Κεφάλαιο 26°
Ξύπνησε μυρίζοντας στον αέρα μια γλυκιά ευωδία που της θύμιζε θυμίαμα. Εκείνα τα άσπρα μικρά κομμάτια γεμάτα σκόνη που δεν ιδέα από τι ήταν φτιαγμένα , αλλα πάντοτε έβγαζαν μια πιο βαθιά μυρωδιά. Τέντωσε χέρια και πόδια και έμεινε στο κρεβάτι. Είχε ξημερώσει Παρασκευή. Τελευταία μέρα διδασκαλίας πριν το Σαββατοκύριακο. Ένιωθε πως το σχολείο τη γέμιζε και να την έκανε να ξεχνάει . Δεν της άρεσε η παρασκευή.. Εκτός από αυτό, ένιωθε περίεργα για τα γενέθλια της. Τράβηξε το κινητό και είδε κλήσεις από τη Μάρθα αλλά και το Κοσμά. Ήταν τελικά επίμονος.. Δε του κρατούσε μούτρα για ότι έγινε με το Δημήτρη μα καταβαθος είχε απογοητευτεί. Έκαναν τόσα χωρίς κάποιο ουσιώδη λόγο. Σαν μικρός μεταξοσκώληκας, βγήκε από το κουκούλι που ήταν τυλιγμένη γιατί κρύωνε και σηκώθηκε. Ίσως του έδινε μια ευκαιρία να της εξηγήσει.
Η φωνή της Ξανθίππης να σιγουραγουδα ένα σκοπό την έκανε να χαμογελάσει.
Ένιωθε τόσο άνετα με εκείνη τη γυναίκα.
Ήταν σίγουρη πως θυμιατιζε το σπίτι μα αν Καινή Εύα δεν ήταν τόσο θρήσκα, δεν την ενόχλησε. Το θυμίαμα πάντοτε της δημιούργησε μια εσωτερική ηρεμία και αίγλη και η Εύα την είχε ανάγκη.
Τράβηξε ένα παντελόνι , μια μπλούζα, σήκωσε και τα μαλλιά της σε ένα ψηλό κότσο και κατέβηκε.
"Καλημέρα Ξανθίππη μου"
εκείνη γύρισε χαμογελαστή
"Καλημέρα κόρη μου. Κοίτα μάτια! Κατακόκκινα!"
"Ναι, δεν κοιμήθηκα καλά τη νύχτα αλλά ξύπνησα και το σπίτι ολόκληρο μοσχομυριζει! Αυτό φτάνει"
"Ναι, ήθελα λιγάκι να θυμιατισω.."
"Ξέρεις.." ξεκίνησε να λέει φτιάχνοντας ένα καφέ "Ποτέ δε σε ρώτησα γιατί επέλεξες το μοναστήρι..." Η Ξανθίππη χαμογέλασε.
"Είχα πάψει να πιστεύω στο Θεό. Ξέρεις πόσο τρομακτικό είναι να αντιλαμβάνεσαι πως δεν έχεις σε κάτι να πιστεύεις;"
Η Εύα δε τη διέκοψε .
"Έφαγα πολύ ξύλο και υπέστησα πολλά για να έχω πίστη Εύα... Όταν με έδιωξε ο Ορέστης κακήν κακώς, το λεωφορείο με κατέβασε στην άλλη άκρη του νησιού. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν ένα μαύρο ψηλό μοναστήρι. Ήμουν τόσο απελπισμένη που χτύπησα τη πόρτα και μόλις μου άνοιξε η καλόγρια, λιποθύμησα. Το επόμενο που θυμάμαι, είναι το θυμίαμα και τα λόγια της..."
"Τι σας είπε;"
Η Ξανθίππη χαμογέλασε γεμάτη νοσταλγία
"Μου είπε πως όποια κι είμαι, ότι κι έγινε, ο θεός στο τέλος δίνει στο κάθε ένα, ότι του αξίζει..."
"Βαθύ, αλλά δεν είναι λιγάκι ...πολυφορεμενο;"
"Δεν έχεις άδικο. Αυτό της είπα και εγώ...Ακόμα αμφιβάλλω Εύα μου. Πέρασα δεκαπέντε χρόνια εκεί μέσα και ακόμα αμφιβάλλω...Όπως και να έχει, αύριο αν θυμάμαι καλά έχεις γενέθλια. Σωστά;"
"Δυστυχώς ναι" αστειευτηκε η Εύα χωρίς να θέλει να δώσει παραπάνω τροφή για συζήτηση στο προηγούμενο θέμα.
"Δε θέλω μούτρα. Ίσως σαν γυναίκες περάσαμε πολλά. Η κάθε μιας με το δικό της Γολγοθά αλλά κοίταξε με .. είμαι εδώ. Μαζί σου. Το περίμενες;"
"Για να πω την αλήθεια ποτέ.."
"Είδες; Όλα για κάποιο λόγο γίνονται Εύα μου. Όλα..."
Εκείνο το όλα της Ξανθίππης ήταν τόσο τονισμενο. Άραγε όντως όλα είχαν από πίσω ένα δικό τους υπόβαθρο; Άραγε έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα; Ή απλώς γίνονται και τρέφουμε ελπίδες χρησιμοποιώντας μια ακόμα πολυφορεμενη φράση;
******
"Άρη;"
"Τι είναι;" Ρώτησε αδιάφορα σκαλίζοντας το χώμα με ένα κλαδάκι
"Σήμερα ο Ορέστης μου είπε πως κάποια πράγματα είναι καλό να μη τα ξέρω.."
"Γιατί στο είπε αυτό; Τι του είπες;"
"Ρώτησα κάτι..."
"Και τι ακριβώς ήταν αυτό;"
"Ρώτησα γιατί αφού είναι τόσο θαρραλέος και αφού τον έχω δει αρκετές φορές να σκαρφαλώνει στα δεντρα, πως γίνεται να πέφτει και να γεμίζει μελανιές"
"Ρε Εύα..."
"Τι; Έφτασα δώδεκα. Αρχίζω να πιστεύω πως..."
"Σσς. Άστο σε παρακαλώ"
"Το είδα Άρη..." είπε κι εκείνο άφησε το κλαδάκι και τη κοίταξε
"Τι εννοείς;"
"Τον είδα να κλαίει μια μέρα... Είχε σηκώσει τα μανίκια και έτριβε τόσο δυνατά το δέρμα του που νόμιζα πως θα το γδάρει. Πλενόταν με το λάστιχο αλλά εκείνος δε με είδε. Το είπα στη μαμά μου..."
"Ρε Εύααα"
"Κακό είναι;"
"Κάποια πράγματα είναι καλό να μη τα ξέρουν όλοι!"
"Βλέπεις; Το ίδιο λες... Μα.." η Εύα συννεφιασε "Μα ξέρεις τι είπε η μαμά μου;"
"Ειλικρινά; Με όσα λέει για εμάς, δεν ξέρω αν πράγματι θέλω να μάθω"
Η Εύα χαμήλωσε το κεφάλι της.
"Μίλησε άσχημα Άρη. Τόσο που ανέβηκα στο δωμάτιο μου και άρχισα να κλαίω.. Είπε πως..."
"Δε χρειάζεται. Νομίζω καταλαβαίνω πως εκφράστηκε. Ποτέ δεν μας συμπάθησε"
"Ναι αλλά. Εμένα με πλήγωσε..."
"Εντάξει. Εντάξει. Άντε πες το για να βγει από μέσα σου"
"Είπε πως του Ορέστη, του αξίζει να γεμίζει μελανιές γιατί είναι μια ζωντανή αμαρτία προς το Θεό. Πως ο θεός τον τιμωρεί. Πως προσπαθεί να τον πάρει γιατί είναι κακός και να τον βάλει στη θέση του" η Εύα άρχισε να βουρκωνει "Είπε πως τέτοια παιδιά, έρχονται από τη κόλαση Άρη...Πως έχουν το διάολο μέσα και πως μόνο κακό προσφέρουν στους γύρω τους..."
"Αρκετά!" ο Άρης σηκώθηκε θυμωμένος "Δε θέλω να ακούσω άλλα. Την επόμενη φορά να της πεις να πάει να πνίγει!"
"Άρη!"
"Κάποια στιγμή η μάνα σου, θα λογοδοτήσει με τη σειρά της Εύα. Να το θυμάσαι. Άνθρωποι που κρίνουν , θα κριθούν! Και καλό θα είναι αν δε ξέρει να κλείνει το στόμα της! Λέξη δε θέλω να ακούσω ξανά για τη μάνα σου το κατάλαβες;" Η Εύα πρώτη φορά έβλεπε τον Άρη να μιλάει με τόση κακία. Μα λυπήθηκε. Εκείνος αναστεναξε και ξανακαθισε κοντά της "Μη στεναχωριέσαι. Συγνώμη αν μίλησα άσχημα..."
"Δεν πειράζει. Κι εγώ της μίλησα άσχημα... Μα είναι διαφορετικό να το κάνω και διαφορετικό να το ακούω και από άλλον. Είναι κακια η μάνα μου Άρη;"
"Αυτό η ψυχούλα σου το ξέρει και η δική της. Κάθε ένας από εμάς μεγαλώνοντας έχει τη κρίση Εύα. Έφτασα δεκαπέντε. Νομίζω ξέρω αρκετά για να έχω συναίσθηση των λέξεων μου"
"Άρη;"
"Έλα μου..."
"Καμιά φορά...Μιλάει άσχημα στο μπαμπά για τη κυρία Ξανθίππη..."
"Και εκείνος τι λέει;"
"Της λέει να πάψει... Μαλώνουν. Η μαμά κλαίει και ο μπαμπάς φεύγει από το σπίτι. Προχθές της είπε να χωρίσουν αν συνεχίσει..."
"Αλήθεια;"
"Ναι... Η μαμά νευρίασε γιατί ο μπαμπάς είδε τη κυρία Ξανθίππη στο δρόμο και της μίλησε. Μια γειτόνισσα της το είπε και ..." Η Εύα ξάφνου σταμάτησε
"Συνέχισε Εύα. Όλα μπορείς να τα μου τα πεις..."
"Η μαμά πήρε τηλέφωνο το μπαμπά του Ορέστη και του το είπε..."
Ο Άρης σφίχτηκε. Ο Κώστας σακατεψε τη Ξανθίππη λίγες μέρες πριν. Του το πε ο Ορέστης. Ήταν διαφορετικό εκείνο το ξύλο. Δεν είχε κλωτσιές. Προσπαθούσε να τη χαστουκιζει. Την έφτυνε και την αποκαλούσε πόρνη. Πλέον όλα έβγαζαν νόημα...
"Και τι έγινε μετά;" ρώτησε προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμος.
"Ο μπαμπάς πρώτη φορά... εμ... "
"Ελα βρε κοριτσάκι μου... Απλά πες το"
"Ο Μπαμπάς της είπε πως ήταν ένα φίδι. Πως ποτέ δεν την αγάπησε και τη χαστούκισε..."
Ο Άρης έκλεισε τα μάτια μα η άφιξη του Ορέστη , τους έκανε να σωπάσουν...
***********
Πήγαινε πέρα δώθε εκνευρισμένη. Σήκωνε τα καπάκια από τις κατσαρόλες για να ελέγξει το φαγητό έξαλλη. Ο Σωτήρης δε κοιμήθηκε σπίτι το προηγούμενο βράδυ. Δεν ήταν κάτι που συνήθιζε να δεν ήταν λίγες και οι φορές που οταν δούλευε αργά, κοιμόταν στο γραφείο. Βέβαια έχοντας δει τη Ξανθίππη τη προηγούμενη μέρα, η Ελένη έβγαζε αφρούς.
Κοίταξε την ώρα. Είχε πάει οχτώ το πρωί. Μόλις άκουσε το αμάξι, πέταξε τη πετσέτα και εκνευρισμένη έτρεξε στη πόρτα. Την άνοιξε και τον είδε να βγαίνει κρατώντας τη τσάντα , χωρίς γραβάτα και έδειχνε σαν να πέρασε τρένο από πάνω του.
"Που ήσουν!!!" Τσιριξε
"Ελένη άσε με να χαρείς. Με πήρε ο ύπνος στο γραφείο καθώς δούλευα και έχω πιαστεί ολόκληρος"
"Ψευτη!"
"Είσαι με τα καλά σου πρωί πρωί! Σε παρακαλώ !"
Ο Σωτήρης τη προσπερασε μα εκείνη τον ακολούθησε
"Πηγές να τη βρεις έτσι; Μετά από τόσα χρόνια , έμαθες πως γύρισε και πηγές σε αυτή τη γυναίκα!!" Η Ελένη είχε βγει εκτός εαυτού
"Έχεις τρελαθεί; Τι είναι αυτά που λες!"
"Μη μου κάνεις εμένα το Κινέζο! Δε θα ανεχτώ κανένα ψέμα μετά από τόσα χρόνια και σε αυτή την ηλικία!"
Ο Σωτήρης άρχισε να εκνευρίζεται. Πέρασε τόσο δύσκολη νύχτα. Λίγο πριν φύγει για το σπίτι όλα τα χαρτιά που έφτιαχνε για μέρες από τις παραλαβές έπεσαν κάτω και έπρεπε να τα βάλει ξανά στη σωστή σειρά. Ξύπνησε με αφορμή τους πόνους. Το τελευταίο πράμα που περίμενε ήταν η γκρίνια της Ελένης πρωί πρωί.
"Λέγε!" Μόλις η Ελένη τον έπιασε από το πουκάμισο του γύρισε το μάτι . Γραπωσε στα χέρια της και την έσπρωξε
"Τι κάνεις; Μη ξανακουμπησεις τα χέρια σου έτσι πάνω μου, γιατί θα στα κόψω!" Ξεσπαθωσε εξαγριωμένος."Άιντε πια! Σιχαθηκα τη γκρίνια και τη μιρλα σου!"
Η Ελένη έβαλε τα κλάματα
"Σηκώνομαι από το χάραμα για να μαγειρέψω, σου πλένω , σου σιδερωνω! Σου τρίβω τη πλάτη όταν γυρίζεις κουρασμένος κι αυτό είναι το ευχαριστώ; "
"Εσύ δε παίρνεις από λόγια ειλικρινά... Πάω να ξαπλώσω!" Μόλις ο Σωτήρης ανέβηκε το πρώτο σκαλί εκείνη γέλασε
"Γιατί δε λες πως πηγές να βρεις τη Ξανθίππη, Σωτήρη;" το βήμα πάγωσε κι εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Χρόνια ολόκληρα είχε να ακουστεί το όνομα της στα αυτιά του...
*******
"Πρέπει να σου μιλήσω..."
"Τι έπαθες Ξανθίππη μου; Απο την ώρα που ήρθα και σε πήρα όλο κλαίς..."
"Θέλω να χωρίσουμε Σωτήρη..."
"Μα τι λες! Ούτε είκοσι μέρες δεν έχει που επιτέλους σμιξαμε!"
"Θα μάθεις αργά η γρήγορα ..."
"Ξανθίππη μου; Κοριτσάκι μου; Σε παρακαλώ... Από μικρό παιδί λιώνω για σένα"
"Δεν είμαι πια αγνή Σωτήρη...Απορώ πως δεν έφτασε στα αυτιά σου..."
"Τι λες;" Ο Σωτήρης σηκώθηκε έντρομος πάνω μα εκείνη έμεινε να κάθεται στη προβλήτα.
"Προχθές... Έγινε κάτι και..."
"ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΠΕΙΡΑΞΕ! ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΩ!" ο Σωτήρης άρχισε να φωνάζει κι εκείνη έβαλε τα κλάματα.
"Δεν έχει σημασία. Φύγε! Τελειώσαμε. Δε μπορώ..."
"Ξανθίππη μίλα μου γιατί θα τους βάλω όλους φωτιά το κατάλαβες;" Της είπε γονατίζοντας μπροστά της
"Πάψε! Ξέχασε με! Παντρεύομαι..."
Ο Σωτήρης έτρωγε το ένα χαστούκι μετά το άλλο. Είχε μέρες να τη δει αφού έλειπε από το νησί και τρελάθηκε
"Τι έκανες λέει;" το νεύρο έγινε αγριάδα και ο Σωτήρης δίχως να λογιζει την έπιασε από τα μπράτσα και τη σήκωσε
"ΤΙ ΕΊΠΕΣ! "Ούρλιαξε ταρακουνωντας τη
"Μη! Σταμάτα να με πονάς!!" Έτσι όπως τη κρατούσε τα μανίκια της ανέβηκαν και πρόσεξε μελανιές στα χέρια της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να παραμείνει ήρεμος
"Πες μου ένα όνομα Ξανθίππη..."
"Δε.. δε μπορώ. Είναι αργά!"
"Ένα όνομα!!!" Τσιριξε
"Ο Κώστας! Με βίασε στο δασάκι!"
Τα χέρια του Σωτήρη έπεσαν από πάνω της. Όλοι στις παρέες έλεγαν πως εκείνο το ψυχακι έχει προβλήματα μα πάραυτα η κοινωνία σαν να ήταν τυφλή δε το έβλεπε..
"Θα τον σκοτώσω!" Ο Σωτήρης έβγαλε μια κραυγή μα η Ξανθίππη έπεσε στα πόδια του και τα έσφιξε
"Όχι! Αν μ'αγαπας όπως λες τόσα χρόνια, όχι..."
Ο Σωτήρης δεν το άντεξε.. είδε στα γόνατα και την αγκάλιασε.
"Μη κλαίς... Πήγαινε σπίτι και ετοίμασε τα πράγματα σου! Θα έρθω απόψε κι όλας να σε πάρω! Άκουσες;"
"Δε μπορώ..."
"Ξανθίππη συνελθε! Δεν με ενδιαφέρει! Δε θα αφησω αυτό το γουρούνι να σε ακουμπήσει! Είτε φεύγουμε απόψε κι όλας είτε θα τον σκοτώσω!"
"Είμαι έγκυος..." ο Σωτήρης έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Πραμα δεν έβγαινε από τα χείλη του. Ούτε οργή. Ούτε πόνος. Ούτε θυμός. Είχε πάθει σοκ.
"Φύγε. Ξέχνα με. Παντρέψου. Χτίσε τη ζωή σου και εγώ τη δική μου... Πήγαινε πάρε τη Ελενη που τόσο σε αγαπάει... Θα σε φροντίσει...Εγώ τελείωσα..."
"Δε... Δε μπορείς... Δεν.."
"Μ'αγαπας;" Τον ρώτησε δακρυσμένη
"Από τόσο δα μαλακισμενο, λιώνω..." Της είπε έτοιμος να βάλει τα κλάματα
"Τότε φύγε. Βγες και πες σε όλους πως δεν έχεις παρτίδες με μένα! Βρες κάτι! Μόνο ξέχασε με... Αν αλήθεια αυτά τα λόγια σου βγαίνουν από τη ψυχή, σήκω τώρα!!!" Η Ξανθίππη τον αγαπούσε τόσο πολύ που δεν άντεξε να καταστραφεί για εκείνη. Της το είχε πει η μάνα της... Αν έκανε καμία ανοησία, οι γονείς του θα τον αποκληρωναν και ο Σωτήρης θα έμενε στο δρόμο. "Φύγε!" Τσιριξε εν τέλει "Αλλιώς θα σημαινει πως ποτέ δε με αγάπησες!"
Ο Σωτήρης τη κοίταξε. Τα χέρια έτρεμαν. Τα ματοκλαδα επίσης... Έκανε ένα βήμα μακριά της και σταμάτησε
"Βάζεις την αγάπη μου, να με σκοτώσει... Κανονικά έπρεπε να βγάλω το όπλο και να του τιναξω τα μυαλά στον αέρα... Μα έτσι θέλεις να αποδείξω πόσο σε αγαπάω;"
"Έτσι..."
"Πολύ καλά λοιπόν..." της είπε πληγωμένος "Αντίο Ξανθίππη..."
Έμεινε να τον βλέπει να φεύγει και σπαραξε. Την επόμενη μέρα, κάποιος σακατεψε το Κώστα στο ξύλο μα κανένας δεν ήξερε ποιος. Έμεινε είκοσι μέρες στο νοσοκομείο να παλεύει με τη ζωή του. Ο Κώστας ισχυρίστηκε πως ήταν βράδυ και φορούσε κουκούλα μα η Ξανθίππη ήξερε...
********
"Μίλα επιτέλους! Πες την αλήθεια!" Ο Σωτήρης χάθηκε στις σκέψεις ενώ η Ελένη συνέχισε να φωνάζει έξαλλη.
"Ξέρεις κάτι;" της είπε ήρεμος.
"Ειλικρινά, σε έχω σιχαθεί... Έφτασα τα κοντά τα εξήντα , δουλεύω σαν το σκυλί όλη μέρα, έχασα το παιδί μου και ότι αγάπησα... Ως εδώ!" Ο Σωτήρης γύρισε για να ανέβει τη σκάλα και εκείνη τον γραπωσε
"Δε μπορείς!"
"Αλήθεια; τριάντα τρία χρόνια κράτησα τον όρκο μου! Μείνε να σε φάει η κακία σου και το μίσος! Τελειώσαμε!!"
"Ο γιος αυτής της καταραμένης βίασε το παιδί μας!!! Κατά μάνα κατά κύρη! Βγήκε και έπρεπε απλά να πας και να τον σκοτώσεις! Αλλά ένας δειλός είσαι!"
"Ελένη!" βροντηξε "Αυτό το αναθεματισμενο σου στόμα...."
"Πονάει; Φαντάσου το γεγονός πως εκείνη τον έβαλε! Έχασε εσένα αλλά..."
Ο Σωτήρης κατέβηκε και της αστραψε το χαστούκι που η Ξανθίππη δε μπόρεσε. Ήταν το δεύτερο στη μεταξύ τους συμβίωση τόσα χρόνια.
"Χωρίζουμε!" της φώναξε και ανέβηκε πάνω, άρπαξε τη βαλίτσα του και άρχισε να γεμίζει όπως όπως πράγματα...
**********
Από το πρωί τα λόγια της Ξανθίππης δεν έλεγαν να σβήσουν από τις σκέψεις της. Είχαν περάσει τρεις ολόκληρες ώρες και το μυαλό της μετά βίας ήταν στο μάθημα. Όχι πως άφηνε τα παιδιά στη μοίρα τους μα ένιωθε το μυαλό της να χάνεται συχνά πυκνά. Εκτός από αυτό όμως , ήταν γενικά εκνευρισμένη. Πέτυχε τη Χριστίνα να αφήνει τη κόρη της έξω από το σχολείο. Είχε εκείνη τη σάπια, εριστική συμπεριφορά μα η Εύα έγραψε τα χείλη αφού η αυλή ήταν γεμάτη παιδιά. Την έτρωγε όμως. Τα λόγια της Χριστίνας σφηνωσαν μέσα της και το γεγονός πως την άφησε να φύγει έτσι απλά, της έτρωγε το σαράκι.
"Ελπίζω να σου ήρθαν τα μαντάτα! Σύντομα θα βρίσκεσαι χωρίς δουλειά! Όλα μπαίνουν στη θέση τους! Θέλεις να μάθεις και ακόμα; Νομίζω θα σου αρέσει..."
"Δεν έχουμε να πούμε τίποτα κυρία Λαζάρου"
"Α ναι; Νομίζω τότε πως δε θα σε πειράξει το γεγονός πως ο Ορέστης μου έλεγε παντα πόσο εύκολα μπορεί να σε πηδήξει αν το ήθελε. Έλεγε πως ήσουν τόσο εύκολη, που τον έκανες να γελάει... Τον είδα προχθές, ξέρεις.. κάτσαμε και θυμήθηκαμε λιγάκι τα παλιά. Ήθελα να σε ευχαριστήσω... Ήσουν πηγή γέλιου για εμάς! Καημένη... Απορώ πως νόμιζες ότι μπορεί να σε αγάπησε έστω και λίγο!"
Το μένος της Χριστίνας δεν είχε όρια. Η Εύα το μόνο που έκανε ήταν να της χαμογελάσει σιωπηλή και να της γυρίσει τη πλάτη. Μα τη ταλαιπωρούσε μέσα της...
"Είδατε πόσο εύκολο είναι; Απλά πρέπει να αφαιρέσουμε τον αριθμό που βρίσκεται κάτω, και έπειτα να βγει το υπόλοιπο της διαίρεσης!" Η Εύα υπογράμμισε με τη κιμωλία τον αριθμό μα σαν έστρεψε το βλέμμα έξω από το παράθυρο, είδε το πατέρα της να παρκάρει το αμάξι έξω από το σχολείο.
"Πάντα όταν αφαιρούμε βγαίνει το υπόλοιπο κυρία;"
Ο Σωτήρης έβαλε τα χέρια πάνω στο τιμόνι και έσκυψε το κεφάλι προς τα μπροστά
"Κυρία;"
Έκλαιγε. Ίσως η απόσταση ήταν μεγάλη μα η Εύα είδε τους ώμους να ταρακουνιουνται πάνω κάτω ασταμάτητα
"Κυρία!!" Η φωνή της Αρετής μεγάλωσε και εκείνη τη κοίταξε σαστισμένη.
"Εμ. Μισό λεπτό παιδιά. Συγνώμη. Καθίστε ήσυχα μέχρι να έρθω εντάξει;"
Η Εύα βγήκε από την αίθουσα μα σαν κατέβηκε κάτω , το αμάξι του Σωτήρη δεν ήταν πουθενά...
*********
Έφτασε απέξω και ξαποστασε. Περπάτησε πολύ και ο ήλιος έκαιγε μα το δε βάλει πείσμα να την επισκεφθεί. Ήταν σίγουρη πως εκείνη ίσως ένιωθε το ίδιο. Το σπίτι δεν είχε αλλάξει καθόλου εξωτερικά. Τα κολωνακια ήταν ακόμα βαμμένα σε εκείνο το κεραμιδί, οι κουρτίνες που φαίνονταν πίσω από τα παράθυρα ήταν σχεδόν ιδιες, τα λουλούδια, το πατάκι... Η Ξανθίππη ένιωσε σαν να ήταν κοριτσάκι ξανά. Μα δεν ήταν...
Παίρνοντας θάρρος, ανέβηκε τα δύο σκαλιά που τη χώριζαν από τη πόρτα και χτύπησε το κουδούνι.
Ησυχία. Χτύπησε ξανά ώσπου άκουσε τη φωνή της Τασίας και έπειτα η πόρτα άνοιξε.
"Θεέ μου!" Αναφώνησε σαν την είδε
"Ξανθίππη;"
"Καλημέρα Τασία"
"Μη στέκεσαι έτσι, πέρασε!" Ανοιξε διάπλατα τη πόρτα χαμογελαστή. Εκτός από της Εύας το χαμόγελο, ήταν το δεύτερο εγκάρδιο που εκλαμβανε.
"Συγνώμη για την ακαταστασία..."
"Τασία μου, είναι δυνατόν..."
"Πόσα χρόνια πέρασαν..." σκέφτηκε σαν να έκανε απολογισμό στο μυαλό της "Να σου φτιάξω ένα καφέ; Ποτέ γύρισες; Που ήσουν! Ανησύχησα τόσο πολύ ! " Η Τασία είχε ήδη βάλει το μπρίκι βομβαρδιζοντας τη παράλληλα.
"Ήρθα λίγες μέρες πριν. Οταν αποφυλακίστηκαν τα αγόρια..."
"Αγόρια..." Σχολίασε η Τασία. "Αχ Ξανθίππη μου..."
"Συγχώρεσε με Τασία..." Είπε κατευθείαν γεμάτη τύψεις "Δεν ήθελα να μπλέξω το γιο σου σε όλο αυτό. Ούτε το παιδί μου... Πίστεψα πως θα με διώξεις μα εσύ άνοιξες τη πόρτα σου για μένα..."
"Πήραν την ευθύνη των πράξεών τους Ξανθίππη! Αν έμαθα κάτι σε αυτή τη ρημαδα τη ζωή, είναι πως το φευγιο δεν είναι λύση! Νομίζω ειδικά εγώ μπορώ να έχω γνώμη. Καλύτερα να έμπαινε φυλακή ο Νίκος και να έβγαινε παρά αυτό... Ούτε ένα γράμμα. Ένα τηλέφωνο... Τίποτα..." Η Ξανθίππη αναστεναξε. Ήξερε όλη την ιστορία.
"Και πάλι όμως... Αυτά ήταν τα παιδιά μας. Δεν έπαψα λεπτό να σκέφτομαι πως χαντακωθηκε το δικό σου πλάι στο δικό μου..."
"Και που το ξέρεις ότι δεν χαντακωθηκε το δικό σου πλάι στο δικό μου;" της αντιγυρισε και η Ξανθίππη ξαφνιάστηκε. "Αν κάποιος οφείλει μια συγνώμη, αυτή είμαι εγώ ..." Η Τασία άφησε το καφέ πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και κάθισε λυπημένη. "Εκείνη τη νύχτα ο Άρης ήρθε από δω... Έλεγε ασυναρτησίες. Όταν ακούστηκε ο φόνος το όπλο του Νίκου έλειπε από το συρτάρι. Κανένας δε ξέρει ποιος , και τι, Ξανθίππη. Ούτε στο δικηγόρο τους δεν αποκάλυψαν τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Δέχθηκαν τη κατηγορία του φόνου μαζί με τις άλλες..."
"Άλλες; Είναι αλήθεια λοιπόν..."
Η Τασία αναστεναξε.
"Κατάφερα να μάθω μήνες μετά, πως καταδικάστηκαν και για βιασμό. Μα όχι μόνο για αυτό..."
"Μίλησε μου Τασία.. κάτι είναι λάθος και το νιώθεις κι εσύ! Το βλέπω στα μάτια σου!"
"Καταδικάστηκαν και για ως ύποπτοι για το φόνο εκείνων των παιδιών που βρέθηκαν στο πεταμένα στο γκρεμό. Τους θυμάσαι;"
"Ναι... "
"Ξέρεις Ξανθίππη μου... Όταν έμαθα στην αρχή δε πίστεψα... Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Βλέπεις οι αρχές για λόγους ασφαλείας έβγαλαν τα μισά στοιχεία στη φόρα..."
"Τι εννοείς Τασία;" Η Ξανθίππη παραξενεύτηκε
"Έλα, πιες λιγάκι καφέ γιατί όσα σου πω, δε νομίζω να σου αρέσουν..."
❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top