πούστη λογο έγιναν όλα, σίγουρα εκείνη δεν έφταιγε.
Το έλεγε με τόσο πόνο... Τόσο παράπονο... Και όπως τις προηγούμενες φορές έτσι και χθες το είδε στα μάτια της...
Σηκώθηκε από την αμμουδιά και κοίταξε το αμάξι. Ήθελε τόσο να πάει τη βρει.. μα τι να πει; Συγγνώμη; Όλα ήταν τόσο λεπτά που μόνο μια κλωστή τα κρατούσε.
Κοίταξε τα κλειδιά, το αμάξι, αναστεναζε ώσπου σφίγγοντας τα, σκέφτηκε ίσως το κατάλληλο άνθρωπο...
******
"Κατάφερες να πάρεις τον αριθμο;" Ρώτησε στηρίζοντας το ακουστικό στον ώμο και ανακατεύοντας παράλληλα το καφέ της
"Όχι. Φοβάμαι να ψάξω το κινητό της Τασία. Κι αν βγει από το μπάνιο και με δει;"
"Μα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να έρθουμε σε επαφή με τη Θεσσαλονίκη Ξανθίππη. Πρέπει να ρισκάρουμε. Για όλους... " Ακολούθησε σιωπή "Με το Σωτήρη; Όλα καλά..;"
"Πόσο καλά μπορεί να πάει μια κουβέντα μεταξύ μας; Προσπάθησε κάπως να δικαιολογήσει το μίσος, μου είπε κι όλας πως χωρίζει... Μα είναι πολλά τα χρόνια στη πλάτη Τασία. Πλέον το μόνο πράγμα πουε ενδιαφέρει, είναι να σώσω τα παιδιά μας..."
"Έχεις δίκιο. Μισό λεπτό. Κάποιος χτυπάει τη πόρτα" η Τασία άφησε τη πετσέτα , κράτησε το τηλέφωνο και κοιτάζοντας έξω από τη κουρτίνα έβγαλε ένα αναστεναγμό "Το ένα ήρθε..." αποκρίθηκε σηκώνοντας το ακουστικό.
"Ο Άρης;"
"Ναι. Σε αφήνω Ξανθίππη μου. Τη τελευταία φορά τον έδιωξα... "
"Παιδί είναι... Δώσε μια ευκαιρία και άφησε τον να σου ανοίξει τη καρδιά του... Ίσως κι εκείνος να πονάει.."
"Το ξέρω... Θα σε πάρω μετά Ξανθίππη μου"
Η Τασία έκλεισε το τηλέφωνο και ανοίγοντας είδε τον Άρη να στέκεται με κατευασμενο κεφάλι.
"Μάνα... Συγχωρα με για όσα είπα.." ξεκίνησε να λέει και εκείνη έκανε στην άκρη και τον άφησε να περάσει.
"Δεν έχω να συγχωρέσω κάτι... Όχι εγώ"
Η Τασία έκλεισε τη πόρτα και πήγαν στο σαλόνι.
"Το έχω βάρος μέσα μου. Έμαθα κάτι και... Μάνα δεν αντέχω..." Ο Άρης την αγκάλιασε και η Τασία ένιωσε να σπάει. Ολόκληρος άντρας χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της. Τόσο λυπημένος. Αν και η Τασία δεν είχε ιδέα τι έμαθε, η μητρική της αγάπη ήταν τόσο μεγάλη που απλά τον κρατούσε σιωπηλή.
"Νομίζω θα τρελαθώ. Το κεφάλι μου πάει να σπάει. Δεν ξέρω τι να κάνω!"
"Ηρέμησε. Έλα... Κάθισε και πες μου τι έπαθες..."
"Μη με διώξεις πάλι .. σε έχω ανάγκη"
"Δε θα σε διώξω. Μα εσύ τρέμεις. Ηρέμησε και μίλησε μου γιε μου..."
"Η Εύα ήταν έγκυος μάνα..." πέταξε τη βόμβα μα όσο κι αν περίμενε κάποια αντίδραση , η Τασία έμεινε σοβαρή
"Το ήξερες!" της είπε σοκαρισμένος
"Το ήξερες και λέξη δεν είπες!"
"Γιατί με άφησες; Τη βάλατε στο απόσπασμα και την εκτελέσατε χωρίς να της αφήσετε περιθώρια! Κάνω λάθος;" Η Τασία σηκώθηκε . Είχε εκείνο το σοβαρό ύφος που ο Άρης θυμόταν από παιδί. Πάντα ήταν σοβαρή γυναίκα αλλά μερικές φορές, από το ύφος της και μόνο ήξερε πως έπρεπε να κάνει πίσω, να σεβαστεί, να σωπάσει.
"Που το έμαθες;" ο κοφτός μεστός της λόγος είχε πάλι εκείνη την έκφραση του δικαστή.
"Μου το είπε η ίδια. Τη πετύχαμε χθες στη ταβέρνα. Ήπιαμε... Πήγα να τη βρω στο μπάνιο και..."
"Και;" του είπε έχοντας μια ελαφριά ειρωνεία
"Πάντα ήσουν σωστή μάνα..." ξεκίνησε να λέει βάζοντας τα χέρια στο κεφάλι "Μου μάθαινες αξίες. Μου μάθαινες τι είναι σωστό και τη λάθος. Πως να γίνω ένας άξιος άνθρωπος στη κοινωνία και εγώ έγινα φονιάς..."
"Άξιος φονιάς! Ίσως εκείνα τα χρόνια που έφαγες, ήταν τα μόνα που με έκαναν περήφανη!"
Ο Άρης τα έχασε.
"Ίσως αν μου έδινες την ευκαιρία να σου μιλήσω, να το ήξερες... Αλλά όχι! Εσύ μου έκλεισες τη πόρτα! Το έπαιξες σκληρός!"
"Πονούσα!"
"Κι εγώ! Αλλά είμαι μάνα! Νόμιζα πως ακουμπησες μια κοπέλα! Δε νομίζεις πως έπρεπε να ξέρω ότι δεν ισχύει; Και μη ρωτήσεις πως το ξέρω!" Η Τασία έκοψε μια σβούρα αναστατωμένη "Ίσως σε εκείνα στην αρχή. Το παραδέχομαι. Ίσως σε χτύπησα και δε σε πίστεψα... Έσφαλα και το αναγνωρίζω στον εαυτό μου..."
"Κάτι έγινε τότε μάνα.." αρκέστηκε να της πει... "Αν ξέρεις όπως λες, τότε πες μου πως είναι δυνατόν να ειπώθηκαν όλα αυτά; Δε το χωράει το μυαλό μου! Και η Εύα; Ο Ορέστης; Πως θα τολμήσω να του πω..."
"Τίποτα δε θα πεις! Δεν είναι δουλειά σου να αποκαλύψεις κάτι τέτοιο! Ξέρω... Είστε ένα μαζί, και οι τρεις... Μα αγόρι μου, κάποια πράγματα ειδικά αυτά, είναι προτιμότερο να βγουν από τα δικά της χείλη..."
"Πως πέθανε το μωρό μάνα; Αν ξέρεις πως ήταν έγκυος, τότε θα ξέρεις και τι έγινε..."
"Από τη στεναχώρια της..." Του είπε και όλα της ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος . Σαν να έφευγε ο αέρας... "Όταν την έδιωξαν, τόσο οι γονείς της όσο και εσείς, έπεσε σε κατάθλιψη . Δεν είχε ιδέα πως κουβαλάει ένα μωρό... Έχασε σχεδόν όλο της το βάρος. Κανένας δε κατάλαβε πως ήταν τριών μηνών ..." Όσο η Τασία εξηγούσε ο Άρης ένιωσε μια ναυτία και έπειτα μια εσωτερική οδύνη. Όταν έφτασε στο σημείο που η Εύα πέθανε και επανήλθε στη ζωή, πάτησε τα κλάματα ... Έκλαιγε με τόσο ένταση που η Τασία φοβήθηκε...
*********
"Πάλι έφυγε..."
"Πάντα φεύγει Εύα μου , αλλά έρχεται ξανά..."
"Άρη; Μου υποσχεσαι πως δε θα με αφήσεις ποτέ; Φοβάμαι να μείνω μόνη... Φοβάμαι όταν φεύγει κι εκείνος... Δεν έχω ιδέα πως είναι η ζωή χωρίς εσάς. Υποσχέσου μου... Πως ότι και να γίνει, θα είσαι πάντα εδώ..."
"Πάντα θα είμαι εδώ ματάκια μου. Τι σε έπιασε σήμερα..."
"Είδα πως με εγκαταλείψατε στον ύπνο μου... "
"Παραισθήσεις από το πόνο...Δε φύγαμε όλη νύχτα Εύα μου από το πλάι σου..."
Η Εύα είχε αδιαθετησει. Ήταν τόσο φριχτος ο πόνος που δεν βγήκε και τα αγόρια ανησύχησαν. Πήγαν κρυφά στο σπίτι και τη βρήκαν στο κρεβάτι ξαπλωμένη. Κλείδωσαν και έμειναν κοντά της.
"Απλά υποσχεσου..."
"Στο υπόσχομαι...."
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top