Κεφάλαιο 24°

Μύριζε ουίσκι ακόμα κι αν εκείνοι οι τοίχοι είχαν παντού ανοιχτά μπαλώματα. Ετριψε τα μάτια  , τέντωσε το κορμί του και κοίταξε τον ουρανό. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Η γλώσσα του είχε  πικρή γεύση από τα δεκάδες τσιγάρα που έκανε το προηγούμενο βράδυ , τα πνευμόνια του, ήταν μπουχτησμενα και ολόκληρο το κορμί του πονούσε. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί τριγύρω και έπιασε το κεφάλι του. Ένας χαμός...

"Ξύπνησες κι εσύ βλέπω..." Ο Άρης μπήκε μέσα έχοντας στα χείλη ένα καρφωμένο τσιγάρο και κρατώντας στα χέρια δύο καφέδες

"Τι ώρα είναι;"

"Δώδεκα πήγε.."

Έδειχναν και οι δύο ταλαιπωρημένοι και ήταν.. Ο Άρης του έστειλε μήνυμα πως τα μάζεψε και έφυγε από τη μάνα του . Βρέθηκαν το βράδυ στο χαμόσπιτο μιλώντας για όσα εγιναν και ποτό στο ποτό , του αποκάλυψε ακόμα και την επιστροφή της Ξανθίππης. Ήπιαν τόσο που ο ένας κατέληξε να κοιμηθεί σε εκείνο το στρώμα και ο άλλος στο πάτωμα.

Ο Ορέστης άρπαξε το καφέ, άναψε ένα τσιγάρο και έπιασε το κεφάλι του. Ήταν έτοιμο να εκραγει. Θύμωσε τόσο πολύ. Μα όχι τόσο με την επιστροφή της μάνας του, όσο με το τρόπο που η Τασία έδιωξε τον Άρη. Δεν το περίμενε από εκείνη και φυσικά δεν περίμενε να ξέρει κι όλας αλλά να που βγήκε ψεύτης.

"Τι θα κάνεις ρε; Δε μπορείς να κοιμάσαι εδώ. Έλα σπίτι. Μόνος είμαι... Χθες το έβαλα για πούλημα αλλά δε βλέπω να φεύγει τόσο γρήγορα"

"Θα δω... Άσε που και η Κική μένει μόνη από ότι κατάλαβα αφού προχθές σπίτι της καταλήξαμε. Όπως και να έχει, μερικές φορές αισθάνομαι πως δε θα ξεφύγουμε ποτέ Ορέστη..."

"Θα ξεφύγουμε.. Επιβάλεται. Πρέπει!" Ο Ορέστης γρυλισε και σηκώθηκε.

"Που πας;"

"Πάω να κάνω ένα μπάνιο και έπειτα θα δω. Πρέπει να βρω που πήγε η μάνα μου. Δεν γίνεται να τριγυρίζει από δω και από εκεί..." Ο Άρης αναστεναξε

"Δε θυμάσαι έτσι;"

"Τι να θυμάμαι;"

"Φαντάσου πόσο λιώμα ήσουν... Σου είπα χθες πως πέρασα έξω από το σπίτι της Εύας. Ήθελα να περάσω από τη Κική"

"Και;"

"Μιλούσε με ένα τύπο και από περιέργεια χώθηκα πίσω από ένα αμάξι"

"Παρακάτω. Δεν με ενδιαφέρει με ποιον μιλάει..." Ο Άρης τον στραβοκοιταξε αλλά συνέχισε

"Ε τότε θα σε ενδιέφερε το γεγονός πως η μάνα σου βγήκε από το σπίτι της μόλις εκείνη μπήκε..."

Οι αναμνήσεις από τη προηγούμενη νύχτα έσκασαν σαν πυροτεχνήματα στο μυαλό του. Θυμήθηκε τον Άρη να του το λέει, έπειτα τα μπουκάλια να σπάνε. Το αλκοόλ που έρεε στη γλώσσα του καυτό.   Τα τσιγαρα. Το θυμό. Όλα ζωντάνεψαν μονομιάς.

"Τι διάολο θέλει μαζί της γαμωτο!" ο Ορέστης τρελάθηκε. "Θα πάω σήμερα κι όλας από εκεί και θα τα κάνω όλα πουτάνα!"

"Ηρέμησε ρε!"

"Όχι δεν ηρεμώ! Αυτή με έφερε σε αυτή τη θέση! "

"Ορέστη δε σκέφτεσαι καθαρά. Άσε λίγο να δούμε..."

"Μια χαρά σκέφτομαι" ο Ορέστης έβαλε το χέρι στη τσέπη του τζακετ και βγάζοντας ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά του τα έδωσε. "Πάνε σπίτι ότι ώρα θες. Εγώ φεύγω"

Ένιωσε τόσο προδομένος από τη μάνα του. Πως ήταν δυνατόν να έμενε μαζί της. Όχι πως ήξερε και πολλά αλλά και πάλι, ο Ορέστης ήταν εντελώς θολωμένος. Τόσο βαθιά πληγωμένος από όσα έκανε η Εύα που το μόνο που ήθελε, ήταν να πάρει τη μάνα του από εκεί μέσα. Μια μάνα που το χάδι της, του είχε λείψει απίστευτα πολύ. Μια μάνα που έδιωξε με μισή καρδιά γιατί έπρεπε... Την έσωσε. Τη κράτησε ζωντανή. Τη γλίτωσε από τον εφιάλτη. Δεν θα την άφηνε λεπτό άλλο να μείνει πλάι σε εκείνη...

************

Κουμπωσε το μπουφάν της και βγήκε από το αμάξι. Ίσως ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που έμαθαν να οδηγούν από μικρες στο νησί. Ο Σωτήρης θα επέστρεφε αργά αλλά και πάλι, δε της μιλούσε και η Ελένη θέλησε να πάρει λίγο αέρα και να κάνει τα ψώνια της στο κέντρο. Ελάχιστες φορές κατέβαινε πια εκεί. Επέλεγε να πηγαίνει σε ένα πιο μικρό σούπερ μάρκετ κοντά στο σπίτι.

Η Ελένη απέφευγε τις πολλές επαφές με τους μόνιμους κατοίκους του χωριού. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τη ρωτούσαν συνεχώς για την Εύα αλλά εκείνη δεν ήξερε τι να πει. Όλα τα πηγαδάκια έλεγαν τα δικά τους μα σχεδόν όλοι πίστεψαν πως την έστειλε μακριά για να τη προφυλάξει. Πάραυτα την ενοχλούσε να τη ρωτούν. Ήταν από τις πιο αξιόλογες οικογένεια στο νησί. Όταν έσκασε η βόμβα η κόρη της εν μέρη στιγματίστηκε και αυτό δε το άντεξε.

Η κόρη σου δεν έκανε παρέα με αυτούς του φοναδιες;

Γιατί την έδιωξες; Μήπως είχε ανάμειξη;

Κρίμα το κορίτσι .

Δεν έχετε επαφές;

Απορώ πως την άφηνες με αυτά τα αποβρασματα.

Εσύ φταις! Έπρεπε να πατήσεις πόδι και να τη μαζέψεις!

Τόσα πολλά κι άλλα πολλά λόγια που την ανάγκασαν να αποφεύγει εκείνο το μέρος.

Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από τη κόρη σας. Με όλο το συμπαθειο αλλά εκείνη φταίει που χώρισα με τον Ορέστη! Ήταν ελαφρών ηθών!

Της είχε πει μια κοπελίτσα όταν μαθεύτηκε πως η Εύα ήταν κατά τη σύλληψη στο χαμόσπιτο.
Ολοι ήθελαν ξαφνικά να μάθουν.
Όλοι έδειχναν ενδιαφέρον και περιέργεια. Το ένα κουτσομπολιό μετά το άλλο.

Άνοιξε τη τσάντα  για να βγάλει τα γυαλιά της , μα ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο. Σαν γύρισε και την είδε γουρλωσε τα μάτια.

"Ξανθίππη;"

"Γεια σου Ελένη.."

"Πότε γύρισες.."

"Προχθές"

"Δε ντρέπεσαι να κυκλοφορείς στο χωριό;"

"Μη με δικάζεις για τις πράξεις του άντρα μου!"

"Σε δικάζω για τις πράξεις του γιου σου! Ούτε στα μάτια μου θέλω να σε βλέπω! Γεννήσεις εκείνο το αποβρασμα!"

"Ελένη μέτρα τα λόγια σου! " Η Ξανθίππη ξεσπαθωσε.

"Έπρεπε να σαπίσει στη φυλακή! Να πεθάνει εκεί μέσα όπως κόντεψε να πεθάνει και το παιδί μου!"

"Νομίζω πως το μίσος σε έχει τυφλώσει! Πάντα κακιά ήσουν! Μεγαλοπιαστηκες οταν σε ζήτησε ο Σωτήρης! Αλλά βέβαια..."

"Χάσου από μπροστά μου!"

"Τι σου έκανε πια το παιδί μου και το μισησες τόσο;"

"Βίασε τη κόρη μου! Σκότωσε έναν άνθρωπο! Δεν σου φτάνει;"

Η Ξανθίππη έπιασε τη καρδιά της και ένιωσε το κόσμο γύρω της χάνεται. Βιαστης; Ο γιος της; Προς την Εύα;

"Την άφησε έγκυο και ήταν ο μόνος τρόπος να σώσω το παιδί μου! Η Εύα έκανε έκτρωση και γλίτωσε από το σπορο του διαόλου που έχεις για γιο!" Η Ελένη τη πάτησε εκεί που πονάει. Όλοι έμαθαν για την εξαφάνιση της Ξανθίππης μα κανένας δεν ήξερε που βρίσκεται. Θεώρησαν πως το έβαλε στα πόδια εκείνο το διάστημα. Για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό μήπως η Εύα από σεβασμό δε τόλμησε να της πει την αλήθεια και πως απλά άλλαξε τα πράγματα για να μη τη στεναχωρήσει

"Εύχομαι να πεθάνει! Κι όχι να κυκλοφορεί ελεύθερος!"

"Μάνα είσαι ανάθεμα σε! Πως μπορείς..."

"Σε πονάει που γέννησες ένα τέτοιο πλάσμα έτσι; Σε πονάει που ο Κώστας σε σακαταευε στο ξύλο και ο Σωτήρης επέλεξε εμένα αντί εσένα τότε, έτσι; Όλα σε πονάνε! Δε θα μου έκανε εντύπωση αν εσύ τον έβαλες να τη βιάσει!!!"

Η Ξανθίππη σήκωσε το χέρι για να τη χαστουκισει μα δε το έκανε... Ακόμα και το χαστούκι , θα ήταν λίγο. Στηρίχθηκε στο τοίχο και προσπάθησε να αναπνεύσει
Η Ελένη  χαμογέλασε.

"Σου άξιζαν όλα όσα έπαθες Ξανθίππη... Πήρες ακριβώς ότι σου αναλογούσε και γέννησες αυτό ακριβώς που είχες στη ψυχή σου!" της είπε γεμάτη μίσος και γυρίζοντας την πλάτη , απαξίωσε και έφυγε.

*******

"Τι είναι αυτό το κούρελι που φοράς!"
Η Ξανθίππη κοίταξε το καινούριο της φόρεμα και βουρκωσε

"Άσε την ήσυχη επιτέλους!" Πετάχτηκε η Τασία.

"Εσύ τι ανακατευεσαι; Ούτε φίλη σου είναι ούτε γνωστή! Αλλά βέβαια... Σου πέρασε ο Νικος το δαχτυλίδι και νομίζεις ότι κάποια είσαι!"

"Ελένη πολλά δεν είπες;"

"Άφησε την Τασία. Και σε ευχαριστώ. Δεν με αγγίζουν τα λόγια της!"

"Αλήθεια; Εγώ νομίζω πως η οικογένεια του Σωτήρη δε θα έβαζε ποτέ στο σπίτι της μια βιασμενη! Μη τρέφεις ελπίδες!"

"Ελένη!" Ούρλιαξε η Τασία "Δεν ντρέπεσαι;"

Η Ξανθίππη έβαλε τα κλάματα. Αν και δεν ειχε ακουστεί  στο χωριό πως ο Κώστας ο γιος του χασάπη την βίασε, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήξεραν αλλά δε μιλούσαν.  Από το βιασμό της και μετά, η συμπεριφορά απέναντι της άλλαξε. Η μάνα της τη πίεζε να παντρευτεί το Κώστα γιατί έτσι έπρεπε , ενώ ο Σωτήρης, όσο κι αν ήθελε να επέμβει, ακολούθησε τα λόγια των γονιών του. Θα ήταν κληρονόμος της περιουσίας. Δε γινόταν να έχει πλάι του μια γυναίκα σαν τη Ξανθίππη.

"Εγώ να ντρέπομαι; Η αυτή! Ποιος ξέρει τι κουνήματα θα έκανε στο Κώστα για να μην αντέξει! Άντρας είναι στη τελική! Εγώ το καταλαβαίνω!"
Η Τασία δεν άντεξε και της όρμησε. Την έπιασε από το μαλλί και άρχισε να κόβει σβούρες το κεφάλι της ώσπου τη πέταξε χάμω.

"Πατσαβούρα! " Της φώναξε έξαλλη

"Θα μου το πληρώσεις αυτό Τασία!" Εσκουξε η Ελένη πιάνοντας το κεφάλι της μα η Τασία σημασία δεν έδωσε παραπάνω.

"Δείχνεις χλωμή... Έλα, να σε γυρίσω σπίτι..." αποκρίθηκε προς τη Ξανθίππη η οποία κοιτούσε μπερδεμένη. Πρώτη φορά κάποιος έπαιρνε το μέρος της πόσο μάλλον να σταθεί για εκεινη. Η Τασία ήταν γνωστή τσαμπουκαλου. Μα σαν επέλεξε το Νίκο, η κατάσταση χειροτέρεψε. Κανένας δεν τον ήθελε. Όλοι έλεγαν πως της άξιζε κάποιος καλύτερος από ένα φούρναρη. Ο έρωτας τους ομως ήταν παράφορος και η Τασία αρνήθηκε ακόμα και τους γονείς της για εκείνον. Δεν τους έλειπαν τα λεφτά, ούτε φυσικά της Ξανθίππης. Μα ήταν εντελώς διαφορετικές οικογένειες με άλλες αξίες και οι τρεις.
"Είσαι σίγουρα καλά Ξανθίππη; Φαίνεσαι έτοιμη να πέσεις κάτω"

"Ναι. Και πάλι σε ευχαριστώ. Θα το θυμάμαι αυτό Τασία..."

Κανένας δεν ήξερε πως μέσα στη κοιλιά της η Ξανθίππη, είχε ένα μωρό. Το αποτέλεσμα από το βιασμό του Κώστα...
Η Ελένη φέρθηκε σκάρτα εξ αρχής... Πάντοτε προσπαθούσε να κερδίσει το Σωτήρη κι ας ήταν ερωτευμένος με τη Ξανθίππη. Ποια κοπέλα άλλωστε θα μπορούσε να συγκριθεί με την ομορφιά της; να όμως που έφτανε μια στιγμή για να αλλάξει τα δεδομένα και η κακομαθημένη Ελένη, πήρε αυτό που ήθελε... Το μονοπώλιο...

*********

Την είδε να στηρίζεται πάνω στο τοίχο και η καρδιά του σκίστηκε. Τα μαλλακια της είχαν ασπρίσει και δεν τα έβαψε σε σχέση με τις περισσότερες γυναίκες την ηλικίας της. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και έδειχνε να μην είναι καλά. Όλος ο θυμός του Ορέστη εξανεμίστηκε μέσα σε μια στιγμή. Όλη εκείνη η ένταση που ένιωθε πηγαίνοντας προς το σπίτι της Εύας χάθηκε.

"Μάνα..." Ψέλλισε και τρέχοντας προς το μέρος της, άπλωσε τα τεράστια χέρια του και τη κράτησε.

Μόλις η Ξανθίππη άφησε τη λέξη μάνα να εισχωρήσει από τα αυτιά στη ψυχή της, έσπασε. Σήκωσε το κεφάλι της και ούτε τα δάκρυα τόλμησαν να βγουν.

"Γιε μου..." Η φωνή της έβγαζε όλους τους λυγμούς που το σώμα δεν έδινε εντολή να ξεσπάσουν. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν βιαστικά και σαν τα ακούμπησε στο πρόσωπο του και τον ένιωσε , τα πόδια της λύγισαν. Τα μάτια έκλεισαν και λιποθύμησε.

"Μάνα! Μάνα;;" Ο Ορέστης τρελάθηκε. Οι φλέβες του λαιμού του πετάχτηκαν σαν τη σήκωσε αγκαλιά και μέσα στο πανικό του, είδε την ανηφόρα και άρχισε να τρέχει. Κοσμος κοιτούσε μα κανένας δεν πρόσφερε βοήθεια. Έφτασε στο αμάξι που το είχε παρκάρει σε ένα στενό, άνοιξε τη πίσω πόρτα και την έβαλε μέσα απαλά.

Δίχως να χάσει χρόνο, μπήκε μπροστά και έβαλε μπρος για το σπίτι... Ένα σπίτι που δεν ήθελε ποτέ ξανά η μάνα του να πατήσει πόδι. Κι όμως... Δεν υπήρχε άλλο μέρος εκείνη τη στιγμή αλλά και να υπήρχε , ήταν τόσο αναστατωμένος που δε το έβλεπε. Θύμησες ήρθαν για να φέρουν δάκρυα στα μάτια του. Οδηγούσε σαν τρελός γεμάτος με εικόνες του παρελθόντος να πειράζουν το μυαλό του. Πόσες φορές τη βρήκε λιποθυμη... Πόσες τη βρήκε χτυπημένη... Κουράστηκε η ψυχή του.

Φτάνοντας τράβηξε χειρόφρενο και στο άκουσμα, είδε τη πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και τον Άρη να βγαίνει.

"Τι έγινε!!!"

"Γρήγορα! Νερό!!" Ο Ορέστης κατέβηκε, τη πήρε αγκαλιά ενώ ο Άρης έτρεξε προς τα μέσα σαν σφαίρα

"Φτάνουμε μάνα!!!" Τα πόδια πήραν φωτιά, ήταν ήδη λαχανιασμενος ακόμα και πίσω από το τιμόνι. Την έβαλε να ξαπλώσει στο καναπέ, ο Άρης ήρθε με το νερό και βάζοντας λίγο στη παλάμη του προσπάθησε να της βρέξει το πρόσωπο. "Για το θεό, άνοιξε τα μάτια σου..." ζήτησε τρομαγμένος και πάτησε επιτέλους τα κλάματα... Μα δεν ήταν κλάματα ενός άντρα , ήταν αυτά ενός μικρού παιδιού που του έλειψε η μάνα... Ενος παιδιού, που η καρδούλα του ράγισε αμέτρητες φορές . Τόσο αίμα, τόσο ξύλο και τόση υπομονή ...
Έκλαιγε με τόσο παράπονο που ο Άρης τρόμαξε..

*********

Η Εύα κοίταξε το ρολόι και άρχισε να ανησυχεί. Είχε νυχτώσει και η Ξανθίππη δεν είχε επιστρέψει. Όταν γύρισε από το σχολείο δεν ηταν σπίτι μα υπέθεσε πως θα βγήκε. Πάραυτα πέρασαν αρκετές ώρες. Ποιον να ρωτήσει όμως και που να ψάξει...

"Αυτό είναι!"  Η Εύα έβγαλε το κινητό της και βλέποντας την ώρα, δίστασε να τον κάλεσε.

"Παρακαλώ;"

"Χίλια συγνώμη για την ενόχληση κύριε Γρηγορίου. Με όλο το θάρρος που σας έχω, μήπως ξέρετε αν η κυρία Ξανθίππη Λαέρτη, είδε τηλέφωνο;" Αν Καινή Εύα δε την είδε να βγάζει κάποιο κινητό, υπέθεσε πως κατά πάσα πιθανότητα ίσως είχε ένα. Έστω και για απλές κλήσεις. Ξέροντας πως ο Γρηγορίου την ενημέρωσε για το σπίτι της, ένιωσε πως ίσως ήταν και ο μόνος που θα μπορούσε να βοηθήσει αν ήξερε.

"Με κάνεις και ανησυχώ, όλα καλά;"

"Ναι ναι...Όπως σας είχα πει, μένει μαζί μου ένα διάστημα. Βγήκε νωρίτερα και δεν έχει επιστρέψει. Ήθελα απλά να δω που βρίσκεται"

"Κατάλαβα. Μισό λεπτάκι. Κάπου το έχω γραμμένο.." η Εύα άκουσε χαρτιά, φερμουάρ, θόρυβο "Α να το! Σημειώνεις;"

"Ναι, πείτε μου.." ο Γρηγορίου της έδωσε τον αριθμό , η Εύα τον ευχαρίστησε φυσικά, και έπειτα μόλις έκλεισαν, το τηλέφωνο της χτύπησε στο καπάκι.

"Ποιος είναι τώρα!" Σχολίασε βλέποντας άγνωστο αριθμό και πάτησε απόρριψη . Το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει την Ξανθίππη. Ο αριθμός όμως επέμενε.

"Παρακαλώ!" Είπε ενοχλημένη

"Καλησπέρα. Συγνώμη για την ώρα μα τηλεφωνώ  από το γραφείο της πρωτοβάθμιας...."

************

Καθισμένη στο καναπέ, έπιανε τη κοιλιά της. Είχε φτάσει στον έβδομο. Η ανασα της άρχισε να γρηγορευει.

"Τι είπε ο γιατρός; Εστιασε στα αντικείμενα Ξανθίππη..." Είπε στον εαυτό της. Είχε δύσκολη εγκυμοσύνη...
'Επεφτε' συχνά λόγω χαμηλής πίεσης και ο γιατρός φοβόταν με αποτέλεσμα να της πει ότι όταν αισθάνεται αδιαθετη, νπρεοει να κάθεται κάπου και να εστιάζει σε ένα σημείο για να ηρεμεί. Βέβαια ως τότε, δε χρειάστηκε να το κάνει. Να που όμως , πράγματι δεν ένιωθε καλά. Κοίταξε τη γωνία από το τραπεζάκι. Είχε ένα ανάγλυφο σχέδιο επάνω. Πάντοτε της έμοιαζε με λουλούδι αλλά δεν ήταν. Έδειχνε σαν μπερδεμένες γραμμές. Σαν αγκάθια παρά σαν λουλούδι.

"Πάλι κάθεσαι; Δεύτερη φορά σήμερα που σε βλέπω να κάθεσαι!" Την έπιασε τρέμουλο .

"Δεν αισθάνομαι καλά Κώστα..."

"Το ίδιο είπες και το πρωί! Δε θα κάτσω να ασχοληθώ! Έφτιαξες φαι;"

"Ναι. Έχει στο φούρνο.."

"Σήκω να το ζεστάνεις!"

"Σου είπα δεν αισθάνομαι καλά!!" στη φωνή της ο Κώστας πλησίασε πίσω από το καναπέ, εχωσε γρήγορα το χέρι μέσα στα μαλλιά της και τα τράβηξε προς τα πίσω. Η Ξανθίππη τσιριξε

"Όταν λέω σήκω θα σηκώνεσαι!" μουγκρησε μέσα στη μούρη της και απελευθερώνοντας το κεφάλι της, την έσπρωξε προς τα μπροστά . Η Ξανθίππη σφίχτηκε μα δεν έκλαψε. Όχι εντάσεις είπε ο γιατρός. Και για όσο κουβαλούσε μέσα της μια ψυχή, έπρεπε να παλέψει.

Σηκώθηκε και πήγε στη κουζίνα. Έβγαλε το ταψί, ζέστανε το φαγητό, έστρωσε το τραπέζι και εκείνος κάθισε. Έβαλε μια μπουκιά στο στόμα και το έφτυσε.

"Τι είναι αυτό μωρη!" πέταξε το πιρούνι και σηκώθηκε "αλάτι δεν έβαλες;"

"Ο γιατρός είπε..."

"Θα γαμησω και εσένα και το γιατρό!"

"Μη Κώστα! Σκέψου το παιδί σε ικετεύω!!!"

Πως γίνεται όμως να ικετεψεις ένα άνθρωπο που στη ψυχή του έχει την ακαθαρσία; Πόσο μάλλον όταν αμφιβάλεις γενικά για το αν έχει ψυχή. Ο Κώστας την γραπωσε από τα μαλλιά και έσπρωξε το κορμί της στο τραπέζι. Σήκωσε τη φούστα της και έπειτα της κατέβασε το εσώρουχο.

"Σε παρακαλώ... Μη.. το παιδί!!!" Η Ξανθίππη άρχισε να ουρλιάζει κι εκείνος μπήκε μέσα της βγάζοντας ηδονικους ήχους. Έφτιαχναν τη πιο σκοτεινή μελωδία συνδιασμενοι με τους λυγμούς της. Έπαιρνε το κορμί της χωρίς να νοιάζεται. Δίχως τύψεις. Ένας άρρωστος άνθρωπος...
Μόλις τελείωσε εκείνη πονούσε ολόκληρη. Είχε βάλει κόντρα τα χέρια της έτσι ώστε η κοιλιά να μην έρχεται σε επαφή με το τραπέζι και τα ενιωσε σπασμένα ... Ο Κώστας την έφτυσε , έβγαλε μια μπύρα και έφυγε αφήνοντάς τη μόνη με έναν εξευτελισμό, που ούτε άγγιζε την βαθιά ουσία του εξευτελισμού . Η Ξανθίππη σήκωσε το εσώρουχο της με δυσκολία. Ήθελε να προσευχηθεί στο θεό να τη πάρει για να γλιτώσει μα ένιωθε τη πίστη της να κλονίζεται. Γύρισε προς το αναμμένο καντήλι , σύρθηκε ως το εικονοστάσι και αφήνοντας δεκάδες δάκρυα να πέσουν, το έσβησε...

************

Γραμμές...
Σχέδια...
Ζαλάδα...

Άνοιξε τα βλέφαρα της και το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν εκείνη η γωνία από το τραπεζάκι

"Όχι!!! Μη Κώστα ! Όχι άσε με!!" Η Ξανθίππη άρχισε να φωνάζει χωρίς σταματημό πιάνοντας το κεφάλι της ώσπου ένιωσε δύο χέρια να πιάνουν τα δικά της και ουρλιαξε πιο δυνατά "Μη με αγγίζεις!!! Το παιδί! Καταραμένε!!!"

Ο Ορέστης τη τράβηξε στην αγκαλιά του κρατώντας τη σταθερή και η Ξανθίππη έλιωσε. Πέθανε μέσα στους ξεψυχισμενους λυγμούς της. Έβγαζε τόσο οδυνηρές σπαρακτικές κραυγές.
Ο Άρης που στεκόταν έντρομος από τις φωνές σε μια γωνιά, έβαλε τα κλάματα. Εκείνη η γυναίκα, ήταν ένας ζωντανός ήρωας...

"Μάνα ηρέμησε... Ησύχασε μανούλα μου... Κανένας δε θα σε πειράξει ποτέ ξανά" η Ξανθίππη τον έσφιξε με τα χέρια της. Μα δεν σταμάτησε. Συνέχισε να σφίγγει τόσο δυνατά και χωρίς σταματημό.

"Πονάω..." κατάφερε να πει

"Σσς..." Χάιδεψε απαλά τα γέρικα μαλλιά της και κοιτάζοντας τον Άρη, εκείνος πήγε στη κουζίνα. Θα έφευγε ούτως η άλλως μόνος... Δεν άντεξε τέτοια εικόνα.

Ο Ορέστης τη βοήθησε να ηρεμήσει, της πρόσφερε λίγο νερό και εκείνη ύστερα από δέκα λεπτά είδε σταματήσει να κλαίει.

"Μη γίνεις σαν τον πατέρα σου... Ποτέ" του είπε σιγανα με τρεμάμενη φωνή.

"Στο ορκίζομαι μάνα... Δεν έγινα και δεν θα γίνω"

Η Ξανθίππη δακρυσε ξανά . Το πίστεψε το βλαστάρι της μα δεν άντεξε να πει λέξη . Ήταν τόσα πολλά...

"Η Εύα σε αγαπάει..." ο Ορέστης σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τινάχτηκε όρθιος.

"Λέξη μην ακούσω για αυτή από τα χείλη σου!"

"Άκου τη μάνα σου... Μη γίνεσαι εγωιστής..."

Ο Ορέστης πήρε μια βαθιά αναπνοή και γονάτισε μπροστά της. Κράτησε τα χέρια της και ύστερα τοποθέτησε το κεφάλι του πάνω στα πόδια της.

"Συγχωρα με μάνα... Μα αν είναι έτσι η αγάπη πως είναι το μίσος τότε;" της είπε λυπημένος. Η Ξανθίππη του χάιδεψε τα μαλλιά μα ήταν τόσο  δύσκολο. Τα χέρια της ολοένα και έτρεμαν. "Φυγε από κοντά της μάνα.. Δεν ξέρεις"

"Βοηθά με να μάθω τότε γιε μου... "

"Πονάει..."

"Κι εγώ πόνεσα... Μα ήσουν εδώ να με κρατήσεις...Άνοιξε τη ψυχή σου, γιε μου... "

Ξάφνου ακούστηκε ένας ήχος. Ο Ορέστης παραξενεύτηκε. Προερχόταν από τη τσάντα της. Σταμάτησε μα άρχισε ξανά.

"Μη δίνεις σημασία, ίσως είναι από το μαναστηρι. Κανένας δε ξέρει το τηλέφωνο παιδί μου..."

Σηκώθηκε και ανοίγοντας τη τσάντα, είδε άγνωστο αριθμό.

"Ποιος;" είπε μα ακολούθησε σιωπή. Άκουγε μια ανάσα η οποία μεγάλωνε σε ένταση. Σαν ο άνθρωπος που ήταν από την άλλη γραμμή, να λαχανιαζε. "ΠΟΙΟΣ!" Ξαναρωτησε πιο δυνατά

"Η... Ανησύχησα... " Μόλις αναγνώρισε τη φωνή της, άλλαξε ολόκληρος

"Μείνε μακριά απο τη μάνα μου!!!"

"Ορέστη!!" Η Ξανθίππη σαν κατάλαβε πετάχτηκε όρθια μα εκείνος ούτε τη κοιταξε

"Άκουσες τι σου είπα;!"

"Ορέστη σταμάτα!!!" Η Ξανθίππη έβαλε πάλι τα κλάματα "Μη γίνεσαι σαν εκείνον ...σταμάτα μου υποσχέθηκες..."

Ο Ορέστης πάγωσε και κοίταξε τη μάνα του η οποία εκλαιγε . Έφερε στο μυαλό του τις χιλιάδες φορές που ακουγε το πατέρα του να επαναλαμβάνει αυτά τα λόγια χτυπώντας τους. Άκουσες τι σου είπα....και μετά κλωτσιές... Σφαλιάρες... Ξύλο...

"Είναι καλά. Θα τη φέρω μετά από εκεί αν θέλει" αρκέστηκε να πει και χωρίς να περιμένει απάντηση, έκλεισε το τηλέφωνο συγκλονισμένος και έμεινε να κοιτάζει τη μάνα του, η οποία είχε ένα βλέμμα, δικαστή για τα λόγια του...

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top